Όσα παίρνει η θάλασσα (αλλά κι’ όσα φέρνει)

Ο Χάρολντ πάει ψάρεμα

 

Πρώτα απ’ όλα να το ξεκαθαρίσουμε, από Δεκέμβριο ως Ιανουάριο η Αυστραλία έχει καλοκαίρι. Άρα Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, όλα πέφτουν καλοκαίρι.

Από το απόγευμα, Πέμπτη, 14 Δεκεμβρίου 1967, και μέχρι την άλλη μέρα Παρασκευή πρωΐ, ο Χάρολντ είχε υπουργικό συμβούλιο. Ύστερα πήγε στην πρωθυπουργική κατοικία -στου Μαξίμου, που λέμε εμείς- και πήρε έναν υπνάκο. Μετά πήγε στο γραφείο του στο Κοινοβούλιο, είχε μιαν ανακοίνωση τύπου να τελειώσει. Και κατά το μεσημέρι έφυγε για μιαν αεροπορική βάση εκεί κοντά, να πάρει το κρατικό τζετ για την Μελβούρνη. Η γυναίκα του η Ζάρα θα έμενε στην Καμπέρα, να κάνει τις ετοιμασίες για το ρεβεγιόν. 

Η απόστασις Καμπέρα-Μελβούρνη σε ευθεία είναι 466 χιλιόμετρα. Οπότε όση ώρα πετάει ο Χάρολντ, να σας πω δυο πράματα γι’ αυτόν. Πρώτον, είναι πρωθυπουργός της Αυστραλίας. Δεύτερον, έχει μπελάδες διότι έχει ξεσπάσει ένα σκάνδαλο, γινόταν κατάχρηση των κρατικών αεροπλάνων VIP από τους διάφορους αξιωματούχους, κι’ ο Χάρολντ πήγε να το συγκαλύψει. Τρίτον, έχει κι’ άλλους μπελάδες, επειδή τα ποσοστά της κυβερνήσεως φιλελευθέρων πέφτανε, λόγω του ότι ο κόσμος είχε βαρεθεί το Βιετνάμ, κι’ ο Χάρολντ επέμενε να κρατάει κειπέρα 7.000 ανθρώπους, στρατό, αεροπορία, ναυτικό, και ήθελε να τους αυξήσει κιόλας. Διότι ήταν ένθερμος υποστηρικτής της συμμάχου Αμερικής, καθότι ο επικείμενος κομμουνιστικός κίνδυνος διογκούται και εξαπλούται, κι’ ας έχουν γίνει μαλλιά κουβάρια μεταξύ τους η Κίνα με την Ρωσία. Οπότε μάλλον θα χάσει τις επερχόμενες εκλογές.

Ο Χάρολντ ήταν αντικομμουνισταράς και τέρμα φιλελεύθερος δεξιός. Αλλά μαλάκας δεν ήταν. Ως υπουργός εργασίας είχε αναπτύξει θαυμάσιες σχέσεις με τα αριστερά συνδικάτα, να τα βρούνε με την εργοδοσία, από τον καιρό του Πολέμου αυτό, χάριν της πολεμικής προσπάθειας. Κι’ αυτή η σχέση κράτησε και μεταπολεμικώς, να μην ανακοπεί η ανάπτυξις της χώρας με τις απεργίες. Που αυτό ξίνιζε στην δεξιά του κόμματος, η οποία ήθελε δυναμικές λύσεις -ήγουν να στείλει τον στρατό στα εργοστάσια- κι’ όχι διαπραγμάτευση με τα κουμούνια. Μετά, το 1949 έγινε υπουργός μετανάστευσης. Μέχρι τότε ίσχυε το δόγμα της Λευκής Αυστραλίας, που δέχονταν μόνο τους πάρα πολύ άσπρους στην χώρα. Άντε και κάτι πρόσφυγες από τις βαλτικές επίσης, που ήταν κι’ αυτοί πολύ άσπροι, βία και κάτι μαλτέζους και κύπριους επειδή ήταν της Κοινοπολιτείας. Όμως αυτοί δεν φτάνανε, η Αυστραλία έπασχε από ανθρώπους, είχε δημογραφικό πρόβλημα τεράστιο, δεν είχε χέρια να δουλέψει. Κι’ είπε ο Χάρολντ, για σταθείτε ρε, κοτζάμ ήπειρο είμαστε, όλοι οι καλοί χωράμε, κι’ άνοιξε τις πόρτες στους ασιάτες, στους ισπανούς, τους ιταλούς, τους γιουγκοσλάβους, στους έλληνες. Που αυτό δεν άρεσε στις εργατικές και μεσαίες τάξεις, μην ρίξουν τα μεροκάματα και τους φάνε τα μπακάλικα. Εξ ου και το παράδοξο, ο πιο αδιάλλακτος υποστηρικτής της Λευκής Αυστραλίας ήταν το Εργατικό Κόμμα…

