Ο μάγερας
Ο Ιβάν Πάβλοβιτς Σερέντα, που στα ρώσικα προφέρεται κάπως σαν Σιριντά, γεννήθηκε στα 1919 σ' ένα χωριό κοντά στο Κραματόρσκ, όπου γίνεται τώρα ο κακός χαμός. Του άρεσε να μαγειρεύει, τέλειωσε λοιπόν την Τεχνική Σχολή Τροφίμων του Ντονέσκ, και το 1939 πήγε να κάνει την θητεία του στο 91ο σύνταγμα τεθωρακισμένων ως μάγερας.
Ήταν η δεύτερη βδομάδα του Μπαρμπαρόσα, οι σοβιετικοί τρώγανε την μια σπαλιόρα μετά την άλλη, κι' ας είχαν τα καλύτερα τανκς του πολέμου, καθότι ο κερχανατζής ο Στάλιν δεν είχε αφήσει στρατηγό για στρατηγό να μην τον εκτελέσει. Στην αρχή του πολέμου, ο Ερυθρός Στρατός ήταν ένας ακέφαλος γίγαντας.
Κι' ο Ιβάν Πάβλοβιτς με το 91ο κρατάγανε το μέτωπο έξω από μια πόλη στην νότια Λετονία, την οποία είχαν καταλάβει οι γερμανοί, ονόματι Νταουγκαπίλς. Το κρατάγανε δηλαδή με τα δόντια, λέμε.
Μαίνονταν οι μάχες, κι' ήταν το ημερολόγιο 30η Ιουνίου 1941, κι' ήταν ο Ιβάν Σερέντα με την ποδιά και έσαχνε έναν τραχανά -που τον λένε κάσα αυτοί τον τραχανά, τον ξινό και τον γλυκό- για το συσσίτιο, και αμφιβάλλω κατά πόσον τρώγεται καθ' ότι τραχανάς. Κι' ένα γύρω, μηχανικοί που επισκεύαζαν πληγωμένα τανκς, πληρώματα που καπνίζανε, ελαφρά τραυματίες που κουβεντιάζανε, άλλοι της επιμελητείας που κάτι γράφανε, κι' άλλοι που κάτι περιμένανε.
Αίφνης φτάνει ένας αξιωματικός ασθμαίνων, κι' αρχίζει τις φωνές. Οι γερμανοί είχαν κάνει κυκλωτική κίνηση, έσπασε το μέτωπο, κι' έρχονται προς τα εδώ. Και να πάρουν όλοι τα όπλα τους και να τρέξουν στην πρώτη γραμμή να βουλώσουν το κενό. Και τρέξαν όλοι, πληρώματα, μηχανικοί, τραυματίες, γραφιάδες, και πήραν τα όπλα τους και φύγανε.
Όλοι, πλην του μάγερα. Διότι να ρίχνουν μπορούσαν όλοι, αλλά να τους ταΐσει μόνο ένας μπορούσε.
Κι' έμεινε ο Ιβάν μόνος του, να βάλει φωτιά, να βάλει το καζάνι να μαγειρέψει.
Εκεί που μαγείρευε, ακούει από τα δέντρα μηχανές και να τρίζουν ερπύστριες. Τίποτα δικοί μας θάναι, σκέβηκε, θάπαθαν βλάβη. Σηκώθηκε όμως να δει.
Και τι να δεί! Τρία γερμανικά τανκς έρχονταν προς την κουζίνα του. Δεν τον είχαν δει ακόμα. Πήγε και κρύφτηκε, ούτε το όπλο του πρόλαβε να πάρει.
Τα δύο τανκς περάσανε, συνέχισαν πέρα στον δρόμο. Αλλά το τρίτο ήρθε και στάθηκε μπροστά στην κουζίνα εκστρατείας με το καζάνι που έβραζε.
Άνοιξε ο πυργίσκος, κατέβηκε ο διοικητής. Κάτι έλεγε στους άλλους μέσα στο τανκς και γέλαγε.
Ο Ιβάν κοίταγε κρυμμένος. Θάχε χεστεί από τον φόβο του, υποθέτω, αλλά είχε λυσσιάξει κιόλας που θα του τρώγανε το φαΐ οι ναζισταί. Κοιτάει ένα γύρω, ήταν ένα τσεκούρι που κόβαν τα ξύλα για την φωτιά.
Τ' αρπάει, μπήγει κάτι αγριοφωνάρες κι' ορμάει του γερμανού. Οπότε ήταν η σειρά του γερμανού να χεστεί απάνω του. Πρόλαβε όμως και ξαναμπήκε άρον-άρον στην τρύπα του. Από πίσω κι' ο Ιβάν Πάβλοβιτς, καβαλάει στον πυργίσκο.
