Σχετικά με τον Βαγγέλη


Στην Νοόμι και τον Σάββα και τον Γιάγκο, να ζήσουν να τον θυμώνται.

Kυκλοφορούσε με μία γάτα ζωντανή δίκην κασκώλ στον σβέρκο του. Το 1970 αυτό, μέσα στην μαύρη επταετία, επί της Πανεπιστημίου μέρα μεσημέρι. Ε, δεν ήταν φερσίματα τους καθενός, αυτά.
Κι' είχε τα μαλλιά ως τους ώμους, και γένεια, και αμπέχονο του στρατού μεταχειρισμένο αμερικάνικο από το Μοναστηράκι, και τζην ξασπρισμένο, και χαϊμαλιά.
Είχε και μια σακκούλα από μπατζάκι παντελονιού. Κει μέσα είχε συλλήβδην τον θησαυρό του Αλή Μπαμπά, τσιγάρα δύο μάρκες, ένα πακέτο ελληνικά και κάποτε κανά λαθραίο Μάλμπορο, Πωλμώλ, Κεντ ξερωγώ, τότε ήταν εισαγωγής, πανάκριβα, του φέρνανε από το ντιούτη φρη του αεροδρομίου. Και μία πίπα, τότε κάπνιζαν οι πολύ εκκεντρικοί μόνο. Και έναν άθλιο καπνό που έβρισκες τότε, μάρκα "Εγγλέζικον," και σπίρτα επίσης, τότε δεν είχε μπικ. Μολύβια, γόμες, πένες, ραπιδογράφους, μπλοκάκια και μία βούρτσα για τα μαλλιά, αν θυμάμαι καλά. Και φυσαρμόνικες Piccolo της Hohner στο κόκκινο κουτάκι, που δεν τις βγάζουν πια. Και κάτι πιο μεγάλες, μέχρι και κείνη την τεράστια, που άκουγες σαν ορχήστρα ένα πράμα.
Εκείνα τα χρόνια ζούσε στην Αθήνα, αλλά δεν είχε μόνιμη κατοικία. Ένα φεγγάρι κοιμόταν στις καρέκλες μιας ταβέρνας, του άφηνε τα κλειδιά ο ταβερνιάρης όταν έκλεινε, να του φυλάει και το μαγαζί. Θα μου πεις, δεν είχε συγγενείς στην Αθήνα; Πως δεν είχε, και τον λατρεύανε, ήταν αξιαγάπητος, ευχαρίστως να έμενε στις θειάδες του. Αλλά αυτός δεν ήθελε, ασφυκτιούσε, γύρναγε ανέστιος και πλάνης. Οι θειάδες του είχαν πέσει σε απελπισία, τι θα πούνε στον πατέρα του στη Ρόδο, τώρα; Αν και δεν χανόταν εντελώς, εμφανιζόταν αραιά και που, να ξελεπριαστεί, να φαρμακώσει, να ξεραθεί, κι' έφευγε.
Άσχετα μ' όλα αυτά, αναμφισβήτητα τους αγαπούσε. Αλλά ήταν και πειραχτήρι. Πήγε στη Λούλα το πρωί, να πάρει το καράβι το βραδυνό για την Ρόδο. Τότε που ήτανε φαντάρος, υπηρετούσε στου Ρουφ. Είχε φτιάξει λοιπό η Λούλα ένα ταψί σπανακόπιτα, τηνε φάσκιωσε με λαδόκολλες, εφημερίδες, σακούλες ξερωγώ, του λέει "κοίτα, αφέντη μου, να την πάς στον Σάββα ολόκληρη, εσένα σούφτιασα κεφτεδάκια για το ταξίδι. Κι' άμα γυρίσεις μη ξεχάσεις να μου φέρεις πίσω το κουρούπι μου." Κοίταγε ο Βαγγέλης μια την σπανακόπιτα, μια τα κεφτεδάκια στο τάπερ. "Με το ουζάκι, θεία, ότι πρέπει, θα βρω και τίποτε άλλους στο καράβι, μη σε νοιάζει, θ' αφήσουμε κι' ένα κομμάτι του πατέρα μου." Έμπηξε τις φωνές η Λούλα, "μη πάει και τη πειράξεις, ωρέ κερατά! Ορκίσου μου, Βαγγελάκη μου, στα κόκκαλα τση Ειρήνης, να σου βράσω και κανένα αυγό, πόσα θες, τέσσερα σώνουνε;" Και μέχρι που να φύγει τση έψησε το ψάρι στα χείλη. Εκειός να περιγράφει το γλέντι με την σπανακόπιτα, κι' η Λούλα να του ψέλνει τον αναβαλλόμενο, να τον ξορκίζει, να του τάζει, να εκλιπαρεί να μη φάει τη σπανακόπιτα του Σάββα.
