Όλες οι αναρτήσεις με την ημερομηνία τους και τον τίτλο

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2017

Ου παντός πλειν ες Κόρινθον



Είχανε οι αρχαίοι μια παροιμία που λέει ουκ παντός πλειν ες Κόρινθον, που πάει να πει δεν πάει ο πάσα ένας στην Κόρινθο. Διότι πλειν θα πει πληρώνειν. Και διότι είχε στην Κόρινθο μία εταίρα που την λέγαν Λαΐς. Αυτή η εταίρα ήταν σα να λέμε πουτάνα, αλλά με την καλή έννοια. Διότι άμα χρεώνεις τη νύχτα 3.000 € στον χώρο σου, ούτε βιζιτού λέγεσαι, ούτε έσκορτ, ούτε τίποτα. Λέγεσαι Υπεράνω.
Ήταν λίγο φραγκοφονιάς, η Λαΐς, αλλά μετά λόγου γνώσεως. Διότι για να βγάζεις τέτοια λεφτά με την τέχνη σου, παναπεί πως έχεις μεράκι. Δεν γίνεσαι Πικάσσο άμα δεν αγαπάς τη ζωγραφική. Ούτε Κάλας άμα δεν αγαπάς την όπερα, ούτε Μοσχολιού, ούτε Μίκη Θοδωράκης, ούτε Χουντίνι. Οπότε, δεν μπορεί, το πήγαινε το γραμματάκι, η Λαΐς. Καθότι ούτε Άξιον Εστί γράφεται για τα φράγκα, ούτε στο ποτάμι δεμένος με αλυσίδες μέσα σε κιβώτιο καρφωμένο και βαρίδια μέσα να πάει στο πάτο πέφτεις για τα φράγκα. Λέω εγώ τώρα, εσείς μπορεί να διαφωνείτε. Γιατί εγώ το πάθος και τη βουρλισία του αλλουνού το σέβομαι, κι' ας χεστεί στο τάλληρο, δεν πειράζει. Όχι όμως να γίνει πάθος το χέσιμο, αυτό δεν το θέλω. Διότι σου λέει ο άλλος δε μας χέζεις ρε ξερωγώ, ο δείνας, ο τάδε, πες ένα όνομα τυχαίως.
Πέραν του ότι το πήγαινε λοιπόν  το γραμματάκι, ήτανε και μορφωμένη κυριολεκτικώς. Είχε πελατάκια τον Απελλή, που την είχε και για μοντέλλο, τόσο εκπάγλου καλλονής ήταν. Και τον Ευριπίδη τον τραγικό, ομοίως. Ήταν κι' ένας φιλόσοφος, ο Αρίστιππος ο Κυρηναίος, αυτός είχε αναπτύξει μία θεωρία που λέει πως σκοπός υπέρτατος του ανθρώπου είναι να ηδονίζεται, αλλά προσοχή, να μην καταντάει δούλος και υποχείριο της ηδονής, να πούμε. Αυτόν λοιπόν τον Αρίστιππο τον είχε σπιτώσει η Λαΐς και τον απομυζούσε μετά φρενίτιδος. Διότι κι' αυτός έβγαζε από τα μαθήματα φιλοσοφίας πιο πολλά κι' από τον Ράμφο, και της τ' ακούμπαγε.
Τον δουλεύανε όλη η Κόρινθος ψιλό γαζί, τον Αρίστιππο. Τίποτα αυτός, εγώ έχω την Λαΐδα, δεν μ' έχει εκείνη, έλεγε. Μα καλά, και πως ζεις μαζί της, αυτή έχει πάρει όλη την Ελλάδα. Εσείς πως μπαίνετε στο καράβι κι' έχει κι' άλλους επιβάτες, έλεγε αυτός. Μα δε σ' αγαπάει. Και τα μπαρμπούνια δεν μ' αγαπάνε, αλλά τα τρώω, μούρλια είναι, έλεγε αυτός. Τέτοια έλεγε, ο φιλόσοφος.
Μόνο ένας δεν μάσαγε με τη σαγήνη της Λαΐδος. Ο Διογένης ο Κύων, δηλαδή ο Σκύλος. Αυτός ήταν πόντιος, από την Σινώπη. Δεν θα επεκταθώ επ' αυτού, διότι ήτο πασίγνωστος, με το πιθάρι, και το λυχνάρι, και που είπε του Μεγαλέξαντρου άντε τράβα πιο κει.
Αυτός ο Σκύλος δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τα κάλλη της Λαΐδος, και αυτή ζωχαδιάστηκε. Οπότε του λέει έλα να περάσωμε μαζί μία βραδυά, θα περάσωμε πολύ ωραία, κι' από σένα δεν θέλω χρήματα, κερνάει το μαγαζί. Οπότε ο Σκύλος ο οποίος ζούσε από ελεημοσύνες είπε εντάξει, αφού είναι τζάμπα να έρθω.
Αλλά η Λαΐς τούκανε μια κασκαρίκα, διότι στο κρεβάτι της έβαλε μία δούλα της ίδια η Ταϋγέτη, κι' έσβυσε και το λυχνάρι. Οπότε πάει ο Διογένης, έγινε η πράξις, όλα καλά.
Την άλλη μέρα τόκανε βούκινο η Λαΐς, πως του την έσκασε του Σκύλου και γάμησε την Ταϋγέτη και νόμιζε πως ήταν αυτή, να τον κάνει ρεζίλι.
Οπότε είπε ο Διογένης το αμίμητο το Λυχνίας σβεσθείσης πάσα γυνή Λαΐς. Που το συζητάμε αν θέλετε, αλλά το γύρισε το ματς. Διότι κάθησε και το μελέτησε το θέμα πιο καλά, η Λαΐς, και σου λέει αυτός εδώ ο Σκύλος όπως πάει θα μου το κλείσει το μαγαζί, εγώ έχω επενδύσει τα μαλλιά της κεφαλής μου να χτίσω όνομα, άμα αυτός τους βάλει ιδέες, τι εγώ, τι Ταϋγέτη, ζήτω που καήκαμε.
Οπότε τον ξανακάλεσε, τον Σκύλο, κι' αυτή τη φορά είχε αναμμένο τον λύχνο, και αρώματα και αραχνοΰφαντα και σαμπάνιες και χαβιάρια και της Παναγιάς τα μάτια.
Κι' ο Διογένης που δεν ήταν ακατάδεχτος, πήγε.

Όπου και να τον φωνάζανε, εορτές, συμπόσια που κάναν οι αρχαίοι, γαμίσια, όργια, αυτός πήγαινε.

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2017

Ο Ρίγγος και οι Οχτάποδες

Ο Ρίγγος με τους οχτάποδες. Μελάνι και λαδοπαστέλ σε σημειωματάριο, 15Χ15 cm, Ιαν. 2017.
Ήταν μια φορά ένα συγκρότημα, κι' είχανε ένα ντραμίστα, τον Ρίγγο, πολύ ωραίος τύπος, και βασικά ήθελε την ησυχία του. Διότι μικρό είχε ταλαιπωρηθεί πολύ με κάτι ασθένειες, περιτονίτη, φθίση, κόντεψε να πεθάνει, έμεινε πίσω και στο σχολείο. Οπότε γράφανε ένα δίσκο, διπλό, αυτός κοίταγε τη δουλειά του, βάραγε κειπέρα, οι άλλοι τρωγόντανε σα τα σκυλιά, ήταν κι' ένας πούχε μια γκόμενα γιαπωνέζα, πεταγόταν όπου νάναι συνέχεια σα τη πορδή, είχαν γίνει άπαντες μαλλιά κουβάρια. Τελειώσανε με τα πολλά, αλλά είχανε χτυπήσει μπιέλλες, να φανταστείς δεν μπορούσανε να συμφωνήσουν ούτε για εξώφυλλο ούτε για τίτλο, βγήκε με άσπρο εξώφυλλο το άλπουμ, χωρίς τίτλο.
Οπότε είπε ο ντραμίστας άντε και σιχτίρ μαλάκες να πάω διακοπές να ξεπήξω, είχε ένα φίλο με θαλαμηγό εντωμεταξύ, του λέει αυτός δεν πέρνεις την οικογένεια να πας μια βόρτα να ξελαμπηκάρεις, δε σας βλέπω καλά, γιατί πίνανε και ουσίες το συγκεκριμένο συγκρότημα, τον κώλο τους πίνανε, συνεχώς στη ντάγκλα. Αυτός ο φίλος του ήταν στο σινεμά, τον λέγανε Κλουζώ, θα τον έχετε δει, πολύ αστείος, λεφτά με ουρά έβγαλε.
Και πήρε την οικογένεια ο Ρίγγος και πήγε με τη θαλαμηγό στη Σαρδηνία.
Λένε του καπετάνιου θέλουμε μπακαλιάρο δαχτυλάκια τηγανητό με πατάτες επίσης τηγανητές, αυτοί το λένε φισετζίπς αυτό το φαΐ. Γιατί το ψάρι πλακί, τα μπαρμπούνια, λιθρίνια, λαβράκι, δεν έχουν ιδέα τι είναι. Οπότε ήρθε το φισετζίπς, τρώει ο Ρίγγος, καλό είναι λέει, αλλά λίγο σα λάστιχο. Διότι ήταν καλαμαράκια. Αντιληπτό; Δηλονότη αυτοί δε τα ξέρανε τα καλαμαράκια, κειπέρα στην Αγγλία.
Έπιασε μετά συζήτηση με τον καπετάνιο περί θαλασσινών, οστράκων, μαλακίων, και τα καθέκαστα. Οπότε του λέει ο καπετάνιος του Ρίγγου δε πας μια βόρτα γιαλό γιαλό, να δεις και τα χταπόδια στις σπηλιές τους, αυτές τις σπηλιές τις λένε θαλάμια, αλλά δεν του τόπε του Ρίγγου γιατί μάλλον δεν θάξερε τη λέξη και θα μπερδευόταν, θαλαμηγό, θαλάμια, μπέρδεμα. Και του λέει που τα χταπόδια μαζεύουν χρωματιστά πετραδάκια γύρω από τη σπηλιά τους, και φτιάχνουνε κήπους να πούμε, και αράζουν στο πάτο της θάλασσας, που έχει ησυχία και δροσιά και ίσκιο, και περνάνε μέγκλα, στον κήπο τους, έξω από το θαλάμι.