Τώρα, οι γερμανοί δεν τον βλέπανε, σου λέει αυτός έφυγε, θα κρύφτηκε στα αντίσκηνα κειπέρα, κι' αρχίσαν να γαζώνουν τον καταυλισμό με το πολυβόλο από μέσα από το τανκς. Γης μαδιάμ όλα. Ο Ιβάν σκεβόταν τι να κάνει, τι να κάνει, οπότε ήταν ένας μουσαμάς μεγάλος διπλωμένος πάνω στο τανκς, τον είχαν οι γερμανοί για να κατασκηνώνουν, για καμουφλάζ, ποιος ξέρει. Τον αρπάει, και πάει και τον απλώνει πάνω στον πυργίσκο. Οπότε ο διοικητής δεν μπορούσε να δει ούτε από τις τρύπες του πυργίσκου, ούτε από το σκόπευτρο του πυροβόλου. Βγάζει ύστερα την ποδιά, και πάει και βουλώνει το παραθυράκι του οδηγού. Μετά, άρχισε να κοπανάει με το τσεκούρι την κάννη του πολυβόλου που έβγαινε δίπλα από τον οδηγό. Μέχρι που την στράβωσε και δεν έριχνε άλλο.
Κατόπιν, άρχισε να κοπανάει το άρμα με το τσεκούρι, και φώναζε και διάφορα παραγγέλματα στα ρώσικα, άλλαζε μάλιστα την φωνή του, μια την έκανε χοντρή, μια την έκανε ψιλή, μια την έκανε μέτρια, να νομίζουν οι γερμανοί από μέσα πως έχουν μαζευτεί πολλοί ρώσοι γύρω-γύρω και τους βαράνε, και τα βλήματα εξοστρακίζονται. Κι' όπως ήταν στραβοί αυτοί, δεν βλέπανε ούτε να ρίξουνε, ούτε να ξεκουμπιστούν να φύγουν, βγήκανε έξω με τα χέρια ψηλά. Τέσσερις ήταν το πλήρωμα.
Βρήκε ο Ιβάν ένα σκοινί, και τους είπε να δεθούνε αναμεταξύ των. Ύστερα πήγε και πήρε το ντουφέκι του.
Όταν γύρισαν οι άλλοι βρήκαν τον ρώσικο τραχανά να αχνίζει και τους γερμαναραίους τραχανάδες δεμένους.
Ο Ιβάν Πάβλοβιτς Σερέντα πήρε μετάθεση σε μία μονάδα αναγνωρίσεως. Σε μία από τις περιπόλους στα μετόπισθεν του εχθρού, πιάσανε τρεις γερμανούς αιχμαλώτους, κάτι μοτοσυκλέτες και άλλο οπλισμό. Και μετά γυρίσανε πίσω. Τον Ιούλιο, ο Ιβάν τραυματίστηκε, μετά τον Αύγουστο τραυματίστηκε ξανά, πιο σοβαρά. Πήρε μέρος στην πολιορκία του Λένινγκραντ, στην πολιορκία της Μόσχας, ξανατραυματίστηκε τον Φεβρουάριο του 1942, έγινε ήρωας της ΕΣΔΔ και απολύθηκε στο τέλος του πολέμου με τον βαθμό του λοχαγού.
Μετά τον πόλεμο έγινε δημοτικός σύμβουλος στο χωριό του.
Πέθανε το 1950, λόγω των τραυματισμών του στον πόλεμο.
Η Μουζική: Οι Γερανοί
Ο ποιητής από το Νταγκεστάν Ρασούλ Γκαμζάτοφ είχε πάει στην Χιροσίμα το 1965, και επισκέφθηκε το Πάρκο της Ειρήνης, όπου είδε το άγαλμα της Σαντάκο Σασάκι. Η Σαντάκο είχε εκτεθεί στην ραδιενέργεια σε ηλικία δύο ετών, και προσβλήθηκε από λευχαιμία. Πίστευε πως θα γινόταν καλά αν έφτιαχνε χίλιους γερανούς οριγκάμι από χρωματιστό χαρτί, γιατί στην Ιαπωνία φτιάχνουν χάρτινους γερανούς άμα θέλουν να πιάσει μια ευχή. Τελικώς πέθανε στα δώδεκά της χρόνια.
Στην Ιαπωνία ήταν που έφτασε στον Ρασούλ η είδηση πως πέθανε η μάνα του. Κι' όπως στην ποίηση το ένα φέρνει το άλλο, το μυαλό του πήγε στα δύο αδέρφια του, τον Μογκαμέτ, που σκοτώθηκε το 1943 στην μάχη της Σεβαστούπολης, και τον Ακιλτσή, που ήταν ναύτης σ' ένα πολεμικό και δεν τον βρήκαν ποτέ, κι' άλλους εξήντα χωριανούς του που δεν γύρισαν ποτέ από τον Πόλεμο. Και πόσα εκατομμύρια…
Κι' έγραψε το ποίημα στα αβάρικα, την μητρική του γλώσσα. Στα ρώσικα το απόδωσε ο Ναούμ Γκρέμπνεφ, και μουζική του έβαλε ο Γιαν Φρένκελ. Ακούστηκε στο κλασσικό Όταν περνούν οι γερανοί,
Οι ελληνικοί στίχοι είναι του Γιάννη Ρίτσου.
Εδώ, το βάζω με τον Θέμη Ανδρεάδη.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου