Όλες οι αναρτήσεις με την ημερομηνία τους και τον τίτλο

Τετάρτη 29 Δεκεμβρίου 2021

I'm forever blowing bubbles

Gerard Dou, Still Life with a Boy Blowing Soap-bubbles, 1635-36

 

I'm forever blowing bubbles,

Pretty bubbles in the air.

They fly so high,

Nearly reach the sky,

Then like my dreams,

They fade and die.

Fortune's always hiding,

I've looked everywhere,

I'm forever blowing bubbles,

Pretty bubbles in the air.

 

Τραγούδι του Μπροντγουέη, του 1919, σε μουσική του John Kellette και στίχους των James Kendis, James Brockman and Nat Vincent, με το συλλογικό ψευδώνυμο Jaan Kenbrovin

 

Ήτανε ένας ολλανδός και ζωγράφιζε, παλιά, στα 1635. Ήτανε τότε της μόδας να ζωγραφίζουνε συμβολικώς, τι είναι ζωή, τι είναι πλούτος, τι είναι νιάτα, τι είναι ηδονή, τι ομορφιά, τίποτα δεν είναι, ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης, όλα ένας θάνατος είναι στο τέλος. Έπιασε λοιπόν ο ολλανδός κι’ έφτιαξε ένα παιδάκι με ξανθά μπουκλάκια που έκανε σαπουνόφουσκες, και τις κοίταγε που πλέχανε στον αέρα, κι’ εκεί που πλέχανε προς τα πάνω, ζωγράφισε και μια νεκροκεφαλή! Περάσανε τα χρόνια, πάει πέθανε ο ζωγράφος, τον θάψανε. Και να σας τον πω, δεν θα τον ξέρετε. Εκείνο τον καιρό αντιγράφανε όλοι ο ένας τον άλλον, κι’ όλοι ζωγράφιζαν σαπουνόφουσκες και νεκροκεφαλές.

Πέρναγε ο καιρός. Ήτανε τώρα ένας άλλος ζωγράφος, εγγλέζος, ο Μιλαίη. Αυτός ήταν σε ένα παρεάκι, τους προραφαελίτες, αλλά τους βαριόταν και λίγο, το στυλ τους να πούμε, μπούχτησε. Οπότε είδε τη ζωγραφιά του ολλανδού, και λέει, για στάσου, δεν βάζω τον εγγονό μου να τον ζωγραφίσω να κάνει σαπουνόφουσκες στον αέρα σ’ αυτό το στυλ το ολλανδικό; Γιατί ο εγγονός του είχε επίσης μπουκλάκια ξανθά. Όπερ και εγένετο. Παρέλειψε βέβαια τις νεκροκεφαλές και τις αηδίες του ολλανδού, δεν τις προτίμαγε άλλο ο κόσμος.  

Τώρα ήταν κι’ ένας λόρδος, ο σερ Γουίλιαμ Ίνγκραμ, αυτός ήταν εκδότης, έβγαζε ένα περιοδικό ποικίλης ύλης. Αγόρασε λοιπόν την ζωγραφιά από τον Μιλαίη, ο οποίος δεν ήταν ακατάδεχτος με τις λίρες Αγγλίας. Μάλιστα αγόρασε πακέτο και τα δικαιώματα, κι’ έβαλε τον εγγονό με τις μπουρμπουλήθρες εξώφυλλο στο περιοδικό, έγχρωμο. Έγινε πάταγος, υπήρχαν κάποιοι που βρίζανε τον ζωγράφο διότι θυσίασε τον εγγονό του στον βωμό του κέρδους, αλλά γενικώς άρεσε πολύ η ζωγραφιά.

Την είδε την ζωγραφιά ένας, Τόμας Μπάρατ τον λέγανε. Αυτός ήτανε σώγαμπρος, δηλαδή γενικός διευθυντής στην επιχείρηση του πεθερού του, που ήταν σαπωνοβιομήχανοι μεγάλοι, αυτή η οικογένεια. Αλλά ήταν ο Μπάρατ αυτός διάλέμπαμέσα του, πρωτοπόρος της διαφημίσεως. Και αγοράζει την ζωγραφιά από τον σερ Γουίλιαμ, και τα δικαιώματα μαζί, και βγάζει ρεκλάμα τον εγγονό να κάνει σαπουνόφουσκες να διαφημίζει τα σαπούνια της επιχειρήσεως! Ο σώγαμπρος απεδείχθη χρυσορυχείο δηλαδή, διότι η ρεκλάμα έκανε μεγάλη καριέρα, μέχρι την δεκαετία του είκοσι την βάζανε στα περιοδικά τα εγγλέζικα, αφίσες, και πουλάγανε σαπούνι.


Bubbles (Αρχικός τίτλος A Child's World.) Λάδι του1886, του Sir John Everett Millais.  Εδώ, αναπαραγωγή σε αφίσσα της σαπωνοποιίας Peαrs που εξασφάλισε τα δικαιώματα



Αλλά μεγάλη καριέρα έκανε επίσης και ο εγγονός με τις μπούκλες. Ο οποίος μεγάλωσε εντωμεταξύ, και μπήκε στο Βασιλικό Ναυτικό, και ήτανε μάλιστα να μπαρκάρει αξωματικός με το Κουήν Μαίρη, το καταδρομικό, αλλά πήρε μπαλλάκι για στεριά τελευταία στιγμή, στην υπηρεσία αποκρυπτογραφήσεων, μία μέρα πριν σαλπάρει το Κουήν Μαίρη για την ναυμαχία της Γιουτλάνδης. Πολύ βύσμα! Διότι το στείλανε άπατο οι γερμαναραίοι, το Κουήν Μαίρη, μαζί με το πλήρωμα συμπούρμπουλοι.  Ματαιότης ματαιοτήτων, όλα μπουρμπουλήθρες. Και την γλύτωσε ο εγγονός, και υπηρέτησε και στον Δεύτερο Παγκόσμιο, στις μυστικές υπηρεσίες του Ναυτικού. Κι’ έφτασε στον βαθμό του ναυάρχου, αν αγαπάτε! Ύστερα πολιτεύτηκε κιόλας. Κι’ έμεινε στην Ιστορία με το παρατσούκλι του, ο Μπουρμπουλήθρας, από την ζωγραφιά του παππού του, τόσο μέγκλα ήταν η ρεκλάμα.

Ο Αντιναύαρχος William Milbourne James (1881–1973,) ο επονομαζόμενος Sir Bubbles, από τον Arthur Douglas Wales-Smith



Εκεί στο Λονδίνο ήταν μία περιοχή που την λένε Γουέστ Εντ. Φτώχεια, υποσιτισμός, ασθένειες, ντόκοι, εργοστάσια, μετανάστες, παράγκες, οι πρώτες λαϊκές πολυκατοικίες. Είχε κι’ ένα ναυπηγείο εκεί πάνω στο ποτάμι, που έφτιαχνε καράβια, κυρίως πολεμικά. Λοιπόν, ο διευθυντής του ναυπηγείου λεγόταν Άρνολντ Χιλλ, και ήταν πολύ μυστήριο βαπόρι. Έμενε σ’ ένα διαμερισματάκι, στην ίδια γειτονιά με τους εργάτες του. Και ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε το οχτάωρο, τον καιρό που στην βιομηχανία βαράγανε δεκάωρα και δωδεκάωρα. Ήταν επίσης φυτοφάγος, πρόεδρος της Φυτοφαγικής Εταιρείας Λονδίνου, που είχε και τον Γκάντι στην εκτελεστική επιτροπή, ο Γκάντι ήταν στο Λονδίνο τότε. Έπαιζε και μπάλλα, ο Χιλλ, ερασιτεχνικώς, και στίβο επίσης.  Οπότε είπε να φτιάξει μία ομαδίτσα να παίζουν οι εργάτες του ναυπηγείου. Αλλά η ομαδίτσα πήγαινε καλά, και ανέβαινε τις κατηγορίες, μέχρι που μπήκε πρώτη εθνική. Οπότε ο Χιλλ την έκανε μετοχική περιορισμένης ευθύνης, να πούμε, με μετοχές ν’ αγοράζουν οι υποστηρικταί και οι οπαδοί. Και της άλλαξε όνομα, την βαφτίσαν Γουέστ Χαμ Γιουνάιτεντ, από την γειτονιά. Κι’ άλλαξε φανέλλες, φοράγανε βυσσινί με γαλάζια. Κι’ άλλαξε γήπεδο, νοικιάσαν ένα πατατοχώραφο, το ισιώσανε, το βάφτισαν Μπόλειν Γκράουντ. Γιατί εκεί κοντά ήταν λέει το σπίτι της Άννας Μπόλεϊν, που την καρατόμησε ο σύζυγός της ο Μεγαλειότατος ο Ερρίκος ο όγδοος. Εκεί πήγαινε και την κορτάριζε. Αυτά λέει η παράδοση, διότι αν ήταν αυτηνής το σπίτι δηλαδή, δεν υπάρχουν χαρτιά. Φτιάξαν σιγά-σιγά κερκίδες, και αποδυτήρια. Που στην αρχή οι παίχται ντυνόντουσαν σε μια ταβέρνα κειδίπλα και περνάγανε το δρόμο με τα σώβρακα να πάνε να αγωνιστούν. Μία φορά, σ’ αυτή την ταβέρνα πήγε o Γκάντι, ήταν φίλοι με τον Χιλλ, και ήπιε μία κρήμ σόδα με τους οπαδούς της Γουέστ Χαμ, και συζητάγανε για μπάλλα και για σοσιαλισμό. Διότι του άρεσε του Γκάντι η μπάλλα, κι’ ας σας φαίνεται περίεργο. Η ταβέρνα είναι ακόμα εκεί, Μπόλεϊν Τάβερν λέγεται. Την έχουν βγάλει διατηρητέα.

Το καρνάγιο μόνο φαλίρησε, στα 1911. Δεν άντεξε τον ανταγωνισμό του βορρά, αυτοί ρουφάγανε το αίμα του εργάτη, κρατούσαν το κόστος εργασίας χαμηλά, κάνανε καλύτερες προσφορές, άντε να τους κάνεις ζάφτι. Πήγε ο Χιλλ στον Τσώρτσιλ που ήταν λόρδος του ναυαρχείου, να του δώσει καμιά παραγγελία κι’ αυτουνού, κανά καταδρομικό ξερωγώ, εις μάτην. Κι’ ας πηγαίνανε για πόλεμο και χτίζανε αβέρτα καράβια. Να επιβιώσει ναυπηγείο με φιλοεργατική πολιτική και  φιλελεύθερη κυβέρνηση, γίνεται; Δεν γίνεται.

Αλλά η ομάδα πήγαινε πρίμα, κράτησε και το παλιό έμβλημα, που είχε δύο σταυρωτά σφυριά, αυτά που είχανε για να μπήγουν τα πυρωμένα πιρτσίνια στις λαμαρίνες των πλοίων. Λόγω παραδόσεως, ξερωγώ. Και η ομάδα την λέγανε χαϊδευτικώς Τα Σφυριά. Και παίξανε Τα Σφυριά και Τελικό Κυπέλλου στο Γουέμπλεϊ το 1923, αν θέλετε να ξέρετε. Και παρ’ ολίγον να κερδάγανε.

Billy "Bubbles" Murray


Εκείνα τα χρόνια είχε και ένα σχολείο κοντά στο γήπεδο. Εκεί ήταν κι’ ένας μαθητής, ο Μπίλλη Μάραιη, που τον φωνάζαν κι’ αυτόν Μπουρμπoυλήθρα. Ο λόγος ήταν διότι είχε μπουκλίτσες κι’ έμοιαζε με τον άλλον, τον εγγονό του ζωγράφου στην διαφήμιση. Αλλά ήταν πιο μορτάκος αυτός, όχι βουτυρόπαιδο σαν τον ναύαρχο. Και ο οποίος έπαιζε μπάλλα στην σχολική ομάδα. Εντωμεταξύ, ο διευθυντής του σχολείου ήτανε πολύ ποδοσφαιρόφιλος. Και για να εμψυχώσει τον Μπουρμπουλήθρα και την ομάδα του, τραγούδαγε ένα τραγούδι της επιθεώρησης που είχε έρθει από την Αμερική, και ήταν πολύ του συρμού.

Μπουρμπουλήθρες κάνω πάντα

ωραίες μπουρμπουλήθρες στον αέρα

πετάνε ψηλά

φτάνουν σχεδόν στον ουρανό

και σαν τα όνειρά μου μετά

ξεθωριάζουν και πεθαίνουν.

Η Τύχη πάντα μου κρύβεται

έψαξα παντού.

Μπουρμπουλήθρες κάνω πάντα

ωραίες μπουρμπουλήθρες στον αέρα…

 

Εντωμεταξύ, ο εν λόγω διευθυντής ήταν φίλος με τον βοηθό προπονητού της Γουέστ Χαμ, τον Τσάρλη Πέηντερ, και ήξερε και αρκετούς παίχτες της. Οπότε του λέει δεν τον παίρνεις τον μικρό να τον δοκιμάσεις; Και τον πήρε αυτός δοκιμαστικό. Έπαιξε ο Μπουρμπουλήθρας σε κάτι φιλικά, του τραγούδαγε ο διευθυντής τις Μπουρμπουλήθρες, δεν ήθελε πολύ, κόλλησε η κερκίδα κι’ άρχισε να τραγουδάει κι’ αυτή μαζί.

Κι’ ήτανε η μελωδία τόσο πιασάρικη που συνεχίζανε να την τραγουδάνε και χωρίς να παίζει ο Μπίλλη Μάραιη. Διότι ο Μπουρμπουλήθρας δεν επέπρωτο να κάνει καριέρα στο ποδόσφαιρο. Χάθηκαν τα ίχνη του, δεν ξέρουμε τι απέγινε και πως. Πάντως σε επίσημο αγώνα της Γουέστ Χαμ δεν έπαιξε ποτέ. Μπουρμπουλήθρες, σαν τα όνειρα ξεθωριάζουν και πεθαίνουν…

Αλλά και Τα Σφυριά, τα πήρε ο διάολος και τα σήκωσε. Ο Χιλλ δεν ασχολιόταν πια, ήθελε να κάνει κάτι με μια μηχανή αυτοκινήτου, αλλά δεν τα κατάφερε. Λίγα χρόνια μετά, πέθανε. Από αρθρίτιδα. Και στην ομάδα έκανε κουμάντο ο προπονητής, o Σιντ Κινγκ, τριάντα χρόνια ήτανε στο τιμόνι, τον είχαν κάνει και μέτοχο. Ο οποίος έπινε, τελευταίως είχε ξεφύγει, την προπόνηση την είχε αναλάβει ο βοηθός, ο Τσάρλη Πέηντερ, που ήταν πολύ εντάξει, έμοιαζε και του Χεμινγουαίη. Είχανε ωραία επίθεση, ωραία ανάπτυξη, είχανε φτιάξει πάσινγκ γκέημ πριν εφευρεθεί το πάσινγκ γκέημ. Αλλά στην άμυνα είχανε θέματα. Διότι ο Κινγκ δεν έπαιρνε νέους παίχτες. Υπήρχαν υπόνοιες πως διοχέτευε τα λεφτά στην τσέπη του. Οπότε το 1931 Τα Σφυριά ξαναπέσανε στην βήτα εθνική. Ο Κινγκ παραφρόνησε εντελώς ένεκα του γεγονότος και της μπέβας, και σε μία συνεδρίαση της διοικούσης επιτροπής μπήκε μέσα τύφλα, τους έβρισε. Όπου τι να κάνουνε αυτοί, υπάρχουν και όρια, του κόψανε ένα μικρό επίδομα λόγω δοκίμου και μακροχρόνου υπηρεσίας, και τον απολύσανε. Και αυτός στην βουρλισία του έπιασε και έφκιαξε ένα κοκτέηλ τζην, ουίσκη, ξερωγώ τι έβαλε, μαζί με βιτριόλι, και τόπιε, και πάει πέθανε.

Ανέλαβε ο Τσάρλη Πέηντερ. Αλλά η κατάσταση δεν άλλαξε. Πάντως ο κόσμος φόραγε την κουστουμιά την καλή και συνέρρεε στο γήπεδο. Όπως οι άλλοι στο θέατρο, να πούμε. Και οπωσδήποτε καπέλο, άλλοι ρεπούμπλικα, οι περισσότεροι τραγιάσκα, πιο του λαού. Κορδέλλες, κονκάρδες, κασκώλ, ροκάνες, μπάντες, ενθουσιασμός, φαντασμαγορία, μπουρμπουλήθρες…




Μπόλεϊν, δεκαετία του 30


Έρχονται τώρα οι άλλοι και σου λένε άλλα, δεν ξέρεις τι να πιστέψεις. Όχι αγαπητέ, τις Μπουρμπουλήθρες τις είπανε στο Μπόλεϊν Γκράουντ μόνο από τον Πόλεμο και μετά. Δηλαδή βαράγαν οι σειρήνες, έτρεχε ο κόσμος να κρυφτεί στα υπόγεια, κι’ εκεί τραγουδάγαν τις Μπουρμπουλήθρες να πάρουν θάρρος, που τους είχαν κοπεί τα ήπατα από τους βομβαρδισμούς του Χίτλερ. Σταμάταγαν οι σειρήνες, μαζεύονταν στο γήπεδο να δουν την ομάδα να παίζει. Λειψή, διότι οι μισοί είχαν φύγει φαντάροι. Σε λειψό πρωτάθλημα, τοπικό, οι επίσημες διοργανώσεις είχαν διακοπεί λόγω του πολέμου. Και ξανατραγουδάγαν τις Μπουρμπουλήθρες, να πάρουν θάρρος οι παίχται. Και οι οπαδοί να κάνουνε κουράγιο, αν είναι να τους σκάσουν τίποτα μπόμπες στο κεφάλι, ας το πάρει ο διάολος κι’ αυτό.

Τα τσικό στο Μπόλεϊν, γύρω στα 1930.

Το Γουέστ Χαμ μαρτύρησε κείνα τα χρόνια, κι’ όλο το Δυτικό Λονδίνο το ρημάξανε. Διότι τι θα χτυπήσουν οι γερμανοί; Τους ντόκους, τα πλοία, τις εγκαταστάσεις, τις αποθήκες, την βαριά βιομηχανία, τις πυκνοκατοικημένες περιοχές με τους εργάτες. Το 1945 έπεσε μία ιπτάμενη βόμβα ακριβώς στο σημείο του κόρνερ, το διέλυσε το γήπεδο. Μετά, τα εντός τα παίζανε όπου βρίσκανε.

Vera Lynn


Η Βέρα Λύν ήταν η Βέμπω της Αγγλίας. Σ’ όλο τον πόλεμο τραγούδαγε για τους φαντάρους, τους ναύτες, τους αεροπόρους, μέχρι την Μπούρμα πήγε και τραγούδησε. To έργο του Κιούμπρικ που λέει Πεντάγωνο καλεί Μόσχα το έχετε δει; Είναι αυτή που τραγουδάει στο τέλος που σκάνε τα πυρηνικά. Ε, αυτή ήταν βαμμένη βυσσινί και γαλάζιο, Γουέστ Χαμ έως μυελού οστών, γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί παραδίπλα. Και όταν τέλειωσε ο πόλεμος και το διορθώσανε, τραγούδησε τις Μπουρμπουλήθρες μέσα στο Μπόλεϊν Γκράουντ, το 1947. Χαμός. Πέθανε 101 χρονών πέρυσι, και την θάψαν με στρατιωτικές τιμές. Τέτοια φίρμα.

Η περιοχή όλη γης μαδιάμ εκείνα τα χρόνια. Είχανε βάλει και κάτι τολ να στεγάσουνε τους άστεγους. Μέναν ανθρώποι εκεί μέχρι την δεκαετία του εξήντα. Πάντως η ανάπτυξις άργησε αλλά ήρθε. Το Δυτικό Λονδίνο βγήκε τελικώς από την εποχή του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Γύρισε ο τροχός, και ο πτωχός είναι γνωστόν τι έκανε. Κύπελλο το 1964, Κύπελλο το 1972, Κύπελλο το 1980. Και Κύπελλο Κυπελούχων 1965.

Νεόδμητα πλάι στο γήπεδο, 1972


 Πρωτάθλημα μηδέν. Και τέρμα τα δίδραχμα, αυτά είναι τα τρόπαια των Σφυριών μέχρις σήμερον. Εν πάση περιπτώσει, δεν κάνουν οι τίτλοι την ομάδα, η ομάδα κάνει τους τίτλους. Η σπουδαιότερη διάκριση της Γουέστ Χαμ είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Διότι η Εθνική Αγγλίας ήταν ο Μουρ, ο Πήτερς, και ο Χαρστ, τα παιδιά της Γουέστ Χαμ, αυτοί πήρανε τον τελικό από τους γερμαναραίους. Στο Γουέμπλεϊ μέσα αυτό. Τι θα πει δεν πέρασε η μπάλα τη γραμμή, και ο λάισμαν ήταν κουμουνιστής, και τι έδειξε η ψηφιακή τεχνολογία, και μας τα λέτε αυτά πενήντα χρόνια μετά, και μπουρμπουλήθρες! 


Πήτερς, Χαρστ, Μούρ, και Ρέη Γουίλσον της Έβερτον. Πιο δεξιά, Τζωρτζ Κοέν της Φούλαμ και Τζάκι Τσάρλτον της Ληντς.

                    
 

Τους φτιάξανε και άγαλμα, η ομάδα μαζί με τας δημοτικάς αρχάς. Έξω από την ταβέρνα της Μπόλεϊν της καρατομημένης. Οι πρωταθληταί πανηγυρίζουν. Το έργο δείχνει τους τρεις της Γουέστ Χαμ στον Τελικό του Γουέμπλεϊ, κι’ ακόμα έναν, της Έβερτον, αυτός βρέθηκε να σηκώνει τον Μπόμπι στην πλάτη του, δεν γινόταν να μην τον βάλουν στο άγαλμα. Γιατί ήταν και στην φωτογραφία.

Στην βαθμολογία, σταθερά στη μέση της Πρέμιερ τα τελευταία χρόνια. Άμα κατέβεις παρακάτω, φλερτάρεις τον υποβιβασμό. Κι’ αν ανέβεις, είναι μαθηματικώς βέβαιον πως θα σκάσεις ως την σαπουνόφουσκα της ζωγραφιάς. Γιατί αν δεν σκάσεις, αν μείνεις αιωνίως στην κορυφή, κάτι ανώμαλο συμβαίνει μ’ εσένα.

Στις 16 Μαΐου 1999 συνεννοηθήκανε 23.680 κόσμος μέσα στο Μπόλεϊν και γεμίσανε τον αέρα σαπουνόφουσκες! Το έγραψε το Γκίνες, το μεγαλύτερο πλήθος που έκανε συντονισμένα σαπουνόφουσκες ποτέ. Η ματαιότητα αγκαλιάζει την Αθανασία!

Το 2001 αναβαθμίσανε το γήπεδο. Βάλανε στη φάτσα δύο παπαριές σαν πύργους. Να θυμίζουνε λέει το σπίτι της Άννας Μπόλειν που ήταν εκεί δίπλα. Που το σπίτι της Άννας Μπόλεϊν το είχανε γκρεμίσει το 1955. Που δεν θύμιζε το σπίτι της Άννας Μπόλεϊν με τίποτα, θύμιζε την Ντίσνεϊλαντ. Τέτοια κιτσιά δεν ξανάγινε στην παγκόσμια Ιστορία του ποδοσφαίρου, δίπλα του η Φιλαδέλφεια είναι Παρθενώνας δηλαδή. Αλλά δεν πειράζει. Μπουρμπουλήθρες.

Μαζευόταν ο κόσμος πριν από το μάτς, έπινε τις μπύρες του στην παρακείμενη Μπόλεϊν Τάβερν, έτρωγε φισεντσίπς και τσηζμπέργκερ, και κάτι παμπ παραδίπλα, και πήγαινε μετά να δει το ματς, να τραγουδήσει τις Μπουρμπουλήθρες, να πέσει σε έκσταση, να ερωτευτεί τον Ντι Κάνιο και τον Τέβες, ξερωγώ. Ωραία περνάγανε. Αλλά δεν τους άρεσε, των διοικούντων, και αποφασίσανε να μετακινήσουν την έδρα της ομάδος λίγο πάρα πέρα, στο Ολυμπιακό Στάδιο του Λονδίνου. Που δεν ήξερε τι να το κάνει ο Μπόρις μετά τους Αγώνες να το κάνει απόσβεση. Το πήρε η Γουέστ Χαμ. Μεγαλύτερη χωρητικότητα, πάρκινγκ, ανέσεις, εκτός οικισμού. Στο ντέρμπι με την Μίλγουωλ να σφάζονται τα παιδιά με την ησυχία τους, να μην ενοχλούν.

Να είσαι οπαδός είναι σαν να ανεβαίνεις στο τραινάκι του λουναπάρκ. Σε τραβάει μέχρι την κορυφή της κούρμπας. Εκεί μετεωρίζεσαι για λίγο, ίσα να δεις τον κόσμο από ψηλά, να ζήσεις την θέωση για μια στιγμή. Μετά βουτάς στο χάος, σε καταπίνει ο ίλιγγος, κι’ ένας λίγος θάνατος καραγκιόζης. Τσιρίζουνε όλοι, και γελάνε στα μούτρα ενός Χάρου γελοίου, απίθανου, ασθενικού. Οι οπαδοί φτιάχνουν σαπουνόφουσκες από ψευδαισθήσεις θριάμβου με καρικατούρες καταστροφής. Μόνο που μέσα στο Μπόλεϊν έχουν συνείδηση της αυτοεξαπάτησης. Και αυτήν την συνείδηση, την εξομολογούνται τραγουδιστά.

Τελευταίος ασπασμός στο ματς με την Γιουνάιτεντ, στις 10 Μαΐου 2016. Κέρδισαν οι γηπεδούχοι 3-2. Με το σφύριγμα, οι τελευταίες Μπουρμπουλήθρες στο Μπόλεϊν Γκράουντ.

Μετά το γκρέμισαν, το αξιοποίησαν πολυκατοικίες.  

Βλέπω το βίντεο και μούρχεται να δακρύσω. Διότι σκέφτομαι πως αν δεν ήταν αυτός που έγραψε τις Μπουρμπουλήθρες, ο Κενμπρόβιν, ο οποίος ήταν τρεις στιχουργοί συγχρόνως, και ο συνθέτης που έβαλε την μουζική, ο Κελέτ,  και ο Μπίλλη Μάρεη που δεν έπαιξε ποτέ επισήμως στην ομάδα, και ο Τσάρλη Πέηντερ ο προπονητής που τον έβαλε να τον δοκιμάσει, και η Βέρα Λυν η φίρμα του Πολέμου, και ο καριόλης ο Χίτλερ που βομβάρδισε το Λονδίνο, και πιο πριν ο ζωγράφος ο Μιλαίη, ο οποίος πούλησε την ζωγραφιά με τον εγγονό του τον ναύαρχο στον σερ Γουίλιαμ τον εκδότη, που κι’ αυτός τον πούλησε στον σώγαμπρο με τα σαπούνια και το διαφημιστικό δαιμόνιο,  και ο Χιλλ ο χορτοφάγος, και το ναυπηγείο, και οι εργάτες με τα σφυριά τους, οι παίχτες και οι οπαδοί της Γουέστ Χαμ, ακόμα κι’ εκείνος ο ολλανδός ζωγράφος στην αρχή-αρχή, που ζωγράφησε ένα πιτσιρίκι να κάνει σαπουνόφουσκες το 1635, και ο Μπόμπι Μουρ ο αρχηγός, και o Τζεφ Χαρστ το δοκάρι κι' έξω που μέτρησε, και ο Μάρτιν Πήτερς το δεύτερο γκολ, αν δεν ήταν όλοι εκείνοι, θέλω να πω, τι θα τραγουδάγανε τώρα αυτοί εδώ;

Τίποτα.  

Οι οπαδοί, το άγαλμα, και η ταβέρνα της Μπόλειν με τα κόκκινα τούβλα


Σημειώσεις

Τελευταίο I'm Forever Blowing Bubbles, στο Boleyn πριν γκρεμιστεί, στις 10 Μαΐου 2016.

https://www.youtube.com/watch?v=Sw1Sx8KCM88  

 Η Βέρα Λυνν τραγουδάει I'm Forever Blowing Bubbles, ολόκληρο.

https://www.youtube.com/watch?v=UQ97jkVnX0A

Μία εκτέλεση του 1919. Κρατάει 102 χρόνια το σουξεδάκι, και συνεχίζει.

https://www.youtube.com/watch?v=dNV6wCQfcoA

Το Boleyn Ground συχνά αναφέρεται και ως Upton Park. Ήταν το όνομα της περιοχής, μεταξύ West Ham και East Ham. Πήρε το όνομά της όταν χτίστηκε, στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν υπήρχε ποτέ πάρκο εκεί.