Τ' άκουσε αυτά ο Ρίγγος που είχε σαλτάρει από τη βαβούρα και τον πολύ καυγά, και μαγεύτηκε! Κάθησε κι' έγραψε ένα τραγούδι με τους κήπους των οχταπόδων, και τα περιέγραφε όλα αυτά. Κάθησε κι' έγραψε κι' αυτός δηλαδή, που δεν έγραφε τραγούδια μέχρι τότε, βαριόταν, βάραγε εκεί τα κλαμπατσίμπαλα και κοίταε μόνο τους άλλους που διαρίχναν τα μάτια τους.
Γυρίσανε πίσω, το δείχνει του κιθαρίστα το τραγούδι, Τζωρτζ τον λέγανε αυτόν, καλός τύπος επίσης. Όλοι δηλαδή, καλοί τύποι ήταν, τέτοιες εντάσεις γίνονται στα συγκροτήματα. Οπότε λέει ο Τζωρτζ πολύ κοσμικό, ρε μεγάλε, μπράβο. Δηλαδή ήθελε να πει πως είχε συμπαντική συνείδηση κι' έτσι, με τα χταπόδια και την ησυχία, το τραγούδι, το οποίο είναι θετικό. Δεν ήθελε να πει με το κοσμικό πως είναι κυριλέ, σα να λέμε κοσμική ταβέρνα δηλαδή, που αυτό είναι άλλη φάση, όχι και πολύ καλή. Τον βοήθησε λίγο ο Τζωρτζ στα ακκόρντα, το στήσανε στον επόμενο δίσκο, τραγούδησε αυτός, φωνητικά οι άλλοι, σόλα, όλα τζιτζί.
Λίγο μετά, αυτός ο Ρίγγος έπαιξε και στο σινεμά με τον Κλουζώ, και ο Ρίγγος παίζει τον άστεγο αλλά στ' αρχίδια του, και ο Κλουζώ είναι Κροίσος, και τον υιοθετάει γιατί τον παραδέχεται, κι' αρχίζουν μαζί τις πλάκες στους παραδόπιστους. Αλλά μιλάμε για χοντρές πλάκες, τους πληρώνουν να κάνουν τα ακατονόμαστα, να κολυμπάνε στα τσίσα και τα σκατά να πιάσουν τα μπικικίνια, τέτοια.
Το συγκρότημα διαλύθηκε τελικώς. Κι' ο Ρίγγος έκανε μετά έναν δίσκο με καμπόικα τραγούδια, κάντρι κι' έτσι. Πολύ λυπητερό, το ένα, η αγάπη δεν κρατάει πολύ, ούτε μαμά, ούτε μπαμπάς, ούτε σχέση υπάρχει, αυτοχτονίες, συζυγοχτονίες, χέστα κι' άστα. Στην Αμερική, Νάσβιλ. Μέσα σε δύο μέρες, τσακμπάμ τα γράψανε.
Έχω την πεποίθηση πως δεν θα έβγαινα αυτός ακριβώς που βγήκα, αν δεν είχα ακούσει το τραγούδι με τους οχτάποδες, την ταινία με τους παραδόπιστους, και τα καμπόικα του Ρίγγου.
Πάντως ένα πράμα μου κάνει πιο πολύ εντύπωση, που ο Ρίγγος είχε φτάσει κοντά τριάντα χρονών και δεν είχε φάει ακόμα στη ζωή του καλαμαράκια τηγανητά. Ούτε χταπόδι στα κάρβουνα.

Η πρόβα: ο Τζωρτζ δείχνει του Ρίγγου, 1969. https://www.youtube.com/watch?v=yqZp327u39c
Το τραγούδι: Octοpus Garden, από τον Ρίγγο, ξανά το 2005: https://www.youtube.com/watch?v=V-BdGchS0yk
Η ταινία: The Magic Christian, 1969, τζάμπα χρήμα μες στα τσίσα:   
Το κάντρι του Ρίγγου: Love dont last long, Beaucoups of blues, 1970.


Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

ΜΕΓΑΛΟ ΜΕΝΤΙΟΥΜ DINAMI LATIF

ΠΡΟΣΟΧΗ, ΠΡΟΣΟΧΗ. ΠΗΡΑ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΚΑΙ ΔΙΕΥΚΡΕΙΝΗΣΑ. ΔΕΝ ΤΟ ΛΕΕΙ ΡΗΤΩΣ ΓΙΑ ΛΟΓΟΥΣ ΕΒΝΟΕΙΤΟΥΣ, ΑΛΛΑ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΑΙ ΧΡΕΗ ΕΓΓΥΗΜΕΝΑ, ΔΑΝΕΙΑ ΓΙΟΥΡΟΜΠΑΚ, ALPHA, ΠΙΣΤΕΩΣ, ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΚΑΡΤΕΣ, ΕΦΟΡΕΙΑ, ΤΑΜΕΙΑ, ΠΡΟΣΤΗΜΑΤΑ ΤΡΟΧΑΙΑΣ. ΠΝΕΥΜΑΤΙΣΤΙΚΩΣ ΔΙΑΓΡΑΦΟΝΤΕ ΤΑ ΑΝΩΤΕΡΩ, ΟΧΙ ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ, ΟΧΙ ΕΞΟΔΙΚΑ, ΟΧΙ ΑΠΑΤΕΣ ΜΕ ΚΟΥΠΙΟΥΤΕΡ, ΟΛΑ ΝΟΜΙΚΩΣ ΕΝΤΑΞΕΙ, ΟΥΤΕ ΚΑΝ ΓΙΑ ΠΤΑΙΣΜΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΕΙΟΞΗ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ.




Η ζωγραφιά: ο Λατίφ. Μολύβι. ακρυλικά, λαδοπαστέλ, μαρκαδοράκι, και τρακτ που μου δώσανε έξω από τον σταθμό του Μετρό, στο Πανεπιστήμιο. Σε χαρτί σχεδίου, 29Χ19 cm, 2017.

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2017

Μπουρδέλα Βηρυτού


Βρεθήκανε στη Βηρυτό, ο Σεφέρης ήταν καινούριος πρόξενος εκεί, κι' ο άλλος μαρκόνης σ' ένα βαπόρι . Ήταν του Ευαγγελισμού. Τον είχε πιάσει εθνικός οίστρος τον Σεφέρη, επί τη επετείω, και νοσταλγία, ξερωγώ. Οπότε του είπε ο άλλος να πάνε μια βόρτα μαζί. Επήανε.
Και τι να δει ο Σεφέρης, όλα τα παράθυρα, τα μπαλκόνια σημαιοστολισμένα, παντού η γαλανόλευκη να κυματίζει. Εντυπωσιάστηκε, που είναι τόσο φιλέλληνες, οι λιβανέζοι.
-Ξέρετε, εδώ είναι η συνοικία των πορνείων, τόνε ξεναγεί ο άλλος, "και ούλες οι κυρίες είναι ελληνίδες."
Ο Σεφέρης δεν του ξαναμίλησε, έκτοτε. Λες κι' έφταιγε εκειός δια την ελληνικότητα των μπουρδέλων τση Βηρυτού.

Γεννήθηκε σαν σήμερα, στην Μαντζουρία, το 1910.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ-ΕΠΙΜΕΤΡΟ


Σάββατο, 1 Ιανουαρίου 1977. 
 Κοστούμια και σκηνικά του Γιάννη Μόραλη, για τις Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές.
Αυτά που θα πω τώρα έγιναν την νύχτα της 31ης Δεκεμβρίου του 1976, λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος. Και λίγο μετά. Ή μιαν άλλη χρονιά, δεν θυμάμαι. Έτσι κι' αλλιώς, όποτε μαζευόταν η οικογένεια, τα ίδια κάναν, τα ίδια λέγαν. Στο πατρικό των Νικολαϊδαίων, στην οδό Φαναριωτών. Ο Βασίλης Νικολαΐδης είχε αποβιώσει το 1967, αλλά η Νικολαΐδαινα ζούσε, η γιαγιά η Μαρία δηλαδή, και εκτός από τα αρθριτικά κι’ ένα ρυθμισμένο ζάχαρο που ποτέ δεν της δημιούργησε το οιοδήποτε πρόβλημα, έχαιρε νεανικής υγείας μέχρι την αποδήμηση της, το 1990, στα ενενηνταοκτώ παρακαλώ. Η οποία γιαγιά Μαρία είχε μία γιατρέσσα που την έβλεπε κατ' οίκον, και η οποία γιατρέσσα είχε πει το εξής σχεδόν προφητικό: "Εσείς, κυρία Μαρία μου, μόνο από σφαίρα θα πάτε πια." Που ήταν ένα πρωτότυπο κομπλιμέντο για την ατσάλινη κράση της, και μία ασύνειδη αναφορά στα Δεκεμβριανά. Οπότε κάποιος θυμήθηκε τι είπε η γιατρέσσα, κι' έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα των συνειρμών. Διότι αμέσως η κουβέντα πήγε στην μάνα της Λαμπέτης, την γειτόνισσα που την σκότωσε μέσα στο σπίτι της ο ελεύθερος σκοπευτής από τον Λυκαβηττό. Και μετά στον ελασίτη που τον βρίσκαν παγωμένο κάθε πρωί στην Ασκληπιού[1]. Είπαν μετά για την μητέρα του Βασίλη Νικολαΐδη, την προγιαγιά μου ήγουν, που πέθανε μεσούσης της συγκρούσεως και την πήγαν, αυτός ο παππούς μου ο Βασίλης μαζί και τ' αγόρια, ο Νίκος και ο Τάκης, με το καρότσι στον Άγιο Νικόλαο Πευκακίων να την θάψουν[2]. Και μετά για την Θαμεμπή, που ήθελε να φωνάξει τον ζανταρμά να μεσολαβήσει ώστε να αφήσουν η Πολιτοφυλακή τον άντρα της, που όχι μόνο θα τον έκαιγε χειρότερα τον άνθρωπο, ο ζανταρμάς, θα τους στέλνανε στην ΟΥΛΕΝ όλους μαζί συμπούρμπουλους, και τον άντρα της, και τον ζανταρμά και την Θαμεμπή μαζί, και δώστου γέλια[3]...
***
Tον Νίκο Κούνδουρο, τον πιάσαν οι άγγλοι στην πρώτη μάχη του Πολυτεχνείου[4]. Τους πήγαν μετά στο Γουδί, και τους παραδώσαν στους έλληνες. Αυτοί οι έλληνες, δοσίλογοι με αγγλικές στολές, τους βάλαν στον τοίχο, και πήραν θέση πρηνηδόν με τα πολυβόλα απέναντι, κι’ ήταν μια κοπελίτσα που έτρεμε, και την κράταγε ο Κούνδουρος, κι’ είπανε πάει, αυτό ήτανε, δεν έχει άλλο. Όπου φτάνουν οι εγγλέζοι με τα καμιόνια, μια μονάδα αλεξιπτωτιστές με βυσσινί μπερέ, και μπαίνουν ανάμεσα στους επονίτες και το απόσπασμα. Και κάνουν έναν διάδρομο, και περνάνε και τους φορτώνουν στα φορτηγά, τους γλύτωσαν. Πήγε μετά να το σκάσει. Και του ρίξανε, τραυματίστηκε. Κατέληξε στον Ευαγγελισμό, τον πέρασαν για άγγλο, ήταν λέει ξανθός, φορούσε και αγγλική στολή, είχαν πάρει μια αποθήκη εγγλέζικο εξοπλισμό. Πήγε να τον δει ο Μάνος Χατζιδάκις, επονίτης κι’ αυτός...
***
Την γαλοπούλα που την φτιάχνουν τα Χριστούγεννα, εμείς την φτιάξαμε Πρωτοχρονιά, για κάποιο λόγο. Με γέμιση κιμά, και συκωτάκια, και κάστανα, και σταφίδες, και κουκουνάρι. Δηλαδή ο Τάκης την έφτιαξε. Κι' αυτός, κι' ο Νίκος, κι' εγώ επίσης, πήρα του παππού, πιάνουν τα χέρια μου στην κουζίνα. Δηλαδή την έφτιαξε όπως την έφτιαχνε ο παππούς ο Βασίλης. Ο οποίος ήταν ο σεφ της Μεγάλης Βρετανίας, στον Μεσοπόλεμο. Αλλά στην Κατοχή ήταν σεφ στο εστιατόριο του Ιπποδρόμου, το είχαν επιτάξει οι γερμανοί για λέσχη αξιωματικών. Κι' ο Βασίλης Νικολαΐδης