Ερχόταν και σ' εμάς πότε-πότε. Η μάνα του και η μάνα μου ήταν πρώτες ξαδέρφες, λατρεία τρομερή η μία για την άλλη. Και θεόκουρλες και οι δύο. Τόχαμε χούι στην οικογένεια, φαίνεται.
Εμένα τώρα, που πήγαινα στο Γυμνάσιο, τέτοια ζωή μου φαινόταν άπιαστο όνειρο. Διότι ο Βαγγέλης είχε τον κόσμο όλο δικό του, ελευθερία, ταλέντο και γκόμενες. Ενώ εγώ, τίποτα. Μ' έμαθε, ωστόσο, φυσαρμόνικα, πως να βγάζω τη μελωδία και μαζί τα μπάσα ανοιγοκλείνοντας τις τρύπες με τη γλώσσα, πως να κάνω τρέμολο με τη χούφτα ή ένα ποτήρι για ηχείο. Ένας βράχος στο βουνό, η Ωδή στην Χαρά του Μπετόβεν, τον Μολδάβα του Σμέτανα, κι' εμείς οι τρεις στον καφενέ του Χατζή, Επιτάφιο, κι' άλλα του διεθνούς και εντοπίου ρεπερτορίου. Αγόρασα μια δυο φυσαρμόνικες, έβαλα τη θειά μας τη Λούλα να μου ράψει κι' εμένα ένα μπατζάκι, και τις έβαλα μέσα. Έπαιζα και μέσα στην τάξη, στο μάθημα του Χλαπάτσα, που ήταν κουφός.
Ο πατέρας μου εντωμεταξύ, αγωνιζόταν να με αποτρέψει από τέτοιου είδους επιδράσεις, και χρησιμοποιούσε την χειρότερη μέθοδο, την χλεύη. Θα γίνεις λέτσος σαν κι' αυτόν, έτσι μούλεγε.
Πράγμα το οποίο επέτυχα σχετικώς άκοπα και γρήγορα. Μόλις τέλειωσα το Γυμνάσιο, άφησα μαλλιά αφάνα και γένια, αγόρασα αμπέχωνο από το Μοναστηράκι, και φόραγα μπλουτζήν.
***
Η Ειρήνη ήταν όμορφη. Αλλά κυρίως έξυπνη, διαόλου κάλτσα. Και με χιούμορ απερίγραπτο. Και τεμπεραμέντο ρέμπελο, θορυβώδες και ατίθασο. Τον καιρό εκείνο, είχε κάτι πλανόδιοι που γύρναγαν τις ταβέρνες, πούλαγαν κάτι γύψινα κουνελάκια, μικρούλικα. Αγόραζε ένα η Ειρήνη, ξερωγώ, και τούβαζε μουστάρδα στον κώλο, κι' έλεγε μετά στις άλλες "κοιτάχτε ωρέ! εχέστηκε! εχέστηκε!" και ξεκαρδίζονταν, να κατουρηθούνε στα γέλια όλες μαζί.
Και καλή στο σχολείο, στα φιλολογικά κυρίως. Είχε καθηγήτρια την Ρόζα Ιμβριώτη, η οποία και της είχε ιδιαίτερη αδυναμία. Οπού τση λέει μια μέρα στα λατινικά, η Ειρήνη της Ιμβριώτη "Regina Rosa non amat," και έμεινε ξερή η Ιμβριώτη, που ήταν αριστερή. Διότι το συμβάν τοποθετείται γύρω στο 1935, που έκανε ο Παπάγος το κίνημα και επανέφερε τον βασιλέα και την βασίλισσα. Τέτοια διάολέμπαμέσατση ήτανε η Ειρήνη. Διότι όπως έλεγε και η Λούλα -φανατική προασπίστρια τση κεφαλλονίτικης υπερηφάνειας- ράτσα ευφυής σαν κι εμάς δεν υπάρχει στην Οικουμένη.
Ο πατέρας του Βαγγέλη, ο Σάββας Παυλίδης, ήταν από τη Ρόδο, όπως προανέφερα. Γόνος επιφανούς οικογενείας του νησιού. Ο παππούς του Σάββα -ο προπάππος του Βαγγέλη δηλαδή- ο Σαββαφέντης ο λεγόμενος, ήταν ο πρώτος χριστιανός δήμαρχος της Ρόδου επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ύστερα, το 1912, επί Ιταλοκρατίας, τον εξόρισαν στην Ελλάδα, γιατί ετοίμαζε επανάσταση, ξεσήκωνε τον πληθυσμό. Θερμός βενιζελικός.
            Το σπίτι του Σαββαφέντη επί Ιταλοκρατίας. Σήμερα, πνιγμένο στις πολυκατοικίες. Από εδώ, με πιο πολλές πληροφορίες: 
Ο πατέρας του Βαγγέλη -λοιπόν- είχε έρθει στην Αθήνα για σπουδές, νομική σπούδασε. Περνούσε μία φορά τυχαίως έξω από το σχολείο της Ειρήνης, και δεν την ήξερε από πριν, αλλά την είδε, και πήρε το θάρρος και της μίλησε. Και μετά την ζήτησε σε γάμο. Παντρεύτηκαν, πήγαν να ζήσουν στη Ρόδο. Ο Γιάγκος, ο πρωτότοκος, γεννήθηκε το 1938.
Όταν έπιασαν οι ιταλοί τον Σάββα, η Ειρήνη ήταν έγκυος στον Βαγγέλη. Για αντιστασιακή δράση, τον πιάσανε. Και τον στείλανε σ' ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως στην Ιταλία. Με την συνθηκολόγηση, τους φυγάδευσε η Αντίσταση πριν τους περιλάβουν οι γερμανοί. Κρυβόταν σε μιαν οικογένεια στη Ρώμη, όταν μπήκαν οι αμερικάνοι. Από κει τον παρέλαβε ένα υποβρύχιο, κι' άλλους έλληνες μαζί, και τους πήγε στην Αλεξάνδρεια. Όπου και συναντήθηκε ο Σάββας με τον Πέτρο και τον Παύλο, τ' αδέλφια της Ειρήνης, φαντάσου γέλια και χαρές που θα έκαναν. Αυτοί οι θείοι του Βαγγέλη, στον πόλεμο ήταν στη Μέση Ανατολή. Εκειός ο Πέτρος ήταν μαρκόνης του εμπορικού, στα κομβόγια, πέντε φορές τον τορπίλισαν, γλύτωσε, ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Φίλος του Καββαδία. Έπαιζε κιθάρα επίσης, και φυσαρμόνικα, και τραγουδούσε πολύ καλά, και είχε μια τεράστια συλλογή από πλάκες γραμμοφώνου, κανέναν δεν άφηνε να τους αγγίξει, γρουσουζιά έλεγε, τους είχε ως κόρην οφθαλμού.
