Όλες οι αναρτήσεις με την ημερομηνία τους και τον τίτλο

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Βερμέερ ιμιτασιόν, αλλά αυθεντική ιμιτασιόν

 

Ιησούς και μοιχαλίς


Ήταν ένα παιδί στην Ολλανδία ονόματι Χαν φαν Μέεγκερεν, διότι έτσι τα τραβάνε τα έψιλον εκεί, σα να βελάζουν πρόβατα. Αυτό το παιδί είχε ένα πατέρα πολύ μαλάακεν. Όλο τον έβαζε τιμωρία, γράψε εκατό φορές δεν ξέρω τίποτα, δεν είμαι τίποτα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Λοιπόν, αυτό το παιδί είχε αντιθέτως έναν καλό δάσκαλο. Ο οποίος είχε μία πετριά με τον Βερμέερ. Και τούδειχνε του Χαν πως ζωγράφιζε ο Βερμέερ, ο μικρός πολύ ταλέντο. Ήθελε άμα μεγαλώσει να γίνει ζωγράφος να ζωγραφίζει σαν τον Βερμέερ.

Αλλά ο πατέρας του, τίποτα. Θα πας στο Πολυτεχνείο να γίνεις αρχιτέχτονας. Τι να κάνει ο Χαν, πήγε Πολυτεχνείο στο Ντελφτ. Κι' ήτανε και καλός. Και έκανε και αθλητισμό κωπηλασία. Αγόρασε  ο κωπηλατικός σύλλογος ένα παλιό φρούριο στο κανάλι απάνω να το κάνει εγκαταστάσεις. Έπιασε λοιπόν ο Χαν κι' έκανε τα σχέδια, και βγήκε μία ανακαίνιση μεραγκλαντάν, με προσθήκη να έχει υπόστεγα, να βάζουν μέσα τις βάρκες, τα κουπιά, τα τιμόνια, τα σέα τους, τα μέα τους. Ακόμα υπάρχει, αυτό το φρούριο, άμα πάτε στο Ντελφτ στο κανάλι, να το δείτε. Παντρεύτηκε μία από την Ινδονησία, Άννα ντε Βόογκτ ελέγετο, λύσσιαξε ο πατέρας του, κάνανε και δύο παιδιά.  Εντωμεταξύ, ήρθε η ώρα των πτυχιακών, να γίνει αρχιτέκτονας. Οπότε λέει στον πατέρα του δεν γαμιέσαι κι' εσύ και η αρχιτεχτονική, εγώ θα γίνω ζωγράφος σα τον Βερμέερ, που και ο Βερμέερ από εκεί ήταν, από το Ντελφτ. Αλλά τα παλιά χρόνια.

Και δεν πήρε το πτυχίο του.


Έδωσε, μπήκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Χάγης, κάτι σαν ΑΣΚΤ να πούμε, τέλειωσε, έγινε βοηθός εκεί. Έκανε και κάτι μαθηματάκια έξτρα, κάτι ρεκλάμες, πορευόταν. Και ζωγράφιζε, στυλ Βερμέερ. Ώσπου έκανε και δύο καλές εκθέσεις με έργα του, ξεπούλησε. Έπιασε καλά λεφτά. Τότε ήταν που γνώρισε την Τζο Έρλεμανς, ηθοποιός αυτή, ήταν γυναίκα ενός κριτικού τέχνης, τραβηχτήκανε άσκημα. Αυτός έπινε και τον κώλο του, επίσης. Αλλά είχε γίνει πολύ του συρμού, έδωνε μαθήματα ζωγραφικής σε κάτι κυρίες της Αυλής, κονόμαγε. Ταξίδευε, Λονδίνα, Παρίσια, Κυανή Ακτή, οι ζάπλουτες, κάτι αμερικάνες, κάτι εγγλέζες, τον χρυσώνανε να τους κάνει το πορτραίτο, στυλ ολλανδική σχολή, να πούμε.

Τζο Έρλεμανς


Στο τέλος η Άννα δεν άντεξε τα γκομενιλίκια του, τον χώρισε. Πήρε αυτή τα παιδιά, πήγε στο Παρίσι. Παντρεύτηκε αυτός μετά την Τζο.

***

Εντωμεταξύ, οι κριτικοί τον είχαν στοχοποιήσει τον Χαν, λέγανε πως δεν είναι αυθεντικός, ξερωγώ, πως μιμείται τον Βερμέερ και τους άλλους του Χρυσού Αιώνος, και εδώ την σήμερον γίνονται επαναστάσεις στην Τέχνη, κυβισμός, υπερρεαλισμός, κι' αυτός είναι ένα καρακιτσαριό και μισό, και δεν είναι δημιουργικός, πολύ δευτερίλα, τέτοια του γράφανε. Κι' ο Χαν φαν Μέεγκερεν τα πήρε στο κρανίο, και με κάτι άλλους είχανε μια φυλλάδα, και τους τάχωνε χοντρά των κριτικών, δεν παραδεχότανε άλλη τέχνη από τους μεγάλους μάστορες, τον Βερμέερ, τον Ρέμπραντ, τον Καραβάτζιο, και τα άλλα, ιμπρεσιονισμός, εξπρεσιονισμός, φωβισμός, ντανταϊσμός, κυβισμός, σουρρεαλισμός είναι κολοκύθια μετά ριγάνεως, ατάλαντοι και πουλάνε φύκια για μεταξωτές κορδέλλες. Ήτανε πολύ εριστικός, στο τέλος τον παρατήσανε κι' οι λίγοι που τον υποστηρίζανε.

Πωλίνα Βιόλα ντε Μπόερ. Κόρη της Τζο από τον πρώτο της γάμο, ζωγραφισμένη από τον Χαν.


Το είχε πάρει βαριά να του λένε πως μιμείται, δεν το παραδεχόταν αυτό. Διότι άμα ζωγραφίζεις το ίδιο καλά με τον Βερμέερ ώστε οι κριτικοί να μην μπορούν να ξεχωρίζουνε εσένα από τον Βερμέερ, είσαι κι' εσύ Βερμέερ. Και οι κριτικοί δεν καταλαβαίνουνε την τύφλα τους. Έπιασε λοιπόν και ζωγράφισε έναν πίνακα, Άνδρας και γυναίκα στο τσέμπαλο, κι' από κάτω βάζει την τζίφρα του Βερμέερ. Και τον πάει σ' έναν ειδικό, πολύ σπεσιαλίστα στον Βερμέερ, Αμπραάμ Μπρέντιους ελέγετο, αυθεντία. Και το κατάπιε αμάσητο το τσέμπαλο, ο Μπρέντιους, και έγραψε κι' ένα άρθρο, ότι βρέθηκε και καλά ένας άγνωστος Βερμέερ. Βούηξε ο τόπος! Τον πίνακα τον αγόρασε ένας τραπεζίτης, πλέρωσε καλά.

Άντρας και γυναίκα με τσέμπαλο


Με τα λεφτά από τον πίνακα ο Χαν πήρε την Τζο και πήγανε σ' ένα χωριό στην Κυανή Ακτή, κοντά στο Μονακό. Πιάσανε μια βίλλα, Βίλλα Πριμαβέρα, πορτοκαλλιές, τριαντάφυλλα στον κήπο, θέα στη θάλασσα και στο Μεντόν από ψηλά, ζωάρα. Και καθόταν ο Χαν στην βίλλα και μελέταγε τι μπογιές έβαζε ο Βερμέερ, πως τις έφτιαχνε, τι υλικά, τι πινέλα είχε, τις μεθόδους, τις τεχνικές, την βιογραφία του, όλα. Μέχρι και ποτήρια εποχής αντίκες αυθεντικές, και ένα κανάτι πήγε και βρήκε του 17ου αιώνα αυθεντικό επίσης, που τα φτιάχνανε στο Ντελφτ, να τάχει για μοντέλα.

Βίλλα Πριμαβέρα, στην Roquebrune


Και πήγε κι' αγόραζε παλιούς καμβάδες, τους πλάκωνε ένα στρώμα βακελίτη, κι' αποπάνω δημιουργούσε με μπογιές που είχανε τότε, μια περιουσία έδωσε για δώδεκα γραμμάρια λάπις λάζουλι, λευκό του μολύβδου, κιννάβαρη, και πινέλλα έφτιαχνε μόνος του από τρίχες ασβού, ίδια με του Βερμέερ, να πετύχει την ίδια πινελλιά. Κι' άμα τέλειωνε τον πίνακα, τον έβαζε στον φούρνο στους εκατό βαθμούς, στους εκατόν είκοσι ξερωγώ, να σκληρύνει ο βακελίτης να γίνει ένα με τη μπογιά. Κι' άμα κρύωνε, τύλαγε τον καμβά σ' έναν κύλινδρο, να κάνει ο βακελίτης τα σπασίματα ολόιδια σαν να ήταν τρεις αιώνες πολυκαιρία. Και τα σπασίματα τα γέμιζε με μελάνι, κόλλαγε η σκόνη μετά πάνω στο μελάνι, κι' είχε κι' ένα καφέ βερνίκι, που δεν ξεχώριζε από την λίγδα των αιώνων που είχανε οι αυθεντικοί βερμέερ. Τους πρώτους πίνακες που έφτιαχνε δεν τους έδειξε πουθενά, βελτίωνε συνέχεια την τεχνική του, και καλλιτεχνικώς και τεχνικώς.

Ώσπου το 1936 είχε πάει στο Βερολίνο, που έκανε ο χίτλερ τους ολυμπιακούς. Και γύρισε, κι' έκατσε και έφτιαξε Ο δείπνος στην Εμμαούς, που ήτανε του Καραβάτζιο ένας πίνακας, στο Μιλάνο. Αλλά οι ειδικοί λέγανε πως ο Βερμέερ είχε πάει στην Ιταλία να σπουδάσει τους ιταλούς κάποια στιγμή. Οπότε ο Χαν ζωγράφισε αυτόν, εμπνευσμένο από τον Καραβάτζιο αλλά στο στυλ του Βερμέερ, και με τη τζίφρα του Βερμέερ αποκάτω. Και πέσανε να προσκυνήσουνε, οι ειδικοί, που βρέθηκε βερμέερ από την ιταλική περίοδο του μαιτρ. Και τον πούλησε σ' ένα μουσείο στην Ολλανδία, μισό εκατομμύριο γκίλντες.Και με τα λεφτά αγόρασε μια άλλη βίλλα, στην Νίκαια στη Ριβιέρα, σε μια περιοχή που πηγαίνανε διακοπές βασιλιάδες και δούκες και βαρώνοι. Πάλι με κήπο, τριαντάφυλλα, ελαιόδενδρα, θέα στη θάλασσα, πέντε σαλόνια, δώδεκα δωμάτια, παλαιωμένα έπιπλα, ζωάρα! 

***

Πούλησε κι' άλλα, μέχρι που μυρίστηκε πως έρχεται ξανά πόλεμος. Οπότε γύρισε στην Ολλανδία. Συνέχισε να ζωγραφίζει, να πουλάει τις μαϊμούδες, και ν' αγοράζει ακίνητα, στο κέντρο του Άμστερνταμ, φιλετάκια. Ήρθε η Κατοχή, το βιολί του αυτός. Αλλά επειδή δεν ξέρεις τι σε περιμένει, την χωρίζει την Τζο, δηλαδή εικονικώς, μαζί μείνανε, στα χαρτιά χωρίσανε. Και της μεταβιβάζει τη μισή περιουσία που έβγαλε από τις μαϊμούδες, καλού κακού. Το ζήτημα είναι να έχεις εμπιστοσύνη στην γυναίκα, διότι αλλιώς χάθηκες.

Κυρίως που από υγεία ο Χαν δεν πήγαινε και πολύ καλά, κάπνιζε τόνα πάνω στ' άλλο, έπινε τον σκασμό, είχε καβατζάρει και τα πενήντα. Η ποιότης της εργασίας εξέπιπτε, η δημιουργικότης του ξεθύμαινε, δεν εύρισκε και τα υλικά λόγω Κατοχής. Αλλά εκεί αυτός, στον αγώνα. Σου λέει τώρα δεν μπορούνε να με συγκρίνουνε με τα ορίτζιναλ και να με πιάσουνε, γιατί τα μουσεία είχαν μαζέψει τα ορίτζιναλ στο υπόγειο λόγω βομβαρδισμών. Είχε ζωγραφίσει λοιπόν έναν πίνακα Ο Χριστός και η μοιχαλίς, άγνωστος βερμέερ αυθεντικός επίσης. Οπότε βρίσκει έναν ολλανδό τραπεζίτη ναζισταρά, τον Αλόις Μίεντλ. Του τον φουσκώνει, τσεπώνει ένα εκατομμύριο εφτακό χιλιά γκίλντες.

Να κάνω εδώ μία παρένθεση, αυτός ο Αλόις Μίεντλ ήταν μεγάλο καθήκι. Η γυναίκα του μάλιστα ήταν εβραία, αλλά οι γερμανοί κάναν τα στραβά μάτια στην περίπτωση αυτή. Ήξερε λοιπόν πολλούς πλούσιους εβραίους συλλέκτες. Τους πούλαγε εκδούλευση να τους στείλει στην Αμερική, και αγόραζε τις συλλογές τους κοψοχρονιά. Τους λήστευε δηλαδή, αλλά τι να κάνουνε αυτοί, δεν είχαν άλλη εναλλακτική. Αλλά άμα ήταν σκέτοι εβραίοι χωρίς περιουσία, που είχε κάτι υπαλλήλους εβραίους ο Μίεντλ, αυτούς τους έδωσε στους γερμανούς, δεν γυρίσανε. Λοιπόν, ο Μίεντλ ήταν επίσης κολλητός του Γκαίρινγκ, και κάνανε δουλειές μαζί. Ο Γκαίρινγκ αγόραζε πίνακες, είχε συλλογή έργα τέχνης κλεμμένα σ' όλη την Ευρώπη, τι Βανγκόνγκ, τι Μονέ, τι Μποτιτσέλι, παρίστανε τον συλλέκτη, το γουρούνι το δίποδο. Κι' αντάλλαξε τον Χριστό με την μοιχαλίδα με καμιά εκατοστή άλλους πίνακες πιο παρακατιανούς, συν ένα ποσό παγκουί σε λίρες Αγγλίας. Έβγαλε κι' ο Μίεντλ καλή προμήθεια. Τέλος πάντων, κλείνω την παρένθεση.

Το ζήτημα είναι που όταν μπήκαν οι αμερικάνοι στη Γερμανία, ο Γκαίρινγκ έκρυψε την συλλογή σ' ένα αλατωρυχείο στας Άλπεις, στην Αυστρία. Νόμιζε πως θα πάει κι' αυτός Αργεντινή. Αλλά οι αμερικάνοι κάναν ολόκληρη επιχείρηση, την βρήκανε την συλλογή, την πήραν πίσω. Τελικώς Ο Χριστός και η μοιχαλίς μαζί με άλλοι αυθεντικοί πίνακες της ολλανδικής σχολής γυρίσανε στην Ολλανδία. Ψάχνανε τώρα οι ολλανδοί να βρούνε πως ο άγνωστος αυτός βερμέερ βρέθηκε στην συλλογή του Γκαίρινγκ, και ψάχνοντας ανακρίνανε και τον Μίεντλ, ο οποίος είχε κι' άλλα ράμματα στη γούνα του, ήτανε στη στενή. Οπότε για να γλυτώσει τα χειρότερα τα ξερνάει όλα σα τη γάτα, το και το, ο φαν Μέεγκερεν μου τον πούλησε.

Οι αμερικάνοι με τον Ιησού και την μοιχαλίδα.


Και βρέθηκε ο Χαν φαν Μέεγκερεν κι' αυτός στη στενή, κατηγορούμενος για συνεργασία με τους ναζιστές και που τους παρέδωσε την πολιτιστική κληρονομιά της Ολλανδίας ξερωγώ, τα όσια τοις κυσί. Λέμε στην Απελευθέρωση γίνονται αυτά, που θα πει θα τον στήνανε στον τοίχο, όχι παίξε-γέλασε. Τι να κάνει λοιπόν ο Χαν, άλλη λύση δεν υπήρχε, τους είπε την αλήθεια. Α ρε ηλίθιοι, νομίζατε πως θάδινα ορίτζιναλ Βερμέερ τού χοντρού του Γκαίρινγκ, εγώ τον έφτιαξα τον Χριστό με την μοιχαλίδα.

***

Ο εισαγγελέας, ο ανακριτής, δεν τον πιστεύανε όπως ήταν φυσικό, αλλού αυτά ρε τομάρι. Κι' ήτανε ζόρικα τα πράματα. Οπότε τι κάνει ο Χαν, φέρτε λέει τις μπογιές και τα πινέλλα μου στην φυλακή, βάλτε και μάρτυρες εδώ να βλέπουν, και κάθεται και έφτιαξε έναν άλλον πίνακα ιμιτασιόν, ίδιον με τον αυθεντικό, δηλαδή τον ιμιτασιόν που είχε πουλήσει για αυθεντικό βερμέερ Και τους πέσανε τα σαγόνια ολωνών, όπως καταλαβαίνετε.

Αυτό είχε και καλές και κακές συνέπειες. Οι καλές ήταν που η κατηγορία για δοσιλογισμό απεδυναμώθη. Και όχι μόνον απεδυναμώθη, αλλά ο Χαν φαν Μέεγκερεν έγινε εν μία νυκτί πρώτη μούρη της Αντίστασης, που τσάκωσε το ένα εφτακό από τους γερμανούς και τους έδωσε τη μαϊμού βερμέερ. Αποφυλακίστηκε μέχρι την εκδίκαση της υποθέσεώς του, γύρισε σπίτι του, έβγαινε βόρτα, τον χαιρετάγανε στον δρόμο, ήρωας!

Οι κακές συνέπειες ήταν ότι εμφανίστηκε η Εφορία και του ζήταγε αναδρομικά φόρους από τις πωλήσεις των πλαστών, που τάχε εισπράξει μαύρα, όπως είναι φυσικό, συν οι τόκοι και τα πρόστιμα. Και δεν έφτανε αυτό, του κάναν αγωγή οι αγορασταί που τους είχε εξαπατήσει και γυρεύανε αποζημιώσεις γιγαντίων διαστάσεων. Γιατί αποζημιώσεις, ρε μυστήριοι; Αφού δεν καταλαβαίνατε την διαφορά!

Τέλος πάντων, τον αλληθωρίσανε τον Χαν, κήρυξε πτώχευση. Του τα βγάλαν στο σφυρί όλα.

Αλλά το καλό με τις κακές συνέπειες ήταν που δεν αποδείχτηκε πως το διαζύγιο με την Τζο ήταν εικονικό, οπότε η Τζo κράτησε ό,τι της είχε μεταβιβάσει, και ήταν αρκετό να ζήσει πολυτελώς ως τα βαθιά γεράματα.

Εντωμεταξύ ορισμένοι εξαπατηθέντες αγορασταί δεν επείθοντο πως εξηπατήθησαν, θέλανε την κεφαλή του επί πίνακι, δηλαδή πως οι μαϊμούδες ήταν αυθεντικοί βερμέερ, να μην χάσουνε την αξία τους. Και πως τάλεγε όλα αυτά για να γλυτώσει την κεφάλα του. Και για να γλυτώσει την κεφάλα του όλη η αγορά της ολλανδικής σχολής κινδύνευε να τιναχτεί στον αέρα. Διότι σου λέει ο φιλότεχνος τι να πάω στο μουσείο να δω μαϊμούδες, δεν πάω στον ζωλογικό κήπο πιο καλά; Και ο μέλλων αγοραστής λέει κορόιδο είμαι ν' αγοράσω εγώ βερμέερ και να μου βγει μάπα; Οπότε οι τιμές και των ορίτζιναλ βερμέερ πηγαίνανε ντουγρού να καταβρακωρθούν.