είχε συνεννοηθεί με τα λαμόγια της γερμανικής επιμελητείας να υπεξαιρεί είδη σπανιότατα και πολυτελείας, προς αμοιβαίον όφελος, εξυπακούεται: τι σαμπάνιες γαλλικές, τι κονιάκ, τι βούτυρα, τι αλλαντικά, τσιγάρα. Που δεν κάπνιζε, ούτε να το μυρίσει. Τα αντάλλασσε μετά, γάλα, ρύζια, λάδι, δεν πείνασαν. Ούτε πλούτισε, δεν ήταν άνθρωπος του κέρδους, της επιβίωσης ήταν. Ένα σπίτι έχτισε, κι' αυτό όχι ο παππούς, η γιαγιά η Μαρία τόχτισε, η οποία ήταν της αποταμιεύσεως. Και υπήρχε χρήμα για αποταμίευση, προπολεμικώς. Καθότι η γιαγιά ενέμετο τους δύο μισθούς του παππού, αυτή έκανε κουμάντο, διαχείριση, να πούμε. Και ας διευκρινιστεί και τούτο, ο Βασίλης Νικολαΐδης έβγαζε τότε τρεις μισθούς, και τι μισθούς, υπουργικούς. Έναν κανονικό από το ξενοδοχείο, κι' έναν δεύτερο, ο οποίος αντιστοιχούσε στα πεσκέσια που έφθαναν κατ' ευθείαν στην οδό Φαναριωτών, τι αστακοί που σαλεύανε, τι τυριά ροκφόρ, τι παρμεζάνες, τι βούτυρα, τι φιλέτα μοσχαρίσια και αρνάκια γάλακτος τρυφερότατα, τι κρασιά γαλλικά ευγενέστατα, τι γλυκά! Από τους προμηθευτάς της Μεγάλης Βρετανίας, φυσικά, προμήθειες εις είδος τρόπον τινά, διότι ο Μάστρο Βασίλης έκανε τις παραγγελίες του ρεστωράν αυτοπροσώπως, δεν ανακατευόταν κανένας άλλος, ποσότητα, ποιότητα, τιμή, μόνος του τα έκλεινε, όρος εκ των ουκ άνευ, ξεκαθαρισμένο με την διεύθυνση αυτό ευθύς εξ αρχής, όταν δέχθηκε την δουλειά. Πως είπατε; Η Νικολαΐδαινα να βγει για ψώνια; Θα αστειεύεστε. Είχε και τα αρθριτικά που την ταλάνιζαν.
Αυτός κράταγε τον τρίτο μισθό. Από τις προμήθειες εις χρήμα. Του τ' ακουμπάγανε οι ίδιοι ως άνω προμηθευτές, τα καλύτερα ονόματα της αγοράς. Διότι το ύψιστο πρεστίζ στην πιάτσα ήταν να παραγγέλνει από το μαγαζί σου ο Μάστρο Βασίλης, γιά. Τον οποίο τρίτο μισθό, ο Μάστρο Βασίλης, ανήλισκε στο μουνί και τα άλογα.
***
Το τανκς ανέβηκε την Μαυρομιχάλη, και σταμάτησε στην γωνία της Ναυαρίνου. Γύρισε τον πυργίσκο του στην μπλε πολυκατοικία, κ' αμόλησε την διατρητική. Που πέρασε δύο τοίχους, κι' έσκασε στο μέσα δωμάτιο. Μιας κοπέλλας τα μυαλά τινάχτηκαν στον τοίχο, κι' από το άλλο παιδί κόπηκε το κεφάλι, τον γνώρισαν από τα ρούχα. Κι' ο Γιάννης Ξενάκης ζούσε ακόμα, με την γνάθο, τα δόντια το μάτι του, ένα πολτό, τους άκουγε που λέγαν θα ζήσει δεν θα ζήσει δύο ώρες, βγάλαν άσπρη σημαία να τον περάσουν απέναντι, στην κλινική του Σμπαρούνη, εκεί που είναι τώρα το αυτοδιαχειριζόμενο παρκάκι, κι' ήταν ευτυχής που ζούσε, ήταν μια συναγωνίστρια, η Μάχη, του κράταγε το χέρι, μετά φύγανε οι δικοί του, ήρθαν οι άγγλοι με την εθνοφρουρά, έβριζε αυτός, ή νόμιζε πως έβριζε, δεν είχε στόμα να βρίσει, δόντια ουρανίσκος, όλα κιμάς, τον πήγαν στο νοσοκομείο τελικώς. Έζησε εκ θαύματος. Τέλειωσε το Πολυτεχνείο, η διπλωματική του στο οπλισμένο σκυρόδεμα. Κι' έφυγε στη Γαλλία, δούλεψε με τον Λεκορμπυζιέ, μαθηματικά, μουσική, αρχιτεκτονική, όλα μέρος μία ενότητας, της ενιαίας συνείδησής μας για τον Κόσμο, το καινούργιο ένας προβολέας για το παλιό, αργότερα θα φώτιζε χιλιάδες πρόβατα με κουδούνες και συνθεσάιζερ, μια νύχτα καλοκαιριού στις Μυκήνες. Τον εκτιμούσαμε χωρίς να τον καταλαβαίνουμε. Ακόμα και ο Νίκος, που δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση στην Τέχνη. Ίσως λόγω Πολυτεχνείου, μαθηματικών και μπετοναρμέ, ο Νίκος τέλειωσε επίσης το Μετσόβιο, χημικός μηχανικός, μια ζωή στους Τσάτσους, μ' έπαιρνε μικρό στο εργοστάσιο στην Δραπετσώνα, δέος μ' έπιανε, μαζί και θαυμασμός, το υπόκωφο βουητό των φούρνων, φορτηγά και κάρα, φορτωμένα σακιά. Μετά όμως ήρθαν υποσκελισμοί, διαγκωνισμοί, ίντριγκες, επαγγελματικές πίκρες, γκρίνια και νεύρα στο σπίτι, με τα πολλά πήρε σύνταξη διευθυντής παραγωγής της ΑΓΕΤ. Με προόριζε κι' εμένα για το Πολυτεχνείο και το τσιμεντάδικο. Αμ δε!
***
Ξαναείπανε την ιστορία με τον Τάκη που εμφανίστηκε στο σπίτι με το κουμπούρι. "Να τον πιάσουν να του το βάλουν στον κώλο", υποτονθόριζε ο Νίκος ώστε να τον ακούσω μόνο εγώ. Σ' αυτές τις συγκεντρώσεις τα πηγαίναμε καλά, τότε μόνο κάναμε ανακωχή μεταξύ μας, δεν ήταν σχέση πατέρα γιού η δική μας, υποβόσκων εμφύλιος ήταν. Διότι κι' εγώ  δεν ήμουν κανάς διαλλακτικός. Κυρίως που το 1977 θεωρούσα πως να κυκλοφοράς με κουμπούρι ήταν η μόνη αξιοπρεπής στάση, στα Δεκεμβριανά. Και αισθανόμουν πως η άποψη του Νίκου ήταν η φωνή της μικροαστικής φρόνησης της γιαγιάς Μαρίας, τα μη και τα πρόσεχε και τα θα χτυπήσεις, και τα ναυτικά γιακαδάκια που τους φόραγαν μικρά. Μια γενιά αγοριών μεγαλωμένη με πρότυπο τη δειλία, και τώρα ήταν μπερδεμένα μέσα τους ένα κουβάρι, οι επαναστάσεις κάθε είδους, η εξέγερση ενάντια στην οικογένεια, η αντίσταση στον φασίστα εισβολέα και στον άγγλο αποικιοκράτη, η οργή για τον δοσίλογο και τον εκμεταλλευτή, ο φόβος της εξουσίας, η εναντίωση στην αμάθεια, την κοινωνική προκατάληψη και την μετριότητα, η ανάγκη για έκφραση και αυθεντικότητα, κι' ο έρωτας, ο έρωτας, σαρκικός, επιτακτικός και απρόσιτος. Μια ορμή να υπάρξεις, μέσα από την ζωή και τον θάνατο. Δεν είναι συνεπώς να απορείς που ο Τάκης απέκτησε ελασίτικο περίστροφο με τέτοιαν αρχιδοκόφτρα μάνα. Που τον έπεισε τελικώς να πάει να το δώσει πίσω. Και η ανάμειξη του Τάκη στο Κίνημα σταμάτησε εκεί. Φαφλατάς κι' αριστερός, γλεντζές και πειραχτήρι. Ζήλευε την δικιά μου επανάσταση, με τον Τζον Λένον και τον Σαββόπουλο και τα ακούρευτα μαλλιά. Δεν είδαμε θάνατο, εμείς. Φλώροι ή κωλόφαρδοι, τί είμαστε, δεν ξέρω. Πιθανώς και τα δύο. Μέχρι που πήγα στα σαράντα μου να δω τον θάνατο, με δική μου πρωτοβουλία. Στην Αφρική. Να φτιάξω την δική μου μυθολογία.
***
Πιάσανε να τραγουδάνε, τον Βαφτιστικό, και Το σύννεφο έφερε βροχή, κι έχουμε μείνει μοναχοί, και την Μανταλένα. Ο Τάκης κι' η γυναίκα του, η Ινώ, πολύ καλλίφωνοι, με πρίμο σεκόντο, ορθότατοι. Άντε μαζί και οι άλλοι, κι' ο Νίκος που ήταν απερίγραπτα φάλτσος, κι' είχε μία υποτίμηση για το τραγούδι, κατά βάθος επειδή ζήλευε. Ντρεπόταν, μικρός ανέβαινε στο πλυσταριό και τραγούδαγε μόνος του. Γενικώς στην οικογένεια θεωρούσαν τον Χατζιδάκι εξευγενισμένο, ευαίσθητο και καθωσπρέπει, αρμόζοντα στην κοινωνική τους θέση και καλλιέργεια. Εγώ το ίδιο, αλλά με αρνητικό πρόσημο. Τον θεωρούσα γλυκερό και ελαφρύ, που έκανε διασκευές τα ρεμπέτικα για αδερφές και κοπέλες με πιάνο και γαλλικά. Μετά, άλλαξα γνώμη. Που άκουσα το Σουήτ Μούβη, λίγους μήνες μετά, είχε τον δίσκο ο συγκάτοικός μου στην Θεσσαλονίκη, και το έργο το είδα το ογδόντα, που το επιτρέψανε εδώ. Με τα παιδιά κάτω στον κάμπο, και τα σάπια πτώματα[5]. Που τα Παιδιά κάτω στον κάμπο τα είχε γράψει ο  Χατζιδάκις για ένα θεατρικό του Δαμιανού το 1945, αλλά με άλλη μουσική και άλλους στίχους[6]. Τότε που ξεθάψανε τους νεκρούς των Δεκεμβριανών, εμπόλεμους, άμαχους των βομβαρδισμών, εκτελεσμένους της Πολιτοφυλακής, όλους αχταρμά και την προγιαγιά μου μαζί, καλέ δεν είδαμε την γιαγιά στις εφημερίδες, πετάχτηκε η θεία Ελένη, που την βγάλανε κι' αυτήν σφαγιασθέντες υπό των κομμουνιστών, που εμείς την θάψαμε στον Άγιο Νικόλαο; Διότι συνεχιζόταν η συζήτηση για τα Δεκεμβριανά. Αυτή η θεία Ελένη πήγαινε στο Ινστιτούτο, ήξερε γαλλικά, και στην Απελευθέρωση έκανε μαθήματα γαλλικών στην Αλληλεγγύη[7]. Αλλά και τα δύο αγόρια ήξεραν γαλλικά, ο Νίκος είχε τελειώσει και την Λεόντειο.  