Ο Βαγγέλης γεννήθηκε το 1943, στη Ρόδο. Αλλά στη Ρόδο δεν είχαν άλλους συγγενείς. Πως τα κατάφερε η Ειρήνη, παίρνει τον Γιάγκο και το αβάφτιστο και πάνε στην Αθήνα. Αλλά που να το βαφτίσουν, μέσα στο χάος και την πείνα. Έτσι τον φώναζαν προσωρινώς Μπούλη. Και τούμεινε το παρατσούκλι. Μ' αυτά και με κείνα, τα βαφτίσια γίνανε μετά την Απελευθέρωση, μιαν μαγιάτικη μέρα του 1944, που είχε επιστρέψει και ο Σάββας και οι άλλοι. Μέσα σ' ένα οικόπεδο, στα Πατήσια. Εκεί φωνάξαν τον παπά, κουβάλησαν και την κολυμπήθρα, τα λάδια, όλα. Ήτανε λοιπόν μαζεμένο το σόι, και τα ξαδέρφια τους, η μάνα μου δηλαδή, και οι θείοι μου, κι' ο παππούς μου ο Γιωργάκης, και η νόννα μου η Σιόρα Στέλλα, η αδελφή της νόννας του Βαγγέλη, της Μίλιας, της μάνας της Ειρήνης δηλαδή, που είχε συχωρεθεί πριν τον πόλεμο, κι' άλλοι πολλοί συγγενείς και φίλοι*. Που ήταν πολύ ιδιόρρυθμοι, κάποιοι απ' αυτούς, διότι την ώρα του Μυστηρίου ο Πέτρος έκανε τον πίθηκο, και διάφοροι άλλοι έκαναν διάφορα άλλα ζώα, γαδάρους, λέοντες, ελέφαντες, και βαράγαν και τεντζερέδες, κι' ένας ονόματι Μοσχονάς είχε ανέβει στην ταράτσα δίπλα κι' έκανε τον Μουσολίνι. Όπου ο παπάς αγανάχτησε μ' όλους αυτούς τους βουρλισμένους και σηκώθηκε να φύγει, και είδαν και πάθαν να τον φέρουν πίσω να βαφτίσει τον Βαγγέλη. Τρελλοί κι' εσείς, τρελλά και τα παιδιά σας, τρελλά και τα σκυλιά σας, και όλα σας, έτσι έλεγε κάποιος γνωστός για το σόι μας.
-Πως αισθάνεσαι που κατάγεσαι από οικογένεια λωλών; με ρώταγε συχνά ο Βαγγέλης. Και του έλεγα πως αισθάνομαι πάρα πολύ καλά. Και σκέπτομαι πως ευτυχώς που ήθελε πολιτική κηδεία, διότι αλλιώς θα γινόταν πάλι το έλα να δεις.
Με το τέλος του Πολέμου, ο Σάββας και η Ειρήνη και τα δύο κουτσούβελα εγκαταστάθηκαν πάλι στην Ρόδο. Έγινε και η Ένωση, λίγο μετά.



Η υποστολή της αγγλικής σημαίας στην Ρόδο, 7 Μαρτίου 1948. Και η περιγραφή από τον Βαγγέλη, τότε πέντε χρονών: Nest of the sleeping owl-Η Ένωση 
Το 1953, η Ειρήνη τους άφησε χρόνους. Νεότατη, στα τρανταοχτώ της, μάλλον από εγκεφαλικό. Είχε βάλει τα μακαρόνια και της παραβράσανε, κι' όπως ήταν και νευρική, της ήρθε. Αυτή ήταν τουλάχιστο η θεωρία τση θειάς μας τση Βαρβάρας, τση γυναίκας του Πέτρου, η οποία -ειρήσθω εν παρόδω- έφκιανε μπακαλιάρο σκορδαλιά για Νόμπελ. Έφταιγε που η Ειρήνη φούντωνε με το παραμικρό. Τον άλλο χρόνο έφυγε και ο Πέτρος ο εφτάψυχος ο Σεβάχ. Από το συκώτι του.
