Όλες οι αναρτήσεις με την ημερομηνία τους και τον τίτλο

Παρασκευή 24 Ιουνίου 2016

Φανταστικό τοπίο στο Χαλάντρι. Λαδοπαστέλ και γκουάς, 2003

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

Τα κορίτσια χορεύουν τα καλοκαίρια





Χορός στο Αρφαρέτι, λαδοπαστέλ και γκουάς,30Χ40 cm, 2003

Μέναν εκεί όλο το καλοκαίρι, ουουου! Δυό μήνες, τρεις. Όλοι μαζί στρωματσάδα σ' ένα σπιτάκι, δωμάτιο και κουζίνα ένα, και γύρω χωράφια, αμπέλια και ξερολιθιές.
Δεν είχανε πολλά. Από ένα αυγό κάθε παιδί, δύο δεν είχε. Ή ένα κομματάκι τόσο δα τυρί. Και μια φετούλα ψωμί. Γάλα, φρούτα, ζαρζαβατικά, από τους χωρικούς. Έστελνε η μάνα τους τον Βάγγο, τον Νικολάκη, τ' αδέλφια της, να ψωνίσουν.
Πέρα στη θάλασσα φαινόταν το Δρακονήσι.
Είχε μια φίλη, την Φιλιώ, από το κοντινό χωριό. Μεγαλύτερη, θα την πέρναγε κι' επτά, κι' οκτώ χρόνια, ίσως και παραπάνω.
Κάναν παλαβομάρες, παίζανε, χόρευαν μόνες τους, αλώνιζαν όλη τη μέρα, τον Σεπτέμβρη γύριζε στην Αθήνα κατράμι. Αντηλιακά δεν είχε, νιβέα, τέτοια. Ελαιόλαδο του μαγειρέματος.
Κατεβαίναν για μπάνιο καθημερινώς, κι' άλλα κορίτσια μαζί. Είχε ένα μονοπάτι μέσα στο φαράγγι, κι' εκεί μία παραλιούλα. Γυμνές, ποιός να τις δει, ερημιά, όπως και τώρα. Οι καθολικοί στα νησιά είναι πιο ελαστικοί σ' αυτά, πιο προοδευτικοί.
Μιλάμε για πριν τον πόλεμο, μετά δεν ξαναπήγαν. Στα τραπέζια μόνο το ανέφεραν το Αρφαρέτι. Κι' από την Φιλιώ είχαν πότε πότε ειδήσεις πως είναι καλά, μέσω τρίτων. Κάποτε της βρήκανε κι' ένα τηλέφωνο, πήρε, τα είπανε.
Το καλοκαίρι που πέθανε ο πατέρας μας, την πήραμε και πήγαμε.
Την βρήκαμε την Φιλιώ στο σπίτι της, στο χωριό. Ζούσε, μια χαρά, όλες τις δουλειές μόνη της. Ήταν μόνο μ' ένα δόντι, το μπροστινό.
-Βρε Μάρμω! της λέει. "Πως γέρασες έτσι!" Κι' αγκαλιαστήκανε. Ογδονταπέντε η Μάρμω, πατημένα τα ενενήντα η Φιλιώ, και της έλεγε πως γέρασες! Κι' οι δύο συγκρατημένες κάπως, λίγο αμήχανες. Ίσως τα χρόνια, ίσως εμείς που κοιτάζαμε καθισμένοι γύρω γύρω τι θα γίνει.
Πήγαμε κι' εκεί που μένανε στις διακοπές. Ήξεραν τα παιδιά της Φιλιώς που ήταν το σπιτάκι, μας εξήγησαν, από κάτι χωματόδρομους. Το τοπίο ίδιο κι' απαράλλαχτο, είπε όταν φτάσαμε. Φαινόταν το φαράγγι και το Δρακονήσι στο βάθος, ακριβώς όπως στην φωτογραφία. Χορεύουν, αλλά δεν φαίνεται καλά.

 Όμως το σπιτάκι δεν το θυμόταν ποιό ήταν ακριβώς. Μπορεί και να είχε γκρεμιστεί. Πάντως ούτε γκρεμίδια είχε εκεί κοντά. 

Αρφαρέτι, Ανατολική Τήνος, τέλη της δεκαετίας του '20 ή λίγο αργότερα.


Δευτέρα 20 Ιουνίου 2016

Τα γενέθλια, ο Άρθουρ κι' εγώ (και η μάχη του Βατερλώ, 18 Ιουνίου 1815.)



Αληθεύει πως εγεννήθην τον Ιούνιο του 1954. Όμως ως προς την ακριβή ημερομηνία, καλύτερα να την κρύβω. Όπως βλέπετε, μου φέρανε μια τούρτα άσπρη, κι' εμένα δεν μ' άρεσε, μ' άρεσαν έκτοτε τα σουβλάκια με μπύρες. Αυτή η γυναίκα που μ' αγκαλιάζει και χαμογελά, λέγεται Ζωή. Θέλω να την πάρω τηλέφωνο, να δω τι κάνει, αλλά όλο το αναβάλλω, ντρέπομαι, φοβάμαι δεν ξέρω γω τι.
Είμαι ωστόσο ένα καταθλιπτικό μωρό, στα πρώτα μου γενέθλια. Θεωρούσα ματαιότητα να σβύσω το κεράκι, καταλάβαινα τι πάει να πει, θα ζούσα απλώς έναν χρόνο λιγότερο. Οπότε σκέφθηκα να μετακινήσω την ημερομηνία γεννήσεώς μου στην 18η Ιουνίου, επέτειο της μάχης του Βατερλώ. Μήπως νικήσω και εγώ την μοίρα μου.
Όσοι αφελείς εννοούν την μάχην του Βατερλώ ως σύμβολο τραγικό και αιώνιο της πλέον ολοκληρωτικής πανωλεθρίας, πλανώνται πλάνην οικτράν. Στας επομένους γραμμάς θα ανατρέψω αυτήν την εξωφρενική δοξασία, με μία σύντομη παράθεση των γεγονότων της μάχης εκείνης. Και θα σας αποκαλύψω το ελπιδοφόρο νόημά της για όλην την Ανθρωπότητα.
Επίσης, πρέπει να επισημάνω πως ο Γίγας Φιλιππάκης πλανάται εάν νομίζει πως έχω λόξα με τις μάχες. Εγώ απλώς κοιτάω να συλλάβω το υπαρξιακόν νόημα του Πολέμου.
Η μάχη λοιπόν εκείνη έγινε στο Βατερλώ, που παναπεί δύο ραχούλες, όχι πολύ ψηλές, ίσα να μη βλέπεις αποπίσω, και στη μέση γούπατο. Εκεί στο γούπατο έχει και μία αγροικία, εκτρέφουν γουρούνια. Έχει κι' ένα πύργο, ποστονλέν δεν ξερωγώ. Ο Δον Κουμπάρος που έχει ζήσει σ' εκείνα τα μέρη μπόλικο καιρό, θα σας πει πως ακριβώς είναι η περιοχή γεωγραφικώς.
Τώρα, από τη μία ραχούλα ήταν οι γάλλοι κι' από την άλλη οι άγγλοι, οι τελευταίοι μαζί με κάτι συμμάχους που είχανε, ολλανδούς, γερμανούς, κάτι τέτοιους.
Αρχηγός των εγγλέζων ήταν ένας που τον λέγαν Άρθουρ. Αυτός σκέφτηκε το εξής: Να βάλω τους γερμανούς στην αγροικία, να επιτεθεί ο γάλλος εκεί και να μ' αφήσουν ήσυχο για λίγη ώρα. Τώρα, αυτοί οι ολλανδοί συμπαθάνε τους γάλλους. Να τους βάλουμε κι' αυτούς μπροστά μπροστά στην πλαγιά να φαίνονται, να τους βαράνε οι γάλλοι με τις κανόνες, να λήξει η συμπάθεια. Και τους δικούς μου -τους εγγλέζους- να τους βάλω από πίσω από την ραχούλα αραχτούς, να μην φαίνονται προς το παρόν.
Όπερ και εγένετο. Ύστερα, ο Άρθουρ πήγε κι' έκατσε κάτω απόνα δέντρο, κοίταγε τους γάλλους απέναντι με το τηλεσκόπιο και δεν έκανε τίποτα. Πάει μεσημέρι, τίποτα. Είχε βρέξει, είχε βραχεί και το μπαρούτι, δεν έπαιρνε φωτιά.
Οπότε κατά τις μία που στεγνώσανε, άρχισε το πατιρντί. Αρχίζουν το κανονίδι οι γάλλοι, αλλά τους εγγλέζους πίσω από την ραχούλα δεν τους βλέπανε να τους πετύχουν. Πετυχαίνανε τους φίλους τους, τους ολλανδούς που ήτανε στην πλαγιά. Ο Άρθουρ στο δέντρο, σαν τη γυναίκα του Λωτ.
 Επίθεση μετά οι γάλλοι, να πάρουνε την αγροικία. Οι γερμανοί μέσα υποφέρανε την κόλαση, αλλά κρατάγανε άμυνα με νύχια και με δόντια. Άλλος θα τους λυπόταν, θάστελνε ενισχύσεις να τους βοηθήσει. Αλλά ο Άρθουρ τίποτα, απαθέστατος. Τους άφησε μόνους τους.
Είδαν οι γάλλοι πως δεν πέφτει η αγροικία, στέλνουν ένα λεφούσι πάνω στους ολλανδούς, στη πλαγιά απάνω. Καθώς τους είχανε περιποιηθεί ήδη με τα κανόνια, υποχωράνε οι ολλανδοί. Τους κυνηγάνε οι γάλλοι, ώσπου πατάνε την ραχούλα. Οπότε σηκώνονται αποπίσω οι εγγλέζοι που ήταν αραχτοί μέσα στα σιτάρια, και τους ντουφεκάνε πυρ ομαδόν. Ρίχνουνε κι' οι γάλλοι, οπότε γίνεται της κακομοίρας, και ο αγών αμφίρροπος και αιματηρότατος εκατέρωθεν, όλο πτώματα παντού και τραυματίαι. Καθόταν και κοίταγε ο Άρθουρ, πάλι απαθέστατος σαν άγαλμα, αλλά όχι σαν αυτό το άγαλμα στο τραγούδι του Πουλόπουλου που είχε και κάποια συναισθήματα. Ώσπου ο αρχηγός του αγγλικού ιππικού που ήταν παραπίσω, εδέησε να διατάξει ορμάτε τους ρε! και πέσανε με τ' αλόγατα πάνω στους γάλλους, οι οποίοι τρεχάτε ποδαράκια μου, όσοι μείνανε ζωντανοί δηλαδή. Τους κυνηγάνε οι εγγλέζοι, αλλά λαχανιάσανε τα άλογα, οπότε εμφανίζονται το γαλλικό ιππικό, και γυρνάει το παιχνίδι, μία σου και μία μου, τους κυνηγήσανε πίσω στην ραχούλα τους με βαρύτατες απώλειες.
Μ' αυτά και με κείνα, πήγε τέσσερις τ' απόγεμα. Οπότε στείλανε και οι γάλλοι το δικό τους ιππικό, να καθαρίσουνε τη φάση. Είδαν όμως οι εγγλέζοι νάρχεται η καβαλλαρία, οπότε προετοιμαστήκανε χωρίς να τους πει τίποτα ο Άρθουρ, σιγή ιχθύος, από μόνοι τους οι αξωματικοί, τα φαντάρια, φτιάξανε τετράγωνα, βάλανε τις ξιφολόγχες σαν σκαντζόχοιρο, οπότε τ΄άλογα δεν  πάνε να πέσουνε στις ξιφολόγχες να τρυπηθούνε, κορόιδα είναι; Τρέχανε γύρω γύρω ασκόπως. Κι' από μέσα από τα τετράγωνα να τους ντουφεκάνε. Οπότε άλλοι σκοτωθήκανε, άλλοι λαχανιάσανε, στο τέλος  γίνεται αντεπίθεση οι άγγλοι, ένας στρατηγός του ιππικού πήρε πρωτοβουλία και μάζεψε όση καβαλλαρία είχε ακόμη δυνάμεις και νεφρά και ορμάει, γύρισε κακήν κακώς το γαλλικό ιππικό στην ραχούλα τους, πάλι ισοπαλία το αποτέλεσμα. Ο Άρθουρ εκεί, κάτω από το δέντρο, να μην τον αφορά το όλον ζήτημα.


Τα αγγλικά τετράγωνα, να πάρετε μιάν ιδέα
Εν τω μεταξύ, τους γάλλους τους ζώσανε τα φίδια, γιατί από τα πλάγια ήρθανε κάτι άλλοι γερμαναράδες, οι Πρώσσοι, τους σταματήσανε προς το παρόν, αλλά πόσο ακόμα, θα τους κόβανε την υποχώρηση στο τέλος, οπότε έπρεπε να νικήσουν τους εγγλέζους τα τάχιστα, ώστε να είναι απερίσπαστοι με τους Πρώσσους. Γιατί μετά από τους Πρώσσους είχανε και τους Ρώσσους που είχανε σειρά, ήταν καθ' οδόν σε λίγες μέρες. Οπότε χέστα! Στείλαν εν πάση περιπτώσει στην επίθεση κάτι συνταξιούχους, την Παλιά Φρουρά, αλλά μαζί καλού κακού και την Νέα Φρουρά, και την Μεσαία Φρουρά. Παρ' ολίγο να τους σπάσουνε, τους άγγλους,  αλλά στο τέλος σπάσαν οι γάλλοι οριστικά, επήλθε πανικός και άτακτη υποχώρηση. Άντε μάζευτους, τους γάλλους.


Arthur Wellesley, 1st Duke of Wellington (1 Μαΐου 1769 – 14 Σεπτεμβρίου 1852)
Μόνο ένας στρατηγός ξεροκέφαλος τα στύλωσε κάτω με τους συνταξιούχους, κι' άμα του είπαν να παραδοθεί, τους είπε: σκατά! Κι' έγινε διάσημος.
Εν ολίγοις, όλη την μέρα ο Άρθουρ δεν κούνησε το δαχτυλάκι του. Καθόταν κάτω από το δέντρο, και στο τέλος όχι μόνο δεν του ζητήσανε λογαριασμό, αλλά τον κάνανε και Δούκα. Τον γενικό αρχηγό των γάλλων που ήτανε και αυτοκράτορας, τον στείλανε απλώς διακοπές στην Ωραία Ελένη, όχι της Κορινθίας, ένα νησί, πιο μακριά. Δυσμενής μετάθεσις, αλλά πέθανε μετά.
Ηθικόν δίδαγμα: Κερδάει όποιος δεν κάνει τίποτα τον Ιούνιο, κάθεται και περιμένει να μπει ο Ιούλιος, μετά ο  Αύγουστος και ούτω καθεξής. Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα της ραστώνης που με ώθησε να περάσω τα Γενέθλιά μου στα μαγευτικά Γιάννενα. Πήγαμε και στο Ζαγόρι, και στην υπέροχη Πάργα, πατησμεπατώσε ήτανε, μου βάλανε κι' ένα κεράκι σ' ένα τιραμισού, τόσβυσα κια τόφαγα μετά, το τιραμισού. Στο Ζαγόρι βγάλαμε και φωτογραφία, αλλά δεν βγήκε και πολύ καλή.
Ζαγόρι, Ιούνιος 2016

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2016

Η ειδεχθής δολοφονία της Λωρελάη


Η κανονιοφόρος Λωρελάη

Στα 1903 η Ελλάδα είχε τα μαύρα της τα χάλια. Είχε πέσει στην χρεωκοπία και είχε γίνει Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος. Όπου πρωτοστατούσαν οι γερμανοί, αυτοί δεν σήκωναν κουβέντα, που πάει να πει πως ό,τι κέρδιζε το κράτος το τσεπώναν οι πιστωταί κι' οι γερμαναραίοι. Κάτι λίγα μένανε, ελάχιστα. Και ερωτάται με τι πλήρωνε μισθούς και συντάξεις το ταμείο. Και σας λέω πως δεν είχε τόσους δημοσίους υπαλλήλους. Και δεν είχε καθόλου συνταξιούχους. Καθόλου. Οπότε φτάνανε και τα λίγα.
Η Λωρελάη ήταν θαλαμηγός, αλλά την αγοράσανε οι γερμανοί και της βάλανε κάτι κανονάκια και την κάναν κανονιοφόρο. Βοηθητικό πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού, δηλαδή. Να μεταφέρει διπλωματικά έγγραφα, να πούμε, από και προς την Κωνσταντινούπολη. Που ήτανε η πρωτεύουσα της Τουρκίας τότε. Αλλά το είχανε και για φυλακή. Εκείνη την εποχή, γερμανοί και τούρκοι ήτανε τακίμια, είχε πολλούς γερμανούς στην Τουρκία, στρατιωτικοί και πολίτες. Οπότε αν έκανε κανάς γερμανός καμία ματσαράγκα, τον κλείνανε στην Λωρελάη. Δηλαδή απόξω κούκλα κι' από μέσα πανούκλα. Κάτεργο φριχτό ήταν η Λωρελάη.
Κατέπλευσε λοιπόν η Λωρελάη εν Πειραιεί. Για επισκευές στου Βασιλειάδη. Που ήτανε κοντά στον Άγιο Διονύση, ερημιά τότε εκεί πέρα, μόνο καρνάγια και το νεκροταφείο είχε. Αυτός ο Βασιλειάδης ήταν από την Πόλη. Αδειάσανε, λοιπόν, την Λωρελάη, κι' αφήσανε μόνο ένα μπαούλο κλειδωμένο, γεμάτο χαρτιά επίσημα, και κάτι ψιλά δια τα τρέχοντα, που λένε. Το απόγεμα γινόταν παύση εργασιών, σχολάγανε τα συνεργεία του Βασιλειάδη, φεύγανε και το πλήρωμα, τους είχανε βρει ένα οίκημα, πέρα, στον Πειραιά. Αφήνανε μόνο δύο, να φυλάνε το καράβι.

Ναυπηγεία Βασιλειάδου, εν Πειραιεί

Μια νύχτα, είχανε βάρδια έναν υπαξιωματικό, πιλάφι που λένε, φερ' ειπείν κελευστής. Αυτόν τον λέγανε Μπρίτσκη. Και μαζί κι' έναν ναύτη, τον Κόχλερ. Και φυλάγανε το μπαούλο αυτοί. Όλη τη νύχτα.
Ξημέρωσε, τέλος πάντων. Πάει πρωΐ-πρωΐ να κάνει εφοδεία ο αξιωματικός φυλακής, ούτε Μπρίτσκη, ούτε Κόχλερ, ούτε μπαούλο. Της Αναλήψεως. Αίματα μονάχα, χυμένα παντού. Όλο το βαπόρι μέσα στα αίματα. Κάνει μια γύρα, και τι διαπιστώνει; Έλειπε και μια λέμβος. Ειδοποιάει κυβερνήτη, ξέρω γω. Τώρα, αυτός ο κυβερνήτης πρέπει νάταν πολύ χαλβάς,  αρχίζει να λέει παντού πως οι γερμανοί αδύνατον, δεν κάνουν τέτοια εγκλήματα, άρα τους ναυταίους τους φάγανε οι έλληνες, να απαγάγουνε το μπαούλο με τα μυστικά έγγραφα και τα λεφτά. Που τα μυστικά έγγραφα θα τα δίνανε στους ρώσους που είχανε κάτι πολεμικά στον Πειραιά, ναυλοχούσαν ξερωγώ, και που είναι κι' αυτοί ορθόδοξοι. Το πήγανε στο θρησκευτικό φανατισμό, δηλαδή. Και τα λεφτά τα κρατήσανε. Γιατί τέτοια καθήκια και λιγούρηδες είναι οι έλληνες, σε σφάζουνε για πενταροδεκάρες Δεν τόπε έτσι χοντρά δηλαδή, αλλά αυτό ήταν το νόημα.
Εντωμεταξύ είχε έρθει και η Αστυνομία. Και ο Λιμενάρχης Πειραιώς. Βάζουν έναν ρώσο δύτη να ψάξει τον βυθό να βρει το μπαούλο. Από τα ρώσικα πολεμικά, ο δύτης. Γιατί είχε ρώσικα πολεμικά ο Πειραιάς, δεν ξέρω αν σας το είπα, ναυλοχούσαν κει πέρα. Και μπαούλο μεν δεν βρήκε, αλλά βρήκε τον Μπρίτσκη, τον κελευστή. Πεθαμένο, όπως ήταν φυσικό. Τον άλλον, τον Κόχλερ τον ναύτη, δεν τον βρήκε πουθενά. Ούτε το μπαούλο βρήκε, όπως προανέφερα.
Τώρα, πρωθυπουργός ήταν ο Ζαΐμης. Ο οποίος  καθότανε σ' αναμμένα κάρβουνα. Διότι δεν μας φτάνει το φαλιμέντο, τώρα θα ξεφτιλιστούμε ως φυλή κιόλας. Είχαν αρχίσει οι ξένοι ανταποκριταί να στέλνουν στις εφημερίδες τους, κι' ήταν ο διεθνής τύπος καταπέλτης δια το ελληνικό γένος μας, οι αγράμματοι, οι τεμπέληδες, οι μοβόροι, υποανάπτυχτοι, αδίσταχτοι εγκληματίαι, οι μπήξε, οι δείξε, τα εξ αμάξης μας σούρνανε. Οπότε σου λέει ο Ζαΐμης θες να βρούνε αφορμή να μας αυξήσουνε τη δόση; Πρέπει να τον βρούμε, τον πούστη που τόκανε. Έβαλε λοιπόν τον Αστυνομικό Διευθυντή Αθηνών, ονόματι Γενήσερλης, ο οποίος ήταν πολύ δαιμόνιος, να βρει τον ένοχο του εγκλήματος.
 
Ο δαιμόνιος Γενήσερλης

Αλλά δεν βρήκε τίποτε, ο  Γενήσερλης. Εν τω μεταξύ οι έλληνες το πήρανε άσκημα, σου λέει χωρίς να βρουν τον αίτιο πρώτα να βρίζουνε εμάς, στο τέλος θα θέλουνε κι' αποζημίωση. Αράζανε λοιπόν όλοι στα καφενεία, πίνανε τον καφέ τους, καπνίζανε, διαβάζανε τι λέγανε στις εφημερίδες, φαρμακωμένοι όλοι. Διότι επικηρύξανε τον δολοφόνο οι γερμανοί χίλια χρυσά φράγκα. Οπότε σου λέει, λέγε με παλιόπαιδο, λέγε με αλήτη, μέχρι και ληστή, και δολοφόνο ξερωγώ, αλλά μη με λες ρουφιάνο και καρφί και καταδότη. Διότι είναι σα να του λες του άλλου εφόσον ξέρεις ποιός είναι ο υπαίτιος, δώσε τον, και πάρε χίλια. Κι' αυτό δεν το σηκώνει ο έλληνας.
Ήτανε τώρα ένας εύζωνας, Δημήτριος Σαούτης ελέγετο, εκ Θουρίας Καλαμών (Καλαμάτα.) Τότε τους εύζωνες τους βάζανε φρουρά έξτρα στα αστυνομικά τμήματα. Εύζωνας είναι ο τσολιάς. Τον Σαούτη αυτόν, λοιπόν, τον είχανε απόσπαση στις Τζιτζιφιές. Ήτανε λοιπόν μέσα στο τράμ και πήγαινε από Νέο Φάληρο προς Τζιτζιφιές, εφτάμισι οχτώ το πρωΐ, θάχε υπηρεσία μάλλον. Ήτανε μ' άλλους δύο, έναν λοχία του πυροβολικού κρητικό, κι' έναν υπάλληλο, και συζητάγανε για τα γεγονότα, που ήταν ένας μυστήριος στις Τζιτζιφιές και τριγύρναγε δύο μέρες στην περιοχή άνευ λόγου τινός, τον βλέπανε και δεν τον ξέρανε κάποιος, συγγενείς, γνωστοί, τίποτα, και φαινόταν ξένος. Εντωμεταξύ, ήταν ντυμένος και στα ναυτικά. Και κει που τα λέγανε, νάσουτον ο περί ου, περπάταγε κατά μήκος της γραμμής. Τότε το τραμ δεν ήταν όπως τώρα, πήγαινε πολύ αργά. Δίνει λοιπόν μία ο Σαούτης, πηδάει κάτω. Τον πιάνει τον λεγάμενο πρώτα με το μαλακό, να κατανοήσει τι καπνό φουμάρει, να τονέ ψυχολογήσει τι είναι, τι δεν είναι, ξερωγώ. Όπου ο άλλος τίποτα, μιλιά. Τονε σβερκώνει τότε ο τσολιάς ο Σαούτης, ειδοποιάνε και οι άλλοι την Αστυνομία, τον πάνε μέσα. Όπου τα ξερνάει όλα, αυτός. Με το νι και με τι σίγμα. Διότι αυτός ήτανε ο λεγάμενος, ο Κόχλερ!


Αυτός ο Κόχλερ, λοιπόν, είχε προηγούμενα με τον κελευστή τον Μπρίτσκη. Γιατί ο Μπρίτσκη τον είχε βγάλει αναφορά δεν ξέρω γω τι έκανε, κι' έφαγε καμπάνα από τον Ύπαρχο, ο Κόχλερ. Και ως εκ τούτου, δεν τον χώνευε. Οπότε, ευκαιρίας δοθείσης τον έσφαξε και βούτηξε και το μπαούλο, τόβαλε στην λέμβο, κι' έφυγε κατά την Πειραϊκή, να βρει μια καβάτζα να το ανοίξει με την ησυχία του. Γιατί νόμιζε πως είχε μεγάλα ποσά μέσα. Καλά, του λένε, δεν διάβασες που γράφει απάνω το μπαούλο που είχε μέσα χαρτιά; Και τους είπε ο Κόχλερ πως είμαι αναλφάβητος. Αντιλαβού; Που βρίζανε τους έλληνες αμόρφωτους, χτήνη, υπαθρώπους και τα λοιπά! Την λέμβο την βρήκανε σπασμένη στα βράχια, τελικώς. Και την κασέλα επίσης, τα χαρτιά σκόρπια στη θάλασσα. Λεφτά δεν είχε καθόλου. Και γύρναγε ο Κόχλερ επί τρείς μέρες μπροστά στα μάτια τους θεονήστικος, χαμένος, και αυτοί τον ψάχνανε, Αστυνομίες, Λιμεναρχεία, Προξενεία, όλα ανάστα ο Κύριος!
Ο Δημήτριος Σαούτης έγινε ήρωας, και δικαίως διότι απεκατέστησε την τιμή του Έθνους. Θέλανε λοιπόν οι γερμανοί να του δώσουνε την αμοιβή, χίλια φράγκα, λίρες, πόσα ήτανε αυτά, αλλά αυτός είπε να τα βάλουνε στον κώλο τους. Δεν τόπε έτσι ακριβώς δηλαδή, είπε να τα βράσουνε και να τα φάνε, και πως δεν θέλει λεφτά από κείνους που υβρίζουν την πατρίδα μου. Αυτά δηλαδή γράψανε οι εφημερίδες, μπορεί και να τα ευπρεπίσανε κάπως, από ελληνικό φιλότιμο, όχι τίποτ' άλλο.


Εδώ που τα λέμε, εγώ θα τάπαιρνα, τα φράγκα. Προκαταβολή για τις κατοχικές αποζημιώσεις. Διότι όσο πιο ανωτερία τους δείχνεις αυτωνών, τόσο παίρνουν φόρα και ζητάνε κι' άλλα. Κι' άμα είναι να δώσουνε, το κορόιδο.
Τον Κόχλερ τον πήγανε στην Αθήνα να τον ανακρίνουνε. Τάπε και στον Γενήσερλη, ενημερώθηκε κι' αυτός, και πήγε στον Βασιλιά, και του τα είπε λεπτομερώς, ότι δηλαδή δεν ήταν έλληνας ο δολοφόνος. Κι' αυτός τούδωσε θερμά συγχαρητήρια για την επιτυχία του αυτή. Μετά τον πήρανε τέσσερις Χωροφυλάκοι κι' ένας Εισαγγελέας, τον Κόχλερ, να πάνε να τον παραδώσουνε στους γερμανούς, στο καράβι του. Μαζεύτηκε λοιπόν δέκα χιλιάδες κόσμος και φώναζε "ουουουου," και "κάτω οι υβρισταί μας" και "δεν είμεθα γερμανοί", κι' άμα δεν ήταν οι χωροφυλάκοι θα τον σκίζανε. Αυτός, απαθής.
Κάθομαι λοιπόν και σκέφτομαι τώρα εγώ, γιατί να την κάνει τέτοια μαλακία. Αφού θα τον πιάνανε κάποια στιγμή. Οπότε κάτι συνέβη, και του γύρισε το μάτι ανάποδα. Μπορεί ο κελευστής ο Μπρίτσκη να τον είχε αντιπάθεια και να τον έτρεχε, βάρδιες, αγγαρείες, αναφορές, πόσο ν' αντέξει ο άλλος. Ήτανε και ζώον, αγράμματος, δεν ήξερε να παραπονεθεί στους ανωτέρους, να πούμε, δεν είχε το σπρέχεν. Αλλά κι' οι ανώτεροι, στ' αρχίδια τους. Έχω κάνει σε καράβι και ξέρω. Μαζί με όλα τα καθάρματα εκεί μέσα, φυλακωμένοι, φύλακες, όλοι ένα είναι, κατάδικοι όλοι μέσα στο φυλακοβάπορο, και να είναι αναμμένα και τα καζάνια εν πλω, ανάβει ο μπουλμές, κόλαση. Μονάχα στην γέφυρα είναι ωραία, και στο κατάστρωμα, να φυσάει κι' αεράκι, Αιγαίο να πούμε, απόλαυση. Αλλά αυτά είναι για τους Αξωματικούς και τους Τσάτσους. Και τους σηματωρούς, ή τους αρμενιστάς, και αν έχουν υπηρεσία μόνον, δια ματσακόνι φερ' ειπείν, βλέπουνε ουρανό. Αλλιώς τους τρώει η λαμαρίνα και η βρώμα. Οπότε αν σε βάλει και κανάς Υπόλογος στο μάτι, στο τέλος επέρχεται το μοιραίον, ζουρλαίνεσαι. Γι' αυτό τους λένε τους Υπαξωματικούς πιλάφια στο Πολεμικό Ναυτικό, υποτιμιτικώς, λόγω κάτι τέτοια που κάνουνε. Όχι όλοι, βέβαια, δεν γενικεύω. Αλλά έχω κάνει καράβι δύο χρόνια και ξέρω.
Τον Κόχλερ τον πήγανε στη Γερμανία, πέρασε Ναυτοδικείο. Και τον αποκεφαλίσανε.




Πηγές και φωτογραφίες:

http://www.istorikathemata.com/2015/02/We-are-not-Germans-defamatory-campaign-and-the-Greek-answer-6th-October-1902.html

http://pireorama.blogspot.gr/2015/09/blog-post_25.html

Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Θερινή σκηνή στο Χαλάνδρι, πίσω από την Αγία Βαρβάρα


Χαλάνδρι, πίσω από την Αγία Βαρβάρα, στην θέση της σημερινής Ζαν Μωρεάς, στα 1910.






 


Από το Πάσχα και μετά έτρεχα. Να εξηγηθώ:


Μέχρι το Πάσχα πήγαινα στο γυμναστήριο του Καρβέλλα. Ο Καρβέλλας ήταν ο θείος του άλλου του Καρβέλλα, του συνθέτη. Και είχε αυτό το γυμναστήριο. Που ήτανε στον ουρανοξύστη, ακριβώς στη στροφή της Αγίας Βαρβάρας, επί της Εθνικής Αντιστάσεως, στο υπόγειο. Εκεί απέναντι ήτανε η βίλλα του Παπαθανασίου, μία μεγάλη, άσπρη με κεραμίδια. Αυτός ο Παπαθανασίου έγινε υπουργός οικονομικών επί Καραμανλή, δηλαδή όχι ο ίδιος, ο γιός του έγινε, κι' όχι του εθνάρχη, αλλά του ανηψιού, του επιλεγόμενου μπουχέσα. Και στην βίλλα βάλανε μία σημαία με μισοφέγγαρο, και την κάνανε πρεσβεία της Τυνησίας. Δίπλα στην βίλλα, επί της Εθνικής Αντιστάσεως μιλάμε, είχε μία μάντρα με ωραιότατο σιδερένιο κιγκλίδωμα φερφορζέ και μία εξ ίσου ωραιότατη πόρτα φερφορζέ, δεν τα βρίσκεις πια αυτά, νόμιζες πως ήτανε χασιέντα μεξικάνικη. Εκεί μέσα ήτανε το κτήμα του Λυκιαρδόπουλου. Κι' απόξω είχε εξανέκαθεν ένα περίπτερο. Πολύ παλιά ήταν ξύλινο, κίτρινο, αλλά μετά βάλανε ένα πιο μοντέρνο, πιο μεγάλο. Τέλος πάντων, βίλλα, μάντρα, τα γκρεμίσανε όλα, είναι η Βόνταφον τώρα εκεί, και μία αγελάδα πλαστική, κόκκινη-άσπρη. Μόνο το περίπτερο έμεινε.


Στου Καρβέλλα επικρατούσε το δόγμα "Τα πολλά κιλά στη μπάρα κάνουν το μυαλό παπάρα," τέτοια λέγαμε και γελάγαμε, μάλλον γιατί ο εγκέφαλος δεν αιματούται επαρκώς άμα κάνεις πολλά βάρη. Λένε επίσης πως με την άσκηση εκκρίνονται ενδορφίνες, μαστουρώνεις και γελάς συνέχεια. Επίσης με τα βάρη ενδυναμώνεται μεν το μυϊκό σύστημα, αλλά δεν καις θερμίδες, διότι τα βάρη είναι αναερόβια άσκηση. Πρέπει επίσης να πω πως μετά το γυμναστήριο πλακωνόμασταν στα κοψίδια και τα κρασιά, στις πίτσες και τις μπύρες, γραβιέρες, σαλάμια αέρος, ρακές, τεκίλες, βότκες, τόννοι ουίσκια, άπειρα τσιγάρα, τέτοια αντιαθλητικά. Διότι υπήρχε και ένα άλλο δόγμα: "Τη μέρα θα χτίζουμε, τη νύχτα θα γκρεμίζουμε." Το κορμί, εννοείται. Οπότε, με τέτοιες ιδέες παίρνεις κιλάκια, όπως είναι επόμενο. Και τα χάνεις μόνο με αερόβια άσκηση, δηλαδή αργό τρέξιμο αντοχής. Κόβεις τις καταχρήσεις. Δίαιτα χιλίων πεντακοσίων θερμίδων. Στεγνώνεις, καις τα λίπη και αποβάλλεις τις τοξίνες, δείχνουν οι μυς, χαλαρώνουν, από σφίχτης γίνεσαι φιγουρίνι να προλάβεις τις παραλίες, εξαγνίζεσαι για την Γη Χαναάν των Κυκλάδων...
Από το Πάσχα λοιπόν και μετά, έτρεχα. Είχα μια στάνταρ διαδρομή, την έκανα σχεδόν κάθε μέρα. Ξεκινούσα πίσω από το γυμναστήριο, ή αν θέλετε πίσω από την Αγία Βαρβάρα, το ίδιο είναι, δηλαδή στην αρχή της Ζαν Μωρεάς, εκεί που έχει ένα ψηλό πεύκο πάνω στο πεζοδρόμιο, κι' αποπίσω έχει κι' άλλα πεύκα, που αποπίσω από τα πεύκα έχει έναν άλλο ουρανοξύστη, όχι του Καρβέλλα. Από κει έμπαινα στα στενά του Χαλανδρίου, διέσχιζα καθέτως την Παπανικολή, ύστερα την Βασιλέως Γεωργίου, έφτανα στην Ριζάρειο, έκανα τον μαντρότοιχο γύρα, και επέστρεφα πάλι μέσα από τα στενά στο ίδιο σημείο, στο πεύκο της Ζαν Μωρεάς.
Η ιστορία που θα σας πω έγινε ένα απόγευμα του Ιουνίου του 1994.
Ακόμα και τώρα είναι γλυκό το απόγευμα, στο Χαλάνδρι. Στο ύψος της Λυκούργου, στην Αβάνα δηλαδή, η Ζαν Μωρεάς κατηφορίζει, οπότε φαίνεται η Πεντέλη, μακρινή και γαλάζια, σ' έναν επίσης γαλάζιο φόντο, λίγο πιο ανοιχτό όμως. Τα σπίτια είναι μονοκατοικίες, ή δίπατα και τρίπατα, κι' έχουν κήπους με λεμονιές και νεραντζιές και τροπικά φυτά, και γιασεμιά και νυχτολούλουδα, ευωδιάζουν, κι' έχει και πεύκα, και κυπαρίσσια, και πολλούς ευκάλυπτους, τους θυμάμαι από μικρό παιδί, τους ευκάλυπτους. Γέμιζα τα πλεμόνια μου και χάζευα, το ζήτημα είναι να πιάσεις έναν ρυθμό αργό, ευχάριστο, ώστε να διαρκέσει αυτή η άσκηση ώρα, αν και, όπως και να το κάνεις, είναι κουραστικό αυτό το ταξίδι, το ξεπερνάς άμα σκέφτεσαι άλλα πράματα, άμα φεύγει το μυαλό δηλαδή αλλού, το μεσημέρι έβλεπα ειδήσεις, στην Αφρική είχε φασαρίες, σφαγές σ' ένα μικρό κράτος, στη Ρουάντα, φριχτά πράγματα έδειχνε η τηλεόραση, πτώματα, κάτι άλλοι μαστουρωμένοι με κάτι μαχαίρες χόρευαν, την Ρουάντα είχα να την ακούσω από το Δημοτικό, στη Γεωγραφία την λέγανε Ρουάντα-Ουρούντι, πούλαγαν κάτι τσίχλες στα περίπτερα τότε, ένα πενηνταράκι η μία, μέσα σε κάτι φακέλους, είχε και κάτι χαρτάκια χρωματιστά μέσα, τα μαζεύαμε, τα ανταλλάσσαμε, όλες τις χώρες ζωγραφισμένες υπέροχα, κι' ήταν και η Ρουάντα-Ουρούντι, με λιοντάρια και ζέβρες και πολεμιστές με ασπίδες και δόρατα και χόρευαν, χόρευαν με φόντο τον χαλανδρέικο γαλανό ουρανό, με χαλανδρέικα σύννεφα, μέσα σε χαλανδρέικους χωματόδρομους, αλλά τώρα το Χαλάνδρι το είχαν ασφαλτοστρώσει από άκρου εις άκρον, οπότε γεννάται το ερώτημα πως εγώ έτρεχα σε χωματόδρομους, κι' ήταν το χώμα κανελλί, κι' ήταν γύρω κήποι και χαμηλά σπίτια;
 
 
 
 
Συγκεντρώθηκα, τέλος πάντων, στ' αριστερά είχα τη μάντρα της Ριζαρείου, κι' ήμουνα μουσκίδι, φόραγα ένα τισέρτ με τον φίντο ντίντο, όταν έτρεχα ο ιδρώτας έκανε πάντα δύο κηλίδες, μια στο στήθος, μια στην κοιλιά, κι' αυτές όσο έτρεχα μεγάλωναν, στο τέλος ενώνονταν, που πάει να πει είχα χάσει ενάμισι κιλό νερό, οπότε συν η δίαιτα και οι ενδορφίνες, έβλεπα οράματα στον ξύπνιο μου, συμπέρανα. Παραληρούσα. Όπως αυτοί που χάνονται στην Σαχάρα. Τότε είδα μπροστά μου έναν μαύρο από την άλλη μεριά του δρόμου. "L' année prochaine, vous serez chez nous!" μου φώναξε, και έβαλε τα γέλια. Προσπέρασα, θα με πέρασε για άλλον είπα. Γύρισα να τον ξαναδώ, τον μαύρο, αλλά είχε μπει μέσα στον κήπο. Και γέλαγε. Δεν έδωσα σημασία. Όπου σε λίγο ακούω μια μηχανή ντήζελ να γουργουρίζει δίπλα μου, μεγάλη, τις ντήζελ τις καταλαβαίνεις αμέσως, κοίτα λέω, ο μαλάκας θα με διακόψει πάνω στην προσπάθειά μου για να με ρωτήσει που είναι ο δείνα δρόμος ξέρωγώ. Γυρνάω να τον ξεχέσω, τι να δώ! Ήταν μια μεγάλη τογιότα χαιλούξ πικάπ τετρακίνητη, άσπρη, κι' είχε κάτι μπλε σχέδια στην πόρτα και γράμματα αρχικά δε θυμάμαι τι. Και η καρότσα ήταν φορτωμένη μαύρα παιδάκια βρώμικα και μαύρες γυναίκες ρακένδυτες, κι' η μία είχε ένα μωρό πεθαμένο αγκαλιά κι' έκλαιγε, κι' ήταν κι' ένας μαύρος με σκισμένο πουκάμισο μέσα στα αίματα, και με τόνα μάτι λιώμα. Κι' όλοι αυτοί πως βρεθήκαν ξαφνικά εκεί, τρέχαγύρευε. Διότι η έκπληξίς μου ήταν αλλού. Διότι στο τιμόνι καθόμουνα εγώ ο ίδιος, και φόραγα μάλιστα την ίδια φανέλα με τον φίντο ντίντο. Με το που είδα τον εαυτό μου στο τιμόνι πετάχτηκα πίσω βρίζοντας, ακριβώς έτσι έβριζα ένα ντόπερμαν, πεταγόταν μέσα από έναν κήπο, μία μονοκατοικία κοντά στου Σαρμέλα στο τρελοκομείο, και γαύγιζε, γρύλιζε, μούδειχνε κάτι δόντια βόηθα Χριστέ μου, με αιφνιδίαζε κει που έτρεχα, κι' έλεγα να το θυμηθώ να μην περάσω κοντά στη μάντρα, αλλά κάθε φορά το ξέχναγα. Έτσι πετάχτηκα και τώρα, αλλά στη νιοστή, και του βλαστήμαγα έντρομος το σόι, του εαυτού μου με την τογιότα χαιλούξ.
-Μην βρίζεις την μάνα μας και τον πατέρα μας! μου είπε αυστηρά. "Ραντεβού με το μέλλον έχεις, του χρόνου το Πάσχα θάσαι εκεί!"
Γκάζωσε ύστερα, έφυγε. Έκανα ώρα να συνέλθω εγώ, αλλά δεν έδωσα σημασία, το ξέχασα. Διότι να πάω στην Αφρική εγώ, των αδυνάτων αδύνατον.
Από την Ριζάρειο και πίσω ο δρόμος κατηφορίζει, κόβεις την προσπάθεια, τσουλάς τρόπον τινά καροτσάδα. Ώσπου πιάνεις πάλι την Ζαν Μωρεάς, η οποία όταν πήγαινες ήταν κατήφορος, άρα τώρα είναι ανήφορος. Αλλά στο τέλος ισιώνει, βλέπεις πάλι το πεύκο, και λες τέρμα, αυτό ήτανε και σήμερα, κόβεις κι' άλλο, στο τέλος περπατάς, δεν κάνει να σταματάς εντελώς κι' απότομα, περιμένεις να ξεϊδρώσεις, αλλά νοιώθεις ευφορία απέραντη, είσαι ευτυχής, είναι ακόμα απόγευμα, έχει άπλετο φως, κάποιοι σηκώθηκαν ήδη από τη σιέστα αλλά εν γένει είναι ήσυχα ακόμη, σταματάς τώρα, λύνεις τα κορδόνια σου, ακουμπάς το ένα πόδι στον γερτό κορμό του πεύκου, και σκύβεις από πάνω σαν τις μπαλλαρίνες. Ύστερα το άλλο πόδι, τα ίδια. Διατάσεις το λένε αυτό.
-Από το Μαρούσι έρχεστε; άκουσα μια δροσερότατη φωνή.
Σήκωσα το κεφάλι μου. Και μου σηκώνεται η τρίχα μόνο που το λέω. Τα σπίτια, οι δρόμοι, τα δέντρα, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα, τα πάντα είχαν χαθεί. Ήταν μόνο μία εξοχική κατοικία από τις παλιές της περιοχής, ελάχιστες τέτοιες βρίσκεις πια να στέκουν όρθιες. Με κεραμίδια και ακροκέραμα και μαρμάρινη σκάλα. Και στην βεράντα στέκονταν τρεις κυρίες, νεαρές κι' οι τρεις, με μακριά φορέματα πολύ ρετρό, σκεπασμένες ως τα νύχια των ποδιών, και μακριά μανίκια επίσης. Της μιας, της μεγαλύτερης, ήταν καφέ σκούρο. Της άλλης, της μεσαίας, λευκό. Της τρίτης, γαλάζιο, με λευκή δαντέλλα στο ντεκολτέ. Αυτή ήταν η νεότερη και η πιο όμορφη. Ακουμπούσαν και οι τρεις στο κάγκελο της βεράντας και με κοίταζαν. Μιλιά, εγώ. Και στη σκάλα ήταν μία κοπελίτσα κάπου στα δώδεκα ή δεκατέσσερα, με ναυτικά. 
-Σας περάσαμε για τον Λούη που είναι μαρουσιώτης, είπε αυτή με το γαλάζιο φόρεμα, η πιο όμορφη. "Αλλά αυτός είναι πιο αδύνατος από εσάς, τον έχουμε δει μία φορά. Στο Μαρούσι." Κι' αρχίσαν τα γελάκια, πνιχτά, κι' οι τρεις μαζί ταυτοχρόνως. Είδαν κι' απόειδαν που δεν έλεγα τίποτα, σοβαρέψανε και με κοίταγαν.
-Από το Χαλάνδρι έρχεστε; ξαναρώτησε πάλι αυτή με τα γαλάζια.
Πάλι μιλιά εγώ. Τάχα χαμένα, πρώτα ο εαυτός μου φορτωμένος την Αφρική σύμπασα, τώρα αυτές. Κοίταγα μια το μπαλκόνι με τις γυναίκες και μια το τοπίο, όσο δηλαδή ήταν εντός του οπτικού μου πεδίου. Διότι είχε αλλάξει ως δια μαγείας. Παντού, όπου έπιανε το μάτι, ψηλά αγριόχορτα. Ο ήλιος που πλάγιαζε τα είχε κάνει ένα χρώμα ζεστό σαν τον κρόκο του αυγού, και λάμπανε σαν πίνακας του Βανγκόγκ μέσα στο καλοκαιρινό απόγεμα. Πίσω, εκατό μέτρα μακριά, διέκρινα ένα μόνιππο, κι' από δίπλα έναν καβαλλάρη, μάλλον με στολή στρατιωτική. Φεύγαν, όλοι μαζί μια παρέα, φεύγαν απαλά πάνω στο χωματόδρομο που κάποτε θα γινόταν -χρόνια αργότερα- η Κηφισσίας, πηγαίναν προς το Μαρούσι, κι' ακουγόταν πεντακάθαρα η φωνή του αμαξά, κι' οι ανέμελες συζητήσεις, κι' ο τροχασμός των αλόγων, τα ρουθουνίσματα...
Αριστερά, στη συμβολή της Κηφισσίας με τον αμαξιτό για Χαλάνδρι, δηλαδή που την λέμε τώρα Εθνικής Αντιστάσεως, άσπριζε ένα χτίσμα χαμηλό με κεραμίδια. Από πίσω ένα κυπαρίσσι μαύριζε κόντρα στον ήλιο. Θάταν το παλιό εξοχικό κέντρο του Μαρλαφέκα σκέφτηκα, που το γκρεμίσανε το εβδομηνταδύο ή το εβδομηντατρία, δεν θυμάμαι ακριβώς. Μα θυμάμαι που είχε μιαν αυλή στρωμένη με γαρμπίλι. Και δεν ήταν μόνο ένα κυπαρίσσι σκέτο, εγώ θυμόμουν πως όλη η αυλή είχε γύρω-γύρω μία σειρά κυπαρίσσια. Και τότε ξαφνικά νύχτωσε, και βρέθηκα ξαφνικά στην αυλή του Μαρλαφέκα. Θάναι Σεπτέμβρης, σκέφτηκα, γιατί κάνει και λίγη ψυχρίτσα. Κι' η ώρα είναι περασμένη. Έχει τρία άδεια τραπέζια ετοιμόρροπα, κι' από πάνω κρέμεται μια λάμπα ηλεκτρική, ρίχνει ένα χλεμπονιάρικο φως πάνω στα τραπέζια, κάπως κίτρινο. Μόνο μια παρέα είναι στο μαγαζί, πέντε νεαροί με καμπάνες παντελόνια τζήν, και του ενός κοτλέ χρώμα σάπιο μήλο. Έχουνε φαβορίτες, αλλά όχι και πολύ ευτραφείς, είναι σχεδόν έφηβοι, με μαλλούρα και κάτι γελοίες χωρίστρες, του ενός μάλιστα η ίσια τρίχα αντανακλά θλιβερά την κίτρινη λάμψη της λάμπας, διότι έχει βάλει ίσαμε κι' ένα σωληνάριο μπρηλκρήμ αυτός. Των αλλωνών το μαλλί είναι πιο ατίθασο, ενός μάλιστα ήταν εντελώς τζίβα. Καπνίζουνε Ολντ Νέιβι, εκτός από κείνον με το μπληλκρήμ, αυτός καπνίζει Άστορ.
Βάζω αυτί που λέτε, και λέει αυτός με το μπρηλκρήμ και τα Άστορ το ανέκδοτο με τον Παττακό και το μυστρί, και μετά για μία γκόμενα, όχι δική του, που της είπε, και του είπε, και δώσανε ραντεβού, αλλά είναι κι' ένας άλλος στη μέση, κι' αέρα κοπανιστό. Κι' είναι κι' ο μικρότερος, που λέει για τον Τζο Κόκκερ που τραγούδησε στο Γούντστοκ "γουίθ ε λιτλ χελπ φρομ μάι φρεντς" πιο καλά από τους Μπητλς. Και λέει ο μεγαλύτερος, που έδωσε δεύτερη φορά εισαγωγικές φέτο και πέρασε Πολυτεχνική Θεσσαλονίκης, πως θέλει να βγάλει λεφτά για νάχει Μερσεντές και σπίτια και δεν ξέρω γω τί. Κι' αυτός με τη τζίβα, που φοράει κι' ένα τζάκετ κοτλέ Ράνγκλερ ζαχαρί και μια κονκάρδα που λέει Leeds United ξέχασα να πω, διότι δείχνανε στην τηλεόραση αγγλικό πρωτάθλημα κάθε σάββατο απόγεμα ένα ματς, κι' αυτό μαυρόασπρο, και είδε τον τελικό Κυπέλλου Αγγλίας του εβδομήντα, και ήρθε η Ληντς με την Τσέλση ισόπαλο 2-2, και ξαναπαίξανε, και το πήρε η Ληντς. Αλλά απορούσε, γιατί η Ληντς φόραγε άσπρα, αλλά σκούρες κάλτσες, και δεν ήξερε τι χρώμα ήταν. Που ήταν κόκκινες.
Αυτός λοιπόν με την κονκάρδα που λέει Leeds United, λέει πως δεν τον νοιάζει να έχει πολλά λεφτά, αλλά πολλή ελευθερία. Και μετά τραγουδάνε όλοι μαζί, "μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, κατσαρά μαύρα μαλλιά, άσπρο πρόσωπο σαν κρίνος και στο μάγουλο ελιάααα", έχουνε μεθύσει οι ελεεινοί με δεμέστιχες, έχουνε καταβροχθίσει και κάτι ντολμαδάκια μπαγιάτικα που τους πάσαρε ο Μαρλαφέκας, διότι είχε κεσάτια ο Μαρλαφέκας και του μέναν τα φαγιά στο ψυγείο, και τα βγάζει σε τίποτα μειράκια που δεν διαμαρτύρονται. Γιατί αυτά τα μαλακισμένα αντί να πάνε στο Χαλάνδρι, στου Ιορδάνη, ή στον Καλοζύμη, ή στου Ηλία να πούμε, ήρθανε εδώ στου Μαρλαφέκα, διότι αργούσε το λεωφορείο το Κάνιγγος Πολύδροσο να περάσει. Κι' άντε τσουγκράνε, αλλά έρχεται το γκαρσόνι με μία λιγδερή άσπρη μπλούζα και τους λέει "άντε, πληρώστε, κλείνει το μαγαζί," και πληρώνουν και φεύγουν μεθυσμένοι με τα πόδια.
 Από πίσω εγώ, καπνίζουνε και τραγουδάνε και λένε βλακείες, όλοι μένουν εκεί κοντά, αυτός με την τζίβα θα κάνει αργότερα εμετό, όχι τώρα, σε λίγο, θα πέσει να κοιμηθεί και θα γυρνάει το ταβάνι σβούρα και θα ξεράσει στο πάτωμα, και το πρωΐ θα μπει στο αεροπλάνο να φύγει να σπουδάσει στη Γαλλία, διότι τον ξέρω αυτόν με τη τζίβα, όταν μεγαλώσει θα τραβιέται με μία τογιότα στην Αφρική, οπότε γυρνάω αλλού, να μην τα βλέπω όλα αυτά, μόνο το μπαλκόνι με τις κυρίες να βλέπω, και να είναι απόγευμα.
Με κοιτάγανε αυτές με περιέργεια όση ώρα ήμουνα νοερώς στου Μαρλαφέκα με κείνα τα κνώδαλα.
-Μήπως είστε εκ Κρήτης; ξαναρώτησε η γυναίκα με το γαλάζιο φόρεμα. "Σας ρωτώ διότι με τέτοια μουστάκια κι' αξύριστος μοιάζετε του Γύπαρη."
 



Εμειδίασαν οι άλλες. Με επεξεργαζόταν η ωραία κυρία, κι' εγώ τάχα χαμένα, και ντρεπόμουν κάπως. Είχα δε πιει το αμίλητο νερό, και άφωνος εξέταζα το αχυρένιο τοπίο.
-Άφησε τον άνθρωπο ήσυχο, καημένη Ζηνοβία, της είπε η άλλη με το λευκό. "Φτάνει πια με τον Γύπαρη και το ίνδαλμά σου, τον Βενιζέλο, άλλη κουβέντα πια δεν λες, ο Βενιζέλος κι' ο Βενιζέλος σου..."
-Μάλιστα, ο Βενιζέλος μου, της αντιγύρισε η άλλη. "Διότι αν δεν ήταν ο Βενιζέλος μου, η Κρήτη θα ήταν ακόμη με τους τούρκους. Κι' αν δεν ήταν ο Γύπαρης, οι βούλγαροι θα αλώνιζαν στην Μακεδονία μας!"
-Γυρεύοντας πάμε, βρε Βιργινία, της είπε η άλλη με τα καφέ και ξύνισε τη μούρη της. "Φασαρίες θα έχωμε πάλι. Ας μην ήσαν αι Δυνάμεις, και θα πέρναγαν οι τούρκοι από εδώ να πάρουν τον καφέ τους στην Ακρόπολη. Θες νάχωμε πάλι τα ίδια;"
-Αυτό συνέβη γιατί δεν είχαμε στρατό, είπε η Ζηνοβία με πάθος. "Είχαμε συρφετό. Με αρχηγό τ' Αετού τον Γιό, άκουσον, άκουσον!" Έτσι είπε, και μ' έκοβε κρυφά, περίμενε να εκδηλωθώ. Σκέφτηκα λες να νομίζει πως είμαι ο πως τον λένε ο Γύπαρης. Που ήταν αυτός που έφαγε τον Δραγούμη. Δεν είμαι τελείως σίγουρος, αλλά μάλλον αυτός ήτανε.
-Δεν φταίει ούτε ο Βασιλεύς, ούτε ο Διάδοχος, πετάχτηκε η άλλη με τα λευκά. "Ούτε ο Δηλιγιάννης. Εκείνος ο αγύρτης ο Ράλλης φταίει, ξεσήκωσε τον κοσμάκη και υποχρεώθηκε ο Γεώργιος να στείλει στρατό στην Κρήτη. Και ορίστε που φθάσαμε! Να χρωστάμε αποζημίωση στον Σουλτάνο!"
-Ναι, για τίποτε δεν φταίει ο Δηλιγιάννης κατά την γνώμη σου. Μήπως δεν φταίει κι' από πριν και για το χρέος, ο Δηλιγιάννης; είπε με θυμό η Ζηνοβία και χτύπησε το χέρι της στο κάγκελο. "Μήπως ο Δηλιγιάννης δεν διόρισε όλο εκείνο το κηφηναριό στο Δημόσιο; Δεν φταίει ο Δηλιγιάννης που οι πολιτικοί του φίλοι απομυζούν τον προϋπολογισμό μέχρις τελευταίας ρανίδος; Να γιατί καταντήσαμε σήμερα να ελέγχουν τα οικονομικά μας οι πιστωταί!"
-Και δεν φταίνε τα καμώματα του Τρικούπη και του κόντε Θεοτόκη; είπε πάλι η άλλη με τα καφέ. "Εκείνον τον Αβέρωφ, τ' αμπάρι του χρυσάφι τον πληρώσαμε, κι' ακόμη να τον πάρωμε."
-Ο Τρικούπης έφτιαξε το τραίνο, ο Τρικούπης έσκαψε τον Ισθμό, ο Τρικούπης συγύρισε το Δημόσιο, ο Τρικούπης οργάνωσε τον στρατό! της τσίριξε η Ζηνοβία. "Αλλ' έφτιαχνε ο  Τρικούπης, ερχόταν το χαλούσε ο Δηλιγιάννης, ράβε-ξήλωνε το Κράτος!"
-Βρε Ζηνοβία, της είπε με ειρωνεία η άλλη. "Τάκανε και ο Τρικούπης τα δικά του. Δεν θυμάσαι το σκάνδαλο με την προμήθεια χόρτου δια τα κτήνη της φρουράς Αθηνών;"
-Δεν θυμάμαι, διότι τότε ήμουν τριών ετών. Αλλ' απορώ πως δεν θυμάσαι εσύ, αφού ήσουν τότε ήδη εικοσιδύο! την κάρφωσε πικρόχολα η Ζηνοβία. "Ασύστολα ψεύδη του Δηλιγιάννη, τα πήρε πίσω από μόνος του, μην εξευτελισθεί στο δικαστήριο," μουρμούρισε, κι' η άλλη σώπασε φαρμακωμένη. 
-Λέγεται πως ο Βενιζέλος θα φέρει την μαλλιαρή στα σχολεία, είπε ντροπαλά εκείνη με τα άσπρα. Ίσως το είπε από αμηχανία, για να εκτονωθεί η ατμόσφαιρα. Αλλά μπορεί και να της άρεσε αυτό το πράμα, δηλαδή να κάνει την συνεσταλμένη, και ξαφνικά να πετάγεται αιφνιδίως να την φυτιλιάζει, την Ζηνοβία. Σιγανοπαπαδιά δηλαδή.
-Να την φέρει και να την παραφέρει! φώναξε η Ζηνοβία. "Είδατε πως του τα έσυρε του Γεωργίου, με το που πήγε στο παλάτι; Είδατε πως τον εξηνάγκασε να προκηρύξει εκλογές; Να μου το θυμηθείτε, σε δυο μήνες θα είναι πρωθυπουργός, ο  Λευτέρης! Κι' ας μην τρέφουμε αυταπάτες, ο πόλεμος είναι αναπόφευκτος, πάρτε το χαμπάρι, οι γερμανοί εξοπλίζουν τον Οθωμανό, γι' αυτό εμείς πρέπει να προσχωρήσωμε το ταχύτερον στο στρατόπεδο της Συνεννοήσεως. Νάσαστε βέβαιες, σε δέκα χρόνια Σουλτάνος δεν θα υπάρχει, ούτε τ' Αετού ο Γιός θα υπάρχει, ούτε και ο κουνιάδος μας ο Κάιζερ, ούτε Τσάρος, ούτε και η Αυστρουγγαρία. Ας μην μείνουμε απαθείς, αν επιθυμούμε να δούμε την πατρίδα να μεγαλύνεται και να προκόβει!"
Πήγα να πω πως καλά όλα αυτά που έλεγε η Ζηνοβία, αλλά πρέπει να σκεφτόμαστε και τους άλλους, όχι αυτούς που είχα δει προηγουμένως στην τογιότα, αυτούς που συνωστίζονταν στην προκυμαία, βάλε και πόσους  θα σκοτωθούνε σε δέκα χρόνια πόλεμο, κυρίως όμως ήθελα να ζητήσω αν είχε κανα λάστιχο να πιω νερό, κόλλαγε η γλώσσα μου από την δίψα. Είχα στεγνώσει, δεν μπορούσα να μιλήσω.
-Καλέ εσείς θα διψάτε, είπε η Ζηνοβία. "Καθήστε να σας στίψω μια λεμονάδα, τα λεμόνια μας τα φέρνει ο Βλάσης από τον μπαξέ του."
Πήγε η Ζηνοβία να στίψει την λεμονάδα, χάθηκε στα ενδότερα. Φύγανε και οι άλλες να την βοηθήσουν. Έμεινε το κοριτσάκι που με κοίταγε με περιέργεια. Και μετά πήγε μέσα κι' αυτή.
Έμεινα μόνος μου. Γύρισα προς τ' αριστερά μου κάποια στιγμή. Κι' ήταν εκεί η Αγία Βαρβάρα, όπως την ήξερα πάντα, αλλά ήταν η μισή, γιατί μόνο το Ιερό ήταν εκεί, αυτό με τους χοντρούς τοίχους και τα αντερείσματα, το παλιό, του δεκάτου εβδόμου αιώνα, που λένε. Το άλλο, δεν ήταν χτισμένο ακόμα. και γύρω χέρσα χωράφια, ψυχή ζώσα. Κι' ήταν ένα κοπάδι πρόβατα και ροβόλαγε βελάζοντας, βαρβατίλα, βιρβιλιές, κουδούνες, γύρναγε στο μαντρί. Κι' ήταν ο βοσκός και τα πρόγκαγε προς του Παπαθανασίου, που δεν υπήρχε ακόμα η βίλλα, ούτε συρματόπλεγμα, σφύραγε, έκανε μπρρρρτ!
Μετά, άρχισε να φωνάζει ασυναρτησίες, σαν χρησμός, σαν την Πυθία.
-Ήτανε όλα του τούρκου, ήρθε ο ιταλός, τα πήρε κοψοχρονιά...από την Πάρνηθα κατεβήκανε, Αρβανιτιά περήφανη, πέντε φάρες όλες κι' όλες...στάνες, μποστάνια, στέρνες, αμπέλια, μαρούλια, φρούτα, όλα τα καλά...αντλίες με φτερωτή, πλακώσανε κι' οι πρόσφυγες...Το Θηρίο πέρναγε, κατέβαζαν τη μπάρα στα Σίδερα, είχε φύλακα...ψηλός ψηλός καλόγερος και κόκκαλα δεν έχει, τι είναι;...σαλταδόρος διάσημος στην Κατοχή...μπορντόζα, οδοστρωτήρας, στρώνανε πίσσες...επί χούντας είχε μια μπεμβέ με καλαθούνα, την καβάλαγε, είχα μια θάλασσα στο νουου, κι' ένα περβόλι, πεεεριβόλι τ' ουουρανούού, τη σκέπαζε και τη μπεμβέ, φουλ το γκάζι, πέρναγε, εδώ, στην στροφή τον είδα...Πορτοφίνο, πριν δεν είχε πίτσα πουθενά στο Λεκανοπέδιο, ένας ελληνοκαναδέζος...αντιπαροχή, σου λέει, εκεί πούναι τώρα η ΑΕΠΙ, εκεί δίπλα...κι' ο Ζαφειρόπουλος κι' ο Πέρκιζας κι' ο Έβερτ κι' ο Φλωράκης, όλοι στου Γιάννη, κατσικάκι στα κλήματα, στην Ομήρου...
Λοιπόν, ο βοσκός φόραγε και μια κάπα τρίχινη, γιατί έκανε ξαφνικά χειμώνα, ένα κρύο, μία σκοτεινιά, πήγαινε να νυχτώσει, κι' ο ουρανός μολύβι αποπάνω, κι' ο Υμηττός αστραπές, μπουμπουνητά, φοβόμουνα κάπως, άρχισε να ρίχνει και κάτι χοντρές ψιχάλες, πέφταν στο χώμα κι' άκουγες πλαφ, πλαφ, πλαφ, με φοβερίζανε οι ψιχάλες. Άρχισα να τρέχω πίσω από τα προβατάκια, ήθελα να τα χαϊδέψω, αλλά μίκραινα συνεχώς, μίκραινα, μίκραινα, είχα γίνει τεσσάρων χρονών και δεν τα προλάβαινα, κι' ήταν η γιαγιά μου αποπίσω, κι' έλεγε πρόσεχε θα πέσεις, έλα δω, ζούρλιακα. Και φεύγανε τα πρόβατα, κι' αποπίσω εγώ, ξέφυγα της γιαγιάς, οπότε είπα μέσα μου, Παπαθανασίου δεν υπάρχει, Λυκιαρδοπούλου δεν υπάρχει, περίπτερο δεν υπάρχει, ήγουν ούτε το σπίτι μας υπάρχει, το σπίτι μας ήταν λίγο πιο πάνω στη Τζαβέλλα, οπότε φοβήθηκα κι' άλλο, κι' έπεσε κι' άλλη αστραπή, κι' άλλες ψιχάλες, πουθενά η γιαγιά εντωμεταξύ χάθηκε, ήμουνα και μόνος μου, έβαλα τα κλάμματα.
Αλλά δεν έδωσα σημασία. Γιατί και οι φίλοι μου λένε γράφε τα ρε, ωραία είναι. Αλλά νομίζω πως το λένε γιατί είναι φίλοι μου. Οπότε δεν δίνω σημασία.
Γιατί βλέπω πολλά τέτοια παλαβά, φερ' ειπείν ήταν πρωΐ κατά τις οχτώ, Μάιος, Ιούνιος, κι' ήμουνα στον ουρανοξύστη του Καρβέλλα, στην ταράτσα, κι' είχε έναν βατήρα που έχει στην πισίνα, αλλά δεν είχε πισίνα από κάτω αυτός ο βατήρας, από κάτω ήταν το κενό, τριάντα όροφοι, ξέρω κι' εγω πόσοι είναι, και στεκόμουν  στην άκρη του βατήρα, και ο ουρανοξύστης πέταγε στον ουρανό, κι' εγώ τον κατηύθυνα με την δύναμη του πνεύματος, έβαζα και λίγο βάρος, έγερνα λίγο δεξιά, λίγο αριστερά, έστριβε ο ουρανοξύστης, έγερνα μπροστά, κατέβαινε, έγερνα πίσω, ανέβαινε, και πέταγε στον ουρανό, έβλεπα όλο το Χαλάντρι.
 
 
Ευχαριστίες, αφιερώσεις και παραπομπές
Η φωτογραφία που κοσμεί αυτό το κείμενο είναι από το  αρχείο της κυρίας Αργυρώς Μαυρομμάτη. Δημοσιεύτηκε στις 26 Μαΐου 2016, από την Δάφνη Λιαναντωνάκη, στον λογαριασμό φέισμπουκ "Παλιές Φωτογραφίες του Χαλανδρίου", που έφτιαξε ο Αλέξανδρος Μαμμόπουλος.
Και στους τρεις τους, τις πιο θερμές μου ευχαριστίες.
Η δημοσίευση εδώ:
Και σ' όσες κι' όσους το βράδυ του Σαββάτου, 4 Ιουνίου 2016, παρευρέθησαν στου Γιατρού,  το παρόν αφιερούται.
 
 
 


 

Τετάρτη 1 Ιουνίου 2016

Η τρόμπα (Μέρες ποδηλάτου)

Αγόρασε ο πατέρας ένα οικόπεδο και έχτισε εξοχικό. Στον δρόμο από τον Ισθμό προς Επίδαυρο. Ήταν ένα σπίτι με κεραμίδια μπροστά στη θάλασσα. Πέτρινη θάλασσα. Άμμος πουθενά. Μόνο βότσαλο, ασπριδερές πέτρες για χιλιόμετρα. Και μέσα μαύροι αχινοί χιλιάδες.
Εκείνη την εποχή, ψυχή ζώσα, μόνο τρακόσια μέτρα μακριά ένα άλλο σπίτι. Ούτε τηλέφωνο, ούτε ηλεχτρικό, ούτε νερό.
Δίπλα στο σπίτι έβαλε ο πατέρας και χτίσανε μια δεξαμενή τσιμεντένια. Πάνω από την δεξαμενή στήσανε πεντέξι μέτρα ύψος μιαν εξέδρα από ντέξιον, και πάνω στην εξέδρα βάλανε δύο βαρέλες σιδερένιες, πράσινες σκούρο. Ερχόταν το βυτίο μια στις τόσες και γέμιζε την δεξαμενή, τρείς τόννους, τέσσερις, δεν ξέρω. Όμως το νερό έπρεπε να πάει απάνω στις βαρέλες ώστε να εξυπηρετείται το σπίτι, καζανάκι, κουζίνα, λουτρό, λόγω υψομετρικής διαφοράς, αλλιώς δεν έρρεε από μόνο του. Άρα, υποχρεωτικώς έπρεπε να ανέβει στις βαρέλες. Βάλανε λοιπόν μίαν αντλία χειρός κι' ανέβαζε το νερό απάνω με τη σωλήνα. Ήταν μια καθημερινή αλληγορία του Σισσύφου. Και ποιός αν αγαπάτε ήταν ο Σίσσυφος; Εγώ ήμουνα.
Η τρόμπα με έκανε άντρα. Στην αρχή κουραζόμουν. Κι' έβγαζε μια ροή ασθενική και διακεκομμένη η σωλήνα, σαν κατούρημα ογδοηκονταετούς. Αλλά γρήγορα δυνάμωσα, πήρα και το κολάι. Φλούπ, φλούπ, φλούπ, ζωογόνο και κρυστάλλινο τιναζόταν το νερό προς τα επάνω και χυνόταν με ορμή στις βαρέλες, υδροδοτούσε το σπίτι, μας έφερνε τον πολιτισμό. Κι' άμα  ήθελα να ξεμπερδεύω να φύγω με το ποδήλατο, πλάκωνα την τρόμπα στις γρήγορες. Με λύσσα. Τότε δεν άκουγες παρά τον ενιαίο, τον μοναδικό και συνεχή και αδιάκοπο παφλασμό των υδάτων, και εντός ολίγου, σε κάνα τέταρτο, ερχόταν το νερό αποπάνω και μ' έκανε μούσκεμα, σημείο πως οι βαρέλες είχαν τιγκάρει και ξεχείλιζαν, και ως εκ τούτου έπρεπε να σταματήσω το τρομπάρισμα. Οπότε εγώ σταματούσα, λαχανιασμένος, καταβρεγμένος, ικανοποιημένος και κάθιδρως. Καβάλαγα το ποδήλατο κι' έφευγα.
Απάνω στις βαρέλες είχε βάλει ο πατέρας κι' έναν ιστό για τη σημαία. Ήταν χούντα και φοβόταν μην μας χαρακτηρίσουν. Έβαζε λοιπόν τη σημαία την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου.  Στην επέτειο της χούντας, δεν την έβαζε. Είχε βάλει και σημαιάκια πολύχρωμα που σημαιοστολίζουν τα πλοία. Έμοιαζε η εξέδρα με τις βαρέλες με γέφυρα αντιτορπιλλικού που σκίζει τα κύματα. Ή με υποβρύχιο που ανεδύθη από τα βάθη των ωκεανών. Και εορτάζει την Παναγιά τη Γοργόνα. Γιατί υπάρχει αυτή η Παναγία, στην Μυτιλήνη. Μισή γυναίκα, μισή ψάρι. Σε πιάνει δέος άμα τη δεις. Η φαντασία εκδικείται την σεμνοτυφία, και την κατατροπώνει με όποιο μέσο της είναι μπορετό. Η φαντασία σε πάει στους Ουρανούς.
Συχνά σκαρφάλωνα πάνω στις βαρέλες. Από κει αγνάντευα δυο σιδερένια πελάγη. Ο Σαρωνικός στην πρύμνη στραφτάλιζε ατσάλινος ντάλα του Αυγούστου. Και κατάπλωρα η θάλασσα με τα λιόδεντρα, προϊστορικά τέρατα με ξύλινα κορμιά κι' ανθρώπινα μέλη ντυμένα στολές της Βέρμαχτ κουνάγαν τα φύλλα τους στον άνεμο, αγγελίζαν με βορβορυγμούς και χθόνιους ψιθύρους τις οίδε ποιές ξαφνικές συφορές. Τα χρώματα ξεθώριαζαν το καλοκαίρι, τάπαιρνε  ο αέρας. Με τον νοτιά η θάλασσα γινόταν πράσινη και θολή, έβγαζε αφρό πάνω στις πέτρες και μέδουσες σιχαμερές. Και πέρα στα πεύκα η Ωραία Ελένη, τα λυόμενα της μίζερης αναψυχής, τα όνειρα της αναδυόμενης μεσαίας τάξης, πέντε σουηδικά σανίδια κι' ένας βόθρος. Και πιο αριστερά στους λόφους το Γαλατάκι κι' η Αρμυρή, χωριατόσπιτα από λάσπη, ασβεστωμένα κοτέτσια, αρβανίτικη μελαγχολία. Η γη έχει μια ιδιαίτερη μυρωδιά σ' εκείνα τα μέρη, που δεν μπορώ να την περιγράψω, κι' ούτε μοιάζει με κάποιαν άλλη. Ακόμα και σήμερα, που όλα άλλαξαν, έτσι μυρίζει. Είναι μαζί πλήξη, απειλή και λαγνεία. Όλα μαζί.
Αρμένιζα εκείνα τα χρόνια, σκοτεινός και αλλοπρόσαλλος, παράταιρος και εν αγνοία μου εξεγερμένος. Αρνιόμουν την παπαγαλία. Δεν μπορούσα να καταλάβω τα μαθήματα, κάτι έμενε πάντα ακατανόητο στο βάθος, σε κάθε συντακτικό κανόνα, σε κάθε χημικό τύπο, σε κάθε συμπέρασμα της Ιστορίας, αισθανόμουν την αυθαιρεσία να ελλοχεύει, ασύμβατη με την δική μου άμεση εμπειρία, και να υπονομεύει την ικανότητά μου προς κατανόηση. Αποξενωμένος έτσι από την γνώση καθώς κι' αυτή είχε αποξενωθεί από το βίωμα, δεν διάβαζα. Στους καθηγητές πέρναγα ή για μεγάλος μαλάκας -που ήμουν μόνο με την στενή έννοια- ή για σνομπ κοπρόσκυλο, ένα από τα δύο. Μα ελλείψει επικοινωνίας δεν μπορούσα να καταλάβω ποιό εξ αυτών. Έστελνα S.O.S και δεν τόξερα, έστελνα S.O.S και δεν λάμβανε κανείς. Τα κορίτσια, λίγο μεγαλύτερα ή λίγο μικρότερα, δεν τους άρεσα ή ήταν άσκημες. Φλούπ, φλούπ, φλούπ.


Το ποδήλατο ήταν -όπως προανέφερα- η άλλη αναγκαστική μου διέξοδος. Με δυο πεταλιές ήμουν στο Κατακάλι, στις Κεχριές, ορθοπεταλών ή καμπούρης, κατάπινα τις ανηφόρες, βούταγα στις κατηφόρες, με ζητωκραύγαζαν τα πετραδάκια καθώς τα πάταγε το λάστιχο, κι' εγώ πήγαινα μέσα στο απόγεμα, τότε γλύκαιναν λίγο τα χρώματα, έπεφτε και το μελτέμι που όλη μέρα με βασάνιζε κόντρα κι' έκανε την ποδηλασία δυσχερέστερη. Το απόγευμα η θάλασσα καθρέφτιζε ένα νωχελικό ιστιοφόρο, ένα ξύλινο σκαρί  που μύριζε βερνίκι και καρπούζι, με λευκά πανιά, κι' από πίσω ήταν ένα πορτοκάλλι που έσπαγε στην επιφάνεια και χυνόταν στο πέλαγος πλησίστιο με όλους τους χυμούς, με μια μουσική γαλήνια, κουβέντες ήσυχες, γελάκια κι' ανταύγειες μέσα στο γαλάζιο, το χρυσό, το ρόδινο, το πορφυρό, σε λιμάνια ιδανικά, με γυναίκες ιδανικές, μ' εμένανε ιδανικόν. Κολύμπαγα την ώρα εκείνη, μα ασυνειδήτως νόμιζα πως ήμουν εκείνο το ιστιοφόρο. Ή πως θα γίνω οπωσδήποτε μια μέρα. Άργησα να καταλάβω την ομορφιά, αν την κατάλαβα ποτέ μου.
Δεν την κυνήγησα. Εκείνη με κυνήγησε, αλλά δεν το καταλάβαινα. Στο τέλος μου έστειλε μήνυμα με μια κοινή φίλη, τώρα καθηγήτρια πανεπιστημίου: "τι θα γίνει; Θα κάνεις τίποτα; Λιώνει, κουνήσου λίγο..."  Τέτοια μούπε.
Υπήρχε ασυμμετρία, τ' ομολογώ. Ντρεπόμουν αβάσταχτα για την παρθενία μου. Έκανε πως ντρεπόταν που την είχε ήδη απεμπολήσει. Ως εκ τούτου μου τόκρυβε επιμελώς. Μα στο σκοτάδι των πεύκων, στην σκληρότητα των βοτσάλων, στην αποπνικτική μυρωδιά της νεόκοπης σουηδικής ξυλείας, φλούπ, φλούπ, φλούπ, η φαντασία εκδικιόταν την σεμνοτυφία με όποιον τρόπο της ήταν μπορετό. Μ' αυτά και με κείνα, η σχέση μεν ολοκληρώθηκε και ανατομικώς, αλλά με κάποια καθυστέρηση. Κι' όταν μετά από μία δεκαετία της υπενθύμισα αστεϊζόμενος -μα συνάμα αναπολών, τ' ομολογώ- πως χάρισε ο καθένας στον άλλο ό,τι πολυτιμότερο είχε, μου απάντησε γυρνώντας αποκεί "καλά, μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι."
Τελευταίως είδα ένα παράξενο όνειρο. Η δεξαμενή είχε μετακινηθεί στην άκρη του οικοπέδου, προς την θάλασσα. Όμως η κατασκευή με το ντέξιον είχε ψηλώσει σαν ευκάλυπτος που τον πότιζαν εδώ κι' έναν αιώνα, είκοσι μέτρα, τριάντα, μέχρι τον ουρανό έφτανε, δεν ξέρω. Κι' αντί για βαρέλια είχε στην κορφή ένα τσίγκινο δωματιάκι με μια πορτίτσα. Χωρίς παράθυρα. Ανέβηκα με την ανεμόσκαλα και τρίζαν τα ντέξιον από το βάρος και την σκουριά, να καταρρεύσουνε να γκρεμιστώ κι' εγώ μαζί, τρέμαν τα πόδια μου από τον φόβο. Μ' είχε πιάσει δέος, να φτάσω έλεγα μέχρι τον ουρανό, και μετά τι; Όμως εις μάτην η ανησυχία. Το τσίγκινο δωμάτιο όχι μόνο δεν ήταν στον ουρανό, αλλά δεν έφτανε καν στη στρατόσφαιρα. Με το που ανέβηκα δε εκεί αντελήφθην πως ήταν απλώς ένα αποχωρητήριο, διότι είχε μέσα έναν κάδο επίσης τσίγκινο, απ' αυτούς που βάζουν τη μπογιά στα χρωματοπωλεία, άδειον, μόνον με το καπάκι του, και έτερον ουδέν. Μην τα πολυλογώ, θες από τον ίλιγγο, θες λόγω υψοφοβίας, σχεδόν τον γέμισα τον κάδο. Ίσως σκοπίμως να τον είχαν τοποθετήσει κειπάνω, προβλέποντας τέτοιες περιπτώσεις.

Εν τω μεταξύ, από κάτω είχε έρθει μία Επιτροπή και με φώναζαν να κατέβω, κάτι ήθελαν να με ρωτήσουν. Τώρα, τι Επιτροπή ήταν, δεν  ήξερα. Υποθέτω πως ήταν η Επιτροπή Επιλύσεως Δασικών Αμφισβητήσεων της Νομαρχίας. Είχα κάτι νταραβέρια με κάτι τέτοια ως δικηγόρος, αλλά τι δουλειά είχανε αυτοί  εδώ; Αναντάν μπαμπαντάν μέσα στους ελαιώνες ήταν το οικόπεδο.
-Τώρα, μια στιγμή κατεβαίνω, φώναξα.
Μπορεί στον ουρανό να μην έφτασα, αλλά κι' από κει πάνω που ήμουνα, όλη η Επιτροπή,  Πρόεδρος, Δασικός, Γεωπόνος, η Γραμματεύς, όλοι φαίνονταν σαν μερμήγκια. Το να κατέβω τριάντα μέτρα ανεμόσκαλα με το ένα χέρι και στο άλλο να βαστάω έναν κάδο ζεστά σκατά, μια κουβέντα ήταν. Έπιασα και τον έκλεισα λοιπόν τον κάδο με το καπάκι καλά καλά όσο πιο αεροστεγώς μπορούσα, και τον αμόλησα ελπίζοντας να μην ανοίξει όταν θα έσκαγε στη γη ή και πιο πριν. Έκανε έναν γδούπο, αλλά ευτυχώς δεν άνοιξε, αν και η Επιτροπή είχε εν τω μεταξύ αποχωρήσει. Ίσως έφυγε για να μην τον φάει στο κεφάλι, γιατί τον είδε που ερχόταν από ψηλά, δεν ξέρω. Αν κατέβαινα σώος, θα έσκαβα έναν λάκκο και θα τον έθαβα μέσα χωρίς να τον ανοίξω.
Πήρα να κατεβαίνω την ανεμόσκαλα, πάλι τρέμοντας, αλλά χειρότερα αυτή τη φορά. Η κάθοδος είναι πιο ζόρικη από την άνοδο σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις, διότι κοιτάς κάτω υποχρεωτικώς, να βρίσκεις τα σκαλιά να βάλεις τα πόδια σου. Ωστόσο σιγά σιγά συνήθισα στο ύψος, το οποίο όσο κατέβαινα μειωνόταν επίσης αναλόγως. Διαπίστωσα μάλιστα πως αν αγκάλιαζα τη σκάλα σφιχτά, μπορούσα να γλυστράω ομαλά προς τα κάτω φρενάροντας με τα πόδια μου, σαν ασανσέρ. Το ντέξιον έκανε και λιγότερους κραδασμούς μ' αυτή τη μέθοδο, διότι δεν πάταγα στα σκαλιά.
Προσγειώθηκα χωρίς περαιτέρω προβλήματα.