Όλες οι αναρτήσεις με την ημερομηνία τους και τον τίτλο

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

Γιατί λες πως είσαι δεξιός;


 

-Γιατί λες πως είσαι δεξιός; τον ρώτησα. Ήμασταν στο στούντιο το φθινόπωρο του 1981, και γράφαμε τα τραγούδια της Κέρκυρας. Μόλις είχε κερδίσει το ΠΑΣΟΚ τις εκλογές.

Άρχισε να μου λέει πως είναι συνδεδεμένος με την δεξιά, τον Καραμανλή και τον Αβέρωφ, και συνεπώς ήταν θέμα ευπρέπειας να υποβάλει την παραίτησή του από το Τρίτο. Και πως στην Αμερική είχε πάει τότε για άλλους λόγους, κι' όχι πως τον κυνηγούσε η χούντα, και δεν μπορούσε να βγει να κάνει τώρα τον αντιστασιακό, όπως διάφοροι άλλοι, όνομα και μη χωριό. Λες και τούλεγα να βγει να πει πως είναι αριστερός, δηλαδή.

(Οφείλω να πω πως χάρη στην φιλία του με τον Αβέρωφ, υπουργό εθνικής αμύνης, είχα βρεθεί κι' εγώ να τραγουδάω πριν ένα μήνα στην Κέρκυρα. Διότι αυτός πήρε τηλέφωνο τον Αβέρωφ, κι' ο Αβέρωφ πήρε τον υπασπιστή του να πάρει τον κυβερνήτη μου να μου δώσει άδεια, διότι υπηρετούσα στο Ναυτικό σ' ένα πλοίο εγώ.)

Για τα άλλα, ποτέ δεν είπε κουβέντα.

Εκεί γύρω στα Χριστούγεννα του 1944 η ΕΠΟΝ Παγκρατίου θα έκανε μία συναυλία στο Παλλάς, υπάρχει ακόμα το σινεμά αυτό, στην Υμηττού. Είχαν μία χορωδία, κάνανε πρόβα ένα χριστουγεννιάτικο ορατόριο, στίχοι δικοί του και μουσική επίσης, με τον φόβο των άγγλων που βομβάρδιζαν με τα μπωφάιτερ όπου βλέπανε και μαζευόταν κόσμος. Παγωμένη η αίθουσα,  τραγούδαγαν η χορωδία "η Γέννησή σου Χριστέ των Λαών την προσπάθεια φωτίζει να σκορπίσουν τα μαύρα σκοτάδια και να λάμψει το φως Λευτεριάς," κι' έπαιζε αυτός πιάνο, κι' ακούγανε και τις εκρήξεις στην Καισαριανή, στον Βύρωνα. Και λίγες μέρες μετά έπεσε και η Καισαριανή, και το Παγκράτι, και ο Βύρωνας, και βρέθηκαν όλοι αυτοί να περπατάνε μέσα στο μαύρο σκοτάδι να περάσουν πάνω από τον Υμηττό να γλυτώσουν. Η Ελένη Γλύκατζη, κι' ο Χατζιδάκις τυλιγμένος με μια κουβέρτα. Βρέθηκε μετά σ' ένα χωριό, βορειότερα στο πουθενά. Και κρυφάκουγε δύο ελασίτες, έναν χοντρό κι' έναν άλλο, που λέγαν πόσους έφαγαν και πως τους έφαγαν. Πάγωσε το αίμα του. Έγινε ύστερα η Βάρκιζα, γύρισαν στην Αθήνα. Δίναν παραστάσεις μέσα στην πιο ασφυκτική τρομοκρατία. Του σπάσαν τα δόντια στο τέλος, χίτες, φαντάροι, τους κυνηγούσαν. Στην Λάρισσα. Και κείνον τον χοντρό ελασίτη τον συνάντησε μετά ασφαλίτη. Μπορεί να μην ήταν ελασίτες τότε, νάταν της Πολιτοφυλακής, σκέφτομαι. Πολλοί χωροφύλακες μπήκανε στην Πολιτοφυλακή, μέσα στο χάος του Δεκέμβρη. Αυτοί μαζεύανε κυρίως τους ομήρους. Που ξαναγίναν χωροφύλακες μετά την Βάρκιζα.

***

Από την διάλεξη του 1949 κρατάω δύο εικόνες μέσα από την Κατοχή. Να τι γράφει:

Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ΄ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» – καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών.

Και λίγο παρακάτω:

Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θα ‘βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.

Και να τι έγραψε μερικά χρόνια αργότερα από εκείνη τη συζήτηση στο στούντιο:

Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση κομμουνιστών – όπως το πλαστογράφησαν οι ίδιοι κι όπως το απέδωσε η επίσημη ιστορία των φαντασμάτων. Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που βλέπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δοσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη υποστήριξη του νεαρού τότε κράτους, είχανε ένα εχθρό: την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας. Εκατομμύρια ελληνικά παιδιά που πιστέψαν στην απελευθέρωση, αλλά βρέθηκαν ευθύς αμέσως απέναντι στον ίδιο χωροφύλακα, στο ίδιο δικαστή, στα ίδια ανάλγητα αρμόδια πρόσωπα που αντιμετώπιζαν πριν λίγα κιόλας χρόνο, όταν ακόμη υπήρχαν Γερμανοί. Και θέλησαν, πριν αποκλειστούν στη γαλαρία τους, να διαμαρτυρηθούν κραυγάζοντας για τελευταία φορά. Κι ύστερα να σωπάσουν – σαράντα χρόνια τώρα (σαράντα χρόνια τα περιέχω μέσα μου και τα δουλεύω για να τα πω κάποια φορά).

Φυγή, και πνιγμένος ερωτισμός, και γερμανοί, και φόβος, και προδοσία, και θάνατος. Και μετά μια ανάπηρη Απελευθέρωση, και σημαίες, κι' ενθουσιασμός. Κι' ύστερα πάλι ξανά φόβος και προδοσία και θάνατος. Και Τσιτσάνης, κάπως παραφθαρμένος, μάγισσα τρελλή είναι η αρχόντισσα, όχι τρανή, αλλά χαλάλι...

***

Σαράντα χρόνια τα δούλευε.

Λες κι' εκείνα τα τραγούδια και τα γεγονότα ένα κουβάρι, είχαν αλληλοκαβαληθεί -τα γεγονότα καβάλα στα τραγούδια, ή κι' ανάποδα, δεν ξέρω- ή πιο σωστά είχανε γίνει μία ενιαία οντότητα, κι' είχανε αφηνιάσει. Και τρέχανε αδέσποτα, κι' αυτουνού δουλειά ήταν να τα εξημερώσει, να τους δώσει το νόημα που αξίζαν, να ησυχάσει κι' αυτός, κι' αυτά, κι' ο τόπος όλος, το καθημαγμένο ελληνικό έθνος. Κι' ήρθαν με τη σειρά οι Λαϊκές Ζωγραφιές, κι' οι Πασχαλιές, κι' ο Σκληρός Απρίλης, και τα Πέριξ.

Γενικώς στην οικογένεια τον θεωρούσαν εξευγενισμένο, ευαίσθητο και καθωσπρέπει, αρμόζοντα στην κοινωνική τους θέση και καλλιέργεια. Θυμάμαι τις Πασχαλιές να παίζουν σε κάποιο ραδιόφωνο ή πικάπ, κάποια Μεγάλη Παρασκευή, του 61 πιθανώς, ή του 62. Ήμουν εφτά στα οχτώ, και θεωρούσα πως ήταν μουσική για κορίτσια. Είχαμε διακοπές, και πασχαλιές στον κήπο, κι' ήταν απόγεμα, και θα πηγαίναμε επίσκεψη στη γιαγιά. Το σπίτι μύριζε σοκολάτα. Σπάσαμε ένα κουνέλι και φάγαμε από ένα κομμάτι, η σοκολάτα ήταν πικρή, νηστίσιμη, αλλά έτσι κι' αλλιώς δεν νηστεύαμε και πολύ.

Αργότερα, που ταξίδευα συχνά με την Ολυμπιακή, θυμάμαι τον Σκληρό Απρίλη που τον βάζαν πριν την απογείωση και μετά την προσγείωση, για να χαλαρώνουν οι επιβάτες. Τα Ματόκλαδά σου λάμπουν, του Μάρκου. (Εντάξει, ίσως κάνω λάθος, μπορεί να ήταν το Χαμόγελο της Τζοκόντας.)

Πιο αργότερα, άλλαξα γνώμη. Είχε έρθει η Μεταπολίτευση, και μαζί αρχίσανε οι συζητήσεις για τα παλιά, πάντα μέσα σε παραταξιακό πλαίσιο βέβαια, αν είχε κατέβει ο Άρης τον Δεκέμβρη και τέτοια φαιδρά.  Τότε ήταν που άκουσα το Σουήτ Μούβη, είχε τον δίσκο ο συγκάτοικός μου στην Θεσσαλονίκη, οπότε όλα άλλαξαν χροιά. Και το έργο το είδα το 1980, που το επιτρέψανε εδώ. Είχε τα παιδιά κάτω στον κάμπο, και τα σάπια πτώματα της σφαγής του Κατίν. Που τα Παιδιά κάτω στον κάμπο τα είχε γράψει ο  Χατζιδάκις για ένα θεατρικό του Δαμιανού το 1945, με άλλη μουσική και άλλους στίχους, αλλά η ιδέα ήταν η ίδια.

Και μιας και πιάσαμε τα πτώματα. Τους νεκρούς των Δεκεμβριανών, τους θάβαν όπου βρίσκανε. Διότι δεν υπήρχε τρόπος να πας να κάνεις κηδεία στο νεκροταφείο. Η προγιαγιά μου, για παράδειγμα, είχε πεθάνει από φυσικό θάνατο. Βρήκανε λοιπόν ένα καροτσάκι -ο παππούς μου με τον πατέρα μου και τον θείο μου- και την φορτώσανε να την πάνε από Τέρμα Ασκληπιού στον Άγιο Νικόλαο Πευκακίων να την θάψουν. Κι' ήταν ένας πούστης εγγλέζος από τον Λυκαβηττό κι' έριχνε με το πολυβόλο, σβιν σβιν οι σφαίρες, και πέφταν αυτοί μπρούμυτα. Σταμάταγε ο εγγλέζος, σηκώνονταν ξανά μανά, και τραβάγαν πάλι το καροτσάκι. Δεινοπάθησαν για να φτάσουν. Τέλος πάντων, τέλειωσαν τα Δεκεμβριανά. Τον Γενάρη πιάσαν να ξεθάβουν τα πτώματα για να τα αναγνωρίσουν. Τόνα δίπλα στ' άλλο συλλήβδην, εμπόλεμους, άμαχους των βομβαρδισμών, εκτελεσμένους της Πολιτοφυλακής, αρρώστους, όλους αχταρμά, και περνάγανε οι συγγενείς ανάμεσα μ' ένα μαντήλι στη μύτη από την πτωμαΐνη, και ψάχνανε. Και βάζαν φωτογραφίες σα το Σουήτ Μούβη οι εφημερίδες, και πηχιαίους τίτλους ΣΦΑΓΙΑΣΘΕΝΤΕΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΚΟΥΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ. Και τι να δουν οι δικοί μου; Η γιαγιά η Ελένη πρωτοσέλιδο, αγνώριστη έτσι που είχε μισολυώσει μέσα στο χώμα, ωστόσο την γνώρισαν από τα ρούχα, κι' αυτή σφαγιασθείσα υπό των κουμμουνιστών!

Το 2016 βάλθηκα να γράψω το Χρονολόγιο του Δεκέμβρη. Πρώτα απ' όλα να βάλω τα γεγονότα σε μια σειρά, για δική μου χρήση. Είχα μπούσουλα τον Χαραλαμπίδη, αλλά παράλληλλα είχα και τον Κωτσάκη, καπετάνιο του Πρώτου Σώματος του Εφεδρικού ΕΛΑΣ της Αθήνας, και τον Μπαρτζιώτα, γραμματέα της Κομματικής Οργάνωσης Αθήνας, κι' ένα σωρό άλλες πηγές, ελληνικές και ξένες. Και τις φωτογραφίες του Ντμίτρι Κέσσελ. Και τις αφηγήσεις στα οικογενειακά τραπεζώματα. Πολλές φωνές, πολλές πραγματικότητες, πολλά γιατί, πως να τα συνθέσεις όλα αυτά, ποιά η συνισταμένη, ποιό το νόημα; 

Έγραφε ο Ταχτσής στο οπισθόφυλλο του πικρού Απρίλη:

Στο’να κομμάτι μετά το άλλο, γυρίζει σε κείνες τις, για μας τουλάχιστον, κοσμογονικές μέρες της νιότης μας, όχι σ’ αναζήτηση κανενός «χαμένου καιρού», αλλά σε μια προσπάθεια να τις δει σ’ όλες τους τις δυνατές διαστάσεις: έτσι όπως ήταν στην πραγματικότητα, έτσι όπως νομίζαμε τότε πως ήταν κι έτσι όπως θα τις βλέπαμε, αν μπορούσαμε να τις δούμε απ’ την απόσταση που τις βλέπουμε τώρα, ν’ ακούσει όλους τους ήχους.

Να γιατί οι Πασχαλιές ήταν μέσα από την νεκρή γη, και ο σκληρός Απρίλης ήταν του 45.

Έπλεκε επιτάφιους από ρεμπέτικα.

***

Άνθρωποι απείρως πιο σοφοί από μένα έχουν πει για το πένθος και τις φάσεις του, και για το συλλογικό τραύμα, και τους μηχανισμούς με τους οποίους περνάει από γενιά σε γενιά.

Οι άλλοι είναι πάντα θύτες κι' εμείς πάντα θύματα; Μήπως αυτοί οι ρόλοι αλλάζουν διαρκώς στην εξέλιξη της τραγωδίας; Μήπως ο κόσμος χωρίζεται σε θύτες και θύματα, κι' όχι σε εμείς και οι άλλοι; Μήπως πέρα από τις γενικές, αφηρημένες αυτές κατηγορίες -εμείς και οι άλλοι, θύτες και θύματα, νικητές και ηττημένοι, δίκαιοι και άδικοι- τις ωστόσο αναγκαίες για την πρόσληψη των γεγονότων ως Ιστορία, υπάρχει ένα σημείο απ' όπου η ανθρώπινη συνείδηση αλλάζει ποιότητα, κι' όλα γίνονται αλλιώς; Και τότε μπορούν τα πράματα -αυτά που περιείχε μέσα του, και τα δούλευε να μας τα πει σαράντα χρόνια - να συχωρεθούν και να βρούνε ανάπαυση;

Το 1980, έγραφε στο οπισθόφυλλο της εποχής της Μελισσάνθης:

Μια πρώτη ανάγνωση: Λίγο μετά τον πόλεμο, είδα σε μια εφημερίδα -κίτρινη την θυμάμαι- σαν όλες τις εφημερίδες μια είδηση χαμένη μέσα στις πολλές από την κατεστραμμένη Γερμανία. Ελεγε για μια γυναίκα που ο πόλεμος της είχε αρπάξει όλους τους δικούς της και για να επιζήσει έρημη καθώς ήταν, πουλούσε έρωτα μες στο ερειπωμένο υγρό λιμάνι του Αμβούργου. Και ένα βράδυ, όπως τριγύριζε στους σκοτεινούς δρόμους του λιμανιού, γνωρίζει ένα στρατιώτη, νέο παιδί και άρρωστο σχεδόν, που επέστρεψε από την αιχμαλωσία. Πηγαίνουν για έρωτα σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο και πάνω στο κρεβάτι, από ένα φυλαχτό που είχε κρεμασμένο στο λαιμό του, τον αναγνώρισε – ήταν ο γιός της. Τρέχει έξαλλος αυτός και πνίγεται στα κρύα νερά του λιμανιού. Και εκείνη, που το μυαλό της σάλεψε, απόμεινε τρελλή ν’ αποζητάει το γιο της στο λιμάνι. Εδώ τελειώνει η είδηση...

Πώς ήρθε τ’ όνομα της Μελισσάνθης μέσα μου ξαφνικά; Μια γυάλινη ηρωίδα του μεσοπολέμου, να παίρνει έτσι αυθαίρετα την όψη μιας τρελλής μητέρας, ερωμένης και αδερφής μες στα ερείπια μιας κατεστραμμένης πόλης. Η ιστορία αυτή άφησε μέσα μου μια ταραχή ως τώρα, που τελείωσα την εποχή της Μελισσάνθης, χωρίς να ξέρω αν τέλειωσα και με το προσωπό της...

Πως γίνεται μετά κι' αυτή η τρελλή γερμανίδα βρίσκεται στην Αθήνα της Απελευθέρωσης, άγνωστον. Την κυνήγησαν διαδηλωτές και της σπάσαν τα κόκκαλα. Την θάψαν βιαστικά, πάει χάθηκε. Η εποχή της Μελισσάνθης τέλειωσε, γράφει:

Σήμερα ζώ για πάντα το χαμό της. Και ο κόσμος μας δεν πάει να γίνει καλύτερος. Με όλα όμως αυτά, δεν θέλω να δώσω ιστορικές διαστάσεις στην Μελισσάνθη και την εποχή της.

Επιθυμώ να καταγράψω μόνο την προσωπική μου περιπέτεια και συμμετοχή στην πρόσφατη ιστορία του κόσμου έτσι καθώς την έζησα μες από το σπίτι μου και μέσα από την πόλη που εξακολουθώ να ζώ.

Σκέφτομαι πως αν είχε γίνει σκηνοθέτης, τι ταινίες θα έφτιαχνε;

Η Μελισσάνθη με τις στρεβλές σα σιδεριές από κατεστραμμένα σπίτια σαν χέρια αιχμηρά μελωδίες παραήταν για την νεοελληνική ελαφρότητα και την σοσιαλιστική αυταρέσκεια της δεκαετίας του 80. (Σ' αυτό το σημείο προσπερνάω την αυριανική χυδαιότητα.) Ο δίσκος πάτωσε. Έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να σαρκάσει. "Ο δίσκος πήγε υπέεεγοχα" είπε, τραβώντας έτσι μια ιδέα παραπάνω το ε. "Πουλήσαμε τετγακόσια κομμάτια. Την επόμενη φορά θα πάμε ακόμα καλύτεγα. Θα πουλήσουμε μόνο διακόσια."

Βέβαια, φύσει παιγνιώδης και ελάχιστα σοβαροφανής, επανέκδωσε μετά λίγα χρόνια μια συλλογή με τραγούδια του για τον ελληνικό κινηματογράφο. Και στο οπισθόφυλλο έγραφε ειλικρινέστατα πως τα έγραψε για λόγους βιοποριστικούς, και πως οι άλλοι συνθέται αργούσαν να παραδώσουν τη δουλειά, και ο Φίνος τούπε να τα γράψει αυτός για να ξεμπερδεύουμε. Και πως σήμερα -το 1985- οι εταιρίες τ' ανακάλυψαν εκ νέου και τα βγάζουν σε δίσκους. Και δικαίωμά τους, όπως και δικό του να επωφελείται μιας τέτοιας παρελθοντολογίας. Αυτά έγραφε, κι' από κάτω την υπογραφή του. Ο δίσκος πούλησε 50.000 κομμάτια με τη μία. Ως τώρα, δεν ξέρω, μπορεί νάναι τα τριπλά ή τα τετραπλά. Θάθελα να προσθέσω πως εκείνα τα τραγούδια, που τότε τα θεωρούσα σαχλά και κοριτσίστικα, σήμερα τα ακούω με συγκίνηση. Ίσως επειδή είναι το σάουντρακ της παιδικής μου ηλικίας. Και πράγμα περίεργο, όταν ακούω τον Γλάρο από τον Δεληβοριά μυρίζω θάλασσα πιο έντονα απ' ό,τι με τη Βουγιουκλάκη.

Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα.

Η εποχή της Μελισσάνθης τελείωσε, είπαμε. Και δεν είχαμε βρει το πρόσωπό της, αλλά να, μπορούσε να περιέχει ακόμα και το πρόσωπο μιας γερμανίδας. Κατά τα λοιπά, την είχαμε καταπιεί αμάσητη, την είχαμε προσπεράσει, την είχαμε υποστεί χωρίς να την βιώσουμε, την είχαμε χάσει χωρίς να την πενθήσουμε. Την διεκδικούσαμε με πολιτικάντικους διαξιφισμούς αγνοώντας την ουσία της. Κι' αυτοί που την έζησαν, αλλά κι' εμείς οι επόμενοι, οι της Μεταπολίτευσης. Και τώρα περνάγαμε στην διάδοχη κατάσταση με ανοιχτούς λογαριασμούς. Ως κοινωνία, ως υπαρξιακή ανάγκη, και ως ψυχική συγκρότηση.

Τον Δεκέμβρη του ίδιου σωτηρίου έτους 1981 παρουσίασε τις Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς, στην Πλάκα. Βρέθηκα κι' εγώ μαζί ν' ανοίγω εκείνο το πρόγραμμα, μαζί μ' άλλους τρεις από τους Αγώνες της Κέρκυρας (την Ηδύλη Τσαλίκη, τον Σταύρο Παπασταύρου, και τον Γιώργο Μακρή.)

Προσπαθούσα να προσεγγίσω εκείνο τον κόσμο των καθημερινών ανθρώπων που διηγιόνταν οι μπαλάντες, των ωστόσο στυγερών δολοφόνων της κάθε μέρας. Δεν έβγαζα άκρη. Η κόλαση είναι οι άλλοι, είπε κάποιος. Καθόμουν στη μπάρα, πίσω από τα τραπεζάκια, άδεια τα περισσότερα. Το πρόγραμμα δεν τράβαγε. Έπινα, κάπνιζα, κι' άκουγα την Αλεξάνδρα να τραγουδάει την Μαριάνθη των Ανέμων. Ήταν διπλά ταραγμένη, από την έλλειψη κοινού κι' από τον ρόλο μιας γυναίκας που υποδυόταν και που -παρά την θητεία της στο θέατρο- της ήταν εντελώς ξένη και απροσπέλαστη: εσωτερική μετανάστρια στην υδροκέφαλη Αθήνα, παραγκωνισμένη, ασήμαντη, κοινότοπη, ανερωτική, τρομοκρατημένη, βίαιη, και παντελώς ασυνάρτητη. Κάτι σαν Θέμις Σκορδέλη πριν γίνει χρυσαυγίτισσα.

Είναι κρυφές αυτοαναλύσεις, εξομολογήσεις και περιδιαβάσεις στον κληρονομημένο αθέατο χώρο της ψυχής μας, έγραψε πίσω από τον δίσκο. Ήταν η εκδίκηση της Μελισσάνθης σκέφτομαι τώρα, μετά από πολλά χρόνια. Η κληρονομιά της ήταν το παθητικό που ακόμα χρωστάμε.

Μετά από λίγες μέρες έφυγα από το μαγαζί. Κάποιος -ο Καρακατσάνης, ο Τάσος δηλαδή, όχι ο Θύμιος- είχε την ιδέα να σφίξουμε λίγο το πρόγραμμα, αυτό ήταν λέει το πρόβλημα. Οπότε τα παιδιά της Κέρκυρας θα έβγαιναν όλα μαζί επί σκηνής, ώστε να μην γίνεται κοιλιά στο μπες βγες. Κι' ενόσω ο ένας θα τραγούδαγε, οι άλλοι θα έχασκαν και θα χαμογέλαγαν στο κοινό, και θα περίμεναν τη σειρά τους. Κι' αυτός συμφώνησε. Εγώ διαφώνησα, δεν μπορώ να κάνω τη γλάστρα, του είπα. Σαν μεζές για ούζο θα είμαστε κειπάνω, μια ελιά, μια φέτα ντομάτα, μια φέτα αγγούρι, μια αντζούγια. Δεν γίνεται να βγαίνουμε ένας ένας όπως μέχρι τώρα; Μου είπε πως λυπάται, αλλά δεν γίνεται. Είπα γειά, τον έσφιξα τρυφερά στον ώμο, κι' έφυγα.

Έτσι κάπως έγιναν τα πράματα. Και τον πρώτο μου μεγάλο δίσκο τον έβγαλα στον Μάτσα. Θύμωσε. Τι νόμιζα δηλαδή, πως επειδή έφυγα δεν θα μου έβγαζε τον δίσκο; Γιατί όντως, αυτό νόμιζα.

Και γιατί δεν άντεχα πατρικές φτερούγες να με σκέπουν. Ειδικά αν έπρεπε να κάνω συμβιβασμούς προκειμένου να με σκέπουν. Και πιο ειδικά, όταν είχα αγάπη γι' αυτές τις φτερούγες. Αλλά δεν πειράζει, καλύτερα έτσι, άνοιξα τις δικές μου. Κι' ας λιώνανε σαν του Ίκαρου. Για το μόνο που λυπάμαι είναι που δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να του τα πω όλα αυτά. Αλλά και μερικά άλλα, που σκέφτηκα μετά και τα γράφω τώρα.

Είχα καθήσει να πιω έναν καφέ στο καφενείο που είναι Αθηνάς και Σοφοκλέους, απέναντι από το υπερπολυτελές ξενοδοχείον ΠΙΝΔΑΡΟΣ. Δεκέμβριος, πριν τέσσερα χρόνια. Και τον θυμήθηκα, κι' αυτά που έγραφε για την οδό Αθηνάς, που είναι η καρδιά της Αθήνας, και η Αθήνα είναι η καρδιά του Έθνους, και μια φωτογραφία του Κέσσελ, ο ΠΙΝΔΑΡΟΣ φύλλο και φτερό, με το σέρμαν στη διασταύρωση νάχει τον πυργίσκο γυρισμένο προς το Μοναστηράκι, και τους αλεξιπτωτιστάς να παραφυλάνε την Σοφοκλέους, οι ελασίτες γκρεμίζαν τις μεσοτοιχίες, περνάγανε μέσα από μπουρδέλα και σινεμάδες, και δεν ξέρανε αυτοί από που θα βγούνε να τους χτυπήσουνε. Κι έβγαλα και μία φωτογραφία τωρινή, και θάθελα να μπορώ να του τις δείξω, να τις βάλω δίπλα δίπλα, να! να! εδώ είναι όλα, όπως τα ξέρεις, εδώ κι' η Μελισσάνθη, προλαβαίνουμε, προλαβαίνουμε...  




 

Σημειώσεις.

Την ιστορία του στα Δεκεμβριανά, την βρήκα εδώ: Ο Μάνος Χατζιδάκις της ΕΠΟΝ», των Αλέξη Βάκη και Ιάσονα Χανδρινού. 

https://www.musicpaper.gr/topics/item/5425-o-manos-xatzidakis-tis-epon

Ακόμη, παραθέτω αποσπάσματα από την Διάλεξη του Μ.Χ στο Θέατρο Τέχνης, 31.1.1949. Από το άρθρο του Τα παιδιά της γαλαρίας, στο περιοδικό «Το Τέταρτο» (τεύχος 3, Ιούλιος 1985). Κι από τα σημειώματα στα οπισθόφυλλα των δίσκων του: Ο σκληρός Απρίλης του 45 (κείμενο του Κώστα Ταχτσή,) Η εποχή της Μελισσάνθης, Ο Ελληνικός Κινηματογράφος και ο Μάνος Χατζιδάκις Παρουσιάζουν, και Οι μπαλάντες της οδού Αθηνάς.

Τα σχόλιά του για την εμπορική επιτυχία της εποχής της Μελισσάνθης μου τα είπε ο Στάμος Σέμσης.