Τελικώς το δικαστήριο διόρισε επιτροπή πραγματογνωμόνων να αποφανθεί επί της γνησιότητος των μαϊμούδων που έφτιανε ο Χαν φαν Μέεγκερεν. Πρόεδρος ήταν ένας βέλγος, Πωλ Κόρεμανς, διευθυντής του εργαστηρίου των μουσείων όλου του Βελγίου, είχε κατανόηση αυτός, ξηγημένος. Με κλασσικές σπουδές, λατινικά, αρχαία ελληνικά, αλλά είχε και ντοκτορά αναλυτικής χημείας. Είχε βοηθήσει και στην Αντίσταση, έκρυβε κόσμο. Και του εξήγησε ο Χαν πως δούλευε τον βακελίτη και τις μπογιές και τους παλιούς καμβάδες, όλα τα κόλπα του τάπε. Και η επιτροπή εξέτασε τις μαϊμούδες με ακτίνες Χ και άλλα επιστημονικά μέσα του Κόρεμανς, και επαλήθευσε τα ευρήματα, δηλαδή που ο βακελίτης δεν υπήρχε την εποχή του Βερμέερ, όπερ έδει δείξαι. Και που ο μόλυβδος που είχε το λευκό του μολύβδου που έβαζε ο Χαν ήταν καθαρός, του εμπορίου. Ενώ ο μόλυβδος στην εποχή του Βερμέερ είχε ψήγματα ασήμι και αντιμόνιο, εκείνο τον καιρό δεν ξέραν να βγάλουν τόσο καθαρό μολύβι. Και άλλα πολλά βρήκανε, το μπλε κοβάλτιο που είχε ο Χαν δεν υπήρχε τον καιρό του Βερμέερ επίσης, και δεν συμμαζεύεται, ο Κόρεμανς είχε τεκμηριώσει τα ευρήματα στο έπακρον.

Οπότε το δικαστήριο απεφάνθη πως οι πίνακες δεν ήταν του Γιαν Βερμέερ φαν Ντελφτ αλλά του Χαν φαν Μέεγκερεν, και συνεπώς Ο Ιησούς και η μοιχαλίς δεν ανήκε στην εθνική κληρονομιά των Κάτω Χωρών, και ο Χαν γλύτωσε το ντουφέκι. Κι' έφαγε έναν χρόνο μοναχά για την πλαστογραφία. Και ο Χαν είπε στην απολογία του πως συγχαρητήρια, η επιτροπή εμπειρογνωμόνων είχε κάνει έξοχη δουλειά. Και ο Κόρεμανς είπε μετά του Χαν πως ήταν μεγαλοφυΐα, ο μεγαλύτερος παραχαράκτης όλων των εποχών. Και ο Χαν του είπε πως τις μαϊμούδες τις έφτιαχνε όχι για τα λεφτά, αλλά επειδή δεν αναγνωρίζανε το ταλέντο του, να τους ξεφτιλήσει.

Κι' εκεί που περίμενε στο σπίτι του να ρθουν να τον πάρουν να τον πάνε στην ψειρού να εκτίσει τον ένα χρόνο, τούρθε καρδιακή προσβολή. Τον πάνε στο νοσοκομείο, παθαίνει και δεύτερη.

Και πέθανε, ο Χαν φαν Μέεγκερεν. Στις 30 Δεκεμβρίου του 1947.

Και δεν πήγε φυλακή. Καθόλου.

***

Αλλά αναδρομικές έκανε πολλές. Άμστερνταμ, Βασιλεία, Ζυρίχη, Λονδίνο, Βερολίνο, Νέα Υόρκη, και που δεν πήγε ο Χαν με τις μαϊμούδες του, συνέχισε την ζωάρα κι' αφότου πέθανε. Τόσο καταξιώθηκε, μέχρι που βγήκανε και μαϊμούδες φαν Μέεγκερεν. Δηλαδή μαϊμούδες των αυθεντικών μαϊμούδων βερμέερ. Που ίσως να είναι και αυτές αυθεντικές. Δηλαδή μπορεί και να μην υπάρχουν μαϊμούδες. Δεν ξέρω αν έγινα κατανοητός.

Διότι είναι ένα διήγημα του Μπόρχες που το λένε Πιερ Μενάρ, συγγραφέας του Κιχώτη. Αυτός ο Πιερ Μενάρ λοιπόν ξαναγράφει μερικά κεφάλαια από τον το αθάνατο αριστούργημα του Θερβάντες, πάλι στα ισπανικά του 17ου αιώνα, λέξη προς λέξη, γράμμα προς γράμμα, ούτε ένα κόμμα παραπάνω ή λιγότερο.

Και όμως, το έργο είναι εντελώς πρωτότυπο. Αυτός ο Δον Κιχώτης του Μενάρ -λέει ο Μπόρχες- είναι ένα έργο αυθεντικό, και κατά πολύ σπουδαιότερο εκείνου του Θερβάντες. Διότι ο Μενάρ δεν είναι ο Θερβάντες. Το να γίνει Θερβάντες θα του ήταν πολύ εύκολο. Μαθαίνεις παλιά ισπανικά -που τα έμαθε-, πολεμάς τους τούρκους, ξεχνάς και την ευρωπαϊκή ιστορία μεταξύ 1600 και 1930, κι' έγινες Θερβάντες. Σιγά τα ωά. Ενώ ο Μενάρ έχει διαβάσει Το Μεθυσμένο Καράβι του Ρεμπώ, που δεν τόχε διαβάσει ο Θερβάντες. Αλλά γράφει επίτηδες σε μία γλώσσα επιτηδευμένη που δεν μιλιέται πια, ήγουν ακκίζεται και κάνει γλωσσικά νάζια μυστήρια και καταπληκτικά που προκαλούν απέραντο θαυμασμό στον αναγνώστη, ενώ ο Θερβάντες έγραφε στεγνά στην καθομιλουμένη της εποχής του, πολύ μπανάλ και τον βαριέσαι. Έπειτα, ο Μενάρ έχει ζήσει τον Πρώτο Παγκόσμιο, που δεν τον έζησε ο Θερβάντες. Ξέρει περί Μπέρτραντ Ράσσελ, τον ειρηνιστή, που του Θερβάντες ούτε που του περνάει από το μυαλό τι εστί κίνημα για τον ειρηνισμό όταν λέει για τον πόλεμο. Οπότε -λέει ο Μπόρχες- ο Κιχώτης του Μενάρ είναι απείρως πιο καταπληκτικός συγγραφέας από τον Θερβάντες, διότι πρέπει να τον διαβάζουμε μέσα από τον πλούτο της δικής του εμπειρίας, που έχει πιο πλούσια βιώματα από τον Θερβάντες.

Και κάθομαι και σκέβομαι, μήπως και ο Χαν φαν Μέεγκερεν είναι απείρως πιο συνταρακτικός ζωγράφος από τον Βερμέερ.

Κάθομαι και παρατηρώ τον Ιησού και η μοιχαλίς. Και λέω μέσα μου κοίτα να δεις, ο μπεκρής ο Χαν ζωγράφισε έναν Ιησού τύφλα να κλείνουν τα μάτια του, και νουθετεί δήθεν την μοιχαλίδα Τζό συντετριμμένη χαμηλοβλεπούσα ως Μάρθα Βούρτση, και μας κάνει πλάκα. Που ένας Βερμέερ, ακόμα κι' αν ζωγράφιζε έναν Ιησούς και μοιχαλίς ολόιδιο με του Χαν φαν Μέεγκερεν, ουδέποτε θα διενοείτο ή θα τολμούσε να μας κογιονάρει -κι' εμάς και την ηθική και την θρησκεία- μ' αυτό τον τρόπο.

Αλλά που να τα καταλάβουνε αυτά οι κριτικοί, και οι πραγματογνώμονες, και οι δικασταί, και το γουρούνι ο Γκαίρινγκ.

Ο Χαν στο εδώλιον του κατηγορουμένου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου