Όλες οι αναρτήσεις με την ημερομηνία τους και τον τίτλο

Τρίτη 14 Νοεμβρίου 2017

Βηρυτός





Αυτός ο Χαρίρι ήταν πρωθυπουργός του Λιβάνου, και ήταν σουνίτης, και τάχε καλά με τους σαουδάραβες, που είναι σουνίτες επίσης. και τούπανε δεν έρχεσαι μια βόλτα, και πήγε ο Χαρίρι. Αλλά μετά οι σαουδάραβες το χοντρύνανε, γιατί τον βάλανε και παραιτήθηκε, και τον έχουνε τώρα εκεί αμανάτι. και γιατί αυτό; Για να ρίξουνε την κυβέρνηση στο Λίβανο. Επειδή στην κυβέρνηση είναι και η Χεζμπολάχ, που είναι σιίτες, και τάχουνε καλά με τους ιρανούς που είναι επίσης σιίτες. Και υποστηρίζανε η Χεζμπολάχ τον Άσσαντ, που δεν είναι ακριβώς σιίτης, αλλά σχεδόν. Διότι οι σαουδάραβες και οι καταριανοί που είναι σουνίτες υποστήριζαν τον Ίσις και την Κάιντα, που είναι σουνίτες. Για να ανατρέψουν τον Άσαντ. Διότι ο Άσαντ έκανε μία συμφωνία με τους ιρανούς και τους σιίοτες ιρακινούς να περάσουν ένα σουλήνα να πουλάνε αέριο στην Ευρώπη. Οπότε θα τους τρώγανε μερίδιο της αγοράς, των σαουδαράβων και των καταριανών. Κι' αυτό δεν τους καλοφαινόταν, ούτε των αμερικάνων καλοφαινόταν, ούτε των γάλλων, που είχανε κοινά συμφέροντα με τους σαουδάραβες και τους καταριανούς. Πλην όμως εκεί απάνω ανακατευτήκαν και οι ρώσοι, που είχαν σύμμαχο τον Άσαντ. Και είπανε κράτει, στείλαν πυραύλους εκεί στη Συρία, οπότε οι αμερικάνοι το σκέφτηκαν το θέμα καλύτερα, και λένε να τα βρούμε, να τα βρούμε και με τους ιρανούς που είναι σιίτες, διότι οι σιίτες του Ιράκ είναι δικοί μας. Και να συνεχίζεται ο πόλεμος, στη Συρία, που ήτανε και οι κούρδοι μπερδεμένοι. Άρα και ο Ερντογάν. Αλλά και οι καταριανοί το σκέφτηκαν, και σου λέει αλλάζουν τα δεδομένα, ο Άσαντ αντέχει, δεν τον ρίξαμε, δεν τα βρίσκουμε με τους ιρανούς πιο καλύτερα; Ούτως ώστε άμα περάσουν τη σουλήνα, να μας αφήνουμε να πουλάμε κι' εμείς αέριο στην Ευρώπη από την ίδια σουλήνα. Και κάναν κωλοτούμπα, αλλά αυτό δεν άρεσε στους σαουδάραβες. Εκεί έμπλεξε και ο μαλάκας ο Τράμπ, κι' έβαλε τους σαουδάραβες να κάνουν εμπάργκο το Κατάρ, να λυσσάξουνε στη δίψα να πίνουν το κάτουρό τους. Αλλά τον μαζέψανε, τον Τραμπ από το Στέητ Ντιπάρτμαντ. Μαζευτήκαν και οι σαουδάραβες. Αλλά αυτός ο διάδοχος, δεν παίζεται, έπιασε τους μετριοπαθείς και τους έβαλε στα σίδερα. Μπορεί νάκανε ο Τραμπ καμιά μαλακία πάλι, και φούσκωσε τα μυαλά του διαδόχου. Αλλά μάλλον έχουν βαλθεί να τον μαζέψουν ξανά, πήγε ο καθολικός ο αρχιεπίσκοπος των Μαρωνιτών στο Ριάντ, είδε τον Χαρίρι σήμερα, αύριο μεθαύριο να γυρίσει στη Βηρυττό να ξαναγίνει πρωθυπουργός. Διότι όταν δεν γίνονται εκρήξεις, η Βηρυτός είναι χαρά θεού, λαγγεμένη Ανατολή και κοσμοπολίτισσα Ευρώπη. Άντε κι' εγώ να μη σας κουράζω άλλο, αλλά έτσι είναι αυτά τα θρησκευτικά, μπερδεμένα κάπως, να βάλουμε τώρα ένα τραγουδάκι.

Πίνουν αράκ, παίζουν χαρτιά, φωνές στον ιππόδρομο, κυνηγάνε περιστέρια, η Βηρυτός, ένα πλήθος πέρα δώθε, αποπλανήσεις, χαζομάρες, αυτά έχουν στο μυαλό τους, στη Βηρυτό, ένα λουλούδι χωρίς χώμα, αχ! η ομορφιά της, οι καλές οι όμορφες μέρες, Βηρυτός, τι τέλος φριχτό, όλα χαράμι, όλα μαράζι, όλοι άνεργοι, απελπισμένοι, κατεστραμμένοι και σκουριασμένοι,  γκαντέμηδες, καταραμένοι,  κι' οι μεταπράτες στη Βηρυτό, αχ! κορδώνονται, ζουν ωραία, σπατάλη, υπερβολή, εκρήξεις ματαιότητας. Πνίγεται η Βηρυτός...


Το τραγουδάκι: Μπεϊρούτ, με την Γιασμίν Χαμντάν. Στίχοι του Ομάρ ελ Ζενί. Μουσική του Κέβιν Σεντίκι και της Γιασμίν Χαμντάν

Η φωτό: κοπέλλα καπνίζει ναργιλέ στο ξενοδοχείο Saint Georges, τον Ιούνιο 2005. Από πίσω, τα σημάδια της έκρηξης που πέντε μήνες πριν είχε σκοτώσει τον πατέρα του Χαρίρι, τον Ραφίκ.




Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2017

Ο Μπάχ, ο γαμιστρώνας, ο ηδονοβλεψίας, κι' ένας μαλάκας που έλεγε πως είμαι εγώ.

 Ο Μπαχ. Παστέλ και ακρυλικά σε Α4 πολυτελείας.

Με τον Μπαχ βρισκόμασταν πιο παλιά και τα πίναμε. Άμα λέω τα πίναμε, κατ' ευφημισμόν, διότι τα χρόνια εκείνα ο Μπαχ ήταν αχαλίνωτος σε όλα. Και με παρέσυρε κι' εμένα, εκών άκων. Στέναζε το Τζέιμσον, τότε ήταν της μόδας το Τζέιμσον, μέχρι που βγήκε βρώμα πως κυκλοφόραγαν και μπόμπες, οπότε αλλάξαμε μάρκα, αλλά αυτό αργότερα.

Ο Μπαχ, εκτός από το πιο μόρτικο πιάνο της πιάτσας, ήταν και δημοσιογράφος. Τώρα τι να λέω, κομίζω γλαύκαν εν Αθήναις, και δεν θα επεκταθώ περαιτέρω, τα ξέρετε.

Πως τόφερε λοιπόν η κουβέντα για το Εικοσιένα, δύο η ώρα νύχτα. Κι' όπως είναι και παρορμητικός αυτός, μου λέει Βασίλη αύριο δέκα η ώρα το πρωΐ έρχομαι σπίτι σου να σου πάρω συνέντευξη, να μου τα πεις για τον Οδυσσέα Αντρούτσο, τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, τον Μπάιρον, γιατί άμα δεν τα πεις εσύ, Βασίλη, ποιός θα τα πει; Κι' είχε συγκινηθεί που τάλεγε αυτά, όχι ρε κουφάλες, δεν πεθάναμε ακόμα, γαμώ τα σπίτια σας, έτσι έλεγε, στο τσακ ήτανε να τον πάρουν τα ζουμιά.

Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, βρε Γιαννάκη μου γλυκέ, βρε δεν είμαι ιστορικός εγώ, τράβα βρες κανέναν κατάλληλο να στα πει, τίποτα αυτός, τον χαβά του, λέει του μπάρμαν δώσε ένα στιλό και μια χαρτοπετσέτα, τι να κάνω εγώ, του λέω με τα πολλά, θαρθείς Μάρκου Ευγενικού δεκατέσσερα, Νεάπολη. Κι' από μέσα μου σκεφτόμουνα σιγά που θάρθει, έτσι που ήπιε αυτός αύριο το πρωΐ στις δέκα θάναι κανονικά για χειρουργείο να του βγάλουν τη σκωληκοειδίτη χωρίς αναισθητικό.

Κι' άμα ερχόταν όμως; Διότι ποτέ δεν ξέρεις, Μπαχ είναι αυτός, πολύ απροσδόκητος.

Άρχισα λοιπόν να του δίνω πληροφορίες και λεπτομέρειες. Λοιπόν, Γιάννη, όταν αύριο με το καλό ξυπνήσεις -πράγμα για το οποίον πολύ αμφιβάλλω- θα έρθεις Μάρκου Ευγενικού δεκατέσσερα, αλλά πρόσεξε γιατί το σπίτι έχει δύο πόρτες, η μία είναι μεγάλη, στο κουδούνι γράφει Βασίλης Γιοκουσκουμτζόγλου, αλλά εσύ δεν θα το χτυπήσεις αυτό το κουδούνι, συνεννοηθήκαμε;

-Γιατί να μην το χτυπήσω; λέει ο Μπαχ.

-Γιατί, του εξηγώ,  "εκεί μένει ο εξάδελφός μου που είναι σκηνοθέτης, ο οποίος λέγεται και αυτός Βασίλης Γιοκουσκουμτζόγλου."

-Και που να χτυπήσω; ξαναλέει ο Μπαχ.

Δίπλα στην μεγάλη πόρτα, του εξηγώ πάλι, "έχει δύο σκαλάκια, κι' έχει μία μικρή πορτίτσα, είναι το ημιυπόγειο εκεί, έχει κι' εκεί κουδούνι, αυτό να χτυπήσεις, διότι εγώ μένω εκεί, στο ημιυπόγειο."

-Μάλιστα λέει ο Μπαχ. "Είναι ο γαμιστρώνας σου εκεί, ε;"


-Ναι, του λέω ξανά, "εκεί μένω, τέλος πάντων, και γαμιστρώνας μου είναι, και το μπάκιγχαμ είναι, και τα χειμερινά ανάκτορα. Έχει και πρόσοψη μάλιστα, έχει και παράθυρο στο πεζοδρόμιο της Μάρκου Ευγενικού. Να φανταστείς, τις προάλλες ανακάλυψα μία τρύπα στις γρίλλιες στο πατζούρι, με τρυπάνι την άνοιξαν. Για να μπανίζουνε τις λαγνουργίες μου, ποιός ξέρει ποιός ανώμαλος. Όπως καταλαβαίνεις, άλλαξα θέση στο κρεββάτι ώστε να μη με πιάνει το μάτι του, αλλά μετά από λίγες μέρες διαπίστωσα πως είχε ανοίξει κι' άλλη τρύπα, λοξή, ώστε να βλέπει και προς την νέα θέση, από όλες τις γωνίες."


 Το μάτι. Παστέλ και γκουάς σε τετραδιάκι.

-Αυτό είναι συμπαντικό, Βασίλη, αυτό γίνεται σε μιαν άλλη διάσταση, το καταλαβαίνεις; είπε ο Μπαχ, "αυτό είναι υπερβατικό, δεν ξέρω πως αλλιώς να το χαρακτηρίσω, ενώ εσύ γαμάς, η εικόνα σου ταξιδεύει στο υπερπέραν μέσα από τη συνείδηση  αυτουνού του καταραμένου που την παίζει μέσα στη νύχτα, κάτω από τ' άστρα!"  

-Δεν ξέρω, συνέχισα, "πάντως εγώ τον παραφύλαγα. Την πρώτη φορά, με είδε που σηκώθηκα και φόραγα το παντελόνι μου, υποψιάστηκε και εξαφανίστηκε. Αλλά την επόμενη, πετάχτηκα γυμνός, αυτός θα νόμιζε πως πάω για κατούρημα, ξερωγώ, βγαίνω και τον πετυχαίνω με τα βρακιά κάτω, νάχει βάλει το μάτι στην τρύπα και να παίρνει μάτι το κορίτσι μου. Πλησίασα αθόρυβα, και του τραβάω ένα σουτ, τον σακάτεψα. Έτρεχε, με τα βρακιά κάτω, μη ρε φίλε, μη ρε φίλε, έλεγε, κι' εγώ τούβριζα τη μάνα και τον πατέρα, αλλά μετά το θυμήθηκα που ήμουν γυμνός μέσα στην Αθήνα, δεν ήταν πολύ αργά εντωμεταξύ, μεσάνυχτα πρέπει νάταν, μπορεί να πέρναγε και κόσμος. Κι' έφυγε αυτός, προς Λυκαβηττό."

-Και ύστερα; Ξανάρθε αυτός; ρώτησε ο Μπαχ, του οποίου η ιστορία του είχε εξάψει το ενδιαφέρον.

-Όχι, είπα. "Εξαφανίστηκε. Αλλά κι' εγώ ένοιωσα κάποιες τύψεις, τι να έφταιγε κι' αυτός ο φουκαράς, αφού έτσι την εύρισκε. Και στο κάτω κάτω της γραφής, σε τι μας έβλαψε, εμένα ή το κορίτσι μου, ή ακόμα και όλα τα άλλα κορίτσια που με επισκέπτονταν εκεί, χωρίς να υποψιάζονται ούτε κατά διάνοιαν την ύπαρξη της τρύπας. Αλλά μετά σκέφτηκα πως αυτός ο ελεεινός μου είχε κάνει το πατζούρι σουρωτήρι, και θύμωσα ξανά, και κατέληξα πως καλά του έκανα."

Τέλος πάντων, μ' αυτά και με κείνα η ώρα είχε πάει δύο, και μας είπαν ευγενώς πως το κατάστημα κλείνει, και πήγαμε σπίτια μας για ύπνο.

Την άλλη μέρα το πρωί ξύπνησα με το κουδούνι να βαράει παρατεταμένα και επιμόνως. Πάλι από την ΔΕΗ θα είναι, είπα, ήρθαν για τον μετρητή, να μετρήσουν το ρεύμα. Σηκώθηκα να ανοίξω.

Ήταν ο Μπαχ. Κόκκινος σαν αστακός, ασθμαίνων, πήγαινε να σκάσει με μία έκφραση αγανακτήσεως και μεγάλης αναστατώσεως στο πρόσωπό του.

-Βασίλη, μου λέει, "δίπλα είναι ένας μαλάκας και λέει πως είσαι εσύ."




Το τραγούδι: Μ' αρέσει στο μπαρ, του Γιάννη Μπαχ Σπυρόπουλου, σε στίχους Γιώργου Σκούρτη. Τραγουδάει ο συνθέτης.


Ένας που έλεγε πως είμαι εγώ. Στιλό, παστέλ και γκουάς σε τετραδιάκι.

Libiamo ne' lieti calici, La Traviata. (Πρωινό όνειρο μετά μουσικής, της 7ης Νοεμβρίου 2017.)

Ιπτάμενοι τραγουδισταί. Στιλό, παστέλ, ακρυλικά σε Α4.


Είμασταν λέει ο Μιχάλης ο Τομ, ο Πάνος ο Καλ, η Ελενίτσα η Κοσ, κι' εγώ. Και οι τρεις μας είχαμε κάτι πάρε δώσε με τον Τ.Κ, που δεν θέλω να δώσω λεπτομερή στοιχεία του, διότι πρόκειται για μία μελανή περίοδο του βίου μας και των τεσσάρων αυτά τα παρεδώσε που προανέφερα. Οπότε, ας πούμε πως τον λέγανε Ταχυδρομικό Κώδικα, από τα αρχικά του. Συγκεκριμένως, αυτός ο Ταχυδρομικός Κώδικας είχε μία διαφημιστική, την δεκαετία του ογδόντα αυτό, μετά έκλεισε, και εκεί η Ελενίτσα έψηνε τον πελάτη, ήτανε client service, να πούμε. Εγώ ήμουνα creative, copywriter ξερωγώ, έγραφα σλόγκαν, τίτλους, σενάρια. Εξ ανάγκης, δηλαδή, δεν πουλάγανε οι δίσκοι, και δεν ήθελα να γράψω άλλου είδους δίσκους να πουλάνε. Οπότε παρίστανα τον creative που ήθελε αυτός ο χαλβάς, διότι νόμιζε πως τις έχαβα κάτι τέτοιες ανοησίες που ξεφούρνιζε. Οι άλλοι δύο, εξωτερικοί, του φτιάνανε τζιγκλάκια για το ραδιόφωνο, την τηλεόραση. Οπότε καταλαβαίνετε που κανένας δεν είναι περήφανος γι' αυτά τα παρεδώσε με τον Ταχυδρομικό Κώδικα. Διότι αυτοί οι γιάπηδες γαμήσανε την Ελλάδα, άμα θέλετε να ξέρετε.

Τέλος πάντων, να έρθουμε στο όνειρο. Ήμασταν όλοι οι προαναφερόμενοι σε μία πελώρια αίθουσα πολύ θεατρική, σαν το Τεκβοντό στο Φλοίσβο παρακάτω που είναι, αλλά αυτή η αίθουσα δεν ήταν στις Τζιτζιφιές, ήτανε σε κάποιο ρεζόρτ πολυτελείας κοντά στο θέατρο της Επιδαύρου, και ο Ταχυδρομικός Κώδικας έκανε μια παρουσίαση, τρεις χιλιάδες κόσμο μαζεμένοι εκεί μέσα, πελάτες, συνεργάτες, κάτι τέτοιοι, να τους πουλήσει ένα σύστημα που μεταφέρει ανθρώπους διά τηλεμετακινήσεως της ύλης, είναι να πούμε το διοικητικό συμβούλιο ο ένας Αθήνα, ο άλλος Λονδίνο, ο παράλλος Νέα Υόρκη, τσουπ! κάνει το πρόγραμμα, νάτοι όλοι εδώ στην Επίδαυρο! Τώρα, δεν γουστάρει ένανε ο Ταχυδρομικός Κώδικας, τσουπ! εξαφανίζεται αυτός, πουθενά ο διευθύνων σύμβουλος! Οπότε έχει πλήρη έλεγχο της επιχειρήσεως να κινεί τα νήματα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά κάνει κι' άλλα πράματα το πρόγραμμα, όπως μεταφορά εξαιρετικών δεξιοτήτων. Παίρνει να πούμε ένα ραμολιμέντο, του βάζει τα στοιχεία μέσα, τσουπ! το ραμολιμέντο μεταμορφώνεται σε Αντετοκούμπο. Κι' όλοι περνάνε υπέροχα που κάνει τέτοια κόλπα, καρφώνει ανάποδες καλαθούμπες και με φάλτσο, ξερωγώ. Αλλά άμα μπορεί αυτό, σου λέει, τον άλλον τον κάνει λογιστή για τις βρωμοδουλειές, τον άλλο στο χρηματιστήριο, τον άλλο συμβόλαια θανάτου. Έγινα κατανοητός, νομίζω, ποιό ήταν το υπονοούμενο!

Έχει όμως και ένα πρόβλημα, αυτός ο Ταχυδρομικός Κώδικας. Είναι μέσα στην αίθουσα και κάτι συνδικαλιστές και κάνουν φασαρία. Όχι τίποτα σοβαροί, κάτι καλφαγιανναίοι πασοκικού τύπου κουστουμαρισμένοι, οι οποίοι κινούνται απειλητικά κάπως. Κι' επειδή δεν μπορούν να πλησιάσουν τον Ταχυδρομικό Κώδικα, πάνε να την πέσουν στη γυναίκα του. Η γυναίκα του Ταχυδρομικού Κώδικα είναι εντωμεταξύ ιταλίδα. Από κείνες τις καστανές με ανταύγειες φυσικές και γκρίζα μάτια. Όχι στην πραγματικότητα, να διευκρινήσω, στο όνειρο μόνο είναι η γυναίκα του Ταχυδρομικού Κώδικα ιταλίδα. Την πλησιάζουν, λοιπόν, αυτοί οι καραγκιόζηδες, και φωνάζουνε, και κάνουν χειρονομίες απειλητικές.

Βιολέττα, σύζυγος Τ.Κ. Μελάνι, παστέλ και γουάς σε Α4.


Οπότε εγώ αντιδρώ αστραπιαία, κι' εκεί που κάνει ο αρχιδικαλιστής το σόου του, του κάνω ένα κόλπο του αϊκίντο, και πέρνει δύο σβούρες στον αέρα και σαββουριάζεται κάτω. Τώρα δεν ξέρω πως συνέβη ακριβώς αυτό, μάλλον κόλλησε το πρόγραμμα τηλεμετακινήσεως και δεξιοτήτων, κι' έχω γίνει ο σούπερμαν. Πάνε να με πιάσουν οι άλλοι, εγώ να γλυστράω σ' όλη την αίθουσα σαν αεροπλανάκι, να γελάνε τρεις χιλιάδες κόσμος, νάχουνε φτιάξει συκώτι. Κάποια στιγμή, πέφτω πάνω στον εργατοπατέρα τον αρχιδικαλιστή, ο οποίος μου ρίχνει ένα ποτήρι γάλα στη μούρη, αλλά εγώ εκτρέπω την ροή του γάλακτος εναντίον του, και κάνει μία στροφή στον αέρα το γάλα, και τον κάνει σύσκατο. Γέλια, χειροκροτήματα, το πλήθος, πάλι θρίαμβος εγώ.

Εντωμεταξύ, βλέπω την Ιταλίδα που μου χαμογελάει. Αν και κάπως θλιμμένα, πρέπει να διευκρινίσω, διότι πουλιότανε κι' αυτή στον Ταχυδρομικό Κώδικα, όπως κι' εγώ κάποτε. Οπότε την πλησιάζω σαν πουλί στον αέρα και την πιάνω από τη μέση κι' αρχίζουμε να πετάμε, κι' αρχίζουμε κάτι πιρουέττες, κάτι κόλπα απίθανα που κάνουν οι πρωταθληταί του καλλιτεχνικου πατινάζ, μόνο που αυτοί τα κάνουν στον πάγο, ενώ εμείς τα κάνουμε στον αέρα! Και όχι απλώς χορεύουμε στον αέρα, διότι έχει και μουσική στο νουμεράκι μας, που είναι η Τραβιάτα του Βέρντι, οπότε μαζί με το ιπτάμενο πατινάζ τραγουδάμε κιόλας, μα κάτι φωνές, κάτι φωνές ονειρικές κυριολεκτικώς, Μαρία Κάλλας-Λουτσάνο Παβαρότι, και λίγα λέω το τι τραγούδαγα σ' αυτό το όνειρο! Και τι λιμπρέττο! "Ας πιουμ' σε κούπες χαρωπές, τι η εμορφιά ανθίζει, και η φευγάτη ώρα, ελεύθερη μεθά," της τραγουδώ εγώ. Κι' εκείνη μ' απαντάει, "Μ' εσέ, μ' εσέ θα μοιραστώ τον χρόνο της χαράς μου, όλα του κόσμου είναι τρελλά χωρίς τες ηδονές..." Κι' όλο πετάμε, και μας λούζουν προβολείς, κι' έκθαμβοι όλοι χειροκροτούν καθώς υποκλινόμεθα στο τέλος.

Τέλος πάντων, με το που κόλλησε το πρόγραμμα τηλεμετακινήσεως και δεξιοτήτων, ο Ταχυδρομικός Κώδικας είχε χάσει κάθε έλεγχο της καταστάσεως. Και προσπαθεί ως εκ τούτου απελπισμένα να με απομακρύνει από την σύζυγό του. Πλησιάζει, λοιπόν, και μου λέει δεν πας να κάνεις κανά ντους στη σουίτα μου, μα ξεκουραστείς και λίγο, που ίδρωσες; Τώρα εγώ δεν ίδρωσα, αλλά είμαι και ανυποψίαστος, ναι, γιατί όχι, λέω, και βγαίνω έξω από την αίθουσα, γιατί η σουίτα είναι παρακάτω στην πλαγιά, μέσα στα πεύκα. Πάω, λοιπόν, γδύνομαι, παίρνω και μία πετσέτα πολύ μεγάλη και πολύ απαλή, χρώματος εκρού, κι' εκεί που πάω για ντους, έκπληξη! Η Ιταλίδα η σύζυγος του Ταχυδρομικού Κώδικα είναι εκεί, κοιτάει αφηρημένη έξω από το παράθυρο, κι' είναι γυμνή, έχει μόνο ριγμένο στους ώμους της ένα άνορακ πουπουλένιο που φοράνε στο σκί, επίσης εκρού χρώματος. Οπότε την πλησιάζω, το χέρι μου περνάει πάλι κάτω από τη μέση της, το άνορακ πέφτει στο πάτωμα μ' ένα θρόισμα, και την φιλάω στο λαιμό, και χαμογελάει αυτή, διότι το περίμενε, κι' εγώ τόχα καταλάβει δηλαδή, που χορεύαμε πιο πριν, ότι ανταποκρινότανε...

Γυμνό ζευγάρι, παστέλ και γκουάς.

Κι' εκεί που την φιλάω στον λαιμό, νάσου και ο Ταχυδρομικός Κώδικας που κουτρουβαλάει από τα πεύκα με κάτι άλλους μαλάκες! Μπαίνουνε λοιπόν μέσα, μπροστά αυτός, παραπατάει σα μεθυσμένος, που δεν έπινε κανονικά (στο ξύπνιο) τίποτα. Και τραγούδαγε φάρτσα "γιατί μου τόκανες αυτό;" Αλλά παριστάνει που είναι χαρούμενος, δεν τον νοιάζει δήθεν, και οι άλλοι γελάνε. Ένας μάλιστα έχει και μία μουτσούνα τεράστια, και παριστάνει τον Μινώταυρο! Με προβληματίζει αυτή η κατάστασις, διότι σκέπτομαι το ενδεχόμενο να ήθελε (ο Ταχυδρομικός Κώδικας) να μου χαρίσει την γυναίκα του ως πριμ για να του κάνω καμιά διαφήμιση πάλι, αλλά καταλήγω πως τελικώς ήρθε να μας χαλάσει τη φάση, όπερ και το πιθανότερο.

Εντωμεταξύ, ο κερατάς ο Μινώταυρος μου χιμάει, και εγώ γυμνός με την πετσέτα την εκρού έχω γίνει τορρεαδόρ άψογος και του κάνω ελιγμούς αποφυγής, κι' όλοι οι μαλάκες μαζί χειροκροτάνε εν ευθυμία, μαζί και ο Ταχυδρομικός Κώδικας, και φωνάζουνε Όλε! Όλε! Όλε! όπως στις ταυρομαχίες...

Όχι πως θα με πετύχει ο κερατάς, αλλά να, κατάφερε να χαλάσει το καλύτερο. Που θα πάει, όμως; Την Ιταλίδα θα την συναντήσω μόνη της σε κάποιο άλλο όνειρο, ή και στην πραγματικότητα. Αυτό είναι μάλιστα και το πλέον πιθανό.

Μινώταυρος και τορρεαδόρ, στιλό, παστέλ, ακρυλικά σε Α4.


Υ.Γ. Επειδή  ξέρω θα με ρωτήσετε αν όντως τα είδα όλα αυτά στον ύπνο μου, σας προλαβαίνω και σας απαντώ πως ναι τα είδα όλα, και μάλιστα μετά της εν λόγω μουσικής, εκτός από την πολιτική ανάλυση, αυτή είναι μέρος της ερμηνείας του ονείρου, και την ανέπτυξα εκ των υστέρων, δεν ήταν συνειδητή στο όνειρο. Το όνειρο σήκωνε κι' άλλη ανάλυση, αλλά φοβάμαι πως θα το χαλάσω, όποιος θέλει ας διαβάσει το σενάριο της Τραβιάτας. Η απόδοση των στίχων στα ελληνικά, υπεύθυνος εγώ.


Η μουσική: Libiamo ne'lieti calici, από την Τραβιάτα, με την Μαρία Κάλλας και τον Φραντσέσκο Αλμπανέζε.










ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν (Αριστοτέλης)


Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2017

Ο Αιμοδότης



Ήταν θέμα λεβεντιάς. Αυτή η ιστορία με τις βελόνες, γενικότερα. Από μικρός πηγαίναμε στον παιδίατρο τον Μελισσάκη για εμβόλια. Βάζανε δηλαδή εμένα μπροστά, διότι ο ξάδερφός μου ο μπουχέσας φοβόταν και κλαψούριζε.
Βάζανε εμένα λοιπόν, τον λεβέντη. Έβαζα το χέρι μου εκεί, τον κώλο μου, αναλόγως που γινόταν η ένεση, και δεν έβγαζα κιχ. Μετά χάζευα τον άλλον που έσκουζε πριν ακόμα τον ακουμπήσουν, ολόκληρη τραγωδία παιζότανε μέχρι να του την μπήξουν, τη βελόνα. Αυτό θα φταίει που έγινε μετά σκηνοθέτης.
Τέλος πάντων, μου βγήκε το όνομα, που ήμουν λεβέντης. Και που μεγάλωσα, και πήρα και ύψος, έναεβδομηνταοχτώ, με διορίσανε αιμοδότη της οικογενείας. Πάμε μια φορά στο ΚΑΤ, να δώσουμε για τη γιαγιά τη Γιοκουσκουμτζόγλαινα, θάκανε εγχείριση. Ήρθε και ο μπουχέσας αναγκαστικώς, για να του γράψει η γριά το σπίτι. Εμένα με αφαιμάξανε, δύο σακκούλες πλαστικές έδωσα, θαύμαζε η νοσοκόμα, έχετε μπόλικο, ζωή νάχετε, έλεγε. Έρχεται η σειρά του μπουχέσα, του πέρνουν την πίεση, εκατον εβδομήντα, τούχε πάει τρεις και μία, που να δώσει αίμα, τον αφήσανε.
Ύστερα πήρε σειρά η υπόλοιπη οικογένεια, μεγαλώνανε σιγά σιγά όλοι. Παντού εγώ. Κι' ήτανε όλοι πολύ υπερήφανοι με την μαγκιά μου, ως και οι γιατροί. Οπότε μου λέει ένας γιατί δεν γινόσαστε εθελοντής; Θα δίνετε αίμα μια δυο φορές το χρόνο, και σ' εσάς κάνει καλό, και τους συνανθρώπους σας βοηθάτε, και αν -κούφια η ώρα- το χρειαστείτε, σας δίνουμε αίμα κατά προτεραιότητα, και στους γονείς σας επίσης, και συγγενείς. Οπότε γιατί όχι, λέω εγώ.
Πάει μετά ένα εξάμηνο να δώσω αίμα εθελοντικώς, με διπλαρώνει ένας και μου κούναγε δύο χιλιάρικα να δώσω για τη γυναίκα του. Πέντε χιλιάρικα είναι η ταρίφα, μου σφυράει η αδελφή νοσοκόμος. Δεν βαριέσαι, λέω εγώ, ανάγκη έχει ο άνθρωπος, έδωσα τζάμπα. Μου λέει η νοσοκόμα, άμα δώσετε για τη γυναίκα αυτουνού δεν μετράει ως εθελοντής, πρέπει η αιμοδοσία να δίδεται γενικώς, του νοσοκομείου. Δεν πειράζει, είπα πάλι.
Διότι είχα ψωνιστεί κι' εγώ λίγο που με λέγαν μαγκιά που είχα τόση αλληλεγγύη. Πρέπει να είχε συμβάλλει και το σύστημα αρχών μου, που ήταν σοσιαλιστικού τύπου, δηλαδή από τον καθένα αναλόγως των δυνατοτήτων του στον καθένα αναλόγως των αναγκών του. Οπότε έδινα.
Μ' αυτά και μ' εκείνα διεδόθη αυτό, που έδινα το αίμα μου. Κι' έπαιρνε τώρα τηλέφωνο η συμπεθέρα της Ουρανίας που ήταν η μοδίστρα της θείας μου της Ελένης -από το Γιοκουσκουμτζογλέικο αυτή- για μια γειτόνισσα της συμπεθέρας που είχε ανάγκη, αν έχουνε κανένα άτομο να δώσει. Ουουου! έλεγε η Ελένη, πως δεν έχουμε, τον Βασίλη τον ανηψιό μου!  Και πήγαινα.
Αυτή η θεία μου είχε γίνει περιζήτητη, με τον ανηψιό της, εγώ ήμουν αυτός. Κι' εδώ που τα λέμε, καλά έκανε, διότι ήταν και γεροντοκόρη, έπληττε μόνη της, και με τα τηλέφωνα που πέρνανε, είχε κάτι να απασχολείται. Χώρια που η Ουρανία για να βγάλει την υποχρέωση της πήγαινε τα ψώνια σπίτι.
Να μην μακρηγορώ, είχα δώσει αίμα σε όλα τα νοσοκομεία Αθηνών και Λεκανοπεδίου. Ευαγγελισμός, Ιπποκράτειο, Λαϊκό, Αγισάββα, Αμαλία Φλέμιγκ. Και σε ανθρώπους όλων των επαγγελμάτων, και σε νοικοκυρά, και σε δικηγόρο και σε απόστρατο αντιστράτηγο. κι' άλλους που δεν θυμάμαι.
Καταλαβαίνω πως σε πάρα πολλούς αυτή μου η προθυμία θα φαίνεται εντελώς ανεξήγητος. Αλλά μήπως και εγώ μπορώ να ερμηνεύσω επακριβώς αυτή μου την στάση; Μερικές φορές σκέπτομαι πως υπήρξα στη ζωή μου τόσο αλτρουιστής διότι κατά τα άλλα ήμουν μάλλον ρεμπεσκές. Ούτε δουλειά κανονική είχα, ούτε γάμο, παιδιά, ξερωγώ, όλο με γκόμενες γύρναγα, και κάτι άλλους του φυράματός μου. Οπότε αισθανόμουν κάπως μειονεκτικά, γιατί αυτοί που με κουτσομπόλευαν είχαν κατά κάποιο τρόπο δίκιο. Ήθελα κι' εγώ να αποδείξω πως σε κάτι ήμουν καλός.
Μία φορά παίρνει η θεία η Ελένη τηλέφωνο να πάω να δώσω αίμα για την κουμπάρα μιας παλιάς γειτόνισσας, μου είπε ποιανής αλλά το ξέχασα, πάνε και χρόνια από τότε. Πάω εγώ στο νοσοκομείο, λέω το όνομα ασθενούς, κλινική, με ρωτάνε μετά αν ταξίδεψα προσφάτως. Εγώ είχα γυρίσει άρτι εξ Αφρικής, νομίζω σας τάχω πει αυτά. Εμβόλια έκανες; μου λέει ο γιατρός. Ουουου, τι ηπατίτιδες, τι κίτρινοι πυρετοί, τι τύφος, διφτερίτιδες, πολιομυελίτιδες, χολέρες, χαπάκια της ελονοσίας, όλα κομπλέ. Δεν δίνεις αίμα, για σαράντα χρόνια τούρκικα, μου λέει. Να το αποτέλεσμα του ταξιδεύειν.
Παίρνω τη θεία, ξίνισε αυτή, νόμιζε πως της λέω ψέματα. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, βρε πάρε στο νοσοκομείο να σου πούνε, είδα κι' έπαθα να την πείσω.
Τελικώς απεδείχθη πως και ως αιμοδότης, μία αποτυχία ήμουν.
Καπάκι, αρρωσταίνει κι' η μάνα μου. Άντε να βρω αίμα. Ήρθαν κάτι μικρανήψια, ήθελε κι' άλλο. Ήξερα κάτι παιδιά, εξαχρειωτάκια, κατεβαίναν και τα σπάγανε. Αυτοί ήρθανε. Κι' ήτανε και παναθηναϊκοί.
Και μετά πήρα μια μπουκάλα Λαγκαβούλιν και μαζευτήκαμε και την ήπιαμε.


Η φωτό: βιβλιάριο εμβολιασμών.


Πέμπτη 2 Νοεμβρίου 2017

Γράμμα ηρωϊκό και περιπαθές του Μενελέν από τον Πύργο που κλείστηκε, στον αδελφό του, τον Τοάν.



Αυτό δεν το γνωρίζω, Τοάν, το αν η σύγκρουση θα αποβεί μοιραία για έναν απ' τους δυό μας, μαύρο κατράμι και σεντούκι ολοπόρφυρο, αχ, δεν τις ξέρω ποιές είναι οι εγκόσμιες σάτιρες που μας ζμπρώχνουν σ' αυτό το άγονο ταξίδι, όπου καμιά πέτρα δεν έχει μπέσα, κανείς οβολός απόφυση. Αρκεί να μας ζητήσουν άλλοι τρεις ηγεμόνες, άλλοι τρεις καιροφύλακες, και στ' αθρού τις διαβουλεύσεις θάχουμε λογαριασμούς αιώνιους κι' ανοιχτούς. Ψύχωση! Ψύχωση! Βάστα γερά, αδερφέ μου Τοάν, ψυχωμένες βελόνες μονάχα μας πρέπουν, και βλέμμα βαθύρρευστο, ως τις πηγές των πιο κυανόπυγων νυμφώνων. Και ζωντανό αστακό πάντα να κραδαίνεις, ψηλά σήκωσέ τον σαν βαρύτιμο τρόπαιο, το κύπελλο είναι αυτό της Άηβης Νύχτας, την ζωντανή της τρίαινα στον Αιγόκερω που σβαρνούσε. Στην καρέκλα του ήπιου τρόμου τώρα κάθησα, άρωμα δεν είδα, , ούτε προσκόπους βουερούς μούδωσαν, βασιλιά δεν μ' έστερξε η Μάνα Γη, ούτε χόσχι το κεφάλι μου έβαλα, να κλίνω κάθε τρίκορφο της Γεσθημανής αγλάϊσμα. Μονάχα η θάλασσα είμαι, Τοάν, ως εκεί που η μέριμνα των ζαρκαδιών βρίσκει απάγγειο κι' υπήνεμο κλίτος, κι' επιχείρημα αντλεί από τα βόιτα, με τα ίδια της τα σωθικά να σπαράζει με φύκια ελεφάντινα, και τις πόρπες των ασκών μας μες στο αίμα. Φαγητό δεν είχαμε, Τοάν, ούτε νερό να πιούμε μια σταγόνα. Και το συρτάρι των ονείρων μας άδειο κι' αυτό από εμπιστοσύνη.

Φίλησέ μου τον πατέρα, και θάρθει ο καιρός να ζυγίσουμε την σμίλη του ανέμου από του σύννεφου το θυμιατό και τ' ανάθεμα.

Ο αδελφός σου στον Πύργο

Μενελέν


Η ζωγραφιά: Το γράμμα στον Τοάν. στυλό,παστέλ και γκουάς σε Α4 πολύ καλής ποιότητος.

Το βίντεο: Νίκου Σκαλκώτα, Η Θάλασσα (Η Τράτα.)


ΥΓ. Ιωάννα, Λενώρα, Ηλία, Μάντη, Σάντι, σας φχαριστώ εκ βάθους, τάβαλα όλα ή σχεδόν, δεν πέταξα τίποτα.
(αυτοί οι πέντε μούστειλαν ο καθένας από πέντε τυχαίες λέξεις, και μ' αυτές έφτιαξα την ιστορία.)