Όλες οι αναρτήσεις με την ημερομηνία τους και τον τίτλο

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2020

Κυριακή, 3 Δεκεμβρίου 1944

 


 

Μαζεύτηκαν στις συνοικίες να ξεκινήσουν για την Πλατεία Συντάγματος.

Το μπλοκ της Νέας Σμύρνης και της Καλλιθέας συναντήθηκαν στην Συγγρού. Και πέρασε η Καλλιθέα μπροστά. Από πίσω ήρθαν το Φάληρο, η Γλυφάδα, η Βούλα.

Κατά τις δέκα έφτασαν στο Σύνταγμα από την Αμαλίας. Από την Βασιλίσσης Σοφίας κατέβαινε το μπλοκ της Καισαριανής, Βύρωνα, Ζωγράφου, Παγκρατίου και τα λοιπά.

Το μπλοκ της Αμαλίας με την Καλλιθέα μπροστά πέρασε μπροστά από το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου και βρισκόταν καμιά τριανταριά μέτρα από την Αστυνομική Διεύθυνση Αθηνών, στην συμβολή Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Όλγας.  

Βγαίνουν τότε καμιά πενηνταριά αστυφύλακες μέσα από το κτίριο της Διεύθυνσης. Κι' αρχίζουν να ρίχνουν στους διαδηλωτές. Δισταχτικά στην αρχή, μετά πυκνά. Ρίχνουν κι' από τα παράθυρα των Ανακτόρων, που είναι τώρα η Βουλή. Κι' από την Μεγάλη Βρετάνια.

Ο Νίκος Φαρμάκης ήταν τότε νεαρός, μέλος της Χ. Είχε πάει στα Ανάκτορα με το ποδήλατό του, να παραδώσει κάτι πυρομαχικά. Είχε ένα γερμανικό αυτόματο, ένα περίστροφο και μια χειροβομβίδα. Έδειξε εκεί ένα χαρτί που έδινε ο Σπηλιωτόπουλος στους χίτες, και πέρασε μέσα. Του είπανε να ανέβει επάνω, να πιάσει ένα πόστο σ' ένα παράθυρο, μ' έναν χωροφύλακα. Και να μην πυροβολήσει πριν φτάσει η διαδήλωση στον Άγνωστο Στρατιώτη. Είχε ένα γερμανικό αυτόματο. Από εκεί, ο Φαρμάκης είδε στο μπαλκόνι της Αστυνομικής Διεύθυνσης τον διευθυντή της Αστυνομίας Άγγελο Έβερτ, μαζί με τρεις τέσσερις άλλους αξιωματικούς. Να κάνει σινιάλο μ' ένα μαντήλι. Κι' αρχίζουν οι αστυφύλακες να ρίχνουν με αυτόματα, οπλοπολυβόλα και ντουφέκια. Μετά σταματάνε. Μία κοπέλλα βουτάει μία κόκκινη σημαία στο αίμα ενός σκοτωμένου σα σφουγγάρι, κι' αρχίζει να την κουνάει πέρα δώθε, και το αίμα γράφει την τροχιά της σημαίας στον αέρα.

Στις αρχές της Πανεπιστημίου, στο καφενείο του Γιαννάκη, στεκόταν κι' ένας άγγλος αντισυνταγματάρχης. "Άντρες, γυναίκες, παιδιά, που λίγο πριν φώναζαν, βάδιζαν, γελούσαν, γεμάτοι ζωντάνια και απείθεια έπεσαν κάτω με το αίμα να τρέχει από τα κορμιά και τα κεφάλια τους στην άσφαλτο, ή στις σημαίες που κρατούσαν..."

Σταμάτησαν μετά από λίγο οι πυροβολισμοί. Απόμεινε το πλήθος να κοιτάει αποσβολωμένο. Μετά λέγανε τα ονόματα των σκοτωμένων, και μετά τα φώναζαν, ο ένας των αλλωνών. Και μετά τα γοερά κλάματα, οι βρισιές...

 

Απέναντι, στην Όθωνος, ήταν τα γραφεία του ΚΚΕ, που είχαν ένα στημένο πολυβολείο. Αν θέλανε, θα είχαν κάνει την Αστυνομική Διεύθυνση κόσκινο. Μαζί με τον Έβερτ, που κοίταγε από το μπαλκόνι. Αλλά δεν έριξαν ούτε σφαίρα.

Ο Έβερτ έδωσε μία συνέντευξη το 1958 και παραδέχτηκε πως αυτός έδωσε την διαταγή στους αστυνόμους να ανοίξουν πυρ. Αλλά διευκρίνισε πως "αφού συναντήθην με τον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου και επ' τη βάσει υπευθύνων διαταγών τας οποίας είχα, διέταξα τη βιαίαν διάλυσιν των διαδηλωτών" ("ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ" 12/12/1958)*.

Οι αστυφύλακες μπήκαν πάλι μέσα στο κτίριο. Κανά δυό που τους πρόλαβε το πλήθος στους γύρω δρόμους, τους λύντσαραν.

Ύστερα, κατέβηκαν τα αγγλικά τεθωρακισμένα από την Βασιλίσσης Όλγας, λίγο πιο πάνω, που περίμεναν. Σταμάτησαν μπροστά στην Αστυνομική Διεύθυνση.

Μετά, το πλήθος συγκεντρώθηκε στο κάτω μέρος της πλατείας. Το πρόγραμμα της διαδήλωσης συνεχίστηκε κανονικά, μίλησαν ο Παρτσαλίδης και ο Ζεύγος.

Ο επίσημος απολογισμός ήταν έντεκα νεκροί.

Από την Μεγάλη Βρετάνια παρακολουθούσαν δεκάδες δημοσιογράφοι. Ο Ντμίτρι Κέσελ, ένας ουκρανός φωτογράφος που είχε έρθει μαζί με τον αγγλικό στρατό, πήρε τις καθηλωτικές φωτογραφίες της Πλατείας Συντάγματος το πρωί της Κυριακής, 3 Δεκεμβρίου 1944. Κι' άλλες πολλές, τις επόμενες μέρες.

 Η είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου, γεγονός που τάραξε τον Τσώρτσιλ στην ησυχία του.

Ο Ρούζβελτ έγινε έξαλλος με τον Τσώρτσιλ. "Σε ποιό σημείο θα φτάσουν για να διατηρήσουν το παρελθόν," είπε. Το Στέητ Ντιπάρτμεντ καταδίκασε την σφαγή, και το αμερικάνικο ναυτικό έβγαλε διαταγή να μην παρασχεθεί καμία βοήθεια στους άγγλους για μεταφορά στρατευμάτων τους στην Ελλάδα.

***

Στο Α' Σώμα έμαθαν τα καθέκαστα σχεδόν αμέσως. Έστειλαν μια μοτοσυκλέτα στον Σιάντο, στην Φιλαδέλφεια. Τάχε μάθει. Ζήτησε αυτός να πάει ο Πυριόχος εκεί, στην Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ. Πήγε αυτός, ήταν και ο Ορέστης, ο διοικητής της ΙΙ Μεραρχίας**. Το σχέδιο ενέργειας -που είχε εκπονηθεί για την περίπτωση βασιλικού πραξικοπήματος- μπαίνει σε εφαρμογή, αποφάσισε η Κεντρική Επιτροπή. Σε γενικές γραμμές, το Σώμα Στρατού της Αθήνας έπρεπε να αφοπλίσει τα αστυνομικά τμήματα, την Χ στο Θησείο, και τις φυλακές στην Βουλιαγμένης και τον Ταύρο, που κρατούσαν δωσίλογους και ταγματασφαλίτες. Αλλά κυρίως δεν έπρεπε να έρθει σε εμπλοκή με τους άγγλους. Σε πρώτη φάση, η ΙΙ Μεραρχία θα έπαιρνε θέσεις στην Νέα Φιλαδέλφεια, τη Χασιά, το Ψυχικό και το Χαλάντρι, και το πυροβολικό της θα έπιανε τα Τουρκοβούνια, ώστε να μπορεί να χτυπήσει την Ορεινή Ταξιαρχία στο Γουδί. Και το Α Σώμα Στρατού να εγκαταστήσει το στρατηγείο του στην Φιλαδέλφεια. Κρατήσανε όμως και την Σίνα, με έναν αγγλόφωνο αξιωματικό, και μερικούς συναγωνιστές για τα τηλέφωνα.

Ο Ορέστης είχε ένα ύφος που δεν άρεσε του Σιάντου. Κοίταγε το ρολόι του, είχε ένα ραντεβού στην Ελευσίνα με κάποιον άγγλο διοικητή...

Γύρισε ο Πυριόχος και τα μετέφερε όλα αυτά. Ετοιμάσαν τις διαταγές για τις μονάδες σύμφωνα με τις οδηγίες του Σιάντου. Τις έστειλαν γύρω στο μεσημέρι.

Περασμένες οχτώ το βράδυ, στέλνει σύνδεσμο ο Σιάντος στο στρατηγείο, στην Κυψέλη, να πάνε να τον βρουν στην Φιλαδέλφεια, ο Νέστορας, ο Πυριόχος και ένας άλλος του επιτελείου.

Πάνε αυτοί, το ραντεβού ήταν σ' ένα σπίτι. Αποτσίγαρα, φλυτζάνια, ήταν κι' άλλοι πριν απ' αυτούς. 

Ρωτάει ο Σιάντος τι δυνάμεις έχουν. Το Α' Σώμα έχει 6.500 άντρες, με ελαφρύ οπλισμό. Και η ΙΙ Μεραρχία που έρχεται, έχει 3.500, και τμήμα πυροβολικού. Οι άλλοι (Ρίμινι, Χωροφυλακή, Αστυνομία, Χίτες, κλπ) γύρω στις 10.000. Και 4.500 ταγματασφαλίτες κρατούμενοι, που θα μπορούσαν να τους δώσουν όπλα. Μ' αυτόν τον συσχετισμό, νικάμε, του λένε οι ελασίτες. Αλλά αν ανακατευτούν οι άγγλοι, αδύνατον. Ο Σιάντος λέει πως οι άγγλοι μπορεί να επέμβουν, είχε αξιόπιστες πηγές. Συμπέρασμα, η ΙΙ Μεραρχία να αποσυρθεί στην Πάρνηθα, να μην δώσει αφορμή.

Πάνω στην κουβέντα του λέει ο Νέστορας του Σιάντου πως αν είχαν βάλει στην Αθήνα όπλα, όπως ζητούσε παλιότερα ο Φάνης, τώρα θα μπορούσαν να οπλίσουν 17.000 στρατό. Διότι η Καζέρτα απαγόρευε την είσοδο στην Αθήνα μόνο ενόπλων ανδρών, όχι σκέτο όπλων, οπότε τώρα θα τους σαρώναμε.

Καθόταν και σκεφτόταν, ο Σιάντος.

-Σπύρο, είναι και πολλά άλλα "αν," είπε μετά. "Τώρα εδώ είμαστε. Τώρα να δούμε τι θα κάνουμε." Και είπε μετά να ανακαλέσουνε όλο το σχέδιο, να γυρίσει πίσω η ΙΙ Μεραρχία, να μην επιτεθούν στην Ρίμινι. Μόνο αφοπλισμός της Χ στο Θησείο, και της Χωροφυλακής, στα προάστια. Και αφοπλισμός των αστυνομικών τμημάτων της Αθήνας, ει δυνατόν με διαπραγματεύσεις.

Γυρίσαν πίσω με τις νέες οδηγίες του Σιάντου. Κάτσαν, ξαναγράψαν τις καινούργιες διαταγές. Τις στείλαν κι' αυτές γύρω στα μεσάνυχτα. Η ΙΙ Μεραρχία να γυρίσει πίσω, να πάρει θέσεις στην Χασιά, την Νέα Ιωνία, και την Κηφισιά.

***

Στην Μεγάλη Βρετανία είχαν δώσει του Παπανδρέου τρία δωμάτια. Μαζεύτηκαν εκεί όλη η κυβέρνηση. Ο Παπανδρέου ήταν σε άθλια κατάσταση, οι άλλοι είχαν πιάσει την κουβέντα, καφενείο.  Ήρθε να τον δει ο Σκόμπη, έμεινε μισή ώρα. Μετά, ο Παπανδρέου έπεσε και κοιμήθηκε. "Μαζί του κοιμήθηκε και το κράτος," έγραψε στο ημερολόγιό του ο Κανελλόπουλος.

Ο Σοφούλης ήθελε να αποσύρει τους δικούς του από την κυβέρνηση. Ο δε Λήπερ ευνοούσε μία λύση κυβέρνησης Σοφούλη, ώστε να εκτονωθούν τα πράγματα, να καλμάρουν την αριστερά, να μην κλιμακωθεί η κρίση. Ο Σοφούλης δεχόταν να αναλάβει. Κι' ο Παπανδρέου υπέβαλε την παραίτησή του. Την δεύτερη μέσα στο 1944. Την προηγούμενη φορά στο Κάιρο, τον Αύγουστο. Αλλά ο Τσώρτσιλ ήταν και πάλι ανένδοτος, ήθελε να κρατήσει τον Παπανδρέου στην κυβέρνηση. Τηλεγράφησε του Λήπερ τα εξής:

"Πρέπει να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου να κάνει το καθήκον του και να τον διαβεβαιώσετε ότι, εάν το κάνει, θα υποστηριχθεί με όλες τις δυνάμεις μας. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά να αρρωστήσει και να μην μπορεί να τον πλησιάσει κανείς. Έχει περάσει ο καιρός που η οποιαδήποτε ομάδα Ελλήνων πολιτικών θα μπορούσε να επηρεάσει αυτή την εξέγερση του όχλου. Η μόνη του ελπίδα [του Παπανδρέου] είναι να βγει απ' αυτή την κατάσταση, τασσόμενος ανεπιφύλακτα στο πλευρό μας... "

Κι' έμεινε ο Παπανδρέου πρωθυπουργός. Κι' ας μην τον ήθελε κανένας. Ούτε καν ο ίδιος.

Την άλλη μέρα, ένας αλεξιπτωτιστής από τη Γλασκώβη που παραφύλαγε ελεύθερους σκοπευτές, είπε πως "είναι μια φριχτή δουλειά" και πως "στο Κασίνο ήταν άσκημα, αλλά τουλάχιστον ήξερες τι έκανες."  

 

 

 Παραπομπές

*Και ο γιός του Άγγελου Έβερτ, ο Μπουλντόζας, είπε πως την εντολή για την βίαιη διάλυση της διαδήλωσης την έδωσε ο Παπανδρέου:

http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=162798&wordsinarticle

 

** Η Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ συστάθηκε με προσωπική απόφαση του Σιάντου, και νομιμοποιήθηκε επισήμως με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ την επομένη, 2 Δεκεμβρίου 1944. Την αποτελούσαν ο Σιάντος, και οι μη κομματικοί Μανώλης Μάντακας, και ο Μ. Χατζημιχάλης, πρώην στρατιωτικοί καριέρας, που ουσιαστικά δεν ήταν παρά σύμβουλοι του Σιάντου. Ο Γιάννης Πυριόχος, πρώην συνταγματάρχης του πυροβολικού, ήταν ο στρατιωτικός διοικητής του Α' Σώματος του ΕΛΑΣ. Καπετάνιος του ήταν ο Νέστορας, ο Σπύρος Κωτσάκης. Ο καπετάν Ορέστης ήταν ο Αντρέας Μουντρίχας, από τους ικανότερους διοικητές του ΕΛΑΣ. Διοικούσε την ΙΙ Μεραρχία, μια εμπειροπόλεμη μονάδα με βαρύ οπλισμό, που -στην κλιμάκωση της κρίσης, και με ενδεχόμενο ένα βασιλικό πραξικόπημα- ξεκίνησε πεζοπορώντας την 1η Δεκεμβρίου από την Χαλκίδα για να ενταχθεί στο Α΄ Σώμα της Αθήνας. Ο Φάνης ήταν ο Βασίλης Μπαρτζιώτας, γραμματέας της κομματικής οργάνωσης Αθήνας του ΚΚΕ.

 

Πηγές

Τα βασικά: Χαραλαμπίδης, σελ. 65-79. Κωτσάκης, σελ. 56-68.

Τα γεγονότα στην Πλατεία Συντάγματος, με την μαρτυρία της Ζωρζ Σαρρή, και βέβαια του Νίκου Φαρμάκη, από την εκπομπή Ρεπορτάζ χωρίς Σύνορα, του 2006.

https://www.youtube.com/watch?v=L9km1I5tuaY

 Φωτό: Dmitri Kessel https://en.wikipedia.org/wiki/Dmitri_Kessel

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Βερμέερ ιμιτασιόν, αλλά αυθεντική ιμιτασιόν

 

Ιησούς και μοιχαλίς


Ήταν ένα παιδί στην Ολλανδία ονόματι Χαν φαν Μέεγκερεν, διότι έτσι τα τραβάνε τα έψιλον εκεί, σα να βελάζουν πρόβατα. Αυτό το παιδί είχε ένα πατέρα πολύ μαλάακεν. Όλο τον έβαζε τιμωρία, γράψε εκατό φορές δεν ξέρω τίποτα, δεν είμαι τίποτα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Λοιπόν, αυτό το παιδί είχε αντιθέτως έναν καλό δάσκαλο. Ο οποίος είχε μία πετριά με τον Βερμέερ. Και τούδειχνε του Χαν πως ζωγράφιζε ο Βερμέερ, ο μικρός πολύ ταλέντο. Ήθελε άμα μεγαλώσει να γίνει ζωγράφος να ζωγραφίζει σαν τον Βερμέερ.

Αλλά ο πατέρας του, τίποτα. Θα πας στο Πολυτεχνείο να γίνεις αρχιτέχτονας. Τι να κάνει ο Χαν, πήγε Πολυτεχνείο στο Ντελφτ. Κι' ήτανε και καλός. Και έκανε και αθλητισμό κωπηλασία. Αγόρασε  ο κωπηλατικός σύλλογος ένα παλιό φρούριο στο κανάλι απάνω να το κάνει εγκαταστάσεις. Έπιασε λοιπόν ο Χαν κι' έκανε τα σχέδια, και βγήκε μία ανακαίνιση μεραγκλαντάν, με προσθήκη να έχει υπόστεγα, να βάζουν μέσα τις βάρκες, τα κουπιά, τα τιμόνια, τα σέα τους, τα μέα τους. Ακόμα υπάρχει, αυτό το φρούριο, άμα πάτε στο Ντελφτ στο κανάλι, να το δείτε. Παντρεύτηκε μία από την Ινδονησία, Άννα ντε Βόογκτ ελέγετο, λύσσιαξε ο πατέρας του, κάνανε και δύο παιδιά.  Εντωμεταξύ, ήρθε η ώρα των πτυχιακών, να γίνει αρχιτέκτονας. Οπότε λέει στον πατέρα του δεν γαμιέσαι κι' εσύ και η αρχιτεχτονική, εγώ θα γίνω ζωγράφος σα τον Βερμέερ, που και ο Βερμέερ από εκεί ήταν, από το Ντελφτ. Αλλά τα παλιά χρόνια.

Και δεν πήρε το πτυχίο του.


Έδωσε, μπήκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Χάγης, κάτι σαν ΑΣΚΤ να πούμε, τέλειωσε, έγινε βοηθός εκεί. Έκανε και κάτι μαθηματάκια έξτρα, κάτι ρεκλάμες, πορευόταν. Και ζωγράφιζε, στυλ Βερμέερ. Ώσπου έκανε και δύο καλές εκθέσεις με έργα του, ξεπούλησε. Έπιασε καλά λεφτά. Τότε ήταν που γνώρισε την Τζο Έρλεμανς, ηθοποιός αυτή, ήταν γυναίκα ενός κριτικού τέχνης, τραβηχτήκανε άσκημα. Αυτός έπινε και τον κώλο του, επίσης. Αλλά είχε γίνει πολύ του συρμού, έδωνε μαθήματα ζωγραφικής σε κάτι κυρίες της Αυλής, κονόμαγε. Ταξίδευε, Λονδίνα, Παρίσια, Κυανή Ακτή, οι ζάπλουτες, κάτι αμερικάνες, κάτι εγγλέζες, τον χρυσώνανε να τους κάνει το πορτραίτο, στυλ ολλανδική σχολή, να πούμε.

Τζο Έρλεμανς


Στο τέλος η Άννα δεν άντεξε τα γκομενιλίκια του, τον χώρισε. Πήρε αυτή τα παιδιά, πήγε στο Παρίσι. Παντρεύτηκε αυτός μετά την Τζο.

***

Εντωμεταξύ, οι κριτικοί τον είχαν στοχοποιήσει τον Χαν, λέγανε πως δεν είναι αυθεντικός, ξερωγώ, πως μιμείται τον Βερμέερ και τους άλλους του Χρυσού Αιώνος, και εδώ την σήμερον γίνονται επαναστάσεις στην Τέχνη, κυβισμός, υπερρεαλισμός, κι' αυτός είναι ένα καρακιτσαριό και μισό, και δεν είναι δημιουργικός, πολύ δευτερίλα, τέτοια του γράφανε. Κι' ο Χαν φαν Μέεγκερεν τα πήρε στο κρανίο, και με κάτι άλλους είχανε μια φυλλάδα, και τους τάχωνε χοντρά των κριτικών, δεν παραδεχότανε άλλη τέχνη από τους μεγάλους μάστορες, τον Βερμέερ, τον Ρέμπραντ, τον Καραβάτζιο, και τα άλλα, ιμπρεσιονισμός, εξπρεσιονισμός, φωβισμός, ντανταϊσμός, κυβισμός, σουρρεαλισμός είναι κολοκύθια μετά ριγάνεως, ατάλαντοι και πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλλες. Ήτανε πολύ εριστικός, στο τέλος τον παρατήσανε κι' οι λίγοι που τον υποστηρίζανε.

Πωλίνα Βιόλα ντε Μπόερ. Κόρη της Τζο από τον πρώτο της γάμο, ζωγραφισμένη από τον Χαν.


Το είχε πάρει βαριά να του λένε πως μιμείται, δεν το παραδεχόταν αυτό. Διότι άμα ζωγραφίζεις το ίδιο καλά με τον Βερμέερ ώστε οι κριτικοί να μην μπορούν να ξεχωρίζουνε εσένα από τον Βερμέερ, είσαι κι' εσύ Βερμέερ. Και οι κριτικοί δεν καταλαβαίνουνε την τύφλα τους. Έπιασε λοιπόν και ζωγράφισε έναν πίνακα, Άνδρας και γυναίκα στο τσέμπαλο, κι' από κάτω βάζει την τζίφρα του Βερμέερ. Και τον πάει σ' έναν ειδικό, πολύ σπεσιαλίστα στον Βερμέερ, Αμπραάμ Μπρέντιους ελέγετο, αυθεντία. Και το κατάπιε αμάσητο το τσέμπαλο, ο Μπρέντιους, και έγραψε κι' ένα άρθρο, ότι βρέθηκε και καλά ένας άγνωστος Βερμέερ. Βούηξε ο τόπος! Τον πίνακα τον αγόρασε ένας τραπεζίτης, πλέρωσε καλά.

Άντρας και γυναίκα με τσέμπαλο


Με τα λεφτά από τον πίνακα ο Χαν πήρε την Τζο και πήγανε σ' ένα χωριό στην Κυανή Ακτή, κοντά στο Μονακό. Πιάσανε μια βίλλα, Βίλλα Πριμαβέρα, πορτοκαλλιές, τριαντάφυλλα στον κήπο, θέα στη θάλασσα και στο Μεντόν από ψηλά, ζωάρα. Και καθόταν ο Χαν στην βίλλα και μελέταγε τι μπογιές έβαζε ο Βερμέερ, πως τις έφτιαχνε, τι υλικά, τι πινέλα είχε, τις μεθόδους, τις τεχνικές, την βιογραφία του, όλα. Μέχρι και ποτήρια εποχής αντίκες αυθεντικές, και ένα κανάτι πήγε και βρήκε του 17ου αιώνα αυθεντικό επίσης, που τα φτιάχνανε στο Ντελφτ, να τάχει για μοντέλα.

Βίλλα Πριμαβέρα, στην Roquebrune


Και πήγε κι' αγόραζε παλιούς καμβάδες, τους πλάκωνε ένα στρώμα βακελίτη, κι' αποπάνω δημιουργούσε με μπογιές που είχανε τότε, μια περιουσία έδωσε για δώδεκα γραμμάρια λάπις λάζουλι, λευκό του μολύβδου, κιννάβαρη, και πινέλλα έφτιαχνε μόνος του από τρίχες ασβού, ίδια με του Βερμέερ, να πετύχει την ίδια πινελλιά. Κι' άμα τέλειωνε τον πίνακα, τον έβαζε στον φούρνο στους εκατό βαθμούς, στους εκατόν είκοσι ξερωγώ, να σκληρύνει ο βακελίτης να γίνει ένα με τη μπογιά. Κι' άμα κρύωνε, τύλαγε τον καμβά σ' έναν κύλινδρο, να κάνει ο βακελίτης τα σπασίματα ολόιδια σαν να ήταν τρεις αιώνες πολυκαιρία. Και τα σπασίματα τα γέμιζε με μελάνι, κόλλαγε η σκόνη μετά πάνω στο μελάνι, κι' είχε κι' ένα καφέ βερνίκι, που δεν ξεχώριζε από την λίγδα των αιώνων που είχανε οι αυθεντικοί βερμέερ. Τους πρώτους πίνακες που έφτιαχνε δεν τους έδειξε πουθενά, βελτίωνε συνέχεια την τεχνική του, και καλλιτεχνικώς και τεχνικώς.

Ώσπου το 1936 είχε πάει στο Βερολίνο, που έκανε ο χίτλερ τους ολυμπιακούς. Και γύρισε, κι' έκατσε και έφτιαξε Ο δείπνος στην Εμμαούς, που ήτανε του Καραβάτζιο ένας πίνακας, στο Μιλάνο. Αλλά οι ειδικοί λέγανε πως ο Βερμέερ είχε πάει στην Ιταλία να σπουδάσει τους ιταλούς κάποια στιγμή. Οπότε ο Χαν ζωγράφισε αυτόν, εμπνευσμένο από τον Καραβάτζιο αλλά στο στυλ του Βερμέερ, και με τη τζίφρα του Βερμέερ αποκάτω. Και πέσανε να προσκυνήσουνε, οι ειδικοί, που βρέθηκε βερμέερ από την ιταλική περίοδο του μαιτρ. Και τον πούλησε σ' ένα μουσείο στην Ολλανδία, μισό εκατομμύριο γκίλντες.Και με τα λεφτά αγόρασε μια άλλη βίλλα, στην Νίκαια στη Ριβιέρα, σε μια περιοχή που πηγαίνανε διακοπές βασιλιάδες και δούκες και βαρώνοι. Πάλι με κήπο, τριαντάφυλλα, ελαιόδενδρα, θέα στη θάλασσα, πέντε σαλόνια, δώδεκα δωμάτια, παλαιωμένα έπιπλα, ζωάρα! 

***

Πούλησε κι' άλλα, μέχρι που μυρίστηκε πως έρχεται ξανά πόλεμος. Οπότε γύρισε στην Ολλανδία. Συνέχισε να ζωγραφίζει, να πουλάει τις μαϊμούδες, και ν' αγοράζει ακίνητα, στο κέντρο του Άμστερνταμ, φιλετάκια. Ήρθε η Κατοχή, το βιολί του αυτός. Αλλά επειδή δεν ξέρεις τι σε περιμένει, την χωρίζει την Τζο, δηλαδή εικονικώς, μαζί μείνανε, στα χαρτιά χωρίσανε. Και της μεταβιβάζει τη μισή περιουσία που έβγαλε από τις μαϊμούδες, καλού κακού. Το ζήτημα είναι να έχεις εμπιστοσύνη στην γυναίκα, διότι αλλιώς χάθηκες.

Κυρίως που από υγεία ο Χαν δεν πήγαινε και πολύ καλά, κάπνιζε τόνα πάνω στ' άλλο, έπινε τον σκασμό, είχε καβατζάρει και τα πενήντα. Η ποιότης της εργασίας εξέπιπτε, η δημιουργικότης του ξεθύμαινε, δεν εύρισκε και τα υλικά λόγω Κατοχής. Αλλά εκεί αυτός, στον αγώνα. Σου λέει τώρα δεν μπορούνε να με συγκρίνουνε με τα ορίτζιναλ και να με πιάσουνε, γιατί τα μουσεία είχαν μαζέψει τα ορίτζιναλ στο υπόγειο λόγω βομβαρδισμών. Είχε ζωγραφίσει λοιπόν έναν πίνακα Ο Χριστός και η μοιχαλίς, άγνωστος βερμέερ αυθεντικός επίσης. Οπότε βρίσκει έναν ολλανδό τραπεζίτη ναζισταρά, τον Αλόις Μίεντλ. Του τον φουσκώνει, τσεπώνει ένα εκατομμύριο εφτακό χιλιά γκίλντες.

Να κάνω εδώ μία παρένθεση, αυτός ο Αλόις Μίεντλ ήταν μεγάλο καθήκι. Η γυναίκα του μάλιστα ήταν εβραία, αλλά οι γερμανοί κάναν τα στραβά μάτια στην περίπτωση αυτή. Ήξερε λοιπόν πολλούς πλούσιους εβραίους συλλέκτες. Τους πούλαγε εκδούλευση να τους στείλει στην Αμερική, και αγόραζε τις συλλογές τους κοψοχρονιά. Τους λήστευε δηλαδή, αλλά τι να κάνουνε αυτοί, δεν είχαν άλλη εναλλακτική. Αλλά άμα ήταν σκέτοι εβραίοι χωρίς περιουσία, που είχε κάτι υπαλλήλους εβραίους ο Μίεντλ, αυτούς τους έδωσε στους γερμανούς, δεν γυρίσανε. Λοιπόν, ο Μίεντλ ήταν επίσης κολλητός του Γκαίρινγκ, και κάνανε δουλειές μαζί. Ο Γκαίρινγκ αγόραζε πίνακες, είχε συλλογή έργα τέχνης κλεμμένα σ' όλη την Ευρώπη, τι Βανγκόνγκ, τι Μονέ, τι Μποτιτσέλι, παρίστανε τον συλλέκτη, το γουρούνι το δίποδο. Κι' αντάλλαξε τον Χριστό με την μοιχαλίδα με καμιά εκατοστή άλλους πίνακες πιο παρακατιανούς, συν ένα ποσό παγκουί σε λίρες Αγγλίας. Έβγαλε κι' ο Μίεντλ καλή προμήθεια. Τέλος πάντων, κλείνω την παρένθεση.

Το ζήτημα είναι που όταν μπήκαν οι αμερικάνοι στη Γερμανία, ο Γκαίρινγκ έκρυψε την συλλογή σ' ένα αλατωρυχείο στας Άλπεις, στην Αυστρία. Νόμιζε πως θα πάει κι' αυτός Αργεντινή. Αλλά οι αμερικάνοι κάναν ολόκληρη επιχείρηση, την βρήκανε την συλλογή, την πήραν πίσω. Τελικώς Ο Χριστός και η μοιχαλίς μαζί με άλλοι αυθεντικοί πίνακες της ολλανδικής σχολής γυρίσανε στην Ολλανδία. Ψάχνανε τώρα οι ολλανδοί να βρούνε πως ο άγνωστος αυτός βερμέερ βρέθηκε στην συλλογή του Γκαίρινγκ, και ψάχνοντας ανακρίνανε και τον Μίεντλ, ο οποίος είχε κι' άλλα ράμματα στη γούνα του, ήτανε στη στενή. Οπότε για να γλυτώσει τα χειρότερα τα ξερνάει όλα σα τη γάτα, το και το, ο φαν Μέεγκερεν μου τον πούλησε.

Οι αμερικάνοι με τον Ιησού και την μοιχαλίδα.


Και βρέθηκε ο Χαν φαν Μέεγκερεν κι' αυτός στη στενή, κατηγορούμενος για συνεργασία με τους ναζιστές και που τους παρέδωσε την πολιτιστική κληρονομιά της Ολλανδίας ξερωγώ, τα όσια τοις κυσί. Λέμε στην Απελευθέρωση γίνονται αυτά, που θα πει θα τον στήνανε στον τοίχο, όχι παίξε-γέλασε. Τι να κάνει λοιπόν ο Χαν, άλλη λύση δεν υπήρχε, τους είπε την αλήθεια. Α ρε ηλίθιοι, νομίζατε πως θάδινα ορίτζιναλ Βερμέερ τού χοντρού του Γκαίρινγκ, εγώ τον έφτιαξα τον Χριστό με την μοιχαλίδα.

***

Ο εισαγγελέας, ο ανακριτής, δεν τον πιστεύανε όπως ήταν φυσικό, αλλού αυτά ρε τομάρι. Κι' ήτανε ζόρικα τα πράματα. Οπότε τι κάνει ο Χαν, φέρτε λέει τις μπογιές και τα πινέλλα μου στην φυλακή, βάλτε και μάρτυρες εδώ να βλέπουν, και κάθεται και έφτιαξε έναν άλλον πίνακα ιμιτασιόν, ίδιον με τον αυθεντικό, δηλαδή τον ιμιτασιόν που είχε πουλήσει για αυθεντικό βερμέερ Και τους πέσανε τα σαγόνια ολωνών, όπως καταλαβαίνετε.

Αυτό είχε και καλές και κακές συνέπειες. Οι καλές ήταν που η κατηγορία για δοσιλογισμό απεδυναμώθη. Και όχι μόνον απεδυναμώθη, αλλά ο Χαν φαν Μέεγκερεν έγινε εν μία νυκτί πρώτη μούρη της Αντίστασης, που τσάκωσε το ένα εφτακό από τους γερμανούς και τους έδωσε τη μαϊμού βερμέερ. Αποφυλακίστηκε μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεώς του, γύρισε σπίτι του, έβγαινε βόρτα, τον χαιρετάγανε στον δρόμο, ήρωας!

Οι κακές συνέπειες ήταν ότι εμφανίστηκε η Εφορία και του ζήταγε αναδρομικά φόρους από τις πωλήσεις των πλαστών, που τάχε εισπράξει μαύρα, όπως είναι φυσικό, συν οι τόκοι και τα πρόστιμα. Και δεν έφτανε αυτό, του κάναν αγωγή οι αγορασταί που τους είχε εξαπατήσει και γυρεύανε αποζημιώσεις γιγαντίων διαστάσεων. Γιατί αποζημιώσεις, ρε μυστήριοι; Αφού δεν καταλαβαίνατε την διαφορά!

Τέλος πάντων, τον αλληθωρίσανε τον Χαν, κήρυξε πτώχευση. Του τα βγάλαν στο σφυρί όλα.

Αλλά το καλό με τις κακές συνέπειες ήταν που δεν αποδείχτηκε πως το διαζύγιο με την Τζο ήταν εικονικό, οπότε η Τζo κράτησε ό,τι της είχε μεταβιβάσει, και ήταν αρκετό να ζήσει πολυτελώς ως τα βαθιά γεράματα.

Εντωμεταξύ ορισμένοι εξαπατηθέντες αγορασταί δεν επείθοντο πως εξηπατήθησαν, θέλανε την κεφαλή του επί πίνακι, δηλαδή πως οι μαϊμούδες ήταν αυθεντικοί βερμέερ, να μην χάσουνε την αξία τους. Και πως τάλεγε όλα αυτά για να γλυτώσει την κεφάλα του. Και για να γλυτώσει την κεφάλα του όλη η αγορά της ολλανδικής σχολής κινδύνευε να τιναχτεί στον αέρα. Διότι σου λέει ο φιλότεχνος τι να πάω στο μουσείο να δω μαϊμούδες, δεν πάω στον ζωλογικό κήπο πιο καλά; Και ο μέλλων αγοραστής λέει κορόιδο είμαι ν' αγοράσω εγώ βερμέερ και να μου βγει μάπα; Οπότε οι τιμές και των ορίτζιναλ βερμέερ πηγαίνανε ντουγρού να καταβρακωρθούν.

Τελικώς το δικαστήριο διόρισε επιτροπή πραγματογνωμόνων να αποφανθεί επί της γνησιότητος των μαϊμούδων που έφτιανε ο Χαν φαν Μέεγκερεν. Πρόεδρος ήταν ένας βέλγος, Πωλ Κόρεμανς, διευθυντής του εργαστηρίου των μουσείων όλου του Βελγίου, είχε κατανόηση αυτός, ξηγημένος. Με κλασσικές σπουδές, λατινικά, αρχαία ελληνικά, αλλά είχε και ντοκτορά αναλυτικής χημείας. Είχε βοηθήσει και στην Αντίσταση, έκρυβε κόσμο. Και του εξήγησε ο Χαν πως δούλευε τον βακελίτη και τις μπογιές και τους παλιούς καμβάδες, όλα τα κόλπα του τάπε. Και η επιτροπή εξέτασε τις μαϊμούδες με ακτίνες Χ και άλλα επιστημονικά μέσα του Κόρεμανς, και επαλήθευσε τα ευρήματα, δηλαδή που ο βακελίτης δεν υπήρχε την εποχή του Βερμέερ, όπερ έδει δείξαι. Και που ο μόλυβδος που είχε το λευκό του μολύβδου που έβαζε ο Χαν ήταν καθαρός, του εμπορίου. Ενώ ο μόλυβδος στην εποχή του Βερμέερ είχε ψήγματα ασήμι και αντιμόνιο, εκείνο τον καιρό δεν ξέραν να βγάλουν τόσο καθαρό μολύβι. Και άλλα πολλά βρήκανε, το μπλε κοβάλτιο που είχε ο Χαν δεν υπήρχε τον καιρό του Βερμέερ επίσης, και δεν συμμαζεύεται, ο Κόρεμανς είχε τεκμηριώσει τα ευρήματα στο έπακρον.

Οπότε το δικαστήριο απεφάνθη πως οι πίνακες δεν ήταν του Γιαν Βερμέερ φαν Ντελφτ αλλά του Χαν φαν Μέεγκερεν, και συνεπώς Ο Ιησούς και η μοιχαλίς δεν ανήκε στην εθνική κληρονομιά των Κάτω Χωρών, και ο Χαν γλύτωσε το ντουφέκι. Κι' έφαγε έναν χρόνο μοναχά για την πλαστογραφία. Και ο Χαν είπε στην απολογία του πως συγχαρητήρια, η επιτροπή εμπειρογνωμόνων είχε κάνει έξοχη δουλειά. Και ο Κόρεμανς είπε μετά του Χαν πως ήταν μεγαλοφυΐα, ο μεγαλύτερος παραχαράκτης όλων των εποχών. Και ο Χαν του είπε πως τις μαϊμούδες τις έφτιαχνε όχι για τα λεφτά, αλλά επειδή δεν αναγνωρίζανε το ταλέντο του, να τους ξεφτιλήσει.

Κι' εκεί που περίμενε στο σπίτι του να ρθουν να τον πάρουν να τον πάνε στην ψειρού να εκτίσει τον ένα χρόνο, τούρθε καρδιακή προσβολή. Τον πάνε στο νοσοκομείο, παθαίνει και δεύτερη.

Και πέθανε, ο Χαν φαν Μέεγκερεν. Στις 30 Δεκεμβρίου του 1947.

Και δεν πήγε φυλακή. Καθόλου.

***

Αλλά αναδρομικές έκανε πολλές. Άμστερνταμ, Βασιλεία, Ζυρίχη, Λονδίνο, Βερολίνο, Νέα Υόρκη, και που δεν πήγε ο Χαν με τις μαϊμούδες του, συνέχισε την ζωάρα κι' αφότου πέθανε. Τόσο καταξιώθηκε, μέχρι που βγήκανε και μαϊμούδες φαν Μέεγκερεν. Δηλαδή μαϊμούδες των αυθεντικών μαϊμούδων βερμέερ. Που ίσως να είναι και αυτές αυθεντικές. Δηλαδή μπορεί και να μην υπάρχουν μαϊμούδες. Δεν ξέρω αν έγινα κατανοητός.

Διότι είναι ένα διήγημα του Μπόρχες που το λένε Πιερ Μενάρ, συγγραφέας του Κιχώτη. Αυτός ο Πιερ Μενάρ λοιπόν ξαναγράφει μερικά κεφάλαια από τον το αθάνατο αριστούργημα του Θερβάντες, πάλι στα ισπανικά του 17ου αιώνα, λέξη προς λέξη, γράμμα προς γράμμα, ούτε ένα κόμμα παραπάνω ή λιγότερο.

Και όμως, το έργο είναι εντελώς πρωτότυπο. Αυτός ο Δον Κιχώτης του Μενάρ -λέει ο Μπόρχες- είναι ένα έργο αυθεντικό, και κατά πολύ σπουδαιότερο εκείνου του Θερβάντες. Διότι ο Μενάρ δεν είναι ο Θερβάντες. Το να γίνει Θερβάντες θα του ήταν πολύ εύκολο. Μαθαίνεις παλιά ισπανικά -που τα έμαθε-, πολεμάς τους τούρκους, ξεχνάς και την ευρωπαϊκή ιστορία μεταξύ 1600 και 1930, κι' έγινες Θερβάντες. Σιγά τα ωά. Ενώ ο Μενάρ έχει διαβάσει Το Μεθυσμένο Καράβι του Ρεμπώ, που δεν τόχε διαβάσει ο Θερβάντες. Αλλά γράφει επίτηδες σε μία γλώσσα επιτηδευμένη που δεν μιλιέται πια, ήγουν ακκίζεται και κάνει γλωσσικά νάζια μυστήρια και καταπληκτικά που προκαλούν απέραντο θαυμασμό στον αναγνώστη, ενώ ο Θερβάντες έγραφε στεγνά στην καθομιλουμένη της εποχής του, πολύ μπανάλ και τον βαριέσαι. Έπειτα, ο Μενάρ έχει ζήσει τον Πρώτο Παγκόσμιο, που δεν τον έζησε ο Θερβάντες. Ξέρει περί Μπέρτραντ Ράσσελ, τον ειρηνιστή, που του Θερβάντες ούτε που του περνάει από το μυαλό τι εστί κίνημα για τον ειρηνισμό όταν λέει για τον πόλεμο. Οπότε -λέει ο Μπόρχες- ο Κιχώτης του Μενάρ είναι απείρως πιο καταπληκτικός συγγραφέας από τον Θερβάντες, διότι πρέπει να τον διαβάζουμε μέσα από τον πλούτο της δικής του εμπειρίας, που έχει πιο πλούσια βιώματα από τον Θερβάντες.

Και κάθομαι και σκέβομαι, μήπως και ο Χαν φαν Μέεγκερεν είναι απείρως πιο συνταρακτικός ζωγράφος από τον Βερμέερ.

Κάθομαι και παρατηρώ τον Ιησού και η μοιχαλίς. Και λέω μέσα μου κοίτα να δεις, ο μπεκρής ο Χαν ζωγράφισε έναν Ιησού τύφλα να κλείνουν τα μάτια του, και νουθετεί δήθεν την μοιχαλίδα Τζό συντετριμμένη χαμηλοβλεπούσα ως Μάρθα Βούρτση, και μας κάνει πλάκα. Που ένας Βερμέερ, ακόμα κι' αν ζωγράφιζε έναν Ιησούς και μοιχαλίς ολόιδιο με του Χαν φαν Μέεγκερεν, ουδέποτε θα διενοείτο ή θα τολμούσε να μας κογιονάρει -κι' εμάς και την ηθική και την θρησκεία- μ' αυτό τον τρόπο.

Αλλά που να τα καταλάβουνε αυτά οι κριτικοί, και οι πραγματογνώμονες, και οι δικασταί, και το γουρούνι ο Γκαίρινγκ.

Ο Χαν στο εδώλιον του κατηγορουμένου


Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

Η Στεφάνα, η Βελίνκω, η Αισέ κι' οι πρόξενοι

 

 






Το 1876 γίναν αυτά, ήταν η χρονιά των τριών σουλτάνων.

Ήτανε μία χριστιανή κοπέλλα ανήλικη, ονόματι Στεφάνα ή Βελίνκω, αναλόγως τις πηγές ή και τις συγκυρίες, και ζούσε στην Μπογδάνιτσα, κοντά στη Γευγελή ένα χωριουδάκι. Όνομα πατρός Ντέλιο Γκιόζα, αποθανών. Όνομα μητρός Μάτω (Μαρία.) Θρήσκευμα, Χριστιανή Ορθόδοξη. Ηλικία, ετών δεκαπέντε κατά δήλωσίν της. Είπε που πάει στη βρύση να φέρει νερό, και εξηφανίσθη. Την ψάχνει η μάνα της, πουθενά. Περάσανε καμιά δεκαριά μέρες, τίποτα, καπνός η Στεφάνα.

Εφημολογείτο πως ήταν ζωηρή, και τραβιότανε μ' ένα τουρκάκι, τον Μουσταφά. Και πήγε στη μάνα του αυτουνού και της λέει δώσε μας την ευκή σου. Αλλά αυτή της λέει πρώτα να ασπαστείς τον μουσουλμανισμό, και μετά να σε βάλω σπίτι μου. Και δεν την έμπασε στο σπίτι. Πήρε αυτή σβάρνα τα τουρκόσπιτα,είχε παρεδώσε με τούρκους γειτόνους, την συμπαθούσαν. Στο τέλος την ντύσανε στα τούρκικα, την βάλανε γιασμάκι και φερετζέ, να πάει Σαλονίκη, να δώσει την άδεια το Μεγκλίς, να γίνεται μωαμεθανή, να παντρεφτεί τον τούρκο.

Μεκλίς ήταν το συμβούλιο του βαλή, του περιφερειάρχη, να πούμε.

Και την πήγανε στον σταθμό να πάρει το τραίνο. Μαζί και μια αράπισσα για συνοδεία να μην την πειράξουνε στο δρόμο. Στο Καρασούλι ο σταθμός, είκοσι χιλιόμετρα μακριά. Το Καρασούλι ήταν το Πολύκαστρο νομού Κιλκίς, επί Σουλτάνων. Και δεν την πήγανε στη Γευγελή που ήταν η μισή απόσταση. Μη μαζευτούνε κειπέρα τίποτα χριστιανοί να την πάρουν πίσω.

Αλλά η μάνα της -άγνωστον πως- είχε μάθει τα καθέκαστα, κι' είχε πάει στη Γευγελή, και πήρε κι' αυτή το τραίνο για τη Σαλονίκη. Να δει τον Δεσπότη να ενεργήσει να μην το τουρκέψουνε το κορίτσι.

Και βρεθήκανε στο ίδιο κομπαρτεμάν. Η Στεφάνα, η μάνα της, και ο κολαούζος η αράπισσα.

Γίνονταν τέτοια πολλά εκείνα τα χρόνια, είχε ανέχεια μεγάλη. Άμα ήταν το κορίτσι φτωχό αλλά όμορφο, χριστιανοπούλα ήταν, εβραιοπούλα ήταν, έβρισκε έναν τούρκο λίγο ευκατάστατο, την έπαιρνε. Πολλές το προτιμάγανε. Να περνάνε λίγο ανθρωπινά, χαλάλι η ντροπή, και το όνομά της που μαγάριζε, και η τιμή της οικογενείας στη λάσπη, και το θρήσκευμα, και όλα. Άλλο θέμα οι απαγωγές. Και τέτοια γίνονταν επίσης. Κλέβανε οι μπέηδες άπιστες ανυπεράσπιστες, τις τουρκεύανε με το άστε ντούε, τις βάζανε στα χαρέμια τους, κι' άντε εσύ να καθαρίσεις στον κατή. Τώρα είναι μουσουλμάνα, σου λέει, δεν γίνεται να ξεγίνει.

***

Τρελοκομείο Ο Υπερήφανος Αίμος. Εν τω μηνί Μαΐω και έτει 1876 η Οθωμανική Αυτοκρατορία πήγαινε κατά διαόλου. Αι Μεγάλαι Δυνάμεις μοίραζαν κιόλας τα ιμάτιά της πάνω στον χάρτη. Οικονομικώς είχε βαρέσει κανόνι, οι πόλεμοι την είχαν εξοντώσει, η φορολογία βάρυνε κι' άλλο, ο κόσμος αγαναχτούσε, ο στρατός χάλι μαύρο, οι σλάβοι άντε πάλι ξεσηκώνονταν. Βοσνία, Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, όλα μαντάρα. Οι ρώσοι υποδαυλίζανε την εξέγερση. Φιρί φιρί πηγαίνανε για καινούργιο πόλεμο. Ο Αβδουλαζίζ καταλάβαινε τι γινόταν, αλλά έκανε το κορόιδο, γύρναγε τ' άλλο μάγουλο. Πολιτική κατευνασμού. Γιατί αν έκανε πόλεμο, θα κερδίζαν ξανά οι ρώσοι sans voir. Κι' αυτή τη φορά θα πλένανε τα ποδάρια τους στον Βόσπορο. Ο Μεγάλος Ασθενής, αφού.

Το ένα έφερνε το άλλο. Οι αγγλογάλλοι πιέζαν για μεταρρυθμίσεις, να ησυχάσουν οι χριστιανοί, άρα να μην έχουν πάτημα οι ρώσοι για πόλεμο, άρα να μην πάρουνε τη Σαλονίκη και βγούνε στη Μεσόγειο. Έτσι στανικώς έδωσε το Χάττι Χουμαγιούν ο Αβδουλαζίζ. Ελευθερία, Ισότης, Αδελφότης, λέει. Να γίνουνε οι τούρκοι ίδια με τους κιαφίρηδες. Αλλά άντε βγάλε εσύ από τη γκλάβα του μπέη και του μουφτή -το βαθύ οθωμανικόν κράτος- πως το μαγαζί δεν τόχουν κληρονομικό από τον πατέρα τους. Άρα μεταρρυθμίσεις γιοκ.

Διότι ο μπέης ήτανε μαζί γαιοκτήμονας και τοπάρχης, και ο μουφτής ερμηνευτής του Κορανίου και της Σαρίας. Αναντάν μπαμπαντάν εκεί, στην Μακεδονία, ξέρανε πράματα κι' ανθρώπους και καταστάσεις. Ενώ ο βαλής ήταν περαστικός. Θα καθόταν κανά χρόνο, άντε ενάμισι, θα 'ρχόταν άλλος μετά. Δεν τους εμπιστευόταν η Πύλη να κάτσουν πολύ σ' ένα μέρος. Είχε δανειστεί τοκογλυφικώς ν' αγοράσει το πόστο, κι' έπρεπε να κάνει απόσβεση στίβοντας τον κοσμάκη πριν λήξει η θητεία του. Στ' αρχίδια του και το Χάττι Χουμαγιούν, και το βιλαέτι Θεσσαλονίκης, κι' ο Αβδουλαζίζ ο σουλτάνος.

Οι μπέηδες αλωνίζανε και το συμβούλιο του βαλή, το μεκλίς. Που θα έκρινε την υποψηφιότητα της Στεφάνας για είσοδο στο Ισλάμ.

Εδώ και δέκα χρόνια είχε γεμίσει ο τόπος τσερκέζοι νταήδες. Ήταν στον Καύκασο αυτοί, εισέβαλαν οι ρώσοι, ανείπωτα αίσχη τους έκαναν, ήρθαν εδώ κακήν κακώς. Και τώρα κατέφθαναν κάτι βόσνιοι σαλεμένοι, τους σφάζαν οι σέρβοι. Τους έβλεπε ο εντόπιος μουσουλμάνος, άκουγε τα φριχτά που ιστορούσαν, και έφριττε κι' αυτός. Ήταν ο επόμενος στη σειρά. Κινδύνευε, και ως εκ τούτου γινόταν επικίνδυνος. Και για τους γκιαούρηδες, και για τους φράγκους, και για τον Σουλτάνο. Διότι γκιαούρης κατάντησε κι' ο Σουλτάνος, γην και ύδωρ προσέφερε. Κι' ήτανε το καζάνι να τινάξει το καπάκι.

Αλλά και τους χριστιανούς τους ζώναν τα φίδια. Σου λέει αυτοί θα μας ετοιμάζουν σφαγή εδώ πέρα. Κι' αναλόγως, οι βουλγαρίζοντες παρακάλαγαν αμάν πότε να κατέβουν οι ρώσοι κι' οι βούλγαροι. Κι' οι ελληνίζοντες αμάν πότε ν' ανέβουν οι έλληνες και τα εγγλέζικα τα πολεμικά. Οι αρχές τρέμανε πως έχουνε σχέδιο οι ραγιάδες να κάνουν εξέγερση κι' εδώ, να προκαλέσουν επέμβαση της Ρωσίας. Ή των Μεγάλων Δυνάμεων, να κάνουν την Σαλονίκη διεθνές καθεστώς. Να τους πετάξουν έξω, τους τούρκους. Έτσι συζητιόταν.

Α, ήτανε και οι εβραίοι. Δεν λέμε οι πλούσιοι. Λέμε οι χαμάληδες και οι νερουλάδες και οι καρβουνιαραίοι. Ρακένδυτοι και πεινασμένοι. Το μεγαλύτερο μιλέτι στην πόλη εξ απόψεως πληθυσμού, το πιο σιωπηλό, το πουθενά προσβλέπον για προστασία. Που λέγανε ό,τι και να γίνει, πάλι εμείς θα την πληρώσουμε. Και το βουλώνανε. Καβέσα κε σε αμποκό, νο σε κορτό.

Θεσσαλονίκη, ακυβέρνητη πολιτεία, Θεσσαλονίκη, πολιτεία της προσφυγιάς.

Γλώσσες, τούρκικα, λαντίνο, ελληνικά, βουλγάρικα, αλβανικά, αρμένικα, βλάχικα, γαλλικά, ιταλικά... Τρώγλες και επαύλεις, εμπόρια, συμβόλαια, μετοχές, μπέηδες, τσιφλίκια, λεβαντίνοι, δεξιώσεις, πορσελάνες, κρινολίνα, μπυραρίες. Καΐκια, γολέτες, πανιά στην προκυμαία, τα πρώτα βαπόρια στο λιμάνι, τ' αγόρια πότε πουτάνες, πότε πλύστρες, πότε κλέφτες. Παρελάσεις, μπάντες, μπόχα, χαμάμ, ντερβίσηδες και καλόγριες, συμβίωση και έχθρα, εθνοτικοί τσαμπουκάδες δι' ασήμαντον αφορμήν, καδρόνια και καρέκλες, μαχαίρια, άγρια πράματα, μέτραγε νεκρούς το καλντερίμι. Και πετροπόλεμοι μαχαλά με μαχαλά η μαρίδα. Κουμπέδες, καταστήματα, μιναρέδες, προσευχές λυγμοί στον ουρανό, συναγωγές πατρίδες, Καστίγια, Αραγκόν, Καταλάν, Πορτουγκάλ, Μαδέρα, και εκκλησίες εις τους αιώνας των αιώνων, παριζιάνικα σκέρτσα, λεπτά αρώματα, λαγνείες, έρωτες, βυζαντινοπρέπεια, καπιταλισμός στην εφηβεία του, θίασοι εξ Ευρώπης, βαλκανικές εθνεγερσίες, τοκογλυφία, πυρκαγιές, αμανέδες, φέσια, δολοπλοκίες, διαφθορά, αβελτηρία, ζαπτιέδες, spleen oriental, κάστρα, φυλακές, δημόσιες εκτελέσεις να κάνει χάζι το πλήθος, και φόβος του άλλου σ' ένα καθρέφτη, φόβος, φόβος...

Κάθε Μάιο η πόλη ανθεί στις καταιγίδες. Αστράφτει, μπουμπουνίζει, χαλάει ο θεός τον κόσμο. Για δέκα λεφτά αυτό. Μετά, ο ήλιος βρίσκει μια τρύπα μέσα από τα σύννεφα. Εκεί στη δύση του, πίσω από το λιμάνι.

Και γεμίζει ροδοπέταλα τον Θερμαϊκό.

***

Από το τραίνο κατέβηκε πρώτη η αράπισσα. Μετά η Στεφάνα κι' η μάνα της. Τι λέγανε, τι δε λέγανε, τι να σας πω. Η καθεμιά τάλεγε αλλιώς, κι' η αράπισσα δεν καταλάβαινε τα ντόπικα. Κι' οι άλλες μαρτυρίες που υπάρχουν, ο καθείς τα δικά του. Διότι άμα συμφωνούσαν, τι σόι Βαλκάνια θάτανε;

Ήταν 7 Μαΐου, του Αγίου Γεωργίου, έξι το απόγευμα. Που τον γιορτάζανε χριστιανοί και μωαμεθανοί παρομοίως, Χιντιριλέζ το λένε οι τούρκοι, Εντερλέζι οι γιούφτοι. Κι' είχανε βγει όλοι όξω, άλλοι στο καφενείο του σταθμού, κι' άλλοι στο σεργιάνι. Φαίνεται πως η Στεφάνα επέμενε να γίνει μωαμεθανή, δεν την μετέπεισε η μάνα της στο τραίνο. Φώναξε λοιπόν δύο ζαπτιέδες να της πουν που είναι το Διοικητήριο να πάει. Οπότε μπήγει τις φωνές η μάνα, μου κλέβουν το κορίτσι. Τρέξανε λοιπόν κάτι σιδηροδρομικοί χριστιανοί να την βοηθήσουνε, την πήρανε από τους ζαπτιέδες. Τάχασε η Στεφάνα, άρχισε να αμφιταλαντεύεται, αμφέβαλε τι θέλει, βάζει τα κλάματα, πέφτει στην αγκαλιά της μάνας της. Μαζεύτηκε κόσμος, αρχίσαν να σπρώχνονται τούρκοι με χριστιανούς ποιός θα πάρει το κορίτσι, κι' εκεί απάνω κάποιος ελαφρόμυαλος νεαρός απλώνει το ξερό του και τραβάει το γιασμάκι από το πρόσωπο της κοπέλλας. Αυτό ήταν η έσχατη προσβολή για τους τούρκους! Διότι έτσι εξευτελίζεις όλο το μιλέτι του Προφήτη, και τώρα -όπως ήταν το κλίμα εκρηκτικό- ζήτω που καήκαμε. Αλλά σ' εκείνο ακριβώς το σημείο εισέρχεται στο δρώμενο η από μηχανής άμαξα του αμερικανού προξένου. Αρπάζει ο ελαφρόμυαλος νεαρός την Στεφάνα, την σπρώχνει μέσα στην άμαξα, και ντουγρού για το αμερικάνικο προξενείο...

Την μάνα δεν την πήρανε μαζί. Πήγε στο προξενείο με τα πόδια, αλλά δεν ήταν μακριά, κειδίπλα στην Εγνατία. Κι' από πίσω οι ζαπτιέδες, που είδανε που πήγαινε η άμαξα.

Ποιός ήταν αυτός ο τζερεμές που είχε αποσπάσει το γιασμάκι από το πρόσωπο του κοριτσιού και το κορίτσι από τα νύχια των τούρκων;

Ελέγετο Γεώργιος Άμποτ. Είχε και την γιορτή του.  Ήτο δεκαοκτώ ετών.

 

***

Ποιοί ήταν οι Άμποτ της Θεσσαλονίκης;

Ο πατριάρχης, ο Μπαρτόλομιου Άμποτ είχε έρθει στα 1770 ως εκπρόσωπος της Αγγλικής Εταιρίας της Ανατολής. Έκανε περιουσία στη Σαλονίκη, λοβιτούρες, παντρεύτηκε ρωμιά, και τα παιδιά του τα βάφτισε ορθόδοξα, όχι διαμαρτυρόμενα.

Ο γιός του Μπαρτόλομιου, ο Τζωρτζ Άμποτ, ο Τζωρτζάκης, καλό αγγειό επίσης, είχε φεσώσει όλη την επιχειρηματική τάξη της πόλεως, ανεξαρτήτως φυλής και θρησκείας. Μέχρι και τις αδερφές του εξαπάτησε με τα κληρονομικά, τις άφησε στον άσσο. Αυτός ο Τζωρτζάκης παντρεύτηκε την κόρη του Νάνου Καυταντζόγλου, την Δόμνα, και κάνανε τέσσερα παιδιά: τον Τζων Νέλσων Άμποτ, τον Τζέκη που τον φωνάζανε, τον Ρόμπερτ, τον Μπάμπη, κι' ένα κορίτσι, την Καρολίνα-Σάρα, την Σαρούλα. Κι' άλλο ένα αγόρι, Χένρη αυτός, πέθανε νωρίς. Ο Καυταντζόγλου, ο πεθερός του Τζωρτζάκη, ήταν ζάπλουτος καπνέμπορος, ο πιο πλούσιος θεσσαλονικεύς την εποχή εκείνη, και με επιρροή μεγάλη. Που όταν πέθανε φάγανε βασιλικά μέχρι τα δισέγγονά του.

Αυτός ο πρώτος γιός του Τζωρτζ Άμποτ, ο Τζέκης, εμπορευότανε βδέλλες. Τις είχανε περί πολλού τότε τις βδέλλες οι γιατροί, για αφαιμάξεις, και πλερώνανε αδρά. Ήταν ένας εβραίος που είχε ένα πηγάδι με βδέλλες κανονικό χρυσορυχείο. Τον σκότωσε ο Τζέκης, και του το υφάρπασε. Τα κατάφερε μετά και πήρε το μονοπώλιο της βδέλλας από την Υψηλή Πύλη, και δεν είχε άλλο ανταγωνισμό. Κι' έκανε αμύθητη περιουσία με την εξαγωγή βδέλλας που έκανε στην Ευρώπη. Ο Τζέκης έγινε ο βασιλιάς της βδέλλας, ξερωγώ. Και τοκογλύφος πολύ ήτανε, είχε χρεωμένα ολόκληρα χωριά, τους αγρότες τους ρούφαγε το αίμα. Και τους πασάδες τους δάνειζε, και τους μπέηδες, άπασα την διοίκηση, μέχρι και τον Μητροπολίτη δάνειζε. Χώρια τα λαδώματα. Και τον άφηναν να κάνει κουμάντο ελεύθερα σ΄ ό,τι ατιμία ήθελε μέσα στην Θεσσαλονίκη. Όταν ήρθε ο Σουλτάνος επίσκεψη, τον πήρε στον πύργο του στο Ρετζίκι, και τονε κέρασε καφέ, και τον καφέ τον έψησε στο μαγκάλι, και στο μαγκάλι έκαψε εξήντα χιλιάδες λίρες τούρκικες, και ο Σουλτάνος ρώτησε αν είναι καλύτερος ο καφές ψημένος με λίρες. Και απάλλαξε τον πύργο του Τζέκη από την φορολογία. Αλλά δεν δέχθηκε να φιλοξενηθεί στο Ρετζίκι. Όχι μόνο ο Σουλτάνος, όποιος συνάνταγε τον Τζέκη Άμποτ στο δρόμο, έφτυνε τον κόρφο του. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Αλλά είχε μέσα στη Θεσσαλονίκη πέντε γκόμενες, σπιτωμένες όλες. Και στα χωριά που χρωστάγανε, χαρέμια ολόκληρα.

Ο δεύτερος γιός, ο Μπάμπης ξεκίνησε κι' αυτός τις βδέλλες μαζί με τον Τζέκη, αλλά γίνανε μαλλιά κουβάρια, χωρίσαν τα τσανάκια τους. Παντρεύτηκε την Αικατερίνη Ηρακλείδη, κι' αποκτήσανε τρία παιδιά. Τον Χένρη, που τον φωνάζανε Χαρέλο, την Μαίρη, και τον Αλφρέδο. Η Σαρούλα παντρεύτηκε έναν γάλλο, κάναν δώδεκα παιδιά.

Ο Χαρέλος, με τα λεφτά που του άφησε ο παππούς του ο Καυταντζόγλου, είχε αγοράσει απέραντες εκτάσεις δάση στον Όλυμπο, έκανε εξαγωγή ξυλείας στα ναυπηγεία τα εγγλέζικα, και είχε κονομήσει χοντρά. Επιπλέον, ήταν πρόξενος της Γερμανίας στην Θεσσαλονίκη, και πρόξενος ευρωπαϊκής Δυνάμεως θα πει κύρος και προνόμια έναντι των οθωμανικών αρχών. Παντρεύτηκε την Άννα Καραθεοδωρή, κόρη του γιατρού του Σουλτάνου. Ήταν νέοι, δεν είχαν προλάβει για παιδιά.

Η Μαίρη παντρεύτηκε τον πρόξενο της Γαλλίας Ζυλ Μουλέν, που πριν ήταν στο Σεράγεβο και είχε πάρει μετάθεση στην Σαλονίκη πριν λίγα χρόνια.

Ο Άλφρεντ μπήκε στο καπνεμπόριο. Παντρεύτηκε την Ευφροσύνη Σοβατζόγλου, και κάνανε τρία παιδιά. Τον Ροβέρτο, που πήρε το όνομα του παππού του, Μπάμπης. Και δύο κορίτσια, την Καίτη και την Ολυμπία.

Πρέπει επίσης να προσθέσω πως η Δόμνα απεδήμησε το 1819, και ο Τζωρτζάκης έκανε άλλους δύο γάμους. Εις δευτέραν του γάμου κοινωνία συνήλθε με την Ζωρζέτα Τζουστινιάνι, την λεγόμενη Κοκονέλα, μιαν εξώλης και προώλης, είχε μαδήσει τουλάχιστον μισή ντουζίνα παραλήδες φραγκολεβαντίνους πριν από τον Τζωρτζάκη. Και μετά την Κοκονέλα, μιαν Ανέζα Φουντρία, αγνώστων λοιπών στοιχείων. Απέκτησε κι' άλλα παιδιά, και με την Κοκονέλα και με την Ανέζα, αλλά δεν ξέρουμε ονόματα.

Θέλω να πω, αυτός ο Γεώργιος Άμποτ και ο Χαρέλος ήταν ετεροθαλή αδέρφια. Eνώ ο Ζυλ Μουλέν ήταν γαμπρός του Χαρέλου Άμποτ.



Η Θεσσαλονίκη ήταν δηλαδή γεμάτη με Άμποτ μέχρι αηδίας. Βρετανοί στα χαρτιά, εγγλέζοι στις μπίζνες, λεβαντίνοι στα ερωτικά, ορθόδοξοι στο θρήσκευμα, έλληνες στην γλώσσα, και ρωμιοί σ' όλα τ' άλλα. Και πάππου προς πάππο θεσσαλονικείς, τρεις γενιές και τέσσερις. 

***

Ας γυρίσουμε πίσω στην σκηνή του σιδηροδρομικού σταθμού. Τι γύρευε στον σταθμό η άμαξα του προξένου της Αμερικής που πήρε την Στεφάνα;

Λοιπόν, πρώτα πρώτα να το ξεκαθαρίσουμε, ο πρόξενος της Αμερικής δεν ήτο αμερικανός. Ήταν ρώσος υπήκοος. Δηλαδή δεν ήταν από τη Ρωσία, από το Γραμματίκοβο ήταν η καταγωγή του, το Άνω Γραμματικόν Πέλλης σήμερον. Αλλά είχε έναν συγγενή γιατρό της ρώσικης πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, και πήρε την υπηκοότητα.

Δεν ξέρω αν το ξέρετε, αλλά με την Επανάσταση του 1821 ξεσηκωθήκανε στην Νάουσα, αλλά τους καταπνίξανε στο αίμα. Το Γραμματίκοβο δεν αφήσανε πέτρα στην πέτρα, έφυγε η οικογένεια του παππού Χατζηλαζάρου συν γυναιξί και τέκνοις με τ΄ άλογα, στο τσακ γλυτώσανε, πήγανε στας Σέρρας. Ο Δημήτριος Χατζηλάζαρος, έφυγε μειράκιο από την Νάουσα, και μεγάλωσε εκεί. Και πρόκοψε, κτηματίας, εμπόριο σιτηρών. Παντρεύτηκε την Χρυσάνθη Οικονόμου, από πολύ μεγάλο τζάκι της Εδέσσης κι' αυτή. Κάνανε τρία παιδιά, Ευριπίδης, Νικόλαος και Περικλής, χώρια τα κορίτσια Οι δουλειές του Δημήτριου αυγαταίνανε, οπότε κάποια στιγμή η οικογένεια μετακόμισε στην Θεσσαλονίκη.

Πέθανε ο γέρος, τα παιδιά είχανε μία εταιρία, Υιοί Δημητρίου Χατζηλαζάρου, συνεχίσαν την δουλειά του πατέρα τους, κάναν χρυσές δουλειές με τα σιτηρά. Εκ των τριών, ο Περικλής που ήταν ο μικρότερος, ήταν και ο ιθύνων νους της επιχειρήσεως. Αυτός παντρεύτηκε μία αμερικάνα, την Λούση, που ήταν κόρη ενός βουλευτού των Ηνωμένων Πολιτειών. Την γνώρισε στην Ελβετία, ήτανε για σπουδές ο Περικλής κειπέρα, και ο πατέρας της αυτηνής ήταν πρόξενος στην Γενεύη, είχε χάσει την έδρα εντωμεταξύ. Έτσι κάπως λόγω πενθερού έγινε πρόξενος της Αμερικής στη Θεσσαλονίκη, ο Περικλής. Αλλά μετά η Λούση πέθανε. Είχανε ένα αγοράκι μαζί, τον Κλέωνα. Αυτός ο Κλέων ήταν ο μπαμπάς της Μάτσης Χατζηλαζάρου της υπερρεαλίστριας, άμα θέλετε να ξέρετε.

***

 Τέλος πάντων, να μην μακρηγορώ, εκείνες τις μέρες ο Περικλής Χατζηλάζαρος είχε πάει στα Βοδενά, το σόι της μάνας του για. Ανεξαρτήτως οικογενειακών δεσμών, πρέπει να τονιστεί επιτακτικώς πως ο Περικλής δραστηριοποιείτο περί της εθνικής υποθέσεως πολύ ενεργά. Ίσως γι' αυτό είχε πάρει μαζί του παρέα τον έλληνα πρόξενο, τον Βατικιώτη, κι' έναν Μαυροκορδάτο, όχι τον πρίγκηπα, αυτός είχε αποδημήσει προ πολλού, έναν άλλον, μάλλον ο γιός του, βουλευτής με τον Τρικούπη. Είχα πάει να μοιράσουν ελληνικά βιβλία στο σχολείο. Εν πάση περιπτώσει, να μην σας κουράζω, ο Περικλής Χατζηλαζάρου είχε πει πως θα γύριζε εκείνο το απόγευμα με τον σιδηρόδρομο, αλλά δεν γύρισε, ούτε και ειδοποίησε που δεν θα γύριζε. Έτσι είναι, όποιος πάει στην Έδεσσα μένει πάντα λίγο παραπάνω, είναι κανόνας αυτό. Οπότε καθόταν ο αμαξάς και περίμενε άδικα των αδίκων. Κι' εκεί απάνω άρχισε ο καυγάς με την Στεφάνα, τη μάνα της, τον Τζώρτζη και τους χωροφύλακες.

Τώρα, ο Τζώρτζης και ο Περικλής γνωρίζονταν, διότι η αδερφή του Τζώρτζη ήταν νταντά του μικρού Κλέωνα. Ποιά ήταν η μάνα τους τρέχα γύρευε, διότι με τους απογόνους της Κοκονέλας και της Ανέζας δεν έβγαζες άκρη στο Αμποτέικο. Επιπλέον, οι αδελφοί Χατζηλάζαροι είχαν παντρέψει δύο αδερφές τους στους Άμποτ. Οπότε πάει ο Τζώρτζης που τον ξέρανε και τους ήξερε, και λέει του αμαξά χάιντε πάμε πριν μας την πάρουν πίσω οι τούρκοι. Ήτανε και οι άλλοι ρωμιοί και φωνάζανε να την πάρει και να φύγει. Τι να πει ο αμαξάς, έκανε αυτό που έλεγε ο Τζώρτζης, δεν κάθησε να σκεφτεί και πολύ. Και πήρανε τη Στεφάνα και φύγανε. Και οι ζαπτιέδες κι' οι άλλοι τούρκοι κωλώσανε, η άμαξα του προξένου της Αμερικής, σου λέει. Κάπως έτσι πρέπει να έγινε το πράμα. Και πήραμε πίσω την Ελένη, ο Τρωικός Πόλεμος...

***

Έπεσε η νύχτα, κι' ανέβαινε η ένταση αργά και νωχελικά. Μαζευτήκανε οι τούρκοι στα τζαμιά, ήτανε ένας μουφτής Ιμπραήμ κι' ένας άλλος, ο Εμίν εφέντης. Αυτός ήταν από το συμβούλιο του βαλή, αλλά ήταν επίσης και γραμματεύς του ιεροδικείου. Αυτοί ξεσηκώνανε τα πνεύματα.

Το παλιό Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης (πριν το 1881.)


Το πρωΐ κατά τις δέκα μαζευτήκανε καμιά εκατοστή μπροστά στο Διοικητήριο, το Κονάκι που λέγανε στα τούρκικα, και ζητάγανε να τους δώσουνε την Στεφάνα πίσω. Αυτό το Διοικητήριο ήταν εκεί που είναι και τώρα το Διοικητήριο, αλλά ήταν λίγο παλαιότερο από το τωρινό, πιο μικρό. Ήταν τώρα μέσα ο βαλής, ο Μεχμέτ Ρεφέτ πασάς, κι' ο διοικητής της αστυνομίας, συνταγματάρχης, ο Σελήμ Αλαΐ μπέης. Βγήκαν στο μπαλκόνι, τους είπαν να κάνουν μια επιτροπή να μιλήσουνε, και οι άλλοι να διαλυθούνε. Κάνανε οι διαμαρτυρόμενοι μουσουλμάνοι μια επιτροπή, αλλά δεν διαλύθηκαν. Στέλνει τότε ο βαλής δύο υπαλλήλους στο αμερικάνικο προξενείο να πάρουνε την Στεφάνα πίσω, ο ένας ήταν ρωμιός. Χτυπάνε, βγαίνει η κυρία Χρυσάνθη Χατζηλαζάρου, η μητέρα του Περικλή, στην πόρτα. Που είναι η Στεφάνα; Δεν είναι εδώ. Που είναι; Δεν ξέρω. Που είναι ο γιός σας; Στα Βοδενά. Ο άλλος γιός σας; Στο γραφείο. Φωνάξτε τον, παρακαλώ. Φωνάζουνε τον Νικόλαο Χατζηλαζάρου, έρχεται αυτός. Ούτε και αυτός γνώριζε. Τι να κάνουνε οι υπάλληλοι, φύγανε.

Αλλά λέγανε ψέματα, οι Χατζηλαζαρέοι, γνωρίζανε. Είχανε φυγαδέψει την Στεφάνα και την μάνα της από την πίσω πόρτα, και ήτανε τώρα στο σπίτι κάποιου Αυγερινού, φίλου του Περικλή, βλάχου στην καταγωγή και αυστριακού υπηκόου. Εν τω μεταξύ, η ταραχή φούσκωνε. Οι μαζεμένοι στο Κονάκι αποφάσισαν να πάνε στο παρακείμενο Σαατλί τζαμί, απέναντι από το Διοικητήριο, επί της Οδού Προξένων, όπως ονομάζεται σήμερα. Και βγήκανε ντελάληδες και καλούσαν όποιον αγαπάει τον Μωάμεθ, να πάρει μαχαίρι, ματσούκι, ό,τι έχει ο καθένας, και να πάει στο Σαατλί τζαμί. Κατεβαίνανε οι μουσουλμάνοι, τούρκοι, αλβανοί, βόσνιοι, τσερκέζοι, μαζί και ιεροσπουδασταί με τις πράσινες σημαίες του Προφήτη, ιερός πόλεμος, τζιχάντ.

Το Σαατλί τζαμί μετά το 1912


Στο τζαμί πήγε και ο μουφτής Ιμπραήμ, κι' ο Εμίν εφέντης, κι' άλλοι από το μεκλίς. Μπέηδες, αγάδες, γαιοκτήμονες ισχυροί, όλη η οθωμανική ελίτ, ο σκληρός πυρήνας. Μπήκανε σ' ένα δωμάτιο στα ενδιαιτήματα του μουδίρη, του διευθυντού να πούμε, είχε κορανική σχολή το τζαμί. Και συσκεύονταν τις επόμενες κινήσεις τους, πως να κινηθούνε να πάρουνε πίσω την Στεφάνα που είχαν απαγάγει οι χριστιανοί.

Πάει ο Σελήμ μπέης της αστυνομίας στο τζαμί, βλέπει τι γίνεται, καταλαβαίνει πως η κατάστασις επιδεινώνεται ραγδαίως και εκτός ελέγχου. Γυρνάει στο Κονάκι, ακριβώς απέναντι στον δρόμο ήταν, είχε εκεί καμιά εικοσαριά ζαπτιέδες που κωλοβάραγαν, τους στέλνει στο τζαμί. Τραβάει μετά στη στρατώνα να φέρει ενισχύσεις. Επρόκειτο για ένα εφεδρικό σύνταγμα πυροβολικού, είχανε τα κανόνια των οχυρώσεων. Ήταν κάτι τοπτσήδες εκεί που ξυνόντουσαν. Που είναι ο διοικητής; Λείπει. Τι να κάνει ο Σελήμ μπέης, φεύγει, πάει στο λιμάνι, ήταν ένα πολεμικό δεμένο, το Ικλαλιγιέ. Λέει του κυβερνήτη βγάλε το άγημα έξω, έχουμε θέμα. Του λέει αυτός δεν γίνεται, έχω δώσει εξόδου στους πεζοναύτες από το πρωί για το Χιντιριλέζ, είναι στο Μπεξινάρι.

***

Εκεί που διεδραματίζοντο αυτά τα γεγονότα, νάσου ο Χένρη Άμποτ, ο πρόξενος της Γερμανίας, μαζί με τον γαμπρό του, τον Ζυλ Μουλέν, πρόξενο της Γαλλίας, μια και δυό εμφανίζονται στο Διοικητήριο. Μόνοι τους, ούτε καβάση ούτε τίποτα. Ρωτάνε, που είναι ο βαλής; Ο βαλής ήταν στο γραφείο του, αλλά είχε πει να τους πούνε ψέματα πως δεν είναι εκεί, ήθελε να τους αποφύγει. Φεύγουν οι δύο πρόξενοι, βλέπουν κόσμο στο τζαμί, πάνε να δουν τι γίνεται, μαθαίνουν πως το συμβούλιο είναι μέσα και συνεδριάζει. Λένε εκεί θάναι κι' ο βαλής. Κάνουν παρντόν, παρντόν, να περάσουνε μέσα στο πλήθος, τους αφήσανε, δεν τους πειράξανε. Αλλά μετά που δεν βρήκαν τον βαλή, θέλαν να φύγουν. Αλλά το πλήθος δεν τους αφήνανε, φέρτε το κορίτσι λέγανε. Και μείνανε αυτοί στο δωμάτιο με το συμβούλιο.

Εν τω μεταξύ ο Σελίμ ο διοικητής της αστυνομίας γύρισε άπρακτος στο τζαμί, και έμαθε που οι πρόξενοι είχανε μπει μέσα και δεν τους αφήνανε να βγουν. Πάει στο Κονάκι, το λέει του βαλή, το και το. Άμα άκουσε ο βαλής πως οι πρόξενοι μπήκανε μέσα στο τζαμί, του κοπήκανε τα ήπατα. Αμάν! λέει, "τι γυρεύουν εκεί;" Πάει να δει, και τους βρίσκει στο δωμάτιο μαζί με τους μπέηδες του συμβουλίου του. Εκείνη την ώρα ο Χένρη έγραφε ένα γράμμα στο αδερφό του τον Άλφρεντ, να πάει στο αμερικάνικο προξενείο να φέρει την Στεφάνα. Γιατί έτσι νόμιζε, πως η Στεφάνα ήταν στο προξενείο, δεν ήξερε τα νεότερα. Πάνε, βρίσκουν τον αδερφό του, του δίδουν το γράμμα. Φεύγει αμέσως εκείνος, χτυπάει την πόρτα του προξενείου, νάσου πάλι η κυρία Χρυσάνθη στην πόρτα. Που είχε πληροφορηθεί τα καθέκαστα που είχανε τους προξένους στο τζαμί, και εδέησε να μιλήσει, κάτι φήμες, λέει, κυκλοφορούν, πως είναι στο σπίτι του Αυγερινού. Έτσι μου είπανε, έτσι σας λέω, μη σας πάρω στον λαιμό μου. Κι' έκανε την αθώα περιστερά. Φεύγει ο Αλφρέδος να πάει στου Αυγερινού, και κείνη τη στιγμή εμφανίζεται ο καβάσης του αγγλικού προξενείου με δέκα χωροφύλακες, και μια επιστολή του προξένου, Μπλουντ ελέγετο ο άγγλος πρόξενος, να τσακιστούν οι Χατζηλάζαροι όποιος την έχει να δώσουν αμέσως την Στεφάνα, διότι η κατάστασις είναι κρίσιμος, ο όχλος κρατάνε τους προξένους ομήρους. Οπότε πήραν δρόμο όλοι μαζί, ο Άλφρεντ, ο καβάσης και οι ζαπτιέδες, για το σπίτι του Αυγερινού.

***

Και πράγματι, ο όχλος διογκωνόταν και οι πράσινες σημαίες αύξαναν. Είχανε αγριέψει πολύ οι μωαμεθανοί, απειλούσαν να σκοτώσουν τους προξένους. Στις γειτονιές, οι χριστιανοί και οι εβραίοι είχαν κλειστεί σπίτια τους, ψυχή δεν κυκλοφόραγε στην Σαλονίκη. Μονάχα στον φραγκομαχαλά είχε λίγους στο δρόμο, και σχολιάζανε. Ήταν ένας Κραζέφσκι, γραμματικός της γαλλικής πρεσβείας, μόλις κατάλαβε πως κάτι τρέχει, πήγε να βρεί τον Μουλέν, αλλά τούπαν οι αστυνόμοι καλύτερα φύγε, θα τα κάνεις χειρότερα, εδώ κινδυνεύει κι' ο βαλής ο ίδιος κειμέσα. Τότε ο Κραζέφσκι έφυγε να ειδοποιήσει τον πρόξενο της Αυστρίας, που ήταν ο πρύτανις του σώματος. Έξω από το προξενείο έπεσε απάνω στον πρόξενο της Ιταλίας, τον Φοσκαρίνι. Μπαίνουν, πάνε και βρίσκουν τον αυστριακό. Ο οποίος ήταν της γνώμης να μην κάνουν τίποτα. Οπότε φύγανε ο Κραζέφσκι με τον Φοσκαρίνι  για τον στρατώνα, εκεί που είχε πάει ο Σελίμ μπέης της αστυνομίας, μπας και βρούνε τίποτα ενισχύσεις να στείλουν στο τζαμί. Αυτή η φορά ήταν εκεί ο διοικητής, ένας συνταγματάρχης, Ατά μπέης ονομαζόταν. Του λένε πως έχουν τα πράγματα, και να στείλει στρατό στο τζαμί. Τους πέρνει αυτός στο γραφείο, τους κερνάει καφέ, τσιγαράκι, και τους λέει δουλειά σας είναι να διαμαρτυρηθείτε στον αμερικάνο πρόξενο που μας πήραν το κορίτσι, όχι να μου λέτε τι να κάνω εγώ. Οπότε του λέει ο Φοσκαρίνι δουλειά μας είναι να διαμαρτυρηθούμε στον αμερικάνο, αλλά εσένα δουλειά σου είναι να στείλεις τα στρατά στο Σαατλί Τζαμί, διότι αν πάθουν τίποτα οι πρόξενοι την έχεις βάψει, η ευθύνη σου τεράστια και θα εκτεθείς ανεπανόρθωτα. Το σκέφτηκε αυτό ο Ατά μπέης, και το βρήκε σωστό. Οπότε λέει στους στρατιώτες να ετοιμαστούν πάραυτα και να κατευθυνθούν τροχάδην στο Σαατλί τζαμί. Κι' αυτός καβάλησε το άλογο κι' έφυγε σα να του βάλαν νέφτη στον κώλο. Με το που έφτασε μπήκε στο δωμάτιο, κι' ήταν μέσα οι δύο πρόξενοι, ο βαλής, ο διοικητής της αστυνομίας, και όλο το συμβούλιο, και τον ρωτάει ο διοικητής της αστυνομίας γιατί δεν έστειλε τόση ώρα στρατό, και λέει ο Ατά μπέης πως δεν είχε διαταγές να στείλει στρατό.

Αλλά κι' αυτοί που είχε διατάξει να σπεύσουν, ουδέποτε έφθασαν στο Σαατλί τζαμί.

***

Εντωμεταξύ η Στεφάνα δεν ερχόταν, και ο όχλος  είχε αφηνιάσει εντελώς. Είχανε κατακλύσει τον περίβολο του τζαμιού, και θέλανε ν' ανέβουν απάνω, που ήταν το δωμάτιο με τους προξένους. Εκεί πέρα ήταν οι είκοσι ζαπτιέδες με δύο αξιωματικούς, έναν λοχαγό Αλή αγά κι' έναν υπολοχαγό Αχμέτ εφέντη. Αρχηγοί των ταραξιών ήταν ένας Μποσνιάκ Ιμπραήμ, σκλάβος, ένας Τσερκές Γιαβέρ, άνεργος-χαρτοπαίκτης, κι' ένας μπουζτζής, που πουλάει πάγο, Μέτο Χασάν ονόματι. Αυτοί κάνανε πρώτοι το ντου, και τον πετάξανε κάτω τον Αλή αγά, κι' ανεβήκανε. Αλλά δεν μπορούσαν να σπάσουνε την πόρτα του δωματίου. Οπότε ο Μέτο Χασάν ανέβηκε από τη στέγη και κατάφερε να φτάσει σ' ένα παράθυρο, που είχε κάγκελα. Κι' έβγαλε ένα κάγκελο, και φώναξε τους άλλους και βγάλαν κι' άλλα κάγκελα αυτοί και μπήκανε. Και οι άλλοι απόξω με τον Τσερκές Γκιαβέρ σπάσανε τελικώς την πόρτα, και μπήκανε κι' αυτοί. Κι' αρχίσανε να βαράνε όλοι μαζί τους προξένους με τα κάγκελα τα σιδερένια, κι' άλλοι με τα ματσούκια, κι' άλλοι τους μαχαιρώνανε, κι' άλλοι πήρανε τις καρέκλες και τους βαράγανε. Ο βαλής φώναζε σταματήστε, σταματήστε, αλλά τίποτα, δεν σταματάγανε αυτοί. Αλλά και οι επίλοιποι παρόντες, δύο συνταγματαρχαίοι με τις σπάθες, ο ένας της αστυνομίας, ο άλλος του πυροβολικού, μαζί και οι μπέηδες οι ισχυρότατοι με κύρος, ο μουφτής ο πεφωτισμένος ξερωγώ, δεν κάναν τίποτα, κοιτάγανε. Μονάχα ο λοχαγός ο Αλή αγάς έπεσε πάνω στον Μουλέν να τον προστατέψει, και εκλιπαρούσε ο Μουλέν να τον σώσει ο Αλή αγάς, αλλά κάποιος τον έπιασε από τ' αρχίδια τον λοχαγό, και τάσφιξε, και λιποθύμησε ο Αλή αγάς από τον πόνο, συνήλθε αργότερα στη στρατώνα που τον πήγαν σηκωτό. Ο βαλής, το συμβούλιο, οι συνταγματαρχαίοι, σηκωθήκαν και φύγαν. Και συνεχίσανε ο όχλος να τους βαράνε τους δύο προξένους, λιωμένο το κεφάλι του ενός, βγαλμένα τα μάτια του άλλου, μαχαιριές, δεν αναγνωρίζονταν τα πτώματα. Τάχανε πεταμένα στον περίβολο. Ο Φοσκαρίνι ο ιταλός πήγε, και φρόντισε να τους πάρουν από κει.

Μετά, ο όχλος κατευθύνθηκε προς το αμερικανικό προξενείο, δηλαδή την οικία Χατζηλαζάρου, να τους περιλάβουν κι' αυτούς. Αλλά ήταν τυχεροί, οι Χατζηλάζαροι. Εκεί που πήγαιναν ο όχλος πέσαν απάνω στους ζαπτιέδες, που είχαν βρει εντωμεταξύ την Στεφάνα στο σπίτι του Αυγερινού, και την πήγαιναν στο Διοικητήριο. Οπότε ηρέμησαν τα πνεύματα.

Στο Διοικητήριο είχαν μαζευτεί οι πρόξενοι, και σούρναν τα εξ αμάξης στον βαλή, τον Ρεφέτ πασά. Ο οποίος ήταν ένα ράκος και μισό, δεν μιλιόταν. Και ευλόγως, διότι αυτός είχε το γενικό πρόσταγμα, άρα και την γενική ευθύνη.

Πρέπει να επισημάνουμε πως ο Περικλής Χατζηλάζαρος δεν είχε δώσει ακόμη σημεία ζωής, Ήταν ακόμη στα Βοδενά; Ήταν στο προξενείο; Ήταν κάπου αλλού κι' έκανε την πάπια; Ουδείς μας πληροφορεί περί αυτού.

***

Αυτός ο Μπλαντ, ο πρόξενος της Αγγλίας, ήταν μεγάλο μούτρο, πιο φιλότουρκος πεθαίνεις, οι τούρκοι της Σαλονίκης τον λατρεύανε. Και ήταν πολύ γνώστης των οθωμανικών ζητημάτων, αλλά και της διεθνούς πολιτικής, πολύ διορατικός άνθρωπος . Ήθελε λοιπόν το όλο πράγμα να πέσει στα μαλακά, να καλύψει τον βαλή και τους άλλους ιθύνοντες, διότι η διεθνής κοινή γνώμη έπνεε μένεα εναντίον των τούρκων, τους παρουσίαζε ως βάρβαρα χτήνη, και τους χριστιανούς, βουλγάρους, σέρβους, ως πολιτισμένους ευρωπαίους. Κι' ας κάναν τα ίδια και χειρότερα, μπορώ να πω. Αυτή η μονομερής εικόνα στις εφημερίδες ευνοούσε τους ρώσους και τις επιδιώξεις τους να κατέλθουν στην Μεσόγειο. Και δεν βόλευε την Αγγλία, που επεδίωκε το Αιγαίο και τα Δαρδανέλια να μείνουν υπό τουρκικό έλεγχο. Δι' όλους αυτούς τους λόγους ο Μπλαντ εστράφη εναντίον του Βατικιώτη, του έλληνα προξένου, και του Χατζηλαζάρου, ο οποίος ήταν ρώσος υπήκοος, πως αυτοί ήταν πίσω την απαγωγή της Στεφάνας στον σταθμό, για να επιρρίψουν την ευθύνη στην οθωμανική διοίκηση. Και πήγαν μετά στα Βοδενά, δήθεν να μοιράσουν βιβλία στο σχολείο, για το ξεκάρφωμα. Ο Περικλής πάλι, για να ξεπλύνει το όνομά του, έγραψε μιαν αναφορά στον αμερικάνο πρέσβη στην Πόλη, και τούλεγε πως τα γεγονότα δεν τα οργάνωσε ούτε αυτός, ούτε κανείς άλλος, χριστιανός ή μουσουλμάνος. Και πως απλώς το κορίτσι το έκλεψε να το τουρκέψει ο Εμίν εφέντης του μεκλίς, ο οποίος είναι πλουσιώτατος και εξωλέστατος, για να το βάλει στο χαρέμι του. Και οι ρωμιοί εξανέστησαν και αντέδρασαν αυθορμήτως, από υπερβολικό πατριωτικό ζήλο. Και η μάνα του κι' ο αδερφός του απλώς έδρασαν κινούμενοι από ανθρωπισμό, να γλυτώσουν την κοπέλλα που την είχε απαγάγει ο Εμίν εφέντης να την τουρκέψει και να κάνει λαγνουργίες, και δεν σκεφτήκαν τις συνέπειες. Και οι τούρκοι από την πλευρά τους είναι πικραμένοι λόγω των στρατιωτικών ατυχιών τους στην Ερζεγοβίνη και την Βουλγαρία να καταπνίξουν τις εξεγέρσεις, γι' αυτό και αντέδρασαν άσκημα. Αργότερα ξεθύμανε ο θόρυβος, και τον Μπλαντ τον βόλευε ο πρόξενος της Αμερικής να πρόσκειται στο αγγλόφιλον Βασίλειον της Ελλάδος. Οπότε τον συμπάθησε. Κι' όλα καλά.

Οι κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων έκαναν τελεσίγραφο στην Υψηλή Πύλη ζητώντας ασφάλεια για τους ξένους υπηκόους και παραδειγματική τιμωρία των ενόχων.

Επίσης ο Μπλαντ ζήτησε τηλεγραφικώς από τον πρεσβευτή του στην Αθήνα να ειδοποιήσει να στείλουνε κανα πολεμικό στην Σαλονίκη, διότι η κατάστασις ήτο εκτός ελέγχου, και οι οθωμανικές αρχές ήταν εντελώς ανίκανες να επιβάλουν την τάξη. Και κατέπλευσε αμέσως ένα αγγλικό, κι' από πίσω πέντε τούρκικα, δύο ελληνικά, δύο γαλλικά, ένα ρώσικο, ένα ιταλικό, ένα αυστριακό κι' ένα αμερικάνικο, κι έρχονταν κι' άλλα, στο τέλος είχαν μαζευτεί διακόσια δέκα εννιά κανόνια απέναντι από την όμορφη Θεσσαλονίκη, κι' όποιος έχει νεφρό ας κουνηθεί.

Ο φόβος κυβέρναγε στην Θεσσαλονίκη. Οι χριστιανοί και οι εβραίοι φοβόνταν τους μουσουλμάνους, κι' οι μουσουλμάνοι τα κανόνια. Κι' έγινε ηρεμία. Οι ρωμιοί πανηγύριζαν κρυφά την άφιξη των ελληνικών πλοίων, διότι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες.

Η Πύλη διόρισε καινούργιο βαλή, και μιαν ανακριτική επιτροπή να ανακρίνει τα γεγονότα. Ήταν ένας απεσταλμένος του σουλτάνου, ένας εκπρόσωπο του υπουργείου δικαιοσύνης, έναν γάλλο κι' έναν γερμανό, που εκπροσωπούσαν τις κυβερνήσεις των σκοτωμένων. Ο Μπλαντ τότε είπε να βάλουν κι' έναν άγγλο στην επιτροπή, γιατί ο Χένρη Άμποτ, ο γερμανός πρόξενος ήταν βρετανός υπήκοος, και τους έπεισε και βάλανε και άγγλο. Και πήγανε η επιτροπή μαζί με τα καράβια στην Σαλονίκη, να κάνουνε τις ανακρίσεις.

Πιάσανε λοιπόν τριανταπέντε άτομα που συμμετείχαν στο μακελειό, και τους δικάσανε συνοπτικώς πάνω σ΄ένα πολεμικό τούρκικο.

Ο απαγχονισμός, από το γαλλικό περιοδικό Le Monde Illustré


Έξι τους κρεμάσανε εκεί μπροστά στην παραλία, εκεί που είναι η Πλατεία Ελευθερίας. Τον Μποσνιάκ Ιμπραήμ τον χαρτοπαίχτη, τον Τσερκές Γιαβέρ τον φούρναρη, τον αράπη Χασάν, χαμάλης ήταν, ένας επονομαζόμενος Φερχάτ, υπηρέτης, τον Ουζούν Σουλεϋμάν, σφαγεύς-εκδορεύς, και τον Χουσεΐν εφέντη, γιό του Ιμπραήμ εφέντη, άνεργος, συντηρούμενος από τον αδελφό του. Είχανε παρατάξει πεζικό, ιππικό, είχε μαζευτεί κόσμος και ντουνιάς να δει, αλλά δεν βγάζανε κιχ. Τους φέρανε τους κατάδικους, είχαν αυτοί τα ζωνάρια τους σφιγμένα, λεβεντιές, λες και πηγαίνανε να παλέψουνε. Τους βάλανε νερό να πλυθούνε, να κάνουνε την προσευχή τους, τους είπε δυο λόγια ο ιμάμης. Πήγε πρώτος ο αράπης. Φόρεσε μόνος του τη θελιά στο λαιμό του, κι' έδωσε μια  κλωτσά στην καρέκλα. Αργήσανε να πεθάνουνε, κλωτσάγανε τον αέρα, δεν τους ρίξανε από ψηλά να σπάσει ο σβέρκος τους, έτσι ήταν η κρεμάλα αλά τούρκα, σκάσανε από ασφυξία. 

Σε θάνατο καταδικάστηκε και ο Μέτο Χασάν ο μπουζτζής και μερικοί άλλοι, αλλά δεν εκτελέστηκαν εκείνη τη μέρα. Οι υπόλοιποι φάγανε άλλος τρία, άλλος πέντε, άλλος ισόβια, στα κάτεργα οι περισσότεροι. Είχε και τρεις καταδίκες εις θάνατον ερήμην, την κοπανήσανε.

Ο βαλής, οι αξιωματικοί, δικάστηκαν κι' αυτοί από το στρατοδικείο. Οι ποινές ζάχαρη, για τα μάτια των κουτόφραγκων.

Εντωμεταξύ, στην Κωνσταντινούπολη και σ' άλλες πόλεις είχε ταραχές εξ αιτίας της όλης καταστάσεως, ήτανε πολύ έκρυθμη, πήγαινε για εμφύλιο να σφαχτούνε μωαμεθανοί με χριστιανοί. Τελικώς έγινε πραξικόπημα, έπεσε η φιλορωσική κυβέρνησις, παραιτήθηκε και ο Αβδουλαζίζ. Ο οποίος αυτοκτόνησε στο τέλος Μαΐου, έκοψε τις φλέβες του μ' ένα ψαλίδι.

Ανέβηκε ο Μουράτ ο Πέμπτος, ο γιός του. Στην Θεσσαλονίκη δοξολογίες, προσευχές, ο ιμάμης, ο ραβίνος, ο μητροπολίτης, αγαλλίαση, ομόνοια, όλες τα μιλέτια ενωμένα ξανά, η αρμονία ξανάρθε με τις φιέστες της στέψης του νέου μας σουλτάνου.

Αλλά οι φράγκοι τον χαβά τους, ο γερμανός, ο γάλλος, είχανε φάει τα λυσσιακά τους στην επιτροπή. Που κρεμάσανε έξι από την πλέμπα, και κάτι έγινε, και τους ηθικούς αυτουργούς τους είχανε απείραχτους. Ο Μπίσμαρκ κυρίως ήταν πολύ επικριτικός, ο ευρωπαϊκός και διεθνής τύπος ψέλνανε τους οθωμανούς τον αναβαλλόμενο. Οπότε τι να κάνει η Υψηλή Πύλη, υπέκυψε, δώστου πάλι στρατοδικεία.

Αυτή τη φορά ο πρώην βαλής Ρεφέτ πασάς έφαγε τρία χρόνια φυλακή, και μετά την φυλακή να κάνει άλλα δεκαπέντε χρόνια κάτεργα. Πέθανε το 1885. Ο Σελίμ Αλαΐ Μπέης, ο διοικητής της αστυνομίας που έτρεχε περαδώθε να βρει ενισχύσεις, φυλάκιση τριών μηνών και μετά δεκαπέντε χρόνια κάτεργα. Ο Ατά Μπέης, ο διοικητής του πυροβολικού, τρία χρόνια φυλακή. Κι' ο Ριζά μπέης, ο κυβερνήτης του Ικλαλιγιέ, που έστειλε τους πεζοναύτες εξόδου στο Μπεξινάρι, φυλάκιση δέκα ετών.

Η καθαίρεση, από το Le Monde Illustré


Και καθαίρεση επίσης. Η σεμνή τελετή έλαβε χώρα εντός των τειχών, χωρίς θεατές. Αλλά με τον στρατό σε παράταξη, με τυμπανοκρουσίες, σηκώσαν τις σημαίες της Γερμανίας και της Γαλλίας πάνω στο τείχος, και τις χαιρετήσανε οι τοπτσήδες με σαρανταδύο κανονιές. Μετά, άρχισε το θλιβερό τυπικό, τους σπάσαν το σπαθί, τους ξηλώσαν τις επωμίδες, τα παράσημα, τα κουμπιά, όλα τα διακριτικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που είχαν στη στολή, κι' αυτοί κάθονταν οι δυστυχείς στην προσοχή. Όλοι οι πρόξενοι ήταν εκεί, μόνο ο Μπλαντ δεν πήγε.

Ήτανε και το θέμα του Εμίν εφέντη, που ο Περικλής τον κατηγόραγε πως ξεσήκωνε τους τούρκους γιατί ήθελε την Στεφάνα για πάρτη του. Αυτόν τον είχανε ξεχάσει, αλλά τώρα που υπήρχαν πιέσεις, τον θυμήθηκαν. Ερεύνησε η επιτροπή στο χωριό της Στεφάνας, και κάποιοι μίλησαν που ήταν επιστάτης σ' ένα τσιφλίκι εκεί κοντά. Ο ίδιος παραδέχτηκε πως ήταν μέσα στο ίδιο τραίνο με την Στεφάνα τότε που κατέβηκε στην Σαλονίκη, αλλά δεν την είδε εκεί μέσα. Τουτέστιν, ο Χατζηλαζάρου είχε δίκιο, και δεν έλεγε παπαριές να την βγάλει καθαρή. Κατόπιν τούτου, ο Εμίν εφέντης έφαγε τρία χρόνια εξορία, αιτία λόγω ελλείψεως εμπιστοσύνης, έτσι έλεγε η απόφασις. Στη Λιβύη, που δεν είναι τόσο ωραία όσο στη Σαλονίκη.

Πριν κλείσει ο χρόνος είχε πέσει και ο Μουράτ ο Πέμπτος, τον εκθρονίσανε λόγω τρέλας, κι' ανέβηκε ο αδερφός του, ο Αβδουλχαμήντ ο Δεύτερος.

Το 1876 ήταν η χρονιά των τριών σουλτάνων.

Τον άλλο χρόνο έγινε ο ρωσοτουρκικός. Τέλειωσε στον Άγιο Στέφανο της Κωνσταντινουπόλεως, εκεί πέσαν οι υπογραφές, Βοσνία και Ερζεγοβίνη τις πήρε η Αυστρία, η Βουλγαρία έγινε ντε φάκτο ανεξάρτητη στην επιρροή της Ρωσίας, έπαιρνε την Ρωμυλία, όλη την Μακεδονία, κι' έβγαινε στο Αιγαίο. Ήγουν να γίνει η Καβάλα ρώσικος ναύσταθμος. Οι άγγλοι αντιδράσαν αμέσως, κι' οι ρώσοι τα μαζέψαν, ειδ' άλλως θα γινόταν κι' άλλος Κριμαϊκός. Συμφωνήσανε να τα συζητήσουν όλα από την αρχή, αι Μεγάλαι Δυνάμεις μεταξύ τους συν οι κουρέλες οθωμανοί...

***

Η προφορική παράδοση λέει πως η Στεφάνα έζησε ως μωαμεθανή με το όνομα Αισέ. Δεν ξέρουμε αν παντρεύτηκε.

Η προσωπική μου μυθολογία λέει επίσης πως στην Ανταλλαγή ξανάγινε χριστιανή. Για να μη την διώξουν δηλαδή, μαζί με τους άλλους. Από Αισέ έγινε Στεφανία. Έμαθε τα ελληνικά του πλήθους αυτών που ήρθαν.

Και χάθηκε, μέσα στην Θεσσαλονίκη των ψιθύρων.

1939


 

Η μουζική: Τίνος ειν' η νύφη. Με την μπάντα Γιώργου Ουρούμη. Από την συλλογή Τραγούδια δίχως λόγια, του Πολιτιστικού Συλλόγου Έδεσσας "Ο Μέγας Αλέξανδρος."

https://www.youtube.com/watch?v=3gkiq_JpAm0&t=41s