Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Ντίνα

 Γύρω στο 1960, η Ντίνα με την αδερφή μου.


Γιατί, πότε και πως πήρε των ομματιώ της κι' έφυγε από τη Σάμη, ποτέ δεν μάθαμε. Δεν μίλαγε γι' αυτό το θέμα. Ούτε και γιατί παράτησε μετά τα καπνοχώραφα και κατέβηκε στην Αθήνα. Εμάς, μας την σύστησε μια μακρινή συγγένισσα. Δούλευε ο πατέρας μου, δούλευε κι' η μάνα μου. Κι' ήρθε η Ντίνα να κρατάει το σπίτι, κι' εμάς τα δύο. Εγώ της πρώτης δημοτικού, η αδερφή μου ενός χρόνου.
Τσιγάρα Άριστα Ματσάγγου σέρτικα. Της λέει ο πατέρας μου -που κάπνιζε Παλλάς φίλτρο- γιατί δεν καπνίζεις αυτά που είναι πιο ελαφρά; και της πρόσφερε. Όχι, του λέει, εγώ αυτά προτιμάω, του Ματσάγγου. Καφές στο μπρίκι, δεν υπήρχε και άλλος καφές τότε, νομίζω το καφέ ήταν και το αγαπημένο της χρώμα, μπεζ φούστα, καφέ σκούρο ζακέτα, και καφέ προς το κόκκινο μαντήλα, απαρεγκλίτως όταν έβγαινε έξω. Είχε βέβαια και πολύχρωμες μεταξωτές, με τα καλά της για την Κυριακή που είχε ρεπό. Και μία κορμοστασιά λαμπάδα, την καμάρωνε η μάνα μου, που ήταν και στο Εθνικό, κι' όλοι το λέγανε αυτό με την κορμοστασιά της, πόσο στητή ήτανε. Και σβέλτα, αεικίνητη.
Ένα πρόσωπο που φαίνονταν οι παρατεταμένες περιποιήσεις του θερινού ήλιου της Θράκης και της Μακεδονίας, σκληρός ήλιος, σκληρή δουλειά, σκληρή ζωή. Δεν μπορούσες να καταλάβεις ηλικία. Όμορφη όχι, δεν ήταν. Αλλά και πάλι, δεν ξέρω. Αν είχε ζήσει αλλιώς, αλλού, και σ' άλλη εποχή. Και κάτι μάτια κάρβουνα, και μαλλιά μαύρα, κοράκου χρώμα, φυσικά, δεν τάβαφε.
Σχολείο δεν είχε πάει. Ούτε διάβαζε, ούτε έγραφε. Ο βίος ο πλάνης, το σχολείο της. Πως αμέ, Κιλκίς, Δροσάτο, Καβάλα, Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή, όλα τα μέρη τάχε γυρίσει, και Θεσσαλονίκη είχε πάει, και στον Λευκό Πύργο, παντού σ' εκείνα τα μέρη είχε κάνει. Κι' έλεγε τι όμορφα που είναι, τα νοσταλγούσε. Όλες τις εργασίες στα καπνά επίσης τις ήξερε, τις είχε δουλέψει, τις απαριθμούσε με περηφάνεια, πότισμα, μάζεμα, βελόνιασμα, σ΄όλες είχε διαπρέψει. Κι' η γλώσσα της ήταν ακονισμένη σε κείνα τα μέρη, ντοπιολαλιές κι' ανθρώποι και φυλές, εκκλησιές, χωριά, σπιτάκια, μιναρέδες, ένα χαρμάνι με τα κεφαλλονίτικα, το σκοτάδι τόλεγε σκοτίδα, κι' είχε και μίαν έκφραση της υπέρτατης αγανάκτησης και απαξίωσης συνάμα, τόνε κοίταγε σαν μίασμα τον άλλονε, να πούμε, κι' έλεγε μέσα από τα δόντια της "τσόλασι μπόζι μου!" Άγνωστον σε ποιά γλώσσα αυτό το τσόλασι μπόζι μου.
Κέρβερος. Κουμάντο στο σπίτι έκανε αυτή, τι θα φάμε, τι θα πιούμε, και το σπίτι λαμπίκο, να πλύνει να σκουπίσει, κανένας δεν της έλεγε κάνε κείνο, κάνε τ' άλλο, κι' είχε και τον ακάθιστο, σβούρα. Κι' αλλοίμονο άμα έμπαινες μέσα και δε σκούπιζες τα πόδια σου, όχι μόνο εμείς -μικροί και μεγάλοι-, αλλά κι' οι μουσαφιραίοι που κάνανε να μπούνε τους έβαζε την αγριοφωνάρα, τα πόδια σας, τότε ήταν όλο λάσπες οι δρόμοι, τι να κάνουνε αυτοί, συμμορφώνονταν και μπαίνανε μετά περιδεείς, με την μόνιμη επωδό από πίσω να τους συνοδεύει τσόλασι μπόζι μου!   
Μαζί μας να κάτσει στο τραπέζι δεν καταδεχότανε, ούτε στις γιορτές.  Κι' όχι πως δεν επέμεινε μια-δυό φορές η μάνα μου, ο πατέρας μου. Τους τόκοψε. Περίμενε να τελειώσουμε, να μαζέψει τα πιάτα, να τα πλύνει, να τα σκουπίσει, να τα βάλει στα ντουλάπια, να ταχτοποιήσει τα πάντα. Κι' ύστερα, καθόταν να φάει με την ησυχία της, να το φχαριστηθεί. Είχε κι' ένα μπουκαλάκι δικό της, το γέμιζε χύμα ρετσίνα από τον μπακάλη, εκτός κι' αν είχαν φέρει πεσκέσι καμιά νταμιτζάνα ρομπόλα της γιαγιάς, εκεί δεχόταν το κέρασμα. Στο φαΐ ήταν μετρημένη, ούτε πολύ ούτε λίγο, αλλά είχε τις παραξενιές της. Έφερνε ο πατέρας μου ροκφόρ, μούχλα, η Ντίνα το σιχαινόταν. Μια φορά ξεμείναμε από φέτα, είχε μόνο ένα έμενταλ, το δαγκώνει, το πετάει μετά στο πιάτο, που έκανε γκελ το έμενταλ κι' έπεσε μέσα στο ιμάμ, σα λάστιχο είναι, είπε μετά τσαντισμένη. Τσόλασι μπόζι μου! Πάντως, φαΐ δεν πέταγε. Και προπαντός ψωμί. Άσε που φίδι που σ' έφαγε αν σ' έβλεπε να τσιμπάς το ψωμί με το πηρούνι.
Εμένα μου είχανε μία κυρία που μου έκανε γαλλικά. Η μαντάμ Τόνια. Ελληνίδα μεν, αλλά μεγαλωμένη στο Βέλγιο, και μετά στο Βελγικό Κονγκό, που τους πήγε τρεις και μία με τον Λουμούμπα και γυρίσανε κακήν κακώς, πέθανε και ο άντρας της μετά, κι' έκανε μαθήματα για να ζήσει. Αυτή, λοιπόν, με αγαπούσε πολύ, και μου μάθαινε και παιδικά τραγούδια, γαλλικά, καλύτερος τρόπος για να μάθεις μια γλώσσα δεν έχει. Όπου μπαίνει η Ντίνα μέσα στο δωμάτιο να της φέρει τον καφέ με το γλυκό του κουταλιού στο δισκάκι, και το νερό από το ψυγείο. Κι' ακούει που τραγουδάμε. Άκου να σου πω, της λέει, δεν σε πλερώνουνε για να τραγουδάτε, γαλλικά σε πλερώνουνε να τον μάθεις. Κέρβερος.
 Από τέτοια, όσα θες να σου πω. Από την Κεφαλονιά μπορεί να έφυγε χωρίς τίποτα, από κουρλαμάρα όμως επήρε μαζί της ένα τσουβάλι. Υποδείξεις και κουβέντες δεν σήκωνε από κανένα. Η μάνα μου είχε συμβιβαστεί μ' αυτόν τον χαρακτήρα της, κι' όχι μόνο επειδή της ήταν πολύτιμη. Αυτή είναι η Ντίνα, και πάει τέλειωσε. Έχει το σκέρτσο της το Ντινάκι (στο μυαλό εννοώντας,) που έλεγε σιγανά κι' ο θείος ο Βάγγος, και γέλαγε διακριτικά. Που πάει να πει η ιδιορρυθμία της έχαιρε ασυλίας σ' όλη την οικογένεια, σε συγγενείς και φίλους.
Γλεντζού περιωπής. Μια Καθαρά Δευτέρα -πρέπει να ήταν τον καιρό που είχε έρθει ο Νταβίδιας από την Αμερική- είχε μαζευτεί όλο το σόι στο σπίτι. Περνάγανε κάτι πλανόδιοι απόξω, βιολιά, κλαρίνα, ξέρωγώ, τους φώναξε ο Τάκης μέσα -ο αδερφός του πατέρα μου αυτός-, κι' άρχισε ένα γλέντι τρικούβερτο. Μεράκλωσε η Ντίνα, άφησε την κουζίνα, κι' άρχισε το χορό, λαϊκά, δημοτικά, νησιώτικα, όλα τάξερε. Μέχρι και μια φιγούρα που κανείς δεν είχε ξαναδεί, ήτανε πλάτη με πλάτη ο θείος Τάκης και η Ντίνα, με μπλεγμένα τα χέρια από πίσω, και σκύβει ο Χρήστος, και σηκώνει την Ντίνα στον αέρα, και κοίταγε αυτή το ταβάνι. Και ρωτάει ο θείος Τάκης τι βλέπεις Ντίνα; κι' απαντάει η Ντίνα ουρανό! και ρωτάει η Ντίνα τι βλέπεις; Και λέει ο θείος Τάκης χώμα! Και μετά το κάναν κι' ανάποδα, σήκωσε η Ντίνα τον θείο Τάκη. Θερίο, κοτζάμ άντρα τον σήκωσε στον αέρα, και φωνάζανε ξανά μανά, τι βλεπεις; ουρανό! τι βλέπεις; χώμα! Καλά, που τάμαθες εσύ αυτά, την ρωτάει μετά ο θείος Τάκης. Εγώ που τάμαθα; του λέει η Ντίνα, εσύ που τάμαθες! Και ρίχνανε και κλεφτές ματιές ο ένας τ' αλλουνού, σε μιαν μυστική ένωση μεταξύ τους ως ένα ον μεταφυσικό, το νόημα που είχε κείνο το χώμα κι' ο ουρανός, κι' εκείνη η φιγούρα η τελετουργική η ντερβίσικη, μόνο αυτοί ξέρανε. Και όλοι οι άλλοι ένα γύρω, χειροκροτηταί. Μόνο η μάνα μου την τσίμπησε οίστρος, και πατάει μια στριγγλιά, και πετάει ένα ποτήρι γεμάτο κρασί στον αέρα! (Και της έκανε τον αυστηρό ο πατέρας μου να μαζευτεί.) Και φύγανε μετά οι πλανόδιοι να πάνε κι' αλλού, το μεροκάματο της Καθαράς Δευτέρας, με φόντο τον δρόμο, μιαν ελαφρά νέφωση διάστικτη χρωματιστούς χαρταετούς και  τραγούδια.
Που είπαμε τραγούδια, η Ντίνα είχε ένα τραντζιστοράκι. Γερμανικό μάλλον, με δερμάτινο κάλυμμα και πτυσσόμενη κεραία. Τόχε στο καμαράκι της, μαζί με τα Άριστα Ματσάγγου και το μπουκαλάκι της. Λαϊκά άκουγε, αλλά κείνο τον καιρό είχε μόνο την Ε.Ι.Ρ.Τ και το Ενόπλων, και παίζανε κυρίως ελαφρό πρόγραμμα, λαϊκά παίζανε όχι πολύ συχνά, προπάντων στις εκπομπές των φωνογραφικών εταιρειών, την εκπομπή σας προσφέρουν αι εταιρείαι Κολούμπια, Χιζ μάστερβόης και Κάπιτολ, εγώ την Ντίνα την έχω συνδέσει με την φωνή της Μπέλλου, τον Τσιτσάνη, τον Μητσάκη, τον Γαβαλά, τον Χιώτη, την συννεφιασμένη Κυριακή, και το μπακάλικο του Νικηταράκου που μ' έστελνε να φέρω καφέ, ζάχαρη ξερωγώ, άμα είχαμε ξεμείνει, το μπακάλικο που μύριζε πετρέλαιο και παστό μπακαλιάρο, το μπακάλικο με τα γυμνά μπετά, έχω να λάβω γράμμα σου σαράντα μέρες τώρα, τα γυμνά μπετά με τις σιδερόβεργες σηκωμένες σ' έναν γκρί ουρανό σαν ικεσίες, τάχα να ζεις ή χάθηκες σαν το πουλί στη μπόρα...



Για τα ερωτικά της, κανένας ποτέ δεν έμαθε τίποτα. Μόνο εγώ, μια φορά. Είχα πάει στο καμαράκι της κάτι να την ειδοποιήσω. Και βγάζει από κάπου μια φωτογραφία μαυρόασπρη και μου την δείχνει. Ήταν ένας φαντάρος με μπερέ, και με ψιλό μουστακάκι, με τόνα γόνατο στο χώμα σε θέση βολής, κράταγε ένα στεν και χαμογελούσε μόρτικα. Ποιός είναι αυτός; την ρωτάω. Ο αρρεβωνιαστικός μου, μου λέει αυτή. Και που είναι; την ξαναρωτάω. Σκοτώθηκε, μου λέει. Στον συμμοριτοπόλεμο.