Το γκολ του Τζεφ Χαρστ που έκρινε τον Τελικό Αγγλίας-Γερμανίας του 1966 κατακυρώθηκε εσφαλμένα, από λάθος του επόπτη, ή μπορεί και επίτηδες. Η ψηφιακή ανάλυση του φιλμ έδωσε τέλος στις συζητήσεις για την εγκυρότητα του γκολ. Όχι όμως για την πρόθεση του επόπτη. Τι ακριβώς έγινε, εδώ:

https://www.youtube.com/watch?v=ROn1Z22T9fo

 

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2021

Ο Μίκης, ο Χρόνης Μίσσιος, και τα παϊδάκια.

 


Τον Χρόνη Μίσσιο τον γνώρισα μια βραδιά που φάγαμε μαζί παϊδάκια σε μια ταβέρνα στο Καπανδρίτι. Ήταν χειμώνας, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 80. Περάσαμε πολύ ωραία, και η συζήτηση εξαιρετική, για τα επίκαιρα, για τα παλιότερα, όλα.

Λέγαμε για τον Σαββόπουλο. Εγώ, εκείνο τον καιρό, τα Τραπεζάκια Έξω τα θεωρούσα ως έκφραση μιας νέας ελληνικότητας, της οποίας η Ορθοδοξία ήταν ένα έξτρα αξεσουάρ, αν ήθελες την έπαιρνες μαζί με τον υπόλοιπο δίσκο, αν δεν ήθελες πάλι, δεν την έπαιρνες, κι' αν ο Σαββόπουλος ήθελε τελοσπάντων να τα γυρίσει και να θρησκέψει, δικός του ήταν λογαριασμός. Γιατί, στο φινάλε και ο Μίκης δεν ήταν κωλοτούμπας; Που κατέβηκε με το Εσωτερικό, είδε που δεν περπατάει, και κατέβηκε με το Εξωτερικό να βγει βουλευτής;*

Να τι μου είπε, ο Μίσσιος.

-Άκου, εγώ τους ξέρω και τους δύο, ήμουνα γραμματέας στους Λαμπράκηδες της Θεσσαλονίκης, τον ένα τον είχα καθοδηγούμενο, και τον άλλο καθοδηγητή, ήταν πρόεδρος της οργάνωσης. Και θα σου πω ένα πράμα, ο ένας υπολογίζει κάθε του κίνηση όπως τον βολεύει και με κάθε λεπτομέρεια, ένας οπορτουνιστής είναι, αλλά ο άλλος δεν μπορείς να τον κρατήσεις κακία, αυτά που λέει τα πιστεύει, όσο αλλοπρόσαλλα κι' αν είναι. Διότι είναι τρελλός. Ο Μίκης, για να καταλάβεις, δεν συνειδητοποιεί τις συνέπειες του τι κάνει και τι λέει. Και δεν έχει καμία απολύτως συναίσθηση του κινδύνου. Άλλο να φοβάσαι, και παρ' όλα αυτά να τραβάς μπροστά, αυτό είναι φυσιολογικό. Κι' άλλο πράμα να τραβάς μπροστά γιατί πιστεύεις πως απλώς ο κίνδυνος είναι ανύπαρκτος. Τέτοιο είδος ανθρώπου, δεν έχω γνωρίσει άλλον.

-Θα σου πω μιαν ιστορία. Ήταν τότε που είχαν δολοφονήσει τον Λαμπράκη. Κι' ήρθε ο Μίκης στην Θεσσαλονίκη να μιλήσει. Εμείς, ζούσαμε απάνω μέσα στην πιο μαύρη τρομοκρατία, να φανταστείς δεν τολμούσαμε να βγούμε μόνοι μας στον δρόμο μη μας σακατέψουνε, πάντα πηγαίναμε τρεις-τρεις, ή και περισσότεροι. Έφερα λοιπόν πέντε παλληκάρια από τους οικοδόμους να τον φυλάνε, κάτι θηρία ανήμερα, δύο μέτρα ο καθένας. Να φυλάνε τον Μίκη. Τον πάμε στο ξενοδοχείο, και καθόμασταν μπάστακες. Νάσου λοιπόν ο Μίκης, κάνει ένα ντους, ξυρίζεται, σενιάρεται, με ζώνουν εμένα τα φίδια...

-Μίκη, για που τόβαλες; του λέω. Άρχισε να τα μασάει αυτός, και τι, λογαριασμό θα σου δώσω, όπου γουστάρω πάω, νταντά μου είσαι, τέτοια. Μίκη, δεν πρόκειται να πας πουθενά, του ξαναλέω. Εδώ δεν είναι Αθήνα, εδώ είναι ζόρικα τα πράματα, δεν μπορείς να βγαίνεις μόνος σου νυχτιάτικα και να μην ξέρουμε που πας. Τίποτα, αυτός. Θα πάω.

-Με τα πολλά, το σκάει το παραμύθι. Του είχε τηλεφωνήσει μια κοπέλα, άγνωστη, δεν την είχε ξαναδεί, και τούχε κλείσει ραντεβού, τράβα γύρευε που έμαθε σε ποιό ξενοδοχείο ήταν ο Μίκης. Αδύνατο, του λέω, αυτοί εδώ μπορεί να σούχουν στήσει παγίδα, να σε σκοτώσουν, να σε μπλέξουν με καμιάν ανήλικη, να σε πάρουν φωτογραφίες, ό, τι μπορεί να βάλει ο νους σου. Αμετάπειστος, αυτός. Και τι σε βάλαν, δερβέναγα στον πούτσο μου; Έτσι μούλεγε.

-Με τα πολλά συμβιβαστήκαμε, να πάμε όλοι μαζί, ο Μίκης, εγώ και τρία θηρία από τους Λαμπράκηδες οικοδόμων. Μια και δυό, μπαίνουμε στον βάτραχο -είχε μία Σιτροέν βάτραχο τότε- ο Μίκης στο τιμόνι, δίπλα εγώ, τα τρία θηρία στριμωγμένοι πίσω. Και τραβάμε για την Όλγας. Τότε εκεί πέρα ήταν ερημιά, κατεβαίναν λύκοι, δεν είχαν μπαζώσει ακόμα την παραλία. Φτάνουμε λοιπόν προς τη Μαρτίου κάπου, ήταν μία έπαυλη εκεί, θεοσκότεινη, σα Χίτσκοκ. Κατεβαίνουν τα νταμάρια, χτυπάνε το κουδούνι, ανοίγει μία κοπελίτσα, ένα κανονικό κορίτσι, τίποτα ύποπτο ή παράξενο ή μυστηριώδες. Μια ξαδέρφη της ήταν στους Λαμπράκηδες και της είπε για το ξενοδοχείο. Μπαίνουν αυτοί στην έπαυλη, κάνουν μια γύρα, καθαρή η έπαυλη. Γυρνάνε πίσω, πάει ο Μίκης στο σπίτι, οι άλλοι καθήσαμε στο αυτοκίνητο.

-Δεν προλάβαμε να κάνουμε τσιγάρο, και νάσου ο Μίκης, βγαίνει, γυρνάει πίσω. Τσιμουδιά εμείς, βάζει μπροστά, φεύγουμε. Τι έγινε, ρε Μίκη; τον ρωτάω με τα πολλά. Οπότε γίνεται αυτός πυρ και μανία, άει σιχτίρ, λέει, μπορώ να γαμήσω με τρεις μαντράχαλους να μου κρατάν φανάρι απόξω από την πόρτα; Αλλά μάλλον έφυγε γιατί η κοπέλα δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενε. Αυτό είναι το πιο πιθανό. Και τάβαλε μαζί μας.

-Γι’ αυτό σου λέω, από άνθρωπο που δεν φοβάται θάνατο, τι να του καταλογίσεις. Μίκης είναι, ό,τι θέλει κάνει.

Αυτά μου είπε, αυτά σας λέω. Και τα θυμήθηκα αυτά πολλές φορές από τότε.

Τα παϊδάκια, η ρετσίνα, καταπληκτικά.


*Τότε δεν είχε πάει ακόμα με τον Μητσοτάκη.


Η μουζική: Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου. Σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, με την Μαίρη Λίντα. 

https://www.youtube.com/watch?v=WYy3PKzgaVI

Τρίτη 4 Μαΐου 2021

Mέρες Απελευθέρωσης

 

Zwolle, 1945

Απρίλιο του 1945 αυτοκτόνησε ο Χίτλερ, παραδόθηκε το Βερολίνο, παραδόθηκε και ο γερμανικός στρατός στην Βόρειο Ιταλία, και τον Μουσολίνι τον κρεμάσανε ανάποδα οι παρτιζάνοι στο Μιλάνο μαζί με την δόλια την Κλάρα Πετάτσι. Όπου νάναι τέλειωνε ο πόλεμος, ήταν ζήτημα ημερών.

Εκείνο τον καιρό, οι γερμανοί είχανε στην Ολλανδία σύνολο 150.000 άνδρες, στρατό, αεροπορία και ναυτικό πολύ, να φυλάνε τα λιμάνια και την ακτογραμμή. Στα νότια εντωμεταξύ ήτανε ένα καναδικό σώμα, γύρω στους 60.000 άνδρες. Ο πόλεμος είχε κριθεί, αλλά δεν κοτάγανε να προχωρήσουνε πολύ μέσα στην Ολλανδία, διότι εν τοιαύτη περιπτώσει οι γερμανοί θα τινάζανε τα φράγματα και θα πλημμύριζε ο τόπος, θα πνιγότανε το σύμπαν, γαία πυρί μιχθήτω. Ψοφάγανε εντωμεταξύ όλη η Ολλανδία από την πείνα, λιμός τρομερός. Κι' έγινε μια συμφωνία τέλη Απριλίου 1945 να κάνουνε ανεμπόδιστα ρίψεις οι Σύμμαχοι με τρόφιμα, για τον άμαχο πληθυσμό δηλαδή, και οι γερμανοί τόχαν πάρει απόφαση πως έληξε το παιγνίδι, και είπαν εντάξει, όπερ και εγένετο με τις ρίψεις. Κι' έτσι άρχισαν οι καναδοί και οι γερμανοί να έχουν μια συνεργασία.

Στις 4 Μαΐου οι γερμανοί παραδόθηκαν και στην Βόρεια Γερμανία, την Δανία και τις Κάτω Χώρες. Την επομένη, 5 του μηνός, ο διοικητής των καναδών, ο στρατηγός Φούλκς, συναντήθηκε με τον διοικητή των γερμανών στην Ολλανδία, τον στρατηγό Μπλάσκοβιτς, σ' ένα ξενοδοχείο η συνάντησις, παρουσία και του βασιλικού συζύγου της βασιλίσσης Τζουλιάνας που ήταν γερμαναράς αλλά εκπροσωπούσε την ολλανδική Αντίσταση, και συμφωνήσανε τις λεπτομέρειες της παραδόσεως.

Εντωμεταξύ, οι Σύμμαχοι είχανε ήδη καταστρώσει εκ των προτέρων σχέδιο γι' αυτή την στιγμή. Τους απασχολούσε πως θα κουμαντάρανε έναν σκασμό αιχμαλώτους, καθότι ήτο Ηλίου φαεινότερον πως οι γερμανοί ήτανε κακός μπελάς, άντε να μαζέψουνε τα όπλα, άντε να τους μαντρώσουνε, άντε να τους ταΐζουνε. Βρήκανε λοιπόν μια ωραία πατέντα. Οι γερμανοί δεν θάτανε αιχμάλωτοι πολέμου υπό την Συνθήκη της Γενεύης, αλλά "αφοπλισθέντα στρατεύματα" ξερωγώ, "παραδοθέντες," ειδικό καθεστώς. Ήτοι να παραδώσουνε μεν τα όπλα, να μαζευτούν σε στρατόπεδα, αλλά να κρατήσουν την οργάνωσή τους, τους διοικητές τους, τους αξιωματικούς τους, τα επιτελεία τους, τις επικοινωνίες τους, την επιμελητεία τους, να έχουνε και τις αποθήκες με τα τρόφιμα τις δικές τους, και τα συσσίτιά τους να τα κανονίζουνε μόνοι τους, και τους κανονισμούς τους να τους έχουνε τους δικούς τους, και τους νόμους τους ναζιστικούς τους, και τα στρατοδικεία τους, και τα όλα τους όπως πριν κομπλέ. Από πειθαρχία αυτοί είναι και άριστοι και τυφλοί, σου λέει. Να τους βάλουμε λοιπόν να κάνουνε την δουλειά αντί για εμάς. Επιπλέον, σκεβότανε ο Τσώρτσιλ, μεθαύριο που θα συγκρουστούμε με τους ρώσους, ποιούς θα βάλουμε μπροστά; Αυτουνούς. Να τους πιάσουμε λοιπόν με το μαλακό.

Στις 8 Μαΐου παραδόθηκε η Γερμανία και επισήμως, στο Βερολίνο. Στις 9 τα χαράματα επικύρωσαν και οι Ρώσοι την συμφωνία, και έληξε ο πόλεμος.

***

Μ' αυτά και με κείνα μπήκανε λοιπόν οι καναδοί στην Ολλανδία ως απελευθερωτές, γέλια και χαρές ο κόσμος, σημαίες, ντύθηκε στα πορτοκαλλιά η χώρα, που είναι το χρώμα του Οίκου της Οράγγης, της οικογενείας της Τζουλιάνας. Εντωμεταξύ, η Αντίσταση είχε ράμματα για τη γούνα τους, των γερμανών. Κι' όπου τους έβρισκε μπόσικους, τους άλλαζε τον αδόξαστο. Κι' επειδή οι γερμανοί δεν είχαν ακόμη αφοπλιστεί, έβλεπες και το εξής παράδοξο, στο ένα πεζοδρόμιο να είναι οι καναδοί και στο απέναντι οι γερμανοί πάνοπλοι να παραφυλάνε για παρτιζάνους, και να μην τρέχει κάστανο. Αλλά η κατάσταση μπορούσε να ξεφύγει εκτός ελέγχου ανά πάσα στιγμή και να γίνουνε μαλλιά κουβάρια συμπούρμπουλοι, και γερμανοί και καναδοί και παρτιζάνοι.

Ήτανε λοιπόν ένα σύνταγμα καναδέζικο, οι Σήφορθ Χαϊλάντερς. Αυτοί πήρανε διαταγές και μπήκανε πρώτοι και καλύτεροι μετά βαΐων και κλάδων στο Άμστερνταμ. Κι' από εκεί, το σύνταγμα καταυλίστηκε στο Ζάανταμ, ένα προάστιο εκεί δίπλα. Κι' ο 4ος λόχος έπιασε θέσεις σ' ένα παλιό εργοστάσιο, όπου θα έρχονταν οι ναυταίοι του Ράιχ να παραδοθούν. Στους Σήφορθ Χαϊλάντερς που είχαν χύσει το αίμα τους ποτάμι στην Ιταλία δεν τους πολυάρεσε η ιδέα να φυλάνε  -ή πιο καλύτερα να προστατεύουν- τους γερμανοί μην τους πειράξει η Αντίσταση. Οι οποίοι δεν ήταν αιχμάλωτοι, αλλά αφοπλισθέντες. Και που δεν είχανε σαφείς εντολές πως ακριβώς να τους φερθούν, με το ζόρι ή με το γάντι. Οι καναδοί εντωμεταξύ ήταν καμιά εκατοστή, όχι παραπάνω, και οι γερμανοί κάπου 3.000 άνδρες. Έτσι και φτύνανε, θα τους πνίγανε.

Τέλος πάντων, όλα πήγανε καλά, ο αφοπλισμός έγινε χωρίς παρατράγουδα. Οι γερμανοί είχανε διοικητή έναν φρεγκατενκαπιτάν -αντιπλοίαρχος σα να λέμε- ονόματι Αλεξάντερ Στάιν. Αυτός ήτανε κάτι σαν λιμενάρχης του Άμστερνταμ, επί Κατοχής. Και τώρα διοικούσε τους ίδιους άνδρες με πριν, αλλά μέσα στο εργοστάσιο. Και οι καναδοί είχαν την άνωθεν εποπτεία, και δεν μπερδεύονταν και πολύ με τις δουλειές των γερμανών.

***

Ο Ράινερ Μπεκ είχε γεννηθεί το 1916 σε μιαν βιομηχανική πόλη, που οι γερμανοί την λέγαν Γκλάιβιτς και οι πολωνοί την λέγαν Γκλίβιτσε. Ο πατέρας του ήταν σοσιαλδημοκράτης, και επί Βαϊμάρης αστυνομικός διευθυντής. Όταν ήρθε ο Χίτλερ, τον ξήλωσε. Αλλά υπήρχε κι' άλλο πρόβλημα. Η μάνα του Ράινερ ήταν εβραία, οπότε ημιεβραίος ήταν κι' ο Ράινερ και οι αδερφές του. Και λόγω τούτου τον διώξαν κι' από το σχολείο. Την μία του αδερφή την διώξαν από το πανεπιστήμιο, της άλλης της πήραν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, μαία ήταν.

Reiner Beck

Η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο, οπότε το 1936 ο Ράινερ έφυγε λαθραίως στον Καναδά, και μπάρκαρε σ' ένα φαλαινοθηρικό. Αλλά το 1938 πέθανε ο πατέρας του, και γύρισε να βοηθήσει την οικογένεια. Έπιασε δουλειά σ' ένα αλιευτικό. Τότε ήταν που κηρύχθηκε ο πόλεμος, και το αλιευτικό επιτάχθηκε. Το πλήρωμα επιστρατεύτηκε μαζί με το αλιευτικό, και ο Ράινερ ντύθηκε ναύτης, ειδικότης μηχανικός. Και μέσα στην δίνη των γεγονότων, ποιός χέστηκε αν ήταν εβραίος ή χριστιανός ή δαλαϊλάμα. Γύρισε μάλιστα με άδεια στο Γκλάιβιτς, φόραγε και την στολή. Κι' έκανε και πλάκα, και με τα πολιτικά μπάσταρδος, και με τα ναυτικά μπάσταρδος, έτσι έλεγε.

Μετά, οι γερμανοί βάλανε μπροστά την τελική λύση. Η οικογένεια στάθηκε τυχερή. Ήταν ένας παλιός υφιστάμενος του πατέρα από την αστυνομία, που τώρα ήταν στην Γκεστάπο. Αυτός κανόνισε να μπλοκάρουνε τα χαρτιά της μάνας, και δεν την στείλανε στο Νταχάου. Η άλλη κόρη, η φοιτήτρια, μπήκε στην Αντίσταση, την πιάσανε στο Βερολίνο. Πως απέδρασε κι' έφυγε στο Άμστερνταμ, Κύριος οίδε. Και η άλλη, η μαμή, πάλι την γλύτωσε. Άκουσον-άκουσον! Ακόμα και στο Ράιχ συνέβαιναν τέτοια παλαβά.

Να μην μακρηγορώ, τέλη του 1944 ο Ράινερ βρέθηκε κι' αυτός σε μια μονάδα φρούρησης του ναυτικού, κοντά στο Άμστερνταμ. Άγνωστον πως, έπιασε επαφή με την αδερφή του. Εντωμεταξύ περνάγανε τα αρεοπλάνα τα εγγλέζικα, ρίχνανε τρακτ, από εμπρός στριμωγμένοι, από πίσω ξεκομμένοι, από τον Χίτλερ ξεγραμμένοι, να τι γράφανε, και τους τσιγκλάγανε να λιποτακτήσουνε, τους υπόσχονταν μάλιστα προστασία βάσει του διεθνούς δικαίου, γιατί τέλειωνε ο πόλεμος, τζάμπα θα πηγαίνανε.

Εκεί πάνω, τούρχεται φύλλο πορείας για την Γερμανία. Τον ζώσανε τα φίδια, διότι εκεί στην Γερμανία θα βρίσκανε που ήταν εβραίος, και θα τον στέλναν για εξόντωση. Οπότε τόσκασε, πήγε προσωρινά στης αδερφής του. Μετά, κάτι φίλοι τον έκρυψαν σε μια σοφίτα για πιο ασφάλεια, μαζί μ' έναν άλλο γερμανοεβραίο.

Εκεί τον βρήκε η Απελευθέρωση. Κι' είπε πως την γλύτωσε. Και πήγε και παραδόθηκε στην Αντίσταση, μαζί μ' έναν άλλον. Αυτός λεγόταν Μπρούνο Ντόρφερ, εικοσιδύο ετών, ασυρματιστής στα ναρκαλιευτικά. Την είχε κοπανήσει κι' αυτός, και τον έκρυβε μια θεία του που ζούσε στο Άμστερνταμ.  Η Αντίσταση δεν έβλεπε απαραιτήτως με καλό μάτι τους λιποτάκτες, που ήτανε κάθε καρυδιάς καρύδι. Και τους παρέδινε στους καναδούς, στους Σήφορθ Χαϊλάντερς δηλαδή.

Bruno Dorfer

Στους Σήφορθ Χαϊλάντερς διοικητής ήταν ένας Μπελ-Ίρβινγκ, αντισυνταγματάρχης, αλλά αυτός θα επέστρεφε στον Καναδά την επομένη. Χρέη διοικητού έκανε ένας ταγματάρχης ονόματι Μέις. Κι' αυτός έστειλε στον 4ο λόχο να τους βάλουν μαζί με τους άλλους, στο εργοστάσιο με τους αφοπλισθέντες,  διότι "είναι γερμανοί, και δεν έχουμε πουθενά αλλού να τους βάλουμε."

Από τον Άννα στον Καϊάφα, που λένε.

Τώρα διοικητής στον λόχο που φύλαγε το εργοστάσιο ήταν ένας άλλος ταγματάρχης, ονόματι Ντένις Πηρς. Πήρε λοιπόν τους δύο λιποτάχτες, και τους πήγε στο εργοστάσιο. Στην αρχή οι γερμανοί δεν θέλαν να τους βάλουν μέσα. Δεν θέλανε προδότες, λέει. Και τσακώθηκε ο Πηρς με τον διερμηνέα, έναν υποπλοίαρχο στις τορπιλλακάτους, Χόσλινγκερ τον λέγαν. Αλλά τελικώς ενέδωσαν, και τους πήραν. Τους έβαλαν χώρια σ' ένα γραφείο, κι' έβαλε ο Πηρς να τους φέρουν να φάνε, και να προσέχουνε μην τους ριχτούνε οι άλλοι νυχτιάτικα. Κι' ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Θεώρησε πως το ρύθμισε το ζήτημα.

Την άλλη μέρα, ο Στάιν ο φρεγκατενκαπιτάν ανακοίνωσε στον Πηρς πως θα περάσει τους λιποτάχτες ναυτοδικείο, καθώς αυτό προεβλέπετο στο ειδικό καθεστώς "περί αφοπλισθέντων στρατευμάτων." Επιπλέον, ο Πηρς διαπιστώνει πως ο γερμανικός κώδικας προβλέπει -υπό έκτακτες συνθήκες- την ποινή του θανάτου για λιποταξία ακόμα και σε καιρό ειρήνης. Που δεν το φανταζόταν, οι καναδοί δεν είχαν τέτοια ούτε καν σε καιρό πολέμου. Στέλνει λοιπόν σήμα στην ταξιαρχία πως ο Στάιν το και το, θέλει να τους στήσει στον τοίχο τους λιποτάχτες.

Διότι τον είχε μυριστεί τον Στάιν τι καθήκης ήτανε. Στον γερμανικό στρατό, και πιο πολύ στο ναυτικό, ήτανε πολλοί κολλημένοι, θεωρούσαν πως τον Πρώτο Πόλεμο τον έχασαν επειδή δεν εκτελούσαν αρκετούς λιποτάκτες, όπως οι αγγλογάλλοι. Οπότε είχαν λυσσιάξει, κι' όποιον έπιαναν δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσει.

Είχανε έναν έφεδρο αξιωματικό του δικαστικού, τον Κον, του ιδίου φυράματος κι' αυτός, και τον έβαλε ο φρεγκατενκαπιτάν πρόεδρο, κι' άλλους δύο μέλη, κι' έναν δημόσιο κατήγορο. Είχανε διορίσει και δύο αξιωματικούς δικηγόρους στους κατηγορούμενους. Και παρατάχθηκε όλο το στρατόπεδο στις δεκατρείς Μαΐου δέκα η ώρα το πρωΐ, να παρακολουθήσουνε την δίκη. Και πήγε και ο Πηρς με τον διερμηνέα του. Πέντε μέρες μετά την λήξη του πολέμου, αυτά.

Και γίναν όλα κανονικά και νομίμως, και ο Κον απηύθυνε ερωτήσεις στους κατηγορούμενους, και μιλήσανε και οι δικηγόροι, και ζητήσανε την επιείκεια του δικαστηρίου. Όπου κάποια στιγμή ο Ράινερ Μπεκ είπε να μιλήσει κι' αυτός, και απευθυνόμενος στον φρεγκατενκαπιτάν Στάιν είπε πως όταν λιποτακτήσαμε εμείς ο πόλεμος είχε ήδη χαθεί, και οποιαδήποτε αντίσταση θα κατέληγε σε μιαν αιματοχυσία άνευ νοήματος. Οπότε εκει πάνω ο Στάιν πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο κι' άρχισε να παραληρεί και να ωρύεται σαν τον Χίτλερ, και να του λέει του Ράινερ πως μας αποκαλείς δηλαδή δολοφόνους, και τους αξιωματικούς σου και τους συμπολεμιστές σου, κι' εγώ δεν θα τα επιτρέψω αυτά. Αποσύρθηκε μετά το δικαστήριο ν' αποφασίσει. Σε πέντε λεπτά γυρίσανε πίσω. Απόφασις εις θάνατον δια τυφεκισμού και οι δύο.

Όχι δηλαδή, αλλά για να ξέρουνε οι ναύτες ποιός θα κυβερνάει την Γερμανία και μετά τον πόλεμο.

Αμέσως μετά, ο Στάιν ζήτησε την επικύρωση της ποινής από τον Μπλάσκοβιτς. Του Μπλάσκοβιτς, ευχαρίστησίς του. Ήταν επίσης διαβόητος για το μίσος του στους λιποτάκτες.

***

Όμως τυφεκισμός χωρίς τυφέκια, δεν γίνεται. Και τους γερμανούς τους είχανε αφοπλίσει με το που ήρθανε στο εργοστάσιο. Πέμπει λοιπόν ο σκατόψυχος ο Στάιν έναν αξιωματικό στον Μπελ-Ίρβινγκ, τον διοικητή του συντάγματος,  και ζητάει ωμά να του δώσει ντουφέκια και σφαίρες να κάνει την εκτέλεση. Και του το κόβει ο Μπελ-Ίρβινγκ, όχι του λέει, μην είσαι ηλίθιος, ο πόλεμος τέλειωσε. Και τούπε να πα να τα μεταφέρει τα αισθήματά του αυτά στον διοικητή του. Κι' έφυγε, διότι πολέμαγε χρόνια πολλά, Σικελία, Ιταλία, Φλάνδρα, είχε σιχαθεί, και είχε φύλλο πορείας να πάρει το αεροπλάνο το ίδιο πρωΐ για Λονδίνο, κι' από κει για Καναδά. Κι' έμεινε ο ταγματάρχης Μέις, δεν είχε το ανάστημα να πάρει αποφάσεις.

Εντωμεταξύ, ο Πηρς στον 4ο λόχο καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Τηλεφωνάει στην ταξιαρχία να του πούνε τι να κάνει. Και η ταξιαρχία έστειλε σήμα στην μεραρχία. Και η μεραρχία έστειλε σήμα πως δεν είναι δική μας δουλειά, είναι δουλειά των γερμανών, και δεν ανακατευόμαστε. Και το ζήτημα έμεινε εκεί, δεν πήγε παραπάνω στην ιεραρχία, στο γενικό επιτελείο του σώματος και στον Φουλκς. Ή πήγε, και αυτοί κάναν τον κινέζο. Διότι εκείνο που τους έκοβε ήταν να μη γίνουν οι γερμανοί σκορποχώρι, κι' αρχίσουν τις αθρόες λιποταξίες, και ποιός τους μαζεύει. Οπότε μερικές εκτελέσεις δεν βλάπτουν. Άσε τους γερμανούς να κάνουν παιχνίδι, ξέρουν.

Οι γερμανοί κοινοποίησαν την επικύρωση του Μπλάσκοβιτς στους καναδούς, και η ταξιαρχία τηλεφώνησε στον Πηρς να του πει πως η εκτέλεση θα γίνει, κι' αν είχαν έρθει οι γερμανοί για τα περαιτέρω. Και σε λίγο του το στείλαν και γραπτώς. Και ήρθαν οι γερμανοί. Και ένιψε τας χείρας του ο Πηρς, και ξεκλείδωσε ένα δωμάτιο που είχε φυλαγμένα τα όπλα, και τους έδωσε οκτώ γερμανικά ντουφέκια από τα παραδοθέντα, και δεκάξι σφαίρες. Και έφυγε το εκτελεστικό απόσπασμα σ' ένα καναδέζικο φορτηγό, μαζί με τους δύο κατάδικους. Κι' έστειλε ο Πηρς τον υποδιοικητή του κι' έναν αρχιλοχία μαζί, μην εμφανιστούνε τίποτα παρτιζάνοι κι' έχουμε άλλα. Και τους πήγανε εκεί κοντά στον τοίχο ενός καταφύγιου, και τους εκτελέσανε.

***

Έπιασε κάποια στιγμή ο Πηρς τον Χόσλινγκερ τον διερμηνέα και τον ρώτησε πως εκτελέσατε δύο ανθρώπους για λιποταξία σε καιρό ειρήνης. Με μια τόσο ωραία μέρα. Και του λέει ο Χόσλιγκερ πως αυτοί οι δύο ήταν λιποτάκτες, κι' άμα τους αφήναμε να γυρίσουνε, θα κάνανε παιδιά και θα τους λερώνανε κι' αυτωνών τα μυαλά.

Οι εκτελέσεις μαθεύτηκαν, και δεν ήταν μόνο ο Μπεκ και ο Ντόρφερ, ήταν και πεντέξι άλλοι, σε άλλα στρατόπεδα. Και είχανε τσαντιστεί οι καναδοί οι αξιωματικοί και φαντάροι στις μονάδες. Αλλά και οι παρτιζάνοι τάχαν πάρει, και δεν δίνανε άλλους λιποτάχτες στους καναδούς. Οπότε στις 17 Μαΐου αλλάξανε οι διαταγές. Στο εξής, τα γερμανικά στρατοδικεία δεν μπορούσαν να επιβάλλουν ποινές πάνω από δύο χρόνια, oύτε να εκτελούν καταδίκες σε θάνατο χωρίς την έγκριση των καναδών.

Τον ίδιο μήνα έγινε και η εκκένωση των αφοπλισθέντων στρατευμάτων. Με γερμανική τάξη, ακρίβεια και πειθαρχία, και με λεπτομερές σχέδιο που κατέστρωσε το επιτελείο του Μπλάσκοβιτς. Οι καναδοί δώσαν απλώς το οκέι. Και πήγανε από κει που ήρθανε, σε στρατόπεδα στην Γερμανία, εκεί στον Ρήνο. Από το 1946 και μετά άρχισαν να τους αμολάνε να πάνε σπίτια τους.

 Μετά από λίγο, φύγανε και οι καναδοί. Γυρίσανε στον Καναδά με δόξες και τιμές. Και βρήκαν και οι ολλανδοί την ησυχία τους. Γιατί εδώ που τα λέμε, είχαν αρχίσει να τους βαριώνται, τους απελευθερωτές.

***

Τον Σεπτέμβρη του 1966 συνέβη κάτι. Το Σπήγκελ δημοσίευσε ένα άρθρο για την εκτέλεση του Μπεκ και του Ντόρφερ, με μαρτυρίες και στοιχεία και ντοκουμέντα από το υπουργείο αμύνης του Καναδά. Έτσι έμαθαν οι αδερφές του Μπεκ τι είχε συμβεί με τον αδερφό τους. Και η μια τους κατέθεσε μήνυση κατά του Κον, ο οποίος ήταν τώρα αρχιδικαστής στην Κολωνία. Αθωώθηκε τελικώς ελλείψει αποδείξεων, αλλά έγινε ντόρος πολύς σ' όλη την Ευρώπη. Ο Κον πήγε να τα ρίξει στους καναδούς, πως ήταν δική τους έμπνευση, τα ναυτοδικεία. Αλλά δεν είπε ονόματα.

Πήραν συνέντευξε κι' από τον διοικητή τον Στάιν, ο οποίος τώρα ήταν 76 χρονών συνταξιούχος, και είπε αυτός πως δεν ήθελε αρχικά να πάρει τον Μπεκ και τον Ντόρφερ στο εργοστάσιο, αλλά ένας καναδός στρατηγός τού είχε πει πως έπρεπε να τους περάσει ναυτοδικείο, και τότε τους πήρε να τους δικάσει. Και είπε επίσης πως έτσι κι' αλλιώς δεν πειράζει η εκτέλεση, δεν έχασε και τίποτα η Γερμανία, γιατί οι λιποτάκτες μετά γίνονται όλοι εγκληματίες.

Ο καναδός πρέσβυς στην Βόννη είπε πως η όλη υπόθεσις είναι τρικυμία σ' ένα φλυτζάνι τσάι. Και ο υπουργός αμύνης του Καναδά είπε στην βουλή πως το άρθρο του Σπήγκελ στερείται παντελώς βάσεως.  

Πλην όμως ο υπουργός εδέχετο τα πυρά της αντιπολίτευσης για άλλα θέματα, οπότε οι καναδέζικες εφημερίδες το τραβήξανε κι' άλλο. Και τελικώς διατάχθηκε έρευνα από το δικαστικό του στρατού. Ρωτήσανε και τον Πηρς. "Προσπαθήσαμε να το σταματήσουμε, πιστέψτε με, αλλά δεν γινόταν τίποτα." Αυτά είπε. Και είπε και ο Φουλκς σε μια εφημερίδα πως δεν ήξερε πως οι γερμανοί είχαν δικά τους στρατοδικεία, και πως η ασφάλεια των καναδών στρατιωτών και το καλό των αμάχων ολλανδών τον απασχολούσε πιο πολύ  από τους γερμανούς.

Υπό το βάρος των ευρημάτων της έρευνας και την όλη φασαρία βγήκε ο υπουργός και το παραδέχτηκε, ναι είπε, έχουμε ευθύνη. Αλλά ποιό το κέρδος να το πάμε παραπέρα μετά από τόσα χρόνια; Και ξεχάστηκε το ζήτημα.

Το 1997 ξανάγινε η δίκη του Μπεκ στην Γερμανία, και αθωώθηκε. Επί τω λόγω που ήταν εβραίος, και η λιποταξία ήταν δικαιολογημένη, αφού κινδύνευε η ζωή του.

Το 2002 ακυρώθηκαν με νόμο όλες οι καταδίκες για λιποταξία επί Ράιχ.

Αποζημιώσεις δεν δοθήκανε. Αλλά δεν βαριέσαι, ο Μπεκ και Ντόρφερ δικαιωθήκανε έστω και αργά, κι' αυτό έχει σημασία.

 

Η μουζική: When I Grow Too Old to Dream, με την Vera Lynn, του Sigmund Romberg.

https://www.youtube.com/watch?v=W1vXsbqZnK4


Πέμπτη 15 Απριλίου 2021

Τον Νίκο τον γνώρισα ακουσίως.

 



Μία φίλη μου είχε ζητήσει να της γράψω τα τραγούδια μου σε κασέτα «για να τ’ ακούει». Εκείνη τα πήγε του Νίκου. Κι’ αυτός ενδιαφέρθηκε να τα ηχογραφήσει στο στούντιο της οδού Παπάφη.

Ήταν άνοιξη του 1980. Είχα πάρει πτυχίο τον Μάρτιο, και ετοιμαζόμουν να φύγω διακοπές τον Ιούνιο στο εξωτικό Κέντρον Εκπαιδεύσεως «Παλάσκας». Περιμένοντας, γέμιζα το κενό μου στην Θεσσαλονίκη, φιλοξενούμενος σ’ ένα διαμέρισμα της οδού Δαγκλή, παρέα με αιώνιους φοιτητές, φρικιά, περιθωριακούς, χρήστες, μηχανόβιους, γόνους καλών οικογενειών και γάτες. Μάλιστα, ο ενοικιαστής του διαμερίσματος ανήκε σε όλες τις πιο πάνω κατηγορίες, εξαιρουμένης ίσως της τελευταίας.

Όμως δεν ήταν η πανίδα του διαμερίσματος που με χάλαγε. Η αγωνία μου -κρυφή, αλλά συνειδητή- άλλη ήταν: άξιζαν άραγε τίποτα τα τραγούδια μου; Κι’ αν ναι, υπήρχε τρόπος να ακουστούν έξω από το αμφιθέατρο της Νομικής του Αριστοτελείου; Ερχόταν λοιπόν ο πέραν πάσης προσδοκίας Νίκος να δικαιώσει τους πόθους μου. Γιατί δεν ήταν ένας σκέτος παραγωγός. Εκείνο τον καιρό, το Δευτέρα ξημερώματα είχε γίνει το σάουντρακ της νύχτας μου.

Στο σαλονάκι του στούντιο ήπιαμε καφέ, καπνίσαμε πολλά τσιγάρα και παίξαμε τραγούδια. Μου τραγούδησε τον Αύγουστο. Όμως απαλλαγμένος από το φορτίο της αποδοχής φορτώθηκα τον άλλο νταλκά του καλλιτέχνη: το τρακ. Από την μια μεριά της τζαμαρίας, ο Νίκος μπροστά στην κονσόλα. Από την άλλη, εγώ μπροστά στο μικρόφωνο. Ύστερα, αυτοπροσκαλέστηκαν στο στούντιο γνωστοί και φίλοι, κι’ έκαναν έναν απίστευτο χαλασμό, πάρτι στήσανε. Δεν ήξερα πώς να τους μαζέψω, ντρεπόμουν για κείνα τα καμώματα, ντρεπόμουν και να τους πω να φύγουν. Το μόνο που κατέγραψε η μπομπίνα ήταν σύγχιση, φάλτσα και παντελής έλλειψη ρυθμού. Η είσοδός μου στο προαύλιο του τραγουδιού ήταν τραυματική. Πλην όμως τετελεσμένη.