***

Ο Ζαχαρίας από την Ασπροβάλτα δεν είχε στον ήλιο μοίρα στην Ελλάδα. Είχε υπηρετήσει στην Βασιλική Αεροπορία κατά τον Εμφύλιο, και μετά τίποτα.  Πήγε κι' έκανε αίτηση στην ΔΕΜΕ, Διακρατική Επιτροπή Ευρωπαϊκής Μεταναστεύσεως του ΟΗΕ. Αυτή δηλαδή είχε την άνωθεν εποπτεία για το ποιος θα πάρει βίζα μετανάστη. Και το κάθε κράτος κανόνιζε χώρια με την Αυστραλία την συμφωνία μετανάστευσης, πόσοι θα πάνε, και τα ρέστα. Η ελληνο-αυστραλέζικη συμφωνία μόλις είχε υπογραφτεί, επί Παπάγου, το 1952. Όλα τ’ άλλα είναι δάκρυα, Πειραιάς, και θάλασσα. Υπερωκεάνεια, M/S Skaubryn, νηολογίου ΄Οσλο. Ήταν και το S/S Cyrenia, πούγραψε ο Καββαδίας τους 7 νάννους. Μέσα ο πύργος της Βαβέλ, οικογένειες, μπεκιάρηδες, κάθε καρυδιάς καρύδι. Πολλές γυναίκες, γερμανίδες, ολλανδέζες, μόνες τους, αρχίσαν οι έλληνες τα καβλαντίσματα να τους φύγει ο νόστος. Πιάνανε Σουέζ, έρχονταν οι αραπάδες με τις βάρκες να τους πουλήσουν φρούτα, σάχλα-μπούχλα, τους κοροϊδεύαν οι έλληνες, να μην νοιώθουν το δικό τους το βάρος. Πιάναν Κολόμπο, αγελάδες, πίθηκοι, παγώνια, ελέφαντες, κι' άλλοι σάχλα-μπούχλα,  σκιστομάτηδες, ένας κόσμος εξωτικός! Ύστερα ο Ινδικός, σκυλοπνιγήκανε σα τον Σεβάχ, μετά από σαράντα μέρες ταξίδι, φτάσανε στην Αυστραλία. Είχαν ακούσει πως κι’ εδώ έχει σάχλα-μπούχλα. Αλλά τι να δούνε! Πλατείς δρόμοι, αυτοκίνητα, μαγαζιά, κι’ όλοι άσπροι. "Όμως οι πιο πολλοί απ’ αυτούς είναι πιο μαύροι στην ψυχή από τους αθώους, ειρηνικούς και φιλήσυχους ιθαγενείς της" έγραψε ο Ζαχαρίας, πολύ μετά αφότου βγήκε στην αποβάθρα Στέισιον Πίερ της Μελβούρνης. "Είμαστε σαν πρόβατα χωρίς τσοπάνη..."

***

Με το που κατέβηκε το αεροπλάνο στην Μελβούρνη, τον πήρανε τον Χάρολντ μαζί με την προσωπική του γραμματέα, την Πατρίσια Ντε Λέηση, και τους πήγανε στο πολιτικό του γραφείο -γιατί στην Μελβούρνη εκλεγόταν- που είχε να της υπαγορεύσει κάτι επιστολές. Μετά πήγε σπίτι του, σ' ένα χάι προάστειο, που το λένε Τούρακ. Ενημέρωσε την οικονόμο την Τίνυ πως θα περάσει το γουηκέντ στο εξοχικό του στο Πόρτση, εξήντα χιλιόμετρα μακριά, σα να λέμε Βουλιαγμένη για εδώ. Έβαλε λοιπόν μπροστά την Πόντιακ Παριζιέν, και μην τον είδατε. Ούτε σωματοφύλακες, ούτε τίποτα. Η γυναίκα του έλεγε πως δεν ήθελε σωματοφύλακες για να πηγαίνει στις γκόμενες ιγκόγνιτο. Ήξερε εξ αρχής, δηλαδή, από τότε που τον παντρεύτηκε, αλλά είχε συμβιβαστεί με την ιδέα.

Το άλλο χούι του Χάρολντ, εκτός από τις γκόμενες, ήταν το ψαροντούφεκο. Τούχε πει ο γιατρός του να κόψει το ψαροντούφεκο και το τένις, διότι στα εξήντα έμπαινε, να προσέχει, αλλά αυτός τίποτα. Ακόμα και μέσα στις συνεδριάσεις της Βουλής που τις βαριόταν, αυτός έκανε ασκήσεις άπνοιας, κράταγε την αναπνοή του δύο τρία λεπτά. Τούπε μια φορά o εκπρόσωπος επί του Τύπου ο Τόνι να προσέχει, και τι τoυ λέει, "κοίτα Τόνι, τι πιθανότητες έχει ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας να πνιγεί ή να τον φάει καρχαρίας;" Το σκεπτικό αυτό είναι βεβαίως εντελώς εκτός πάσης λογικής. Διότι παρ' ολίγο να πνιγεί τον περασμένο Μάιο, τον βγάλαν στο τσακ μπλαβί, κι' έβγαλε από μέσα του τον μισό Ειρηνικό, "έμπαζε ο αναπνευστήρας", είπε. Καλά τώρα! Γιατί και πιο μετά, τον Αύγουστο, καταχείμωνο, μπούζι το νερό, κυνηγούσε αυτός μια τεράστια πέστροφα επί μισή ώρα, μέχρι που του κόπηκε η αναπνοή μαχαίρι. Μυαλό πάντως δεν έβαζε. Όταν έπιανε το ψάρι, το ξεκαμάκωνε και τόβαζε μέσα στη στολή, όπως ήταν να σπαρταράει με τα αίματα, ξανάκλεινε το φερμουάρ και συνέχιζε…

***

Με το που κατέβηκαν από το καράβι ακολούθησε κλιβανισμός, για τα ρούχα και τα υπάρχοντα, και μετά τους βάλαν σ' ένα τραίνο, και τους πήγαν σ' ένα μέρος που θα μένανε μέχρι να βρουν εργασία. Το μέρος το λέγανe Μπονεγκίλλα. Η Μπονεγκίλλα ήταν ένας παλιός στρατώνας που είχαν οι αμερικάνοι στον Πόλεμο. "΄Απορημένοι και κατάπληκτοι αντικρίσαμε σπίτια ξύλινα με σκεπές από παλιές και κακόγουστες λαμαρίνες και πολλούς τσίγκινους φράχτες... Ο νους μας πήγαινε πίσω στις διαφημίσεις, στα έντυπα και στις κινηματογραφικές ταινίες που μας έδειχναν ένα σωρό καλούδια: σπίτια, βίλες, καταπράσινες φάρμες, όμορφες παραλίες. Όλα φάνταζαν σαν μια καλοστημένη παγίδα, σαν μια παρωδία", έγραψε ο Ζαχαρίας.

Αυτόν τον Ζαχαρία, επειδή ήξερε αγγλικά, τον έκαναν αντιπρόσωπο του ΟΗΕ της Μπονεγκίλλας για τους έλληνες.


Μπονεγκίλλα και χαρά

Στη Μπονεγκίλλα, η κατάσταση ήταν  λίγο στρατιωτικού τύπου, σαν κατασκήνωση ξερωγώ. Κοιμώνταν στους θαλάμους των φαντάρων, δεν υπήρχε ιδιωτικότης για τα ζευγάρια, να πούμε. Ήταν και οικογένειες μαζί, και παντρεμένοι, κρεμάγαν χράμια, κουβέρτες, ό,τι είχαν, να έχουν λίγη ιδιωτικότητα. Αλλά είχαν μπέικον με αυγά στο πρωινό, βρήκαν κι' έλληνα μάγειρα για το μαγειρείο να φτιάχνει μουσακάδες, είχε πόσιμο νερό, ηλεκτρικό, καφενείο, σινεμά, γήπεδο ποδοσφαίρου, μέχρι και τένις είχε. Ήταν μια ωραία πολωνέζα που έπαιζε τένις, και πήγαιναν να μπανίζουν. Οι γονείς αυτηνής ήταν γιατροί, πρόσφυγες, και στον Πόλεμο γιατροπόρευαν τους εγγλέζους. Οπότε τους είχαν αναγνωρίσει τα πτυχία, κι' έπιασαν δουλειά ως γιατροί. Γιατί οι άλλοι, γιατρός ήσουνα, μηχανικός, δικηγόρος, μόνο για εργάτη σε παίρνανε στην Αυστραλία. Λίγοι-λίγοι βρίσκανε δουλειά, φεύγανε.

***

Πριν φτάσει στο Πόρτση, ο Χάρολντ σταμάτησε στο Σορρέντο, που είναι δίπλα. Εκεί έμενε η Μάρτζορι Γκιλέσπι, που την είχε ερωμένη. Ήταν κι' ο άντρας της ο Γουίντον εκεί, και κάθησαν όλοι μαζί και ήπιαν τα κοκτέηλ τους. Τώρα, ήξερε ο Γουίντον τα καθέκαστα, δεν ξέρω να σας πω. Κι' έφυγε μετά ο Χάρολντ και πήγε σπίτι του. Το βράδυ έφαγε με την οικονόμο, την Τίνυ, που είχε έρθει με δικό της αυτοκίνητο, μαζί με τα ρούχα του Χάρολντ και τις προμήθειες για το σαββατοκύριακο.

Το άλλο πρωί ξύπνησε, πήρε το μπρέκφαστ του, τηλεφώνησε του Τόνι του επί του Τύπου, και μετά πήρε και τον θετό του γιο τον Νίκολας στο τηλέφωνο, να τον καλέσει στο Πόρτση για το γουηκέντ.

Ο Νίκολας ήταν γιός της συζύγου του Χάρολντ, της Ζάρας, από τον πρώτο της γάμο μ' έναν συνταγματάρχη. Είχε κι' άλλους δύο γιούς αυτή, που ήταν δίδυμοι, με τον συνταγματάρχη αυτόν, που ο Χάρολντ τους είχε υιοθετήσει επίσης. Αλλά ο βιογράφος του Χάρολντ λέει πως ο βιολογικός πατέρας των διδύμων ήταν ο Χάρολντ. Τέλος πάντων, ήρθε ο Νίκολας στο Πόρτση μαζί με την οικογένειά του.

Το απόγευμα, ο Χάρολντ πέρασε από ένα κοκτέιλ πάρτι κάτι φίλων, και μετά γύρισε σπίτι που είχε καλεσμένους για τραπέζι καμιά δωδεκαριά άτομα.

Την άλλη μέρα, Κυριακή, ο Χάρολντ σηκώθηκε νωρίς. Πήρε το πρωινό του, και κατέβηκε στο χωριό να πάρει εφημερίδες. Η Αουστράλιαν, η μοναδική με πανεθνική κυκλοφορία τον καιρό εκείνο, είχε ένα άρθρο γι' αυτόν. Και το άρθρο έλεγε πως ο γιατρός του Χάρολντ τον είχε συμβουλέψει να κόψει το κολύμπι. Πως διέρρευσε αυτό, τράβα γύρευε.

Με το που γύρισε σπίτι, έριξε μια ματιά στις εφημερίδες. Μάλλον θάχε πάρει την Αουστράλιαν, μάλλον θα είδε και το άρθρο.. Εν πάση περιπτώσει, μετά του ήρθε να πάει στο ακρωτήρι Νεπήαν, γιατί ο διάσημος θαλασσοπόρος Άλεκ Ρόουζ, ο οποίος έκανε τον γύρο του κόσμου μόνος του,  θα πέρναγε λίγο ανοιχτά μέσα στο στενό για να μπει στον κόλπο της Μελβούρνης. Κανόνισε να έρθει μαζί του η Μάρτζορι Γκιλέσπη με την κόρη της την Βάινερ, έναν νεαρό, τον Μάρτιν Σίμσον, αυτός ήταν το αμόρε της Βάινερ που τον φιλοξενούσαν για το γουηκέντ, κι' έναν άλλον, έναν Άλαν Στιούαρτ, γείτονα.

Το ακρωτήριο Νεπήαν δεν ήταν μακριά, πέντε χιλιόμετρα μόνο.

***

Ο Χάρολντ είχε βρεθεί μια φορά με τον Ζαχαρία, στην Μελβούρνη. Πήγαινε να μιλήσει στους νεοφερμένους, τότε που ήταν υπουργός ακόμα, και είχε τον διερμηνέα του αδιάθετο, και πήγε ο Ζαχαρίας στη θέση του διερμηνέα. Ο Χάρολντ ενθουσιάστηκε με τον Ζαχαρία, και του λέει θες να δουλέψεις για την κυβέρνηση; Αλλά ο Ζαχαρίας δούλευε στον ΟΗΕ, είχε έρθει έξτρα, και του λέει του Χάρολντ  δεν γίνεται, διότι το και το. Και του λέει ο Χάρολντ δεν πειράζει, εμείς δεν έχουμε πρόβλημα. Κι' έπιασε και στην κυβέρνηση δουλειά, υπεύθυνος των Ελλήνων στην Μπονεγκίλλα.

Μπονεγκίλλα, 1954

Αλλά τον είχε φάει η μοναξιά. Οικογένεια στην Αυστραλία δεν είχε, φίλους στην Μπενεγκίλα δεν είχε μόνιμους, διότι η Μπονεγκίλλα ήταν κέντρο διερχομένων. Είχε ένα μικρό διαμερισματάκι, δύο δωμάτια, ένα να κοιμάται και ένα για γραφείο. Και τα βράδια τον έπιανε μελαγχολία. Μια νύχτα, έτρωγε μια μπανάνα μπροστά στο παράθυρο. Κι' έρχεται ένα πόσσουμ, που είναι ένα ζωάκι σαν σκιουράκι Αυστραλίας να πούμε, και κατέβηκε από τον ευκάλυπτο, και τον πλησίασε άφοβα, και δίνει μία τσουπ και κάθεται στον ώμο του Ζαχαρία, και τούκανε χαρές. Και ο Ζαχαρίας συγκινήθηκε, γιατί το πόσσουμ είχε μόνο ένα χεράκι, το άλλο θα τόχε φάει κανά άλλο ζώο, άγριο. Και τούδωσε την μπανάνα. Και το πόσσουμ καθάριζε την μπανάνα με το καλό χεράκι, και βόηθαγε με το κομμένο, σαν άνθρωπος. Και γίνανε φίλοι, ο Ζαχαρίας με το πόσσουμ. Ερχόταν κάθε βράδι και το τάιζε, και καθόταν και το χάιδευε.

Ο Ζαχαρίας πρόκοψε, διότι έπαιρνε συνέχεια προαγωγές, κι' από τους αυστραλούς κι' από τους οηέδες. Κι' έτσι άφησε την θέση του υπευθύνου στην Μπονεγκίλλα σε έναν άλλον. Κι' έκανε σιγά-σιγά καριέρα στον ΟΗΕ, ταξίδευε Ελβετία, και αλλού επίσης, πορεύτηκε.

Οι έλληνες τρώγανε πολύ ψωμί. Ακόμα και τώρα που είχε πολύ φαΐ στην Αυστραλία, αυτοί δεν μπορούσαν χωρίς ψωμί. Τώρα, στην κουζίνα είχαν έναν γερμανό προϊστάμενο. Του λέει ο μάγειρας ο έλληνας να κόψουμε κι' άλλο ψωμί, κι' ο γερμανός κώφευε, λες κι' ήταν δικό του το ψωμί. Οπότε οι έλληνες χαλάσανε τον κόσμο. Κουβέντα στην κουβέντα, φτάνει η υπόθεση στην διεύθυνση. Κι' έγινε ένα σκηνικό, ήταν ο γερμανός, ένας ούγγρος πρώην γκεσταπίτης, ένας ονόματι Σταύρος που είχε γίνει υπεύθυνος στην θέση του Ζαχαρία, κι' ο διευθυντής ο αυστραλός. Και του λέει ο αυστραλός του Σταύρου τι έγινε και χαλάνε οι δικοί σου τον κόσμο; Και του λέει ο Σταύρος πολύ σωστά πως ψωμί υπάρχει, και πως οι γερμανοί στην κατοχή τους λυσσάξανε στην πείνα αυτούς που βλέπετε, οπότε καταλαβαίνετε, δεν πάει να τους κόβει ο γερμανός το ψωμί εδώ στην Αυστραλία, το πήρανε στραβά. Κι' ο αυστραλός είπε να δώσουν κι' άλλο ψωμί. Αλλά δεν τους προφταίνανε, τους έλληνες, με το ψωμί. Τελικά ο αυστραλός είπε να βάλουν καζανάκια γάλα με κακάο παντού, που είχαν περίσσευμα, ώστε να τρώνε οι έλληνες λιγότερο ψωμί.

***

Ήτανε μεσημέρι, έκανε ζέστη, κάθονταν ο Χάρολντ, η Μαρτζορι, η Βάινερ κι' οι δύο άλλοι στο ακρωτήριο Νεπήαν, εκεί στο στενό που κλείνει τον κόλπο της Μελβούρνης, και περίμεναν να περάσει το ιστιοφόρο του μοναχικού θαλασσοπόρου Άλεκ Ρόουζ. Aλλά είχε κακή ορατότητα λόγω καιρού, και το ιστιοφόρο μόλις που φαινόταν. Οπότε σηκώθηκαν να γυρίσουν πίσω, δεν άξιζε τον κόπο, τους είχε φάει και η ζέστη.

Εκεί που φεύγανε, ο Χάρολντ είχε μια φαεινή ιδέα, δεν πάμε να ρίξουμε μια βουτιά να δροσιστούμε πριν το φαγητό; Κι' οι άλλοι είπαν εντάξει, να πάμε. Και είπε ο Χάρολντ πάμε στο Τσέβιοτ Μπήτς, που ήταν μία παραλία εκεί δίπλα, κανά χιλιόμετρο μακριά. Εκεί είχε κι' ένα ναυάγιο αρχαίο, το ατμόπλοιο Τσέβιοτ, από κει πήρε το όνομα η παραλία. Αυτό το πλοίο ήταν καρβουνάδικο κυρίως, αλλά έπαιρνε και επιβάτες, το οποίο είχε ξεσύρει στην ακτή το 1887. Μάλιστα, πριν χρόνια, ο Χάρολντ είχε βουτήξει κι' είχε ανεβάσει ένα φινιστρίνι του Τσέβιοτ ως κειμήλιο.

Και πήγανε εκεί για μπάνιο. Πλην όμως το Τσέβιοτ Μπητς δεν είναι από την μέσα μεριά του κόλπου που έχει κάλμα, αλλά από την απόξω, που βλέπει τον Ωκεανό. Και ο Ωκεανός έβγαζε φίδια εκείνη την μέρα. Το μέρος εκείνο μάλιστα έχει ένα κύμα πελώριο, και ρεύματα, και κάτι ρούφουλες, Άγιε μου Γεράσιμε βόηθα!

Ήτανε με τα μπικίνια η κυρία και η δεσποινίς Γκιλέσπη, και οι άλλοι μα τα μαγιώ, του Χάρολντ ήταν ένα μπλε τύπου μποξεράκι. Η Μάρτζορι και η κόρη της λέγανε πως δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο κύμα, φοβηθήκανε, ούτε πλησιάσανε στο νερό. Ο Μάρτιν μόνο -ο γκόμινος της Βάινερ, υπενθυμίζω- μπήκε μέχρι το γόνατο, βράχηκε λίγο, και βγήκε και είπε πως το αντιμάμαλο ήταν Θεός να σε φυλάει.  

Αλλά ο Χάρολντ είπε πως αυτά τα νερά τα ξέρει σαν τη χούφτα του, και δίνει μία κι' άρχισε να κολυμπάει προς τα βαθιά. Οπότε ο Άλαν, ο γείτονας, λέει άμα μπορεί ο Χάρολντ, μπορώ κι' εγώ, καθότι νεότερος. Αλλά με το που μπήκε έτσι βγήκε, το αντιμάμαλο όντως ήταν φοβερό, έκανε όλο ρούφουλες και στροβιλισμούς στα πόδια του.

Βλέπανε τον Χάρολντ που είχε ανοιχτεί. Είχε πέσει σε κάτι υδατοστροβίλους, τον έπαιρνε το ρέμα, και ξεμάκραινε όλο και πιο μακριά. Του φωνάζαν οι άλλοι, αλλά αυτός ούτε φώναζε, ούτε κούναγε τα χέρια του, ούτε τίποτα.

Ώσπου χάθηκε εντελώς. "Τον παρέσυρε σαν φύλλο…τόσο γρήγορα, μια κι' έξω" είπε αργότερα η Μάρτζορι Γκιλέσπι, η ερωμένη του.

Ανέβηκε ο Άλαν σ' έναν βράχο ψηλό, είχε καλύτερη θέα από κει, τίποτα, πουθενά ο Χάρολντ. Πήρε ο Μάρτιν το αυτοκίνητο, και πήγε σε μια σχολή αξιωματικών εκεί κοντά να ειδοποιήσει. Διότι παλιά είχαν κάτι πυροβολεία εκεί, να φυλάνε την είσοδο του κόλπου στον Πόλεμο. Αλλά δεν ήταν κανείς, λείπαν διακοπές.


Η ιστορία του Μιχάλη του Μαντζάρη είναι το κάτι άλλο. Αυτός ήταν τενέδιος, πρόσφυγας. Είχε πολεμήσει και στο Αλβανικό. Με το που εισβάλαν οι γερμανοί στην Ελλάδα, αυτός έκρυβε εγγλέζους, αυστραλούς, νεοζηλανδούς, αυτούς που είχαν ξεμείνει στην υποχώρηση. Τους περνάγαν μετά στην Τουρκία, κι' από κει Μέση Ανατολή. Με τα πολλά, οργανώθηκε στον ΕΛΑΣ. Έγινε μέχρι καπετάνιος, καπετάν Κόκκινος το πολεμικόν όνομα. Έλαβε μέρος στην επιχείρηση που τινάξαν το τραίνο στο στενό της Ρεντίνας, το 1944. Η επιχείρηση ήταν του Καΐρου, λεγόταν Κιβωτός του Νώε, να παρενοχλούν τους γερμανούς που θα υποχωράγανε από την Ελλάδα. Όμως η επιχείρηση δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, τέλος πάντων. Αντίποινα μόνο, που κάναν οι γερμανοί, ένα αίσχος.

Έγινε η Απελευθέρωση, ο Μιχάλης με την οικογένεια κατέβηκαν Θεσσαλονίκη. Είχε ένα κάρο με το άλογο να κάνει μεταφορές στο λιμάνι. Αλλά πεινάγανε, δεν έβρισκε δουλειές, λόγω παρελθόντος. Είδε κι' απόειδε, είπε να πάρει των ομματιών του να πάει στην Αυστραλία. Μόνος του, στην αρχή, και βλέπουμε. Αλλά η κυρά του, η Ευανθία -κι' αυτή πρόσφυγας ήτανε, απέ την Πόλη- ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Ή πάμε όλοι μαζί, ή μην το διανοείσαι. Είχανε και τρία παιδιά, δύο αγόρια, κι' ένα κορίτσι, την Ελενίτσα.

Αλλά ήταν και το άλλο ανυπέρβλητο εμπόδιο. Για να σε στείλουνε στην Αυστραλία, έπρεπε να έχεις χαρτί κοινωνικών φρονημάτων καθαρό. Τι να κάνει ο Μιχάλης, έγραψε του δημάρχου τα χωράφια στο χωριό με εικονική πώληση, τζάμπα δηλαδή. Κι' έτσι του τόδωσε το κωλόχαρτο αυτός ο καθήκης.

Και ρίξανε μαύρη πέτρα οικογενειακώς, πούλησε και το άλογο, και βρεθήκανε στην Μπονεγκίλλα.

Τώρα, ο Μιχάλης είχε και κάτι χαρτιά μαζί του, του τάχανε γράψει κάτι αυστραλοί και νεοζηλανδοί, τους οποίους είχε κρύψει το 1941, στον Πόλεμο, που τους πέρναγαν μετά στην Τουρκία, όπως προανέφερα. Με τα ονόματά τους, διευθύνσεις, τα πάντα. Έψαξε να τους βρει, αλλά τίποτα, είχαν αλλάξει διεύθυνση, είχαν σκοτωθεί στο Αλαμέιν, τρέχα γύρευε.

Όμως είχε ο Μιχάλης κι' ένα γράμμα για τον Ζαχαρία, να τους βοηθήσει άμα μπορεί. Ορίστε πως είχε το πράμα, στην Θεσσαλονίκη όταν ήταν ο Μιχάλης έμενε στην οδό Τροίας, στο Παπάφειο. Εκεί στην οδό Τροίας είχε γείτονα έναν φίλο του Ζαχαρία, τον Γιώργο. Όποτε κατέβαινε Θεσσαλονίκη, πήγαινε και τον έβρισκε τον Γιώργο, ο Ζαχαρίας, και έτσι γνώρισε τον Μιχάλη και την οικογένειά του. Τώρα ο Γιώργος ήξερε που ο Ζαχαρίας είχε φύγει στην Αυστραλία, αλλά είχε χάσει τα ίχνη του περαιτέρω. Τι κάνει λοιπό, του δίνει το γράμμα, όνομα, επώνυμο απάνω, που θα πας στην Αυστραλία να ρωτήσεις να τον βρεις. Αλλά ο Μιχάλης το γράμμα το είχε στις βαλίτσες, και δεν είχαν καταφθάσει οι βαλίτσες στην Μπονεγκίλλα, ήταν ακόμα στην Μελβούρνη. Αλλά θυμόταν το μικρό του, του Ζαχαρία, και ρωτάει έναν Ζαχαρία μήπως τον ξέρετε; Και του λένε έχουμε εδώ  έναν Ζαχαρία υπεύθυνο για τους έλληνες, και τον φωνάζουν, και μόλις τον είδαν θυμηθήκανε τα παλιά στην οδό Τροίας, κι' ήτανε κάποια μορφή παρηγοριάς, και για τον Ζαχαρία και για τους Μαντζαραίους.

Μέχρι που ο Ζαχαρίας παντρεύτηκε την Ελενίτσα, και ζήσαν αυτοί καλά κι' εμείς καλύτερα.

 Εντωμεταξύ, ο διευθυντής της Μπονεγκίλλας ο αυστραλός ήταν απόστρατος συνταγματάρχης, είχε μάλιστα πολεμήσει στην Ελλάδα, κι' όταν είδε τις επιστολές του Μιχάλη και το απολυτήριο στρατού από το Αλβανικό, τον έπιασε το πατριωτικό του, και τούδωσε εγκάρδια το χέρι, που ήταν συμπολεμισταί.

Τους αυστραλούς δεν τους ένοιαζε, κι' ο αδερφός του Ζαχαριάδη νάσουνα, αγρόν ηγοράζανε. Τίμιος μόνο νάσουνα, και εργατικός. Δηλαδή στην αρχή πιάνανε δουλειά ως ανειδίκευτοι, στα έργα, στη βιομηχανία, στις φάρμες τους διαλέγανε σα τα ζώα, εσύ, εσύ, τους φορτώναν στο φορτηγό, να κόβουνε ζαχαροκάλαμο. Που ήταν επικίνδυνη δουλειά, είχε κάτι φίδια θανατηφόρα, και κάτι βατράχους επίσης, πολύ επικίνδυνους. Αλλά μετά από λίγο καιρό πέρναγες κάτι εξετάσεις, έπαιρνες πιστοποίηση, ό,τι ήσουνα και στην Ελλάδα. Άλλος ηλεκτρολόγος, άλλος τορναδόρος, ξυλουργός, εφαρμοστής. Μία κυρία Αδαμαντία, που ήταν μοδίστρα, έγινε περιζήτητη σ' ένα κατάστημα γυναικείων ενδυμάτων, στην Μελβούρνη. Αλλά κουράστηκε πολύ, είχε και δύο παιδιά ανήλικα να φροντίζει. Άλλος πάλι άνοιγε μαγαζάκι, άλλος έπαιρνε μια φάρμα, υπήρχε τρόπος.

Αλλά και ρατσισμός υπήρχε. Πήγαινε ο Τζίμης δημοτικό, τον φωνάζανε Ντέιγκο και Ντέιγκο. Ρε, νόου Ντέιγκο, εγώ Τζίμη. Που ντέιγκο ήταν βρισιά, φωνάζανε τους ιταλούς, τους ισπανούς, τους έλληνες, τους πορτογάλους, τους λατίνους, και ούτω καθεξής. Βρε καλέ μου, βρε κακέ μου, τσακωνόταν ο Τζίμης κάθε μέρα. Μέχρι που πλακώθηκε μ' ένα μεγαλύτερο αγόρι, είχε μείνει στην ίδια τάξη χρόνους τρείς τέσσερεις αυτός, και ήτανε αρχηγός της ομάδος ποδοσφαίρου. Και τον έκανε τ' αλατιού, τον πήγανε στο νοσοκομείο. Και έκτοτε τον εσέβοντο. Και τον έκαναν και αρχηγό της ομάδος ποδοσφαίρου, τον άλλον τον βγάλανε. Έχουνε ένα δικό τους ποδόσφαιρο στην Αυστραλία, όπου η μπάλα δεν είναι στρογγυλή, είναι σαν πεπόνι. Αλλά σχήμα πεπόνι είναι επίσης και το γήπεδο! Και οι παίχτες σπρώχνονται αναμεταξύ των, πιάνονται, τσουγκράνε, το έλα να δεις. Βέβαια παίζουνε και το δικό μας ποδόσφαιρο, αλλά το λένε σόκερ, και δεν το προτιμάνε. Ίσως επειδή δεν είναι και πολύ καλοί. Δεν γνωρίζω σε ποια ομάδα έγινε αρχηγός ο Τζίμης, ελληνικό ποδόσφαιρο ή αυστραλέζικο.

Μπήκε κάποτε στην Μπονεγκίλλα ένας άλλος υπεύθυνος έλληνας, αυτός ήταν πρωτύτερα μπάτσος από την Κορινθία κάπου. Και άρχισε και στην Αυστραλία τα χωροφυλακίστικα, επέδειξε μια συμπεριφορά τους μετανάστες πολύ σκαιή. Που τον έπιασε ένας στο τέλος και τον έκανε ασήκωτο στις μπουνιές. Και του κόπηκε μαχαίρι ο λόξυγγας, αυτουνού. 

***

Ειδοποιήθηκε τελικώς η αστυνομία για την εξαφάνιση του Χάρολντ. Κι' αμέσως κινητοποιήθησαν οι πάντες, η αστυνομία έστειλε ντεντέκτιβ να κάνουν λεπτομερείς αναπαραστάσεις πως χάθηκε, οι δύτες κάναν καταδύσεις, η Ακτοφυλακή περιπολίες, και με πλωτά μέσα και με επίγεια και εναέρια, ελικόπτερα ήγουν, χαλάσανε τον κόσμο να βρούνε τον πρωθυπουργό. 

Μέχρι και οι ένοπλες δυνάμεις έκαναν συναγερμό μήπως βρουν ευκαιρία και επιτεθούν οι κινέζοι. Αλλά εις μάτην. Δεκαπέντε μέρες ψάχνανε, άφαντος ο Χάρολντ.

Η Μάρτζορη και η υπόλοιπη παρέα, στην αναπαράσταση, στην παραλία, μαζί με τους ντεντέκτιβ


Όπου πάνω στις δεκαπέντε μέρες αποφάσισαν να του κάνουνε κηδεία. Χωρίς κάσα, δηλαδή. Και κατέφθασαν όλοι οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων. Πρώτος και καλύτερος, ο Λύντον Τζόνσον, που ήταν και προσωπικός του φίλος. Ο Ου Θαντ, γενικός γραμματεύς του ΟΗΕ. Μετά οι εγγλέζοι, λόγω Κοινοπολιτείας. Ήρθε ο δεκαεπταετής Κάρολος, πρίγκηπας της Ουαλλίας τότε, ένα χαζό ήταν, μαζί με τον πρωθυπουργό, τον συνονόματό του τεθνεώτος, τον Χάρολντ Ουίλσον, και τον αρχηγό της αντιπολιτεύσεως Χάουαρντ Χηθ. Ήρθε ο πρόεδρος Μάρκος από τας Φιλιππίνας. Ήρθε ο Τιέου, πρόεδρος του Νοτίου Βιετνάμ. Ο πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας, ο Χολιοάκε. Νότιος Κορέα, Ταιβάν, Ταϊλάνδη, Σιγκαπούρη, όλοι στείλανε προέδρους και πρωθυπουργούς. Υπουργούς εξωτερικών στείλανε η Ινδία, η Ινδονησία, Ιαπωνία, Λάος, Μαλαισία, Φίτζι, Σαμόα. Κι' οι υπόλοιποι τους διαπεπιστευμένους πρεσβευτάς των.

Εντωμεταξύ, λόγω της μυστηριώδους φύσεως της εξαφανίσεως, άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες θεωρίες συνομωσίας. Κάποιοι λέγανε πως αυτοκτόνησε, διότι η πολιτική του καριέρα είχε πάει κατά διαόλου. Άλλοι λέγανε μπα, τρίχες, την κοπάνησε με μια γκόμενα και πήγε στην Γαλλία. Και κάποιος άλλος είπε πως ο Χάρολντ ήταν κινέζος πράχτορας, ήδη από τον καιρό της Κουομιντάγκ, και συνέχισε επί Μάο, και επειδή τον είχαν μυριστεί στις αυστραλιανές υπηρεσίες, πέρασε ένα κινέζικο υποβρύχιο και τον πήρε.

Ανοησίες. Κάθε χρόνο στην Αυστραλία πνίγεται κόσμος, ή τον τρώνε οι καρκαρίες, ή τον τσιμπάνε κάτι μέδουσες μυστήριες, άλλους τους βρίσκει ταμπλάς μέσα στον Ωκεανό και πεθαίνουνε, και άλλους τους βρίσκουνε πεθαμένους και άλλους δεν τους βρίσκουν. Απλώς έτυχε να συμβεί και του πρωθυπουργού, που πήγαινε και γυρεύοντας, του τάχε πει ο γιατρός, εδώ που τα λέμε.

Μ' αυτά και με κείνα, η εξαφάνισις του Χάρολντ έγινε ανέκδοτο. Άμα θέλουνε οι αυστραλοί να πούνε πως κάποιος εξηφανίσθη και πουθενά τα ίχνη του, δεν λένε Μην τον είδατε τον Παναή, ξερωγώ, ούτε Έγινε Λούης, ούτε πως έγινε της Αναλήψεως, που λέμε εμείς. Λένε έγινε Χάρολντ Χολτ, και ο νοών νοήτω.

Οι αυστραλοί έχουν ένα χούι, λένε αυτό που έχουνε στη γκλάβα τους ευθέως, δεν έχουν καθόλου πολιτική ορθότητα, να πούμε. Αυτό οφείλεται πως διεμορφώθησαν έτσι, διότι πρώτα έστελναν εκεί μόνο κατεργαραίους και πουτάνες. Δηλαδή αυτές δεν ήταν πουτάνες πριν, γίνονταν εκεί, στην Αυστραλία. Εκεί στην Αυστραλία, δεν κυκλοφόραγε πολύ χρήμα, και είχανε πιο πολύ ανταλλακτική οικονομία, οπότε έγινε κι' αυτό ανταλλάξιμη υπηρεσία, καθ' ότι δεν είχε πολλές γυναίκες. Το πιο κοινό είδος ανταλλαγής ήταν το ρούμι, είχανε καζάνια οι φαντάροι, και αποστάζανε ρούμι, κι' επειδή το ρούμι δεν χαλάει ήταν σαν να κόβουνε χρήμα. Ήγουν το ρούμι έγινε κάτι σαν νόμισμα. Αλλά δεν κινδυνεύανε από πληθωριστικές τάσεις, γιατί το πιο πολύ το πίνανε, αυτορυθμιζότανε η αγορά χρήματος από τον αλκοολισμό τους. Που αυτοί οι φαντάροι ήταν άνεργοι φτωχοδιάολοι της πρώτης βιομηχανικής κρίσης στην Αγγλία, και καταταχτήκανε για την Αυστραλία μπας και τους φέξει. Παραλλήλως, οι αξωματικοί τους πλουτίζανε ακατάπαυστα, ένας διοικητής είχε καταπατήσει απέραντα λιβάδια, έβγαζε μαλλί, το έστελνε Αγγλία. Ώσπου βάλανε διοικητή τον κάπταιν Μπλάι, καλό καθήκι κι' αυτός, γνωστός από την Ανταρσία του Μπάουντι, να βάλει τάξη με το ζόρι. Αλλά έγινε κίνημα των αξιωματικών που κονόμαγαν χοντρά, και τον πιάσαν οι φαντάροι που κρυβόταν κάτω από ένα κρεββάτι, κι' έγινε ρεντίκολο ο Μπλάι ο χέστης.

Έχουνε κι' ένα παραδοσιακό τραγούδι στην Αυστραλία, που λέει για έναν σουάγκμαν -λίγο πλανόδιος εργάτης, λίγο αλήτης- που μαγείρευε το φαΐ του δίπλα σ' ένα μπίλαμπονγκ -που είναι κάτι λιμνούλες πούχουν εκεί- κάτω από ένα δέντρο κουλίμπα -κάτι σαν ευκάλυπτος είναι, αλλά σε άλλο σχήμα- και τραγουδάει για την Ματίρδη, δηλαδή το δισάκι του πούχει μέσα το είναι του, κι' όταν περπατάει με το δισάκι του στον ώμο, για τον δρόμο, για τον δρόμο, την Ματίρδη δηλαδή, αυτή πάει πέρα δώθε και χορεύει βαλς, οπότε εμφανίζεται ένα τζάμπακ -το αρνί το λένε τζάμπακ αυτοί- να πιει νερό στο μπίλαμπονγκ, λοιπόν αυτός το βουτάει και το χώνει μέσα στην Ματίρδη να το μαγερέψει αργότερα. Έρχονται μετά από λίγο ένας σκουάτερ πάνω στ΄άλογο. Που σκουάτερ θα πει καταπατητής. Αυτοί οι σκουάτερ ήταν αξιωματούχοι εγγλέζοι που καταλαμβάνανε αυθαιρέτως απέραντες εκτάσεις που ανήκανε στον Θρόνο, όπως ο διοικητής που προανέφερα, και βάζανε κοπάδια μέσα στις εκτάσεις, και μετά τα νομιμοποιούσανε τα δικαιώματα, καζαντίσανε, σκατεροκρατία τους λένε οι ιστορικοί, σαν να λέμε αριστοκρατία. Ακόμα και σήμερα, στην Αυστραλία τους μεγαλογαιοκτήμονες, έτσι τους λένε, σκουάτερ, καταπατητές. Κι' ήταν αυτός ο σκουάτερ μαζί με τρεις χωροφυλάκους. Και για να μην τον πιάσουν οι χωροφυλάκοι για κλοπή, έπεσε ο σουάγκμαν στο μπίλαμπονγκ και πνίγηκε. Και το φάντασμά του ακόμα τραγουδάει έλα Ματίρδη να χορέψουμε βαλς.*

Τέλος πάντων, να μην μακρηγορώ, έτσι κάπως φτιάχτηκε η Αυστραλία. Σκατοκράτες και παρίες, αλλά επειδή είχε άπλα, στο τέλος βολεύτηκαν όλοι. Άξενη, ξενοφοβική, και τελικώς φιλόξενη εξ ανάγκης. Μα υπάρχει και μια δροσερή φλέβα που αναβλύζει υπογείως στις ξεραΐλες της, κι' αυτό το τραγούδι είναι πολύ δημοφιλές κεικάτω μέχρι σήμερα. Το παίζουνε εμβατήριο στις παρελάσεις, την μέρα της ANZAC, που τους έστειλε ο Τσώρτσιλ να σφαχτούνε στην Καλλίπολη, και σ' όλες τις επετείους. Το τραγουδάνε διάσημοι καλλιτέχνες στον τελικό του ποδοσφαίρου, του αυστραλέζικου ποδοσφαίρου εννοείται, με το πεπόνι, που είναι μέγα αθλητικό γεγονός. Όλα τα ξένα συγκροτήματα που κάνουν τουρ στην Αυστραλία τόχουν παίξει, και ο Ρότζερ Γουότερς, και ο Τζώνη Κας, κι' άλλοι. Στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων το τραγούδησε, η Καϊλή Μιλόνγκ, που είναι από εκεί. Έτσι, για να θυμώνται το ανεξάρτητο και περιπετειώδες πνεύμα των προγόνων τους. Αλλά και τον Χάρολντ τον πρωθυπουργό, που πνίγηκε κι' αυτός σαν τον αλήτη, αλλά στον μανιασμένο Ωκεανό, όχι στο μπίλαμπονγκ που λέει το τραγούδι.

Βέβαια, έχουμε κι' εμείς καλά τραγούδια. Ειδικά ο Καζαντζίδης ήταν πολύ δημοφιλής στην ελληνική παροικία, πήγαινε και τραγούδαγε, θεό τον είχαν. Είχε πει πολλά τραγούδια για την μετανάστευση, ένα μάλιστα τραγούδι είναι ειδικά για την Αυστραλία, που λέει  στην Αυστραλία μακρυά θα φύγω μάνα μου γλυκειά πάω να δώσω την χαρά σ' όλη την οικουμένη. **

Αλλά εμένα, πιο πολύ απ' όλα μ' αρέσει αυτό που λέει:

 

Μανούλα θα φύγω, μην κλάψεις για μένα

Η μοίρα το γράφει μονάχος να ζω

ποτέ το παιδί σου δεν είδε χαρά

και φεύγω μανούλα στα ξένα…***

 

 

Δισκάρα του Στέλιου και πόσσουμ γραμματόσημο (Δηλαδή καμία σχέση με πόσσουμ, macrotis λέγεται επιστημονικώς, αλλά το λένε μπίλμπι ή rabbit-bandicoot)

 

* Το Waltzing Matilda γράφτηκε στα 1895, από τον Άντριου Πάτερσον, τον λεγόμενο Το Μπάντζο, δικηγόρο, δημοσιογράφο και ποιητή. Φαίνεται πως η έμπνευση τού κατέβηκε από τις αιματηρές απεργίες των εποχιακών εργατών που κούρευαν τα πρόβατα, εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα,. Όσο για την μουσική, προϋπήρχε σε κάποιο παλιότερο τραγούδι ή εμβατήριο. Το Μπάντζο άκουσε να την παίζει στο πιάνο η φίλη της αρρεβωνιαστικιάς του, τον συγκίνησε, κι' άρχισε να γράφει τους στίχους πάνω στην αδέσποτη μελωδία. Εδώ, με μεγάλα σταρ του αυστραλιανού πενταγράμμου, στον τελικό του αυστραλιανού ποδοσφαίρου στα 1996, γιορτάζοντας συνάμα και τα 100 χρόνια της Australian Football League. https://www.youtube.com/watch?v=xjwKtVm2liY

**Πάω στην Αυστραλία, σε στίχους του Χρήστου Κολοκοτρώνη και μουσική του Καζαντζίδη. Του 1962. https://www.youtube.com/watch?v=cZIusSgJ4bc

***Του Καζαντζίδη και της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, Μανούλα θα φύγω, του 1959. Από τον συνθέτη και την Μαρινέλλα. https://www.youtube.com/watch?v=wcISiSYY7H8

Πολλά απ' όσα αφηγούμαι είναι από το βιβλίο του Ζαχαρία Βογιατζόπουλου Η Ζωή στην Μπονεγκίλλα.

 

 

Μολύβι και γκουάς σε χαρτί Α4

 

 


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ου παντός πλειν ες Κόρινθον

Τον Νίκο τον γνώρισα ακουσίως.