Τα δυό παιδιά μεγάλωσαν χωρίς μάνα. Κι΄ έγιναν έφηβοι τερατωδώς ρέμπελοι, θορυβώδεις και ατίθασοι, αλλά και με μίαν απύθμενη βουλιμία για διάβασμα, πλην μαθηματικών και τα τοιαύτα. Η κληρονομιά της Ειρήνης.
Και ο μεν Γιάγκος απεβλήθη από όλα τα σχολεία της Δωδεκανήσου, διότι -μεταξύ πλήθους άλλων ευφάνταστων αταξιών- βούτηξε την κούρσα του νομάρχη με τα σημαιάκια, κι' έκανε τον γύρο της Πλατείας με τον χωροφύλακα να τον κυνηγά στα πέντε μέτρα πιο πίσω, κάθιδρος και ασθμαίνων, ο καψερός. Επίτηδες δεν γκάζωνε, ο Γιάγκος, ώστε να μην αποθαρρυνθεί το όργανο και εγκαταλείψει την προσπάθεια. Κατόπιν τούτου, απεβλήθη απ' όλα τα Γυμνάσια της Δωδεκανήσου, και τελείωσε την τελευταία τάξη στην Κάλυμνο, που ήταν για την Μέση Εκπαίδευση ό,τι το τάγμα ανεπιθυμήτων για τον στρατό. Αργότερα έγινε καθηγητής Φιλοσοφίας στην Αμερική.
Ο Σάββας, με τον Γιάγκο (με το λευκό πουκάμισο) και τον Βαγγέλη (με το καμπόικο,) στα τέλη της δεκαετίας του 50.
Ο δε Βαγγέλης, όπου φασαρία και καυγάς, πρώτος και καλύτερος. Μεγαλύτερος καυγατζής και ταραχοποιός δεν υπήρχε σ' όλη την πόλη των Ιπποτών του Αη-Γιάννη. Έμπλεξε μετά με τον αθλητισμό, ηρέμησε. Μπάσκετ κυρίως, στον Δωριέα. Αλλά και τερματοφύλακας έπαιξε στον ΑΟΝ, και στον Διαγόρα επίσης, και κολυμβητής δεινός ήταν, και ψαροντούφεκο έκανε, έφευγε χιλιόμετρα, με τα τσιγάρα σε πλαστικό σακουλάκι, που θάκανε διάλειμμα σε κανά βράχο. Κάπνιζε σα φουγάρο, τότε.
Ο Βαγγέλης στο γήπεδο του Διαγόρα, αρχές της δεκαετίας του 60.
Το 1972 πήγαμε εκδρομή Έκτης Γυμνασίου στη Ρόδο. Με πήρε και με γύρισε στην παλιά πόλη, και γύρα τις οχυρώσεις. Διότι καλύτερος ξεναγός από τον Βαγγέλη δεν μπορούσε να υπάρξει, τι η τάφρος, τι ο προμαχώνας του Αγίου Γεωργίου, τι η πύλη του Αγίου Ιωάννη, τι ο θυρεός του Μεγάλου Μαγίστρου Ντ' Ομπυσσόν και του Βιλιέ ντε λ' Ιλ-Αντάμ, τι ο Σουλεϊμάν ο Μεγαλοπρεπής, τι η πολιορκία, τι πανοπλίες, τι κανόνια, τι οι βασιβουζούκοι, τι τα λαγούμια που σκάβαν οι τούρκοι, τα κόντρα λαγούμια που σκάβαν οι πολιορκημένοι, ηρωισμοί, προδοσίες, πλημμύριζαν εμένα τα μάτια και τ' αυτιά μου ιστορίες, ψόφαγα για ιστορίες μέσα στην δική μου μίζερη εφηβεία, και δεν χόρταινα ιστορίες, με το στόμα ανοιχτό, ο χάχας, ιστορίες, ιστορίες, ιστορίες των ανθρώπων...**  
Πήγαμε το μεσημέρι στο πατρικό του, στο νεοκλασικό που ήταν στην Ιταλοκρατία το ελληνικό προξενείο. Ο Σάββας έλειπε, η κυρά Δέσποινα που τους φρόντιζε είχε φτιάξει μακαρόνια με σάλτσα ντομάτα. Τηγάνισε ο Βαγγέλης και δύο αβγά, έριχνε με το κουταλάκι το λάδι πάνω στον κρόκο να ψηθούνε ωραία, φάγαμε υπέροχα.
***
Καθότανε τώρα από δω ο Βαγγέλης. Κι' απ' την άλλη, ο Λαμπράκης, στο γραφείο του. Που είδε σκίτσα του Βαγγέλη, και τον φώναξε να τον προσλάβει στα ΝΕΑ και ΤΟ ΒΗΜΑ. Μισθός καλός, συνθήκες εντάξει. Ναι, του λέει ο Βαγγέλης, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα. Τι πρόβλημα; λέει ο Λαμπράκης. Εγώ μένω στη Ρόδο, και δεν το κουνάω από κει, του ξαναλέει ο Βαγγέλης. Τονε κοίταξε στραβά, ο Λαμπράκης, τι σκέφτηκε εκείνη την στιγμή ένας Θεός μόνο το ξέρει. Κι' ύστερα του λέει εντάξει.
Οπότε ο Βαγγέλης έκανε καριέρα από τη Ρόδο. Τότε δεν είχε ίντερνετ και τα ρέστα, τα σκίτσα φτάνανε στην εφημερίδα με την Ολυμπιακή. Μια ζωή με την ψυχή στο στόμα, να διαβάσει την επικαιρότητα, να τούρθει η ιδέα, να ζωγραφίσει το σκίτσο, να πάει το σκίτσο στο αεροδρόμιο, να προλάβει την πτήση, να μην έχει καθυστέρηση η πτήση, να μην έχει νέφωση ο ουρανός, να προλάβουνε το τυπογραφείο.
Ήταν να βγάλω τον πρώτο μου δίσκο. Ο Βαγγέλης ήταν ήδη πρώτη φίρμα στους γελοιογράφους του ημερησίου και περιοδικού τύπου. Είχε έρθει Αθήνα για δουλειές, έμενε στης Βαρβάρας, πήγα κι' εγώ να μας ταΐσει κεφτεδάκια με πατάτες τηγανητές, αλλά είχε φτιάξει και κοκκινιστό, η Βαρβάρα, και τση λέει ο Βαγγέλης άμα σ' αρέσει να βλέπεις τους ανθρώπους να τρώνε, να πας στη γωνία απέναντι στο εστιατόριο να κοιτάς από τη βιτρίνα, θα σκάσουμε ρε θειά! Και είχε μία φωτογραφική μηχανή με τηλεφακό και μ' έβγαζε κοντινά, μακρινά, προφίλ ανφάς, τρουά καρ, μου λέει θα σου φτιάξω το εξώφυλλο για το δίσκο, και να τους πεις πως δεν θέλω λεφτά, γιατί τους ξέρω τι γύφτοι είναι στις εταιρείες δίσκων, αν συζητήσουμε για λεφτά θα τσακωθούμε. Κι' έφτιαξε και την μακέτα, τέτοια γραμματοσειρά, τάδε μέγεθος, μέχρι και τις αποχρώσεις στα μελάνια τους έβαλε, τόσο τοις εκατό αυτό, τόσο τοις εκατό εκείνο, γιατί είχε κάνει και στην διαφήμιση ένα φεγγάρι, ήξερε τα τεχνικά, και τι τσαπατσούληδες ήτανε οι γραφίστες. Και κοίτα, μου λέει, άμα τελειώσουνε μην σου φάνε το πρωτότυπο, να το πάρεις πίσω. Τελειώνει το εξώφυλλο, πάω μια μέρα στην εταιρεία να πάρω το σκίτσο, μου λέει λοιπόν ο Μάτσας μπορώ να το κρατήσω γιατί κάνω συλλογή από εξώφυλλα; Και του λέω πολύ ευχαρίστως να στο χαρίσω, αλλά είναι δώρο του ξαδέρφου μου, το δώρο δεν δωρίζεται.  Και το έβαλα σε κορνίζα και τόχω.
Ήτανε και καλοφαγάς, και πότης, είχαμε μία κοινή αδυναμία στην ταβέρνα. Ερχόταν στην Αθήνα δυο τρεις φορές τον χρόνο, βρισκόμασταν απαρεγκλίτως, πίναμε κανά κρασί. Και πιάναμε τις συζητήσεις επί παντός επιστητού. Και λέγαμε ιστορίες σαν κι' αυτές που σας διηγούμαι εδώ, η μυθολογία της οικογένειας. Που στο τέλος είχαμε μείνει μόνο εμείς οι δύο να τις λέμε, ίδιες κι' απαράλλαχτες, ξανά και ξανά. Α, κι' ο Σάββας Παυλίδης, του Ευαγγέλου και της Νοόμι, το γένος Έντιν. Αλλά όχι τόσο εμμονικά, ο Σάββας.
Ο Βαγγέλης, ο Σάββας, η Δώρα κι' εγώ, Νοέμβρης του 2016.
Σε κάτι παύσεις, τι του πέρναγε από τη γκλάβα του Βαγγέλη, άγνωστον, τραγούδαγε. Κάτι εντελώς απίθανα τραγούδια ενός λησμονημένου πλέον ελαφρού ρεπερτορίου. Ήτανε μία μόδα στα τέλη του Εμφυλίου, αρχές της δεκαετίας του πενήντα, που λέγανε για ονειρευτά νησιά, έρωτα, ρούμπες, σάμπες, μάμπο, καλύψο, τέτοια εξωτικά. Πιάνει μια φορά ένα,
στο Τσούμπο Τσάμπο χορεύουνε Μάμπο,
μάμπο χορεύουνε στο Τσούμπο-Τσάμπο
και με φιγούρες γυρνούν σαν τις σβούρες
με τρελλές μαράκες και μπόνγκο.
Δεν τόχα ξανακούσει. Τον κοίταγα. Τι είναι τώρα αυτό; τον ρωτάω. Σε τέτοιες περιπτώσεις έβγαζε ένα επιφώνημα μεταξύ ε και ωχ, όπερ μεθερμηνευόμενον δε βαριέσαι. Ή τι θες νάναι τώρα, δηλαδή; Ή σαχλαμάρες είναι, δεν ακούς; Ή κάτι ακαθόριστο, όλα αυτά μαζί. Κι' έκανε πάλι παύση. Τι του πέρασε ακριβώς από τη γκλάβα, άγνωστον.
-Τέτοια λέγανε, μπας και ξεφύγουν λιγάκι, να σκάσει το χείλι τους, είπε μετά. Και ξανάκανε μια παύση. Τι τραβήξανε κι' αυτοί οι ψημμένοι, ξανάπε. Και κούνησε το κεφάλι του. Και κοίταγε αφηρημένα τις άδειες καρέκλες στο διπλανό τραπεζάκι.
Εντωμεταξύ, όπως είπα προηγουμένως, οι ψημμένοι παίρνανε ένας ένας την άγουσα προς τους ουρανούς. Με το παράπονο που δεν πήγαινε να τους δει. Αλλά μια φορά είχαν έρθει σύμπαν το Παυλιδέϊκο από τη Ρόδο, πρέπει νάταν κι' ο Γιάγκος, ζούσε κι' η μάνα μου, κι' αρκετοί ακόμα από το σόι. Και μαζευτήκαμε στο Χαλάντρι, κι' είχαμε βάλει κι' ένα κατσικάκι στο φούρνο. Το θυμάμαι κείνο το τραπέζι σαν Ανάσταση.
Την τελευταία φορά που πήγαμε ταβέρνα ήταν στις 17 Νοέμβρη πέρυσι, το 2017. Και τον έπιασε πάλι να τραγουδάει.
Μέτρα τ' ἀστέρια σου οὐρανέ, σοῦ λείπει ἕνα ζευγάρι,
καὶ ρώτησέ με νὰ στὸ εἰπῶ ποιὰ κλέφτρα στό 'χει πάρει...

Που είναι μια αρέκια κεφαλλονίτικη αυτό, που εγώ στην οικογένεια δεν είχα ξανακούσει αρέκιες, ούτε καν από την νόννα μου και τ' αδέρφια της, διότι άλλο οι καντάδες κι' άλλο οι αρέκιες. Ούτε από τη Λούλα ή τη Βαρβάρα είχα ακούσει αρέκιες, εγώ τις έμαθα αργότερα, από άλλη πηγή. Καλά του λέω, αυτό από που το ξέρεις; Διότι ποτέ του δεν είχε πάει στην Κεφαλλονιά. Έκανε πάλι κείνο το επιφώνημα μεταξύ ε και ωχ. Όπερ μεθερμηνευόμενο που θες να θυμάμαι; Ή τ' άκουγα, το λέγανε. Ή τι ψάχνεις να βρεις;
Και υπολογίζω τώρα με το μυαλό μου, και λέω πως το Τσούμπο-Τσάμπο, η αρέκια, δεν μπορεί, ήταν τα τραγούδια της Ειρήνης και του Πέτρου.

Σημειώσεις
 *Περισσότερα για το κεφαλλονίτικο το σόι μας από γενεές πέντε πριν, εδώ:


**Ο Βαγγέλης είχε πάθος με την ιστορία της πόλης του, και πιο πολύ με την μεσαιωνική της περίοδο. Τα βιβλία του για τους ιππότες του Αη-Γιάννη της Ιερουσαλήμ πρέπει να πιάνουν ράφια ολόκληρα, από μερικές σπανιότατες εκδόσεις του τέλους του 19ου αιώνα, κειμήλια της οικογενείας, μέχρι βιβλία για τις στολές, τις πανοπλίες, τις οχυρώσεις, όλα. Κι' όλο τούτο το υλικό το έκανε μια συναρπαστική αφήγηση, εικονογραφημένη από την άφθαστη πένα του και πιστή στην παραμικρή της λεπτομέρεια, εδώ: https://www.ianos.gr/rodos-1306-1522-mia-istoria-0022319.html#tab-description Το 1992 μετέφρασα την αυτοβιογραφία του Αλόνσο ντε Κοντρέρας, ενός ισπανού κουρσάρου, που έδρασε στο Αιγαίο και σ' όλη την Μεσόγειο, για λογαριασμό των Ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, περί τα τέλη του 16ου αιώνα, όταν το Τάγμα ήτανε πια στη Μάλτα. Το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις τυπώθηκε, ήτανε να του το στείλω. Το χάρηκε, νομίζω.

Για τα τραγούδια: Το Τσούμπο Τσάμπο είναι ένα μάμπο του 1953, σε μουσική Λυκούργου Μαρκέα και στίχους των Οικονομίδη-Πρετεντέρη. Δεν το βρήκα στο διαδίκτυο, σας βάζω εδώ ένα άλλο, Στο Άλα Κάλα Κούμπα, με τη Ρένα Βλαχοπούλου, σε στίχους και μουσική του Γιώργου Μουζάκη, είναι του 1952.
https://www.youtube.com/watch?v=xnR0z4m0luY&t=20s

Τσι αρέκιες, χαρείτε τσι εδώ: 
https://www.youtube.com/watch?v=3A-G8k7ZJa8

Νοόμι και Χαρά, συγγνώμη που δεν είσαστε στη φωτό, αλλά να ερχόσασταν στην ταβέρνα.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ου παντός πλειν ες Κόρινθον

Τον Νίκο τον γνώρισα ακουσίως.

Επί Δικαίου και αδίκων