Έβγαινε ελευθέρας τις Κυριακές. Είχε κάτι γνωστούς, συγγενείς, μένανε στα Τουρκοβούνια αποκάτω, σε κάτι ανηφόρες πάνω από την Πανόρμου, η Πανόρμου τότε χωματόδρομος κι' αυτή. Και μια ξαδέρφη νομίζω, στη Γούβα. Ή πάγαινε σινεμά, μόνη της. Τις ελληνικές ταινίες τις έβλεπε ξανά και ξανά, προπάντων τα δράματα, με παραστρατημένες, αμαρτία, τέτοια. Στις ξένες δεν πήγαινε, δεν καταλάβαινε τι λέγανε. Μια δυο φορές μόνο, που τις ελληνικές που παίζανε τις είχε δει όλες και τις είχε βαρεθεί. Της είχε πει η μάνα μου την υπόθεση, μέσες άκρες. Αθήναιον, Έλλη, Αρζεντίνα, Άστρον. Δίπλα στην Γρανάδα είχε κι' ένα καλό σουβλατζίδικο. Καθόταν κι' έπαιρνε  μια μερίδα γύρο με γαρνιτούρα πιτούλα κομμένη, πατάτες, ντοματούλα, κρεμμυδάκι. Και μια μπύρα. Φόραγε τα καλά της, ενίοτε και γάντια. Άμα δε βλέπουνε τα χέρια μου, δεν θα με περνάνε για αριστοκράτισσα; με ρώτησε...
Πέτρες και λακκούβες ήταν η αγάπη της, είτε την έδινε, είτε την διεκδικούσε. Αγάπη δίχως πείσματα δεν έχει νοστιμάδα, έλεγε. Και επίσης όποιος σ' αγαπάει σε κάνει και κλαις. Έπαιζα με τις λάσπες; Ερχόταν και με μάζευε. Κακός μπελάς. Τι είσαι, κανάς γιούφτος; μούλεγε. Κυρίως όμως η αδερφή μου. Η Ντίνα την είχε μεγαλώσει από βρέφος, κι' η αδερφή μου την λάτρευε πιο πολύ από τη μάνα μας, έλειπε συνεχώς αυτή με το Θέατρο. Που πήρε να της μοιάζει η μικρή και στον χαρακτήρα, της Ντίνας. Το γινάτι από την Ντίνα το πήρε. Τσαούσα την ανέβαζε, τσαούσα την κατέβαζε. Μέχρι που της κόλλησε το παρατσούκλι...
Μια φορά την είχε βγάλει βόρτα, βραδάκι ήτανε. Μ' αγαπάς, της λέει η Ντίνα. Σ' αγαπάω, της λέει αυτή. Πόσο; Πολύ. Πόσο πολύ; Πάρα πολύ σου είπα. Κουβέντα στην κουβέντα, η Ντίνα να μην πείθεται πόσο πολύ την αγαπάει η αδερφή μου. Ξαπλώνει λοιπόν τέζα μέσα στο δρόμο, και βόγγαγε, έκανε πως πεθαίνει, και το κοριτσάκι να πλαντάζει στο κλάμα, σ' αγαπάωωωω, μην πεθάνειειειεις...
Στην Κεφαλονιά δεν ξαναπάτησε. Μόνο μία φορά. Ένα καλοκαίρι, που πήρε την άδειά της, γύρω στο 1965 πρέπει νάταν. Ως τουρίστρια, επισκέφθηκε τον Άγιο, το σπήλαιο στη Δρογγαράτη, μας έφερε και μία καρτποστάλ από την Κουνόπετρα όταν γύρισε.
Να σου πω πως τσακώθηκε με την μάνα μου κι' έφυγε; Κι' άμα θες το πιστεύεις, διότι τέτοιο εργασιακό καυγά δεν θα ξανακούσεις. Η μάνα μου είχε φαγωθεί να την ασφαλίσει στο ΙΚΑ. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου, τι σε κόφτει; Αφού εγώ θα στα πληρώνω όλα, νάχεις μια σύνταξη να πορεύεσαι στα γεράματα. Τίποτα η Ντίνα. Όχι, να μου τα δώσεις στο χέρι, ούτε ΙΚΑ θέλω ούτε τίποτα. Κουβέντα στην κουβέντα, της λέει η μάνα μου τι να σε κάνω, είσαι τυχοδιώκτρια. Και τι είσαι συ που θα με πεις εμένα τυχοδιώχτρια; της λέει η Ντίνα. Που καταλάβαινε πως δεν ήταν για καλό το τυχοδιώκτρια, αλλά τι θα πει ακριβώς, άντε να της εξηγήσει η μάνα μου. Εύθικτη, μύγα στο σπαθί της δεν σήκωνε. Μεγαλοβδομάδα ήταν, είχαν ανθίσει οι πασχαλιές στον κήπο, το θυμάμαι σαν τώρα. Έφτιαξε την βαλίτσα της κι' έφυγε, χωρίς να μας ρίξει ούτε μια ματιά. Σ' εμένα, στην αδερφή μου έστω.
Πορεύτηκε η Ντίνα, δεν χάθηκε, μαθαίναμε από τους συγγενείς της στα Τουρκοβούνια. Πάνω στον δεύτερο χρόνο, σπάει η μάνα μου το πόδι της, άλλον ένα χρόνο τραβιόταν στα νοσοκομεία. Τόμαθε η Ντίνα, και ξαναγύρισε ένα διάστημα να περισώσει την κατάσταση. Ύστερα ξανάφυγε, χωρίς καυγά αυτή τη φορά.
Είχε εγκατασταθεί στο Αίγιο. Είχε μιαν ανηψιά εκεί, νομίζω. Έμενε σ' ένα δωματιάκι, δεν χρειαζόταν πολλά. Μαθαίναμε νέα της μια στις τόσες, μια γειτόνισσα δίπλα είχε τηλέφωνο, την εξυπηρετούσε. Χριστούγεννα και Πάσχα της έστελνε η μάνα μου κι' ένα δωράκι. Κρατήσαμε έκτοτε επαφή.
Πήγα και την βρήκα, το 1977 νομίζω. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο συγκινήθηκε. Εγώ τότε αλλού γι αλλού. Με τον χρόνο μονάχα παίρνουν οι ζωές των ανθρώπων την βαρύτητά τους, και με την ελαφρότητα της νικοτίνης, και μαζί με τα τραγούδια του πενήντα, και μαζί με κάθε είδους απίθανες και απρόοπτες περιστάσεις, εκ πρώτης όψεως ασύνδετες, να σκάνε σα πυροτεχνήματα το Πάσχα, να φέρνουν την Ντίνα, ζωντανή και περιπλανώμενη, ζόρικια και εύθραυστη, στο νυν και αεί.
Μια φορά, πάνε χρόνια που μας είχε αφήσει χρόνους, ήμουνα στη λαϊκή, κι' ακούω έναν να διαλαλεί τα λαχανικά του πολύ παράξενα, " αχ Μακεδονία, και τα μαρούλια σου ακόμα πικρά είναι!" φώναζε. Απόρησα, και γύρισα να δω, και με είδε αυτός που γύρισα, και με λέει έλα δω να σε πω μια ιστορία. Ευχαριστώ, λέω, μαρούλια ψώνισα. Βρε έλα δώ, πάω τέλος πάντων. Όταν είχαν έρθει οι πρόσφυγες τότε που ήρθανε, ήτανε νύχτα, εδώ τους είπανε θα εγκατασταθείτε, κι' όπως ήτανε ξεθεωμένοι πέσαν να κοιμηθούνε όπου βρίσκανε, μέσα στα χωράφια. Ξυπνάει ένας μέσα στη νύχτα, τον είχε κόψει η λόρδα, απλώνει τα χέρια του, είχε κάτι φύλλα παντού, κόβει, τρώει, φαρμακώθηκε. Αχ μπρε Μακεδονία, και τα μαρούλια σου πικρά είναι! βάζει μια φωνή. Με εννόησες; μου λέει ο μανάβης.
Όπερ έστι μεθερμηνευόμενον δεν έτρωγε μαρούλια, καπνά έτρωγε. Δεν βλέπανε στο σκοτάδι, είχανε πέσει να κοιμηθούν μέσα στα καπνοχώραφα γιά. Στα ίδια μέρη, στα ίδια χωράφια, στα ίδια χωριά που μας έλεγε η Ντίνα τι όμορφα που είναι, και που τάχε δουλέψει, και τα νοσταλγούσε. 


Η καλλιέργεια του καπνού, του Τάσσου και της Λουκίας Μαγγιόρου, 1960, λεπτομέρεια.


Το τραγούδι: Η Σωτηρία Μπέλλου και ο Βασίλης Τσιτσάνης, Σαν απόκληρος γυρίζω, ζωντανό το 1972.