Απ' τα DNA βγαλμένοι των Ελλήνων τα ιερά…

 

Το μελαγχολικό βλέμμα του Βασίλη Γιουκουσκουμτζόγλου
και τα σέρτικα τσιγάρα του Γεράσιμου Κρασσά. 1956.

Έκανα το τεστ DNA. Καθαυτό το τεστ δεν έχει κανένα νόημα, πρόκειται για μια πολύ σύνθετη οργανική χημεία, και καμία σχέση δεν έχει με την καταγωγή μας. Νόημα αποκτάει μέσα στον χώρο και τον χρόνο, στο ιστορικό του περικείμενο. Το μεγάλο, που μαγειρεύουν οι ιστορικοί, και το μικρό, αυτό που σερβίρεται με το κοκκινιστό στις γιορτές της φαμίλιας. Όσα πιο πολλά ξέρεις για το περικείμενο, τόσα πιο πολλά θα σου πει το γενετικό σου υλικό. Όχι σαν βεβαιότητες, αλλά σαν πιθανές ερμηνείες της σύγκρισής του με το γενετικό υλικό άλλων ανθρώπων, που συμβατικά τους λέμε έλληνες, αλβανούς, βαλκάνιους, ιταλούς, ή άλλους. Μα οι πιθανές ερμηνείες είναι αβεβαιότητες. Κι' ωστόσο, αυτές οι αβεβαιότητες, τι παράξενο, σε δένουν μ' όσους υπήρξαν πριν από σένα, που άλλους τους γνώρισες κι' άλλους όχι, και με τον βίο τους, και τους τόπους τους, και με τον χρόνο που περνάει και μας κάνει κομμάτια. Ο καθείς μας είναι οι επιλογές του. Μα επιλογή είναι και η ερμηνεία που δίνει ο καθείς για την καταγωγή του. Τις φτιάχνουμε, τις ρίζες μας, καθώς ψηλώνουμε.

Για τα σόγια μου, έχω γράψει κι' αλλού.

Ο πατρικός μου παππούς, ο Βασίλης Γιουκουσκουμτζόγλου ή Γιοκουσκουμτζόγλου, γεννήθηκε στα Θεραπειά της Πόλης γύρω στα 1890, κι' ήρθε στην Αθήνα τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου για να γλυτώσει τα αμελέ ταμπουρού και τον θάνατο. Στην Αθήνα πολιτογραφήθηκε έλληνας, και άλλαξε το όνομά του, έγινε Νικολαΐδης. Ο πατέρας του -ο προπάππος μου Νικόλαος Γιουκουσκουμτζόγλου- είχε καΐκια που ψάρευαν στον Βόσπορο ή και στην Μαύρη Θάλασσα. Την γυναίκα του την έλεγαν Ελένη. Θα τα δούμε αργότερα αυτά.

Η πατρική μου γιαγιά, η Μαρία, το γένος Δημητρίου και Κυριακής Μπράιλα, είχε καταγωγή από το Κόρθι της Άνδρου. Η οικογένεια έφυγε από εκεί για άγνωστους λόγους, κι' αφού περιπλανήθηκε για κάποιο καιρό στην Εύβοια, κατέληξε στην Αθήνα, πάλι κάπου στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ο μητρικός μου παππούς, ο Γεώργιος Γεωργαλάς, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, το 1880 κι' αυτός. Ο πατέρας του, ο Νικόλαος Γεωργαλάς, είχε γεννηθεί στην Δημητσάνα το 1838, και σε νεαρή ηλικία μετανάστευσε στην Κωνσταντινούπολη. Καζάντησε εκεί, η οικογένεια είχε ένα ξενοδοχείο στην Χάλκη. Έχω μια φωτογραφία του στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου, με τα τέσσερα παιδιά του. Είναι ο μοναδικός μου προπάππος που ξέρω κάπως την μορφή του. Την γυναίκα του την έλεγαν Ειμαρμένη.

Η μητρική μου νόννα, η Στυλιανή, το γένος Κρασσά, γεννήθηκε στο Ληξούρι, κι' αυτή στο γύρισμα του αιώνα. Ο πατέρας της, Ευαγγελινός Κρασσάς, ήταν κτηματίας, και γόνος παλιάς οικογένειας, με πολλές εγγραφές ανά τους αιώνες στην Χρυσόβιβλο, το αρχείο της ενετικής κι' έπειτα εγγλέζικης μικρής αριστοκρατίας. Η μητέρα τση νόννας μου και δεύτερη σύζυγος του Ευαγγελινού, η προνόννα μου δηλαδή, λεγόταν Μαρία, το γένος Δημητρίου Βουτσινά, από τα Βαλσαμάτα, το χωριό του Αγίου Γερασίμου. Ο πατέρας της ήταν αγρότης.

Ο καθείς μας κληρονομεί το 50% του DNA από κάθε γονιό του, κι' αυτό χωρίς παρεκκλίσεις. Από κει κι' έπειτα, η κληρονομικότητα κάνει σκέρτσα. Στατιστικώς κληρονομούμε το 25% από κάθε παππού και γιαγιά, το 12,5% από κάθε προπάππο και προγιάγια, το 6,25% από κάθε προ-προπάππο και προ-προγιάγια, το 3,12% από κάθε πρόγονο 5ης γενιάς, και 1,56% από κάθε πρόγονο της 6ης. Σημειωτέον, πως όσο πιο απομακρυσμένος είναι ο πρόγονος, τόσο η απόκλιση από τα στατιστικά δεδομένα μεγαλώνει. Επίσης, να σημειωθεί πως αν εσύ είσαι, για παράδειγμα, 3% Αυγολέμονος, ε! αυτό μπορεί να σημαίνει πως ο ένας γονιός σου ήταν 6% Αυγολέμονος, ή πως και οι δύο γονείς σου ήταν από 3% Αυγολέμονοι,. Μα μπορεί να σημαίνει επίσης πως είσαι από το Αυγολεμονοχώρι, όπου όλοι είναι λίγο-πολύ Αυγολέμονοι και παντρεύονταν αναντάν μπαμπαντάν μεταξύ των, αλλά δεν αποκλείεται να είχες πεντέξι γενιές πίσω έναν και μοναδικό πρόγονο που ήταν 100% Αυγολέμονος. Εν ολίγοις, τα χρωμοσώματα σου λένε πολλές εκδοχές του πως φτιάχτηκε το γενετικό σου υλικό, μα τίποτα για την οικογενειακή σου ιστορία.

 Αλλά κι' ανάποδα, το τεστ μπορεί να αναθεωρήσει την οικογενειακή σου ιστορία. Ν' ανοίξει νέες υποθέσεις, παραδοχές, και πιθανότητες…

***

Αυτή η μπατονέτα με το σάλιο που έστειλα με το ταχυδρομείο μ' έβγαλε Έλληνα και Αλβανό κατά 69%. Τα χρωμοσώματα, βέβαια, δεν έχουν διαβατήρια. Αυτό που εννοεί η ανάλυση είναι πως το DNA μου ταιριάζει με τα δείγματα DNA των περισσότερων κατοίκων που γεννήθηκαν στον γεωγραφικό χώρο της σημερινής Ελλάδας και της Αλβανίας την ίδια περίπου εποχή μ' εμένα. Η ανάλυση βάζει αλβανούς κι έλληνες μαζί στο ίδιο τσουβάλι, γιατί απλώς δεν μπορεί να τους ξεχωρίσει, όποια έννοια κι' αν δώσουμε στον έλληνα και στον αλβανό. Πως να ορίσεις μια συνταγή για πρωτεΐνες αν είναι ελληνική ή αλβανική; Το κοκορέτσι είναι για όλους ίδιο, αν κι' αυτοί ξέρουν και το φτιάνουν πιο μερακλίδικο.

Μόνο η γλώσσα μπορεί να ξεκαθαρίσει λίγο τα πράματα. Όταν ήμουν έφηβος, τα αρβανίτικα μιλιόνταν στα καφενεία της Αττικοβοιωτίας και της Αργολιδοκορινθίας, στους πευκώνες, στ' αμπέλια, στα σπίτια μέσα. Στην Ύδρα του Μιαούλη, στην Τζιά, στην Αίγινα, στην Άνδρο. Από την δικιά μου γενιά και μετά, με την τηλεόραση, τα ξέχασαν οι άνθρωποι. Ο Γκέκας έγινε εξαίρετος τζαζίστας, ο Κόλλιας χημικός μηχανικός…

Από την Άνδρο κράταγε κι' η γιαγιά η Μαρία, το γένος Μπράιλα. Που Μπράιλα ήταν κοτζάμ φάρα, σ' εκείνο το ορεινό αρβανιτοχώρι πάνω από το Γαύριο. που λεγόταν Αμόλοχος, όπως μας λέει η τούρκικη απογραφή του 1670. Με την εξάλειψη της πειρατείας στις αρχές του 19ου αιώνα ερήμωσε το χωριό, σκορπίσανε, κατεβήκαν όλοι πιο κοντά στην θάλασσα, κάποιοι από αυτούς προς την μεριά του Κορθίου. Βλέπω γραμμένους συγγενείς της γιαγιάς στους εκλογικούς καταλόγους της Καππαριάς του 1844, και στα κιτάπια των γάμων στα τέλη του 19ου που κράταγαν οι εκκλησιές της περιοχής. Που δεν τους γνώρισε, τους συγγενείς, η γιαγιά η Μαρία. Ο πατέρας της έφυγε για την Βόρεια Εύβοια, παντρεύτηκε εκεί, αργότερα κατέβηκαν στην Χαλκίδα, κι' από εκεί εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, στις αρχές του 20ου αιώνα.

Παλιά νόμιζα πως το επώνυμο προερχόταν από κάποιον πρόγονο που είχε πάει στην Μπράιλα της Ρουμανίας. Τώρα, αμφιβάλλω. Το Μπράιλ είναι παλιό σλάβικο όνομα. Είναι πιο πιθανό η οικογένεια να προήλθε από μια ευτυχή επιμειξία αλβανών και σλάβων, πριν εγκατασταθεί στην Άνδρο.

***

Επίσης είμαι Νοτιοϊταλός κατά 19,6%, όπως και Βορειοϊταλός κατά ένα άλλο 2,9%. Τούτο ασφαλώς δεν πάει να πει πως είμαι 22,5 ιταλός. Ούτε πως οι ιταλοί είναι έλληνες, επειδή η Magna Grecia και τα ρέστα. Το τεστ δεν ασχολείται με τις αρχαίες ρίζες, τις απλοομάδες και την καταγωγή μας χιλιάδες χρόνια πριν. Εκείνο που μας λέει το τεστ είναι πως οι πληθυσμοί του ελλαδικού και του ιταλικού χώρου διαρκώς αναδεύονται, ήδη από τα πρώτα βυζαντινά χρόνια, όπου η Ιταλία ήταν κομμάτι της Αυτοκρατορίας. Η πτώση της Κωνσταντινούπολης, μα και αργότερα, η κατάληψη των ενετικών κτήσεων του Αιγαίου από τους οθωμανούς δημιουργούν αλλεπάλληλα μεταναστευτικά κύματα προς την Ιταλία. Λόγιοι, αρχόντοι, πολεμιστές, έμποροι, ναυτικοί, τεχνίτες των πόλεων και χωριά ολόκληρα, βρέθηκαν συμπούρμπουλοι στην Καλαβρία και την Πούλια, μα και στην Νάπολη, το Λιβόρνο, στην Βενετιά και στα ενετοκρατούμενα Επτάνησα, όπου σιγά-σιγά αναμείχθηκαν με τους ντόπιους, φρεσκάροντας την κοινή γενετική δεξαμενή. Οι περισσότεροι που πήγαν στην Ιταλία εξιταλίστηκαν, έμειναν ωστόσο μέχρι σήμερα οι γκρεκάνοι και οι γκρίκοι, με την μιλιά τους να δηλώνει την καταγωγή τους, και -επ' ευκαιρία- να εξηγεί  αυτό το 22,5% του δικού μου DNA. Ποσοστό που το έχω κοινό με χιλιάδες κόσμο στην Πελοπόννησο, το Αιγαίο, κι' όλη την Μεσόγειο. Εν άλλοις, βγήκα 22,5% ιταλός επειδή ήμασταν στην Ιταλία από αιώνες, όπως ήταν κι' αυτοί εδώ. Δελαδέτσιμες, Μπεκατώροι, Τυπάλδοι, μα και πολλοί άσημοι stradioti, στρατιώτες που έφερε η Γαληνοτάτη για την άμυνα, ήρθαν από την Ιταλία στην Κεφαλονιά, κι έμειναν. Μαζί ήρθαν κι' άλλοι, τεχνίτες, εργάτες, κολλίγοι, από τον Μωριά και την Ήπειρο. Κι' ανάποδα, στα 1534 πολλές κεφαλονίτικες οικογένειες φεύγουν στην Πούλια, κι' άλλες τραβάνε για την Τουρκιά, να γλυτώσουν τις αγγαρείες των βενετσάνων. Τα παραθέτω αυτά για παράδειγμα της κινητικότητας.

Ο οίκος Κρασσά τυγχάνει εκ των παλαιοτάτων εν τη νήσω, έτσι λέει ο Ηλίας Τσιτσέλης. Από τα 1262, τους συναντάμε γαιοκτήμονες στα μέρη του Ληξουριού, όταν στην Κεφαλονιά κυβερνάνε οι Ορσίνι του βασιλείου της Σικελίας με επικυρίαρχο την Βενετία. Στο Λίμπρο ντ' Όρο τους βρίσκουμε από τα τέλη του 16ου αιώνα. Το σόι έχει δύο κλάδους, του Δαρείου και του Φιοραβάντου. Αρκετοί Κρασσάδες αναφέρονται στα έγγραφα ως μισίρ, ήγουν άτομα υψηλά ιστάμενα στην ενετική κοινωνία, με ιταλικά ονόματα, όπως Τζάνες, Τουμάζος, Φλόριος και Φραντζέσκος  Ένας είναι μάλιστα συμβολαιογράφος, νοδάριος μισέρ Τζουάνης Κρασάς τον αναφέρουν τα έγγραφα, έτσι, με ένα σίγμα. Ένας άλλος, ο Χριστόφορος Κρασσάς, καπετάνιος πολεμικού, πολέμησε στην Ναύπακτο, μαζί με τον Θερβάντες. Κι' ένας άλλος, Νικόλαος Κρασσάς, κατέπνιξε μιαν εξέγερση στην Λευκίμμη της Κέρκυρας στα 1803, επί Επτανήσου Πολιτείας.

Αλλά υπάρχει και άλλη άποψη για τις καταβολές μου: πως οι Κρασσάδες ανήκαν στο βυζαντινό αρχοντολόι τση Κρήτης, που κατάφερε στην συνέχεια να χωθεί στην βενετσάνικη αριστοκρατία, να κρατήσει φέουδα και προνόμια, να κάνει μικτούς γάμους από τους οποίους βγήκαν βενετοκρητικάτσα, κι' όταν ήρθε η ώρα να πέσει η Κρήτη στα 1669, φύγανε τα βενετοκρητικάτσα για το ενετοκρατούμενο Ναύπλιο. Κι' όταν έπεσε οριστικά και το Ναύπλιο στα 1686, καταφύγανε στην ενετοκρατούμενη Κεφαλονιά, μαζί με τους τίτλους, το οικόσημο με τον Δικέφαλο, συν κάτι χτήματα στο Ληξούρι που τους παραχώρησε ως αποζημίωση η Γαληνοτάτη.

Ίσως να υπήρχαν δύο ξεχωριστές οικογένειες, γιατί το όνομα είναι γραμμένο πότε με ένα σίγμα και πότε με δύο, όπως προανέφερα. Η δικιά μου, στον 19ο αιώνα, γραφόταν με τα δύο σίγμα. Κι' ήταν εντοιχισμένος ο Δικέφαλος στον ιδιόκτητο ναό της οικογένειας, αφιερωμένο στον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, μα και στο αρχοντικό των Κρασσάδων, στα Περλιγκάτα Ληξουρίου. Το σπίτι σωζόταν και μετά τους σεισμούς. Κι' όταν γύρισε η θεία η Λούλα στην Κεφαλονιά μετά από χρόνια, πήε και τσου φώναζε τσου νέους ιδιοκτήτες να το ξηλώσουν το οικόσημο, γιατί δεν τσου ανήκει, οι μπάσταρδοι!

Εδώ που τα λέμε, η ληξουριώτισσα θεία Λούλα δεν είχε εντελώς άδικο, ήξερε πρόσωπα και πράγματα, κι' ας ήταν θεία μου εξ αγχιστείας. Οι τοπικές μνήμες είχαν δύναμη τότε,  το Ληξούρι δεν είναι γε μου και Νέα Υόρκη! Η προνόννα μου η Μαρία, το γένος Δημητρίου Βουτσινά από τα Βαλσαμάτα, είχε έλθει εις δευτέραν του γάμου κοινωνίαν μετά του σιορ Ευαγγελινού Κρασσά εν έτει 1892. Ειρήσθω εν παρόδω πως ο σιορ Ευαγγελινός είχε παντρευτεί την πρώτη φορά είκοσι χρόνια πριν με την ερίτιμο Μαρία Ζαχαράτου-Αραβαντινού, επίσης ευγενούς καταγωγής, αλλά την χώρισε γιατί δεν του έκανε απογόνους. Και παντρεύτηκε την άλλη Μαρία, που ήταν η δούλα του σπιτιού, και η οποία του έκανε δύο αγόρια, τον Νικόλαο και τον Γεράσιμο, και δύο κορίτσια, ένα εκ των οποίων ήτο η νόννα μου, η Στυλιανή, και το άλλο ήτο η Αιμιλία. Και ζούσαν εν αρμονία ο προνόννος μου με τις δύο Μαρίες -άκουσον! άκουσον!- μαζί και τα παιδιά στο αρχοντικό στα Περλιγκάτα, ένα ménage à trois σκανδαλώδες ακόμα και για τώρα. Αλλά όταν το 1902 πέθανε ο Ευαγγελινός υπέρχρεως -ή έτσι το μαγειρέψανε να δείχνει η περιουσιακή του κατάσταση κάποιοι συγγενείς για να φάνε την κληρονομιά- η Μαρία με τα ορφανά εκδιώχθηκαν από το αρχοντικό, και μη έχοντας που την κεφαλήν κλίναι κατέφυγαν στην Αθήνα. Στην Αθήνα, η Μαρία έκανε την πλύστρα. Η κόρη της η Στέλλα, η γιαγιά μου, προξενεύτηκε με τον εκ Χάλκης Πριγκηποννήσων παππού μου, Γεώργιο Γεωργαλά. Αλλά τα έχω αφηγηθεί αυτά λεπτομερώς σε άλλη ευκαιρία.

Το επώνυμο Βουτσινάς απαντάται επίσης -μαζί με το Κρασσάς- στο Λίμπρο ντ'  Όρο του 1779. Μετά χάνεται από το Λίμπρο ντ' Όρο, αλλά η οικογένεια αναφέρεται στα έγγραφα της διοίκησης εγκατεστημένη στην Λιβαθώ και την Παλική (το Ληξούρι δηλαδή) στα 1500. Σήμερα το επώνυμο είναι πολύ κοινό σ' όλη την Κεφαλονιά, μα προπάντων στα Φάρσα. Είναι παλιό βυζαντινό επώνυμο. Κι' εδώ δεν αποκλείεται η συνωνυμία. Η βουτσίνα είναι το μεγάλο δοχείο, ο κάδος ή το βαρέλι< μεσαιωνική ελληνική / βουτσίον / βουτσίν / βουττίν < ελληνιστική κοινή βοῦττις. Η δε κατάληξη -άς δηλώνει επάγγελμα, βαρελοποιός ή νεροκουβαλητής. Που γίνανε Buttà και Crassa στην Ιταλία. Αν και άλλοι λένε πως αυτά είναι λατινικά ονόματα, buttis< βοῦττις, αντιδάνειο πάλι, αλλά και το Crassa<Crassus, ήγουν ο σταθερός, ο συμπαγής, ο βαθύς. Οπότε ίσως να ήρθαν από την Ιταλία. Θυμήθηκα τον Pentangeli, τον σικελό Five Angels του Νοννού ΙΙ.

Τέλος πάντων, έχω 22,5 ιταλικό DNA, εκτός κι' αν έχουν αυτοί 22,5% απ' το δικό μου.

 ***

Αν κι' έχω πολλούς φίλους στην Βόρειο Ελλάδα, καμία ρίζα μου δεν απλώνεται προς τα εκεί. Εν τούτοις, η ανάλυση με βγάζει Βαλκάνιο με ποσοστό 3,5%. Που Βαλκάνιο η ανάλυση εννοεί χοντρικά αυτόν που έχει καταγωγή από την Σερβία, την Κροατία, την Βουλγαρία, την Βοσνία μαζί με την Ερζεγοβίνη, την Βόρεια Μακεδονία, και λίγο από Πολωνία, Ουκρανία, Τσεχία, Ουγγαρία, άντε και λίγο Ιταλία προς την Τεργέστη. Δηλαδή τον σλάβο. Πως εξηγείται λοιπόν αυτό το 3,5%;

Eκεί στον 7ο με 8ο αιώνα μΧ, κατέβηκαν στον πολύπαθο και εξανδραποδισμένο από την πανούκλα Μωριά κάτι μυστήριες φυλές σλάβικες, οι Μελιγγοί και οι Εζερίτες. Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στον Ταΰγετο, αλλά κάποιοι Εζερίτες έστησαν τα καλύβια τους στον Ερύμανθο, εκεί που είναι τα Νεζεροχώρια, αν ξέρετε. Ε, τα Νεζεροχώρια πήραν τ' όνομά τους από τους Εζερίτες. Κάναν κάτι τσαμπουκάδες με τους βυζαντινούς, αλλά τελικώς συνεμορφώθησαν, αφομοιώθηκαν γλωσσικώς, και βαφτίστηκαν χριστιανοί, οι τελευταίοι από τον Νίκωνα τον Μετανοείτε, που δεν σήκωνε αστεία σε ζητήματα πίστεως. Εξακολούθησαν να υπάρχουν ως ξεχωριστές ομάδες μέχρι τον 14ο αιώνα, και μετά ανακατεύτηκαν βιολογικώς μέσα στον γενικό πληθυσμό. Άφησαν όμως το αποτύπωμά τους. Σύμφωνα με μιαν αξιόπιστη έρευνα, την οποία επέβλεψε το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, οι πελοποννήσιοι που γεννήθηκαν την περίοδο 1864-1880 έχουν σε ποσοστό 0,2-14,5 σλάβικο DNA.

Ας κοιτάξουμε τώρα λίγο προς την πλευρά του προπάππου μου Νικολάου Γεωργαλά, που γεννήθηκε στην Δημητσάνα στα 1838, κι' ας υποθέσουμε πως είχε ένα 12% αζερίτικο DNA,  υπόθεση που εξασφαλίζει κάπου 1% της βαλκανικής καταγωγής μου (κληρονομούμε το 12% του DNA του προπάππου μας, υπενθυμίζω). Τότε που βρέθηκε το υπόλοιπο 2,5%, θα ρωτήσετε. Πολλές εξηγήσεις μπορούν να προταθούν. Πρώτον, λάθος του εργαστηρίου που ανέλυσε τα σάλια μου. Δεύτερον, ο προπάππος μου να ήταν πιο πολύ αζερίτης απ' ό,τι νομίζουν οι καθηγηταί της Ουάσινγκτον, πράγμα που δεν ξέρω να το ελέγξω. Τρίτον, ο προπάππος μου ο αρβανίτης Δημήτριος Μπράιλας, ο οποίος γεννήθηκε κι' αυτός εκεί γύρω στα 1850-60, να κληρονόμησε κι' αυτός κομμάτι σλάβικο DNA από τους προγόνους του, άλλωστε το όνομα έχει σλαβικές ρίζες, το ξανάπα αυτό, οπότε DNA και όνομα τα κληρονόμησαν όταν ήσαντε στην Πελοπόννησο, πριν περάσουν στην Άνδρο με την άδεια των φράγκων φεουδαρχών, τον 15ο αιώνα. Μα και στην Κεφαλονιά είχε εποίκους από τον Μωριά, που μπορεί νάχαν αρβανίτικη μαζί με βαλκανική καταγωγή, τράβα γύρευε από που κράταγαν οι Βουτσινάδες. Α, και να μην ξεχάσω και την Κυριακούλα την ευβοιώτισσα που νυμφεύθη ο προπάππος μου Δημήτριος Μπράιλας, διότι οι οθωμανοί μετακινούσαν συνεχώς πληθυσμούς από την Στερεά στην Εύβοια, οπότε…

Να μην τα πολυλογώ, ο Νικόλαος Γεωργαλάς πήρε των ομματιών του κι' έφυγε, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, έκανε περιουσία, παντρεύτηκε την Ειμαρμένη Νικολαΐδη -καμία σχέση με την οικογένεια του άλλου παππού μου, του Γιοκουσκουμτζόγλου, που τον κάνανε Νικολαΐδη στο Ληξιαρχείο Αθηνών- και κάνανε τέσσερα παιδιά: τον Αντώνιο, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο, και την Αικατερίνη. Ο θείος ο Γιαννάκης και ο παππούς μου ο Γιώργος δεν ακολούθησαν τον ξενοδοχειακό κλάδο, ο γέρος πέθανε στα 1913, το ξενοδοχείο το πήραν οι τούρκοι, εντωμεταξύ αυτοί είχαν γίνει φωτογράφοι και εγκαταστάθηκαν στην Οδησσό, μετά στην Αθήνα. Ειδικά ο θείος ο Γιαννάκης ήταν φημισμένος πορτρετίστας του Μεσοπολέμου, είχε φωτογραφίσει τον Βενιζέλο, τον Κουντουριώτη πρόεδρο της Β' Ελληνικής Δημοκρατία με στολή ναυάρχου μαζί τον Χαιλέ Σελασιέ διάδοχο στο Καλλιμάρμαρο, τον Ευταξία από τις Μέρες του '36 αν τόχετε δει, του Αγγελόπουλου, τον Γερουλάνο τον γιατρό, και πολλούς άλλους διάσημους. Όπως προείπα, ο παππούς ο Γιώργος παντρεύτηκε την νόννα Στυλιανή Κρασσά με προξενιό. Κάναν τρία παιδιά, τον θείο Νικολάκη -που πήρε πάλι ληξουριώτισσα, την θεία Λούλα που σας είπα πριν- τον θείο Βάγγο, και την μητέρα μου, την Ειμαρμένη, που την βαφτίσανε σαν την γιαγιά της.

  ***

Και καλά όλα αυτά. Το 2,4% Κιρκάσιος από που το πήρα;

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 80 πήγα να επισκεφθώ τον ξάδερφο του παππού μου του Γιουκουσκουμτζόγλου, τον Παντελή, στο Γηροκομείο. Αυτός μου είπε πως ο προπάππος μου ο Νικόλας ήταν βαρύς άνθρωπος, αλλά δεν μου διευκρίνισε τι εννοούσε ακριβώς. Όταν δε τον ρώτησα για την προγιαγιά μου την Ελένη, έκανε μιαν γκριμάτσα αηδίας, και είπε "αυτή ήτανε, ήτανε μία, τι να σου πω!" Και δεν έλεγε τι ήτανε. Τον ζόρισα λίγο, αλλά αυτός τίποτα, μόνο την ίδια γκριμάτσα έκανε, κι' έλεγε "τι να σου πω!" Η ανάκριση έληξε διότι εκείνη την στιγμή μπήκε η κόρη του στο δωμάτιο, και με κοίταγε σα νάμουνα ο Ατατούρκ. Κι' αυτό διότι ο Παντελής ήθελε να την αποκληρώσει επειδή συζούσε μ' έναν ταξιτζή. Προσπαθούσε ο πατέρας μου να τον συνεφέρει, πενήντα πατημένα τάχε η κόρη, ας έκανε ό,τι ήθελε, τι τον έκοφτε τον Παντελή, αλλά αυτός επέμενε να πάω στο Γηροκομείο που ήμουνα δικηγόρος να του γράψω την διαθήκη. Γι' αυτό πάγωσε η κόρη του που με είδε, φοβόταν που θάχανε το διαμέρισμα. Εγώ βέβαια δεν πήγα να βρω τον Παντελή για να αποκληρώσει την κόρη του, και του τόπα κιόλας, αλλά προκειμένου να μου μιλήσει για το σόι μας. Αλλά μπήκε μέσα η κόρη του και χάλασε την φάση.

Οι τσερκέζες -οι κιρκάσιες δηλαδή- ήταν ξακουστές για την εκθαμβωτική ομορφιά και την ερωτική μαεστρία τους σ' όλο τον ντουνιά, και γι' αυτό ήταν περιζήτητες στα χαρέμια της Ανατολής από τον Μεσαίωνα κιόλας, και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα. Που οι τσερκέζοι ήταν μια φυλή του Καυκάσου, σουνίτες μουσουλμάνοι. Αυτούς τους τσερκέζους βαλθήκαν οι ρώσοι να τους ξεκάνουν ήδη από το 1770, και ο πόλεμος κράτησε εκατό χρόνια. Στο τέλος τα κατάφεραν, κι' όσοι πρόλαβαν έφυγαν. Διότι δεν κάναν μόνο οι τούρκοι γενοκτονίες στην περιοχή, να τα λέμε κι' αυτά. Αποτέλεσμα, ανάμεσα 1856 και 1866 να γεμίσουν τα Βαλκάνια σαλεμένους πρόσφυγες, και το σκλαβοπάζαρο της Πόλης τσερκέζους που πουλάγαν κοψοχρονιά τσερκέζες σαν τα κρύα τα νερά -τις κόρες των σκλάβων και των κολλίγων τους- σε πλούσιους και λιγότερο πλούσιους οθωμανούς και μη, μιας και με την υπερπροσφορά οι τιμές είχαν καταρρεύσει μαζί με όλη την υπόλοιπη Αυτοκρατορία.

Τα Θαραπειά με τα λαμπρά σαράγια των μπέηδων, τα αρχοντικά των πλουσιορωμιών και των λεβαντίνων, τα μέγαρα των ξένων διπλωματών και των εμπόρων, τα κοσμοπολίτικα λάγνα Θαραπειά, το διεθνές θέρετρο, δεν μπορεί, θα διεκδίκησαν το δίκαιο μερίδιό τους σ' αυτή την υπερχείλιση ομορφιάς που κατέλυσε το άλλοτε κραταιό οθωμανικό κράτος. Κι' εδώ που τα λέμε, παρά να τις βιάσουν και εν συνεχεία να τις σφάξουν οι κοζάκοι, καλύτερα σπιτωμένες στα Θαραπειά. Πολλοί τις ερωτεύονταν. Κάποτε τις παντρεύονταν. Κι' αν τύχαινε ο γαμπρός νάναι χριστιανός, δεν χάλασε ο κόσμος, βαφτιζόταν στην ζούλα χριστιανή η τσερκέζα. Μπορεί ο προσηλυτισμός στον Χριστό να απαγορευόταν επί ποινή θανάτου στο δοβλέτι, αλλά για τους απόκληρους, και ειδικά στο πολυπολιτισμικό περιβάλλον των Θαραπειών, και μάλιστα σε εποχή ακραίας κρίσης που πέθαιναν οι πρόσφυγες στον δρόμο σαν τα σκυλιά, ποιος χέστηκε.

Είναι άραγε απίθανο το κορίτσι ενός αγά ψυχοπονιάρη με την τσερκέζα δούλα, το οποίον κορίτσι γεννήθηκε στα 1860, κι' έφτασε εις ηλικίαν γάμου στα 1880, και μη ευρίσκοντος γαμπρών μουσουλμάνων προς αποκατάστασιν, πειράζει να το προικίσωμεν μ' ένα σπίτι πούχωμε στον τουρκομαχαλά, και να το βαπτίσωμεν Ελενίτσα προκειμένου να παντρευτεί τον Νικόλα τον Γιουκουσκουμτζόγλου τον ψαρά τον πολλά βαρύ πλην μπατίρη, να τον δώσουμε και κανά παρά να πάρει καΐκι να πορεύεται; Και ζήσαν αυτοί καλά, μέχρι πούρθε ο Μεγάλος Πόλεμος. Εικασίες κάνω, αλλά λέμε.

Το δικό μου 2,4% μαθηματικώς βγαίνει καθαρό, πάντως:

Κωμικού, ξυπόλυτου θιάσου

έργο τρομερό, τα Όρη του Καυκάσου

ίθρα ου θανάσιμη τσουλήθρα

ίθρα οα καταβόθρα, κολυμπήθρα…

Δεν έχω ήχο. Δεν έχω υλικό.

Η γιαγιά Ελένη ήρθε στην Αθήνα, αν και μη ανταλλάξιμη, νάναι κοντά με τον γιό της. Ήταν μια χειραφετημένη γλεντζού, έπινε, κάπνιζε, έβγαινε έξω, και τα εγγόνια της την λάτρευαν. "Μπορεί η γιαγιά η Κυριακούλα να μας χαρτζηλίκωνε, όμως εμείς την γιαγιά Ελένη αγαπούσαμε" μούχε πει ο πατέρας μου, και τόχε επιβεβαιώσει η θειά μου η Ελένη, πούχε και τ' όνομά της. Μόνο ο Παντελής σκανδαλιζόταν.

Πέθανε από γερατειά μέσα στα Δεκεμβριανά. Την πήραν σ' ένα καροτσάκι σπρώχνοντας ο παππούς μου με τον πατέρα μου και τον θειό μου, με τις εγγλέζικες σφαίρες να σβουρίζουν πάνω από τον Λυκαβηττό, να την θάψουν στον Άγιο Νικόλαο Πευκακίων.

Ο Νικόλαος Γιοκουσκουμτζόγλου είχε πεθάνει εκεί γύρω στα 1914, άγνωστο από τι.  Εντωμεταξύ, λόγω του πολέμου είχε χάσει και τα καΐκια. Ο γιός του ο Βασίλης -ο παππούς μου- είχε μπει παραμάγειρας στο ξακουστό στας Εσπερίας Grand Hotel Tokatliyan, στα Θαραπειά. Με το που μαθεύτηκε πως θα τους στείλουν στα τάγματα εργασίας τόσκασε, τον φυγαδεύσανε κάτι τούρκοι φίλοι του. Γι' αυτό ουδέποτε στην ζωή του είπε κάτι εναντίον των τούρκων. Πήγε στο Μιλάνο, και μετά στο Παρίσι, όπου τέλειωσε την σχολή του Εσκοφιέ. Ο Εσκοφιέ ήταν για την γαλλική κουζίνα ό,τι ο Τσιτσάνης για το ρεμπέτικο, ήταν η υπέρβαση μέσα στην παράδοση. Στην Αθήνα καθιερώθηκε ως περιζήτητος μάγερας, δούλεψε στην μεγάλη Βρετανία, στην γαλλική πρεσβεία, στην αγγλική. Τον είχαν γυρέψει κι' από το παλάτι. Τους είπε ένα αστρονομικό ποσό να τους ξεφορτωθεί. Αυτοί τούπανε τόσα δεν παίρνει ούτε ο πρωθυπουργός. Κι' ο παππούς τούς είπε "εγώ μπορώ να κάνω τον πρωθυπουργό. Αυτός μπορεί να κάνει τον μάγερα;"

Με την Μαρία, το γένος Μπράιλα, ο συνονόματος παππούς μου έκανε τρία παιδιά. Τον Νίκο, που έγινε πατέρας μου, τον θείο Τάκη, και την θεία την Ελένη. Πέθανε το καλοκαίρι του 1969. Λίγο πριν πεθάνει, ήταν μια χαρά. Βλέπαμε στην νεόφερτη τηλεόραση την προσελήνωση των αμερικάνων, κι' έλεγε "παραμύθια είναι, μην τους πιστεύετε, σιγά να μην πήγαν στο φεγγάρι."

.  ***

Το πιο νόστιμο σας το φυλάω για φινάλε. Είμαι 2% Αιγύπτιος.

Από που; Μόνο την εισβολή του Ιμπραήμ μπορώ να σκεφτώ. Που ξεκίνησε τον Φεβρουάριο του 1825, με την απόβαση του Αιγυπτιακού στρατού στην Μεθώνη, και ρήμαξε τον Μωριά. Σφαγές, πυρπολήσεις, και δεν έλειψαν οι βιασμοί. Αυτά είναι τα σύνεργα του πολέμου, πάνε όλα μαζί.

Ας κάνουμε μιαν υπόθεση: ένα κορίτσι βιάζεται από έναν ή πολλούς φελλάχους του αιγυπτιακού στρατεύματος. Το κορίτσι γκαστρώνεται και γεννάει ένα άλλο κορίτσι στα 1825. Το δεύτερο κορίτσι έχει 50% αιγυπτιακό γενετικό υλικό. Ήταν συνήθειο τότε τα φτωχά κορίτσια και τα στιγματισμένα να τα παντρεύουν νωρίτερα, να γλυτώσουν από το στίγμα. Το κορίτσι λοιπόν το παντρεύουν στα 1838, δηλαδή στα δώδεκά του. Και την ίδια χρονιά, τσουπ! Ο προπάππος μου Νικόλαος Γεωργαλάς βλέπει το φως της ημέρας, κι' αργότερα, λόγω φτώχειας και απαξίωσης, ρίχνει μαύρη πέτρα πίσω του, και απέκτησε ξενοδοχείο στην Χάλκη Πριγκηποννήσων. Και μπορεί αυτός να κληρονόμησε 20-25% από το DNA του αιγύπτιου παππού του, αλλά από κει και κάτω τα ποσοστά που κληρονομούνται έχουν τεράστιες αποκλίσεις, λόγω ενός πράγματος που λέγεται γενετική αναδιάταξη (recombination), και που δεν είμαι βέβαιος πως την κατάλαβα καθόλου. Οπότε το 2% που έχω είναι μια χαρά. Θέλω να πω, είναι βιολογικώς εξηγήσιμο και ιστορικώς λογικό.

Οριακό, ωστόσο, η μητρότητα στα δώδεκα. Ειδικά που η διατροφή και η υγιεινή τα άθλια εκείνα χρόνια καθυστερούσαν την βιολογική ανάπτυξη γενικώς, και την έμμηνο ρύση ιδιαίτερα. Αλλά από την άλλη, πόσο αξιόπιστο είναι και το έτος γέννησης το 1838; Το μόνο στοιχείο που το βεβαιώνει είναι ένα γράψιμο με στυλό στο πίσω μέρος μιας φωτογραφίας του 1880. Από το χέρι του θείου του Νικολάκη, του εγγονού του και αδελφού της μητρός μου Ειμαρμένης.

Εδώ, να προσθέσω πως εκείνα τα χρόνια δεν προσέχανε και πολύ τις ημερομηνίες που γράφανε στα επίσημα έγγραφα. Να σκεφτείτε, ο Ευαγγελινός Κρασσάς έχει άλλη ηλικία στον πρώτο γάμο, άλλην στο δεύτερο, κι' άλλες στα πιστοποιητικά γεννήσεων των δύο αρρένων τέκνων του. Που ήταν και Επτάνησα, με μιαν διοίκηση κάπως νοικοκυρεμένη όπως την άφησε πίσω η αγγλοκρατία. Φαντάσου τι γινόταν με κάποιον που έφυγε από την Δημητσάνα, και γράφτηκε στα κιτάπια της Σταμπούλ. Τέλος πάντων. Όταν γράψω το μυθιστόρημα της οικογενείας μου, θα τις κάνω ό,τι γουστάρω τις ημερομηνίες.

Όσο για τον παππού του Νικολάου Γεωργαλά, ποιος ξέρει αν γύρισε ποτέ στην Αίγυπτο. Από τους 18.000 του Ιμπραήμ είναι ζήτημα να παλινόστησαν οι 6.000. Ή μην έφαγε βόλι ακατάβλητου έλληνα στο δοξαπατρί, ή αν πήγε σαν το σκυλί στ' αμπέλι από την πείνα και την δίψα. Ή χειρότερα, σύσκατος πατόκορφα από την δυσεντερία. Τι να κάνω, τον λυπάμαι, αίμα μου είναι κι' αυτός.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Μούρχεται να πάρω σβάρνα τους πνευματιστάς και τα μέντιουμ να βρω όσα άφησε μετέωρα το τεστ, να διαλύσω τις αμφιβολίες που με τρώνε, ν' απαντήσω και στις απορίες. Θα καλάμε τα πνεύματα με κεριά και λιβάνια και μαγγανείες και θα τα ρωτάω. Γιατί δεν μίλησες; Τουλάχιστον ας τα έγραφες. Σου έλειψαν τα Θαραπειά; Τι έγινε το ξενοδοχείο στην Χάλκη; Είχες όντως τσερκέζικο αίμα; Πως ένοιωθες που μπήκατε στο παπόρο και αφήσατε για πάντα την Κεφαλονιά; Γιατί δεν γύρισες ποτέ στο Ληξούρι; Μιλάγατε αρβανίτικα στο σπίτι; Γιατί έφυγες από την Δημητσάνα; Είναι αλήθεια αυτά που λέει το DNA για τον αιγύπτιο; Η προγιαγιά Ειμαρμένη ήταν όμορφη;

Υποψιάζομαι πως δεν τους ένοιαζε και πολύ το παρελθόν. Ήταν πικρό. Ήταν ντροπή. Ή ήταν πολυτέλεια. Πάρε παράδειγμα τον παππού τον Γιώργο, τον φωτογράφο. Εκτός από τα πορτραίτα της οικογένειας, ούτε μια φωτογραφία από την αυλή στην Καλλιδρομίου, ούτε από το δωμάτιο που μύριζε πολυκαιρισμένο μήλο, ούτε από την κουζίνα με το γκάζι, την ποτισμένη τηγανόλαδο. Ούτε μια εικόνα της Σόλωνος στον Μεσοπόλεμο, της Ιπποκράτους στην Απελευθέρωση. Ήταν ακριβό το φιλμ, και τα χημικά της εμφάνισης, και το χαρτί, και όλα. Ήταν δουλειά, όχι διασκέδαση.

Είναι ακόμα ένα δυο πληροφορίες που βγήκαν στην φόρα από την ανάλυση. Είμαι και ολίγον Ρουμάνος, αν και η εκτίμηση είναι μέτριας αξιοπιστίας, έτσι την χαρακτηρίζει το τεστ, κι' ούτε δίνει ποσοστά πόσο Ρουμάνος είμαι. Έπειτα, η ανάλυση δεν είναι πολύ σαφής σ' αυτό το θέμα. Η γενετική ομάδα Ρουμάνος στην οποία ανήκω περιλαμβάνει και τους έλληνες βλάχους; Κάτι τέτοιο θα ήταν μάλλον θετικό, διότι αν το καλοσκεφτείς, τι είναι η Ελλάδα; Τρεις βλάχοι είναι, ο Ρήγας Φεραίος, ο Βασίλης Τσιτσάνης, και ο Ευάγγελος Αβέρωφ ο Μετσοβόνε. Οπότε με τρεις Βλάχους την ξαναφτιάχνεις, και πολύ καλύτερη μάλιστα: τον Ρήγα Φεραίο, τον Βασίλη Τσιτσάνη, κι' εμένα! Τέλος πάντων, τείνω να πιστέψω πως τα ίχνη από Ρουμανία που έχει το  DNA μου τα απέκτησα μέσω Κωνσταντινούπολης και των σχέσεων που είχε αναντάν μπαμπαντάν με την Μολδοβλαχία. Ποιος ξέρει, ίσως να έχει σχέση με το σόι της προγιαγιάς Ειμαρμένης, σύζυγο Νικολάου Γεωργαλά, για το οποίο δεν γνωρίζω τίποτα.

Υπάρχουν τέλος και κάποιες ελάχιστες ελπίδες να είμαι και ελάχιστο Ρομά.

Πρέπει να ήμουν δέκα ετών, ή και λίγο μικρότερος. Ήταν μια χειμωνιάτικη Κυριακή με ελαφρά νέφωση, και είχαμε πάει εκδρομή στο Σούνιο. Επιστρέφαμε, στριμωγμένοι στο φιατάκι του πατέρα μου. Οδηγούσε αυτός, και δίπλα ήταν ο παππούς ο Βασίλης Γιουκουσκουμτζόγλου-Νικολαΐδης, κι' από πίσω η γιαγιά η Μαρία, η μάνα μου, και στην μέση εγώ. Θάχαμε περάσει το Λαγονήσι και κατευθυνόμασταν προς τις τρύπες του Καραμανλή, τις είχαν ανοίξει εκείνα τα χρόνια, και λένε μάλιστα πως ήταν πολύ περήφανος για τις τρύπες του, ο Εθνάρχης.

Εκεί λοιπόν που πηγαίναμε, τι βλέπουμε; Ένα καραβάνι δύο-τρία κάρα με Ρομά. Έρχονταν από την απέναντι μεριά, πηγαίναν προς το Σούνιο, με βήμα βαρύ, ποιος ξέρει από που είχαν ξεκινήσει, ο μπροστινός πήγαινε με τα πόδια και τράβαγε το πρώτο μουλάρι από τα γκέμια, οι άλλοι κάθονταν πάνω στα κάρα, μαζί κι' οι γυναίκες, και τα παιδιά, και τα μωρά, κι' οι γριές, και τα κιλίμια, κι' από πίσω ένας-δύο σκύλοι. Όλο μαζί αυτό το θυμάμαι σαν μαυρόασπρη ταινία. Λόγω της συννεφιάς, ίσως.

-Να, μόνο αυτοί είναι ευτυχισμένοι, είπε ο παππούς μου.

Ο πατέρας μου αντέδρασε αμέσως. Τι ευτυχισμένοι και αηδίες, που είναι μες την βρώμα, και που είναι αμόρφωτοι, και που κλέβουνε, και οι μπήξε, και οι δείξε. Πρέπει να πω πως ο πατέρας μου ήταν χημικός μηχανικός του Πολυτεχνείου, τρόπον τινά φουτουριστής στην σκέψη, και όλη του την ζωή έφτιαχνε τσιμέντα στους Τσάτσους. Το Τσιμέντο ήταν ο θεός του. Θεωρούσε το τσιμέντο το θεμέλιο του σύγχρονου πολιτισμού, διότι σ' ό,τι καλούπι και να το βάλεις, τέτοιο αποτέλεσμα θα πάρεις. Το Τσιμέντο υπακούει στον Άνθρωπο, όπως και το Σύμπαν. Αλλά το παράδοξη ήταν πως και για τους ανθρώπους πίστευε το ίδιο, δηλαδή πως είναι τσιμέντο κι' αυτοί, διότι υπακούουν στον Άνθρωπο. Και πως σ' ό,τι καλούπι και να τους βάλεις από μικρούς, τέτοιους ενήλικες θα βγάλεις μόλις πήξουν. Εκ του αποτελέσματος πάντως, η θεωρία του απεδείχθη μάπα, διότι μόλις μεγάλωσα έπαιρνα ένα σλήπινγμπάγκ και εξαφανιζόμουν από Ιούνιο μέχρι Σεπτέμβρη. Εξ ου και με φώναζε υποτιμητικά γιούφτο, κι' έπαιρνε μια έκφραση σαν του Παντελή!

Αυτά για την καταγωγή μου, και για το τι απεκαλύφθη με το τεστ.

Ουχ ήττον, ο Άνθρωπος είναι μια συνταγή για πρωτεΐνες, όπως ο πίθηκας, η φάλαινα, το γουρούνι και ο μυρμηγκοφάγος. Μ' αυτά τα ζώα έχουμε 70-90% το ίδιο DNA. Αλλά δεν είναι όλα τα ζώα τόσο έξυπνα όσο εμείς.

Ο πανγκολίνος, για παράδειγμα, είναι εντελώς βλάκας. Το μόνο που κάνει αυτό το ζώον είναι να τρώει μερμήγκια, που είναι τοξικά. Φοράει μια πανοπλία από λέπια κερατένια, κι' άμα δει τίγρη κουλουριάζεται σαν μπάλα, κι' αφήνει κάτι πορδές αφόρητες λόγω των μερμηγκιών που καταναλώνει, ώσπου ο τίγρης απογοητεύεται από την κερατένια πανοπλία και την μπόχα, και παρατάει τον κλανιάρη πανγκολίνο στην ησυχία του. Και όμως, για τους κινέζους ο πανγκολίνος είναι περιζήτητος. Χρυσό τον πλερώνουνε, διότι είναι προστατευόμενο είδος, και κανονικά απαγορεύεται να τον φάνε. Αλλά οι κινέζοι τον κάνουνε σούπα, κρασάτο σαν τον κόκκορα, και στιφάδο επίσης, και πολλές άλλες εξωτικές συνταγές, και τον τρώνε. Και για παραδοσιακή φαρμακευτική τον έχουνε, τρίβουνε στο γουδί τα λέπια τα κερατένια και τα κάνουνε σκόνη για την αρθρίτιδα, το κυκλοφοριακό, τον θηλασμό, και άλλες ασθένειες. Αλλά η αποτελεσματικότης αυτών των φαρμάκων αμφισβητείται από την επιστήμη.

Εγώ πάντως έχω την πεποίθηση πως τα λέπια του πανγκολίνου καθαρίζουν και το αιματολογικό μας από τις ακαθαρσίες. Τότε με τα συλλαλητήρια για την Μακεδονία, είχε εμφανιστεί και ένας που έμοιαζε υβρίδιο έλληνα με πανγκολίνο. Είχε θώρακα με λέπια, περικεφαλαία, μια σημαία με τον Δικέφαλο αλλά με ένα κεφάλι μόνο, ασπίδα με την βεργίνα, κι' ένα χωνάκι μερμήγκια που τα μασούλαγε σαν φιστίκι αράπικο. Είχε δε πείσει τους άλλους που είχαν μαζευτεί πως επρόκειτο για καθαρόαιμο εκπρόσωπο της φυλής μας, χωρίς προσμίξεις αλλοδαπών. Διέκρινες καθαρά από το μέσα του να αναβλύζει ο Λεωνίδας, ο Θεμιστοκλής, ο Μεγαλέξαντρος, ο Ιουστινιανός ο Ρινότμητος, με το σπέρμα τους όλοι γεμάτο αγνή Ελλάδα και Καρυάτιδες, γεμάτο πάλλευκους κίονες ιωνικού, δωρικού, κορινθιακού ρυθμού, κι' αετώματα, και γαλανούς μαιάνδρους, και φόντο τον Όλυμπο με γαλάζια σύννεφα σε εστιατόριο της Αστόριας, της Μελβούρνης, του Λεβερκούζεν…

Τι να πω, δεν ξέρω. Ό,τι και να κάνουμε, δεν τον αποφεύγουμε τον μύθο. Προσπάθησα πάντως να περιγράψω το δικό μου το φύρδην μύγδην τίμια, να πω μιαν εκδοχή της καταγωγής μου ανάμεσα στις άπειρες παραλλαγές της, πιθανές κι' απίθανες, κι' άλλες που δεν μπορώ καν να φανταστώ με όσα λίγα ξέρω, να βγάλω ένα αφήγημα τελικά, διότι το παρελθόν είναι αυτό που έχει πάψει να υπάρχει, άρα δεν υπάρχει, υπάρχει μόνο η αντίληψή μας για το παρελθόν, η οποία συνεχώς αλλάζει με την εξέλιξη της τεχνολογίας, της κοινωνίας, των ιδεών, των πάντων. Πάντως αυτό που σας αναπαράστησα ως καταγωγή μου, μ' αρέσει. Όχι τόσο γιατί έχει κάποιες βάσεις -βιολογικές και ιστορικές- που την κάνουν κάπως αληθοφανή. Αλλά γιατί τώρα με φαντάζομαι σαν πλήθος προγόνοι και διάφοροι άλλοι άσχετοι από ένα γύρω, συγχρόνως κουβαλώντας άπειρες αντανακλάσεις της ζωής, σαν αχθοφόρος βασανισμένων ψυχών που πλέον έχουν ελευθέρας από τον Χρόνο και τον Χάρο, και με περιφέρουν από την Σικελία μέχρι των Καύκασο κι' από την ουκρανική στέπα μέχρι την Σαχάρα, συμφιλιωμένοι πια με την ανάγκη, κι' ανεξάρτητοι από την ελπίδα, χωρίς φόβο, απ' τα DNA βγαλμένοι των Ελλήνων, κουρασμένοι από τον δρόμο, να μου χαμογελάνε. 

Κι' αυτό, μέσα στην ανείπωτη φρίκη των ημερών μας, μου φέρνει παρηγοριά.

 

 

Παγκολίνος. Μολύβι, παστέλ, ακρυλικά, 40Χ30 cm.


 

 

Πηγές

Για την παρουσία της οικογένειας Μπράιλα στην Άνδρο, με φώτισε το άρθρο του Γιώργου Γλυνού Η Άνδρος στα 1670, στην ιστοσελίδα Εν Άνδρω. Επικοινώνησα με τον συγγραφέα, και μου έδωσε πολλά στοιχεία και ντοκουμέντα για την πορεία της οικογένειας Μπράιλα στο νησί. Θερμές ευχαριστίες! Σήμερα ο Αμόλοχος είναι πέντε σκόρπιες αγροικίες πάνω από το Γαύριο. Αλλά η Καππαριά ζει και ακμάζει, πάνω από την κοιλάδα του Κορθίου.

Για την μετανάστευση από τον ελλαδικό χώρο στην Ιταλία, από τον 15ο έως τον 19ο αιώνα, μου χρησίμεψε πολύ το άρθρο Oι παροικίες στην Iταλική Xερσόνησο, 15ος - αρχές 19ου αιώνα (πλην Bενετίας) στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού.

Για την οικογένεια Κρασσά στην Ενετοκρατία πολλά πήρα από τα Κεφαλληνιακά Σύμμικτα (3 τόμοι) του σημαντικότατου ερευνητή Ηλία Τσιτσέλη, έργο αναφοράς για την ιστορία της Κεφαλονιάς (Τα περισσότερα είναι στον τ.1ος, σ. 280 επ.) Με πολλά στοιχεία για τις μετακινήσεις πληθυσμών, τα ονόματα, κι' άλλα πολλά, και η διδακτορική διατριβή της Σταματούλας Ζαπάντη Κεφαλονιά 1500-1575, Η συγκρότηση της κοινωνίας του νησιού, Θεσσαλονίκη 1999. Είναι στο διαδίκτυο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κεφάλαιο Η κίνηση του πληθυσμού, σελ. 180. Η ιστορία της οικογένειας Κρασσά από τα τέλη του 19ου μέχρι την δεκαετία του 1970, ανασυστάθηκε από οικογενειακές αφηγήσεις, και οι οικογενειακές αφηγήσεις βρίσκονται στην ανάρτηση  Η Αγράμπελη, ανεβασμένη στο μπλογκ μου Υπέροχα Μαργαριτάρια του Ύπνου και του Βίου μου.  https://haravas.blogspot.com/2017/10/blog-post.html

Το Λίμπρο ντ' Όρο του 1799, είναι στο άρθρο Κεφαλονιά: Οι 219 αρχοντικές οικογένειες στο Libro d` Oro του 1799 (ονόματα) στο kefaloniamagazine.gr. 

Αντίγραφα των δύο γάμων του Ευαγγελινού Κρασσά, και των γεννήσεων των δύο γιων του (τα κορίτσια δεν αρχειοθετούντο) ανευρέθησαν στον ψηφιοποιημένο Αρχειομνήμονα, στον ιστότοπο των ΓΑΚ. (http://arxeiomnimon.gak.gr/) και επιβεβαίωσαν τις οικογενειακές αφηγήσεις.

Για την εγκατάσταση των εζεριτών και των μηλίγκων στην Πελοπόννησο, τα σχετικά άρθρα της Βικιπαίδειας λένε αρκετά πράγματα.

Στην σύνδεση της σλάβικης γενετικής μου καταγωγής με την Ιστορία, η συλλογική μελέτη του 2017 με τίτλο Genetics of the peloponnesean populations and the theory of extinction of the medieval peloponnesean Greeks, G. Stamatoyannopoulos και άλλοι, στο Εuropean Journal of Human Genetics, με βοήθησε να καταλάβω κάποια βασικά. Η έρευνα στηρίχτηκε σε 241 δείγματα DNA. Οι δότες ήταν πελοποννήσιοι, των οποίων και οι τέσσερις παππούδες και γιαγιάδες είχαν γεννηθεί στο ίδιο χωριό, ή σε κοντινά χωριά, μέσα σε ακτίνα 10 χιλιομέτρων, και ήταν ηλικίας 70-90 ετών (ο πιο γέρος ήταν 102 χρόνων!)  Συνεπώς οι παππούδες τους ήταν γεννημένοι μεταξύ του 1860 και 1880, δηλαδή ήταν σχεδόν συνομήλικοι του Νικολάου Γεωργαλά, και είχαν το ίδιο κοινωνικό προφίλ. Η έρευνα έδειξε πως οι δότες είχαν μέχρι και 14,4% σλαβικό DNA, πράγμα που κατά προσέγγιση θα ίσχυε και για τους παππούδες τους. Η Αρκαδία ήταν λογικά στα ανώτερα ποσοστά σλαβικού γενετικού υλικού, αν δούμε την ιστορία της, τα τοπωνύμια, τα ονόματα της περιοχής κλπ. Συνεπώς, δεν είναι απίθανο ο προπάππος μου να είχε κι' αυτός ένα 12% βαλκανικού DNA. Βέβαια, η μελέτη είχε γίνει για να καταρρίψει την θεωρία του Φαλμεράιερ περί συνολικής εξαφάνισης του πληθυσμού του Μωριά στον Μεσαίωνα, αλλά επ' ευκαιρία έδινε μια εξήγηση -έστω και μερική- για το δικό μου 3,4% σλάβικο αίμα. Από τα άλλα που λέει, δεν κατάλαβα και πολλά, αυτά είναι για Νόμπελ. Αλλά κοντά στον βασιλικό ποτίζεται κι' η γλάστρα (εγώ είμαι η γλάστρα.)

Για το εμπόριο κιρκάσιων σκλάβων, έμαθα στην αγγλόφωνη Wikipedia, στο άρθρο της με τίτλο  Black Sea slave trade, και στο υποκεφάλαιο Circassian slave trade (18th-20 th centuries).

Από την ίδια πηγή επίσης άντλησα τις τόσες ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τον πανγκολίνο.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ου παντός πλειν ες Κόρινθον

Όσα παίρνει η θάλασσα (αλλά κι’ όσα φέρνει)

Τον Νίκο τον γνώρισα ακουσίως.