Το κατάλαβα από μόνος μου, εκείνη η κατάσταση -για την οποία ευθυνόταν αποκλειστικά η ατζαμοσύνη μου, μουσική και κοινωνική- τον είχε ενοχλήσει. Εκείνος δεν μου είπε τίποτα. Είχε μια βαθειά ευγένεια. Απέφευγε οτιδήποτε θα μπορούσε να εκληφθεί ως αλαζονεία ή έπαρση.

Ούτε κάστανα χάριζε, όμως.

Τον συνάντησα μια φορά στη Σελήνη, και γκρίνιαζα πως δεν μπορώ να μετρήσω το ζεϊμπέκικο.

-Δεν μπορείς γιατί δεν το αγαπάς, μου είπε.

Ομολογώ πως πληγώθηκα. Υπό την απειλή της ύβρεως τουρκόσποροι, ο παππούς μου είχε θάψει την καταγωγή του -κι’ ίσως τον καημό του- στα τάρταρα ελαφρότητας του Βαφτιστικού. Έτσι, ζεϊμπέκικα ή κάτι που τους μοιάζει, έγραψα μόνο δύο, κι’ αυτά ζαβά. Το ένα μιλάει για τον Κουρτζ, τον τρελό ήρωα του Κόνραντ και του Κόπολα. Το άλλο μιλάει για τον σκορπιό, αυτό το αντιπαθές αρπακτικό αρθρόποδο. Ο καθείς με τα όπλα του, είπα. Η μαγεία της ντρίμπλας του Γκαρίντσα οφειλόταν στο σακατλίκι του. Είχε το ένα πόδι έξι πόντους πιο κοντό από το άλλο.

Ευτυχώς, εκείνες της μέρες πηδούσα από το μπαλκόνι της Δαγκλή στο διπλανό διαμέρισμα, όπου κατοικούσε μία φοιτήτρια φιλολογίας, εκπάγλου καλλονής. Ξέχασα το αντιγύρισμα του Νίκου και την μουσική μου αναπηρία.

***

Γεννήθηκε μέσα στην λαϊκή μουσική κι’ όρμησε έφηβος έξω της. Έφυγε μετά στο Άαχεν με το ροκ συγκρότημα Ζηλωτής. Το όνομα, για να δηλωθεί η καταγωγή του γκρουπ. Πάντως, τα Ζηλωτικά είναι η πιο δυσερμήνευτη εξέγερση που γνώρισε η πόλη σ’ όλη της την ιστορία. Άθλιοι εναντίον αρχόντων. Ναυτικοί εναντίον γαιοκτημόνων. Η ζωή του ανθρώπου εναντίον της μυστικής της άρνησης. Η Ανατολή εναντίον της Δύσης. Χαίνοντες ελληνικοί διχασμοί. Αδυναμία να αποδεχθούμε τον εαυτό μας ακέραιο, καθώς αλλάζει:

Η μουσική μας παιδεία, αν μπορεί να ονομαστεί έτσι, είναι ένας κυκεώνας και φαίνεται αυτό στη μουσική που συνθέτουμε, φαίνεται και στις επιλογές μας όταν η ανάγκη και η ευκολία μάς θέτουν μπροστά σε εκβιαστικά διλήμματα, οπόταν και αναγκαζόμαστε να πάρουμε θέση. Πάντως όποια απόφαση και να πάρουμε, προδίδουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας, γιατί τα ετερόκλητα μας συνιστούν. Η αγάπη είναι ισχυρότερο πράγμα από τη διαφορά, το ζήτημα είναι να συγκεράσουμε τις μουσικές μας αντιθέσεις, που είναι και οι δικές μας αντιθέσεις, σ' ένα μεικτό και νόμιμο μουσικό είδος.*

Μετά την προπαίδευση πήρα μπαλάκι για την Ναυκρατούσα, μια πλωτή μικρογραφία πατρίδας μέσα στο κρασάτο πέλαγο. Οι ειδήσεις από τον Βορρά έλεγαν πως «στου Παπάζογλου γράφουν μια παρέα αρχιτέκτονες, δικηγόροι, καθηγητές, παίζουν μπουζούκια, μπαγλαμάδες, αλλά τα τραγούδια τους δεν είναι όπως οι κομπανίες». Βέβαια, η περιγραφή δεν απέδιδε με ακρίβεια τους Χειμερινούς Κολυμβητές, που δεν τους ήξερα ακόμη. Ο μόνος που ήξερα ήταν ο Μιχάλης Σιγανίδης. Που τον αγαπούσα και εκτιμούσα απεριόριστα. Κάτι γινόταν λοιπόν, στο Αγροτικόν, καθώς εγώ αρμένιζα και η χώρα ακιζόταν στην λαμπερή ευρωπαϊκή της πόζα.

Στην Θεσσαλονίκη μόνο, πουθενά αλλού δεν γίνονται αυτά, σκεφτόμουν. Ο αγνώμων. Διότι ένα τηλεφώνημα του Χατζιδάκι στον Αβέρωφ -τον υπουργό!- μ’ έβγαλε από τον μπουλμέ και με πήγε αεροπορικώς σαββατοκύριακο στην Κέρκυρα. Εκεί πρωτάκουσα το Αχ Ελλάδα! από τους δημιουργούς του αυτοπροσώπως, την Βάσω Αλαγιάννη και τον Μανώλη Ρασούλη. Ο Νίκος το ηχογράφησε δέκα χρόνια μετά, αλλά το φρόντισε το ξένο τραγούδι σαν δικό του. Κάθε φορά που το ακούω σκέφτομαι πως καλός ο Σταθμός του Μονάχου, αλλά τι θα ήμασταν σε μια ξενιτιά χωρίς ελευθερία; Και χωρίς ξενιτιά, πως θα την αντέχαμε, τέτοια πατρίδα; Ο Άνθρωπος που αίρεται πάνω από το ανθρώπινο -ή ο Έλληνας που αίρεται πάνω από την ελληνικότητα-, αυτός ανήκει στην Κρήτη του Ρασούλη και του Καζαντζάκη. Ο  Νίκος άγγιξε αυτόν τον Άνθρωπο με τον θρήνο του εικοσιδύο.

***

Βαρδάρης, ήλιος, μάτια, στάση, λεωφορείο, κρύο που έφτανε ως το κόκκαλο, όλα βαφτίστηκαν σ’ αυτόν τον θρήνο. Από πού τον κράταγε, το ήξερε: Υπήρχε πάντα. Πρέπει να το ΄χω πάρει από τη μητέρα μου, της οποίας το τραγούδισμα ήτανε κάπως έτσι. Δηλαδή μου δόθηκε σαν μητρική γλώσσα, δεν το αναρωτήθηκα ποτέ.**  Κι’ απ’ τη μάνα στον γιό, η τραγουδιστή γλώσσα κρατούσε φυλακισμένη μέσα της την άλλη γλώσσα -σαν τις ρώσικες κούκλες, ή μήπως την φανέρωνε;- που έχανε τα λόγια της, κόμπιαζε, βούλιαζε στις γαλακτερές ανταύγειες της οθόνης, κι’ αναδυόταν πάλι σπαραχτικά: Φύγανε κακήν κακώς…Η μητέρα μου μάλιστα ήτανε παρούσα…μάλλον…έτσι, δεν ξέρω, ήτανε πολύ θολό…ήτανε παρούσα μπροστά στην σφαγή του μπα…του πατέρα της. Και άκουσα ένα πράγμα, το οποίο δεν το έχω εξακριβώσει, ότι της έκανε νόημα να γυρίσει από την άλλη μεριά να μην βλέπει.***

Το αληθινό βάρος της ζωής μας -και σ’ όλη την ζωή μας κουβαλάμε μαζί και τις ζωές των άλλων, των πριν από εμάς- μπορεί να αποτιμηθεί μόνο σε ώριμη ηλικία, τελικώς. Ποτέ πριν δεν είχε μιλήσει δημόσια για όλα αυτά, ο Νίκος. Τα σήκωσε όμως με πρωτοφανή ζωτικότητα, εφευρίσκοντας μέχρι τέλους ακατάπαυστα τον εαυτό του, με τραγούδια, με πλεούμενα, με αεροπλάνα, με αμπέλια, με ό,τι βάζει και δεν βάζει ο νους του ανθρώπου.

Ήρθε να με ακούσει, τον Ιανουάριο του ενενηντατέσσερα, που είχα παίξει στην Θεσσαλονίκη. Αισθανόμουν λίγο σαν το μικρό αδελφάκι που γύρισε να δείξει του μεγάλου τι κατάφερε. Είχαμε πέντε χρόνια διαφορά. Ύστερα, γυρίσαμε τα μπαράκια, μια τεράστια παρέα που αραίωνε όσο περνούσαν οι μικρές ώρες.

Με τον Νίκο χωρίσαμε στην Παραλία, λίγο πριν τα χαράματα.

 

                                                                                                     Β. Ν.

 

 

*Σημείωμα του Ν.Π. στο «Χαράτσι», Λύρα, 1983.

** Συνέντευξη του Ν.Π στην Κρυσταλία Πατούλη, περιοδικό Thessaloniki Confidential, 2010

*** Συνέντευξη του Ν.Π. στη Βίκυ Φλέσσα, ΝΕΤ, «Στα Άκρα», 2008.


(Δημοσιεύτηκε στα Ενθέματα της ΑΥΓΗΣ, στις 12 Ιουνίου 2011.)