***
Εκεί γύρω στα Χριστούγεννα του 1944 η ΕΠΟΝ Παγκρατίου θα έκανε μία συναυλία στο Παλλάς, υπάρχει ακόμα το σινεμά αυτό, στην Υμηττού. Είχαν μία χορωδία, κάνανε πρόβα ένα χριστουγεννιάτικο ορατόριο του Χατζιδάκι, στίχοι και μουσική, με τον φόβο των άγγλων που βομβάρδιζαν όπου μαζευόταν κόσμος. Παγωμένη η αίθουσα,  τραγούδαγαν "η Γέννησή σου Χριστέ των Λαών την προσπάθεια φωτίζει να σκορπίσουν τα μαύρα σκοτάδια και να λάμψει το φως Λευτεριάς," κι' έπαιζε ο Χατζιδάκις πιάνο, κι' ακούγανε και τις εκρήξεις στην Καισαριανή. Και λίγες μέρες μετά έπεσε και η Καισαριανή, και το Παγκράτι, και ο Βύρωνας, και βρέθηκαν όλοι αυτοί να περπατάνε μέσα στο παγωμένο σκοτάδι, να περάσουν πάνω από τον Υμηττό να γλυτώσουν. Η Ελένη Γλύκατζη, κι' ο Χατζιδάκις τυλιγμένος με μια κουβέρτα. Βρέθηκε μετά σ' ένα χωριό, βορειότερα στο πουθενά. Και κρυφάκουγε δύο ελασίτες, έναν χοντρό κι' έναν άλλο, που λέγαν πόσους έφαγαν και πως τους έφαγαν. Πάγωσε το αίμα του. Έγινε ύστερα η Βάρκιζα, γύρισαν στην Αθήνα. Δίναν παραστάσεις μέσα στην πιο ασφυκτική τρομοκρατία. Του σπάσαν τα δόντια στο τέλος, χίτες, φαντάροι, τους κυνηγούσαν. Και κείνον τον χοντρό ελασίτη τον συνάντησε μετά στην Ασφάλεια.  Οπότε τότε κατάλαβα γιατί ήταν πικρός ο Απρίλης του 45 και γιατί οι Πασχαλιές βγαίναν μέσα από τη Νεκρή Γη. Και ποιά ήταν αυτή η Μελισσάνθη. Μια ζωή κουβάλαγε την Εποχή της, να την παραδώσει σε μια κοινωνία κουφών κι' ελαφρόμυαλων νεοελλήνων, ζούσαμε πια στον ευώδη ανθόκηπο της Μεταπολίτευσης.
***
Ύστερα την Ελένη Γλύκατζη, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Κώστα Αξελό που είχε τρελλαθεί στον βομβαρδισμό της Κυψέλης, τον Μάνο Ζαχαρία, τους πήρε η Ματαρόα[8], η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια, πήγανε στην Γαλλία, ευτυχώς.
***
Η Ειμαρμένη Γεωργαλά, το χαϊδευτικό Μάρμω, ήταν το κορίτσι που διέσχιζε αμέριμνο το πεδίο της μάχης με τα πόδια και άγνοια θανάτου, όλη η Αθήνα ερείπια και πτώματα, έφευγε από του Στρέφη να πάει να ταΐσει την νονά της στην Καλλιθέα[9]. Ήταν χορεύτρια, είχε μία αέναη ροπή στην κίνηση. Ο μπαμπάς της εκ Κωνσταντινουπόλεως. Η μητέρα εκ Ληξουρίου. Έμεναν στην οδό Καλλιδρομίου, σε μιαν αυλή που μύριζε τηγανόλαδο, την μοιράζονταν με άλλες τρεις τέσσερις οικογένειες γύρω γύρω. Το πως ξέφυγε από τον κοινωνικό της ετεροκαθορισμό, θα σας γελάσω. Ίσως κάποιοι άνθρωποι έλκονται από την Ζωή πιο πολύ από τους άλλους, και την έλκουν αμοιβαίως. Δεν είναι θέμα ισχυρής βούλησης ή ευφυίας. Είναι θέμα ύπαρξης, δεν είναι γνώση, είναι Ορμή να Βιώνεις. Καθόταν τώρα ήσυχα ήσυχα στην άκρη του τραπεζιού, και παρατηρούσε τους άλλους που φωνασκούσαν αραδιάζοντας αναμνήσεις. Με την πεθερά της, ποτέ δεν είχε θερμές σχέσεις, αλλά ούτε και εχθρικές, διατηρούσε μιαν απόσταση ασφαλείας. Διότι μόλις η κυρία Μαρία έμαθε πως ο Νίκος της θα πάρει μία του θεάτρου, ντύθηκε, στολίστηκε, έβαλε το καπελάκι της, πήρε το μπαστουνάκι της, και πήγε στο Εθνικό, Αγίου Κωνσταντίνου, να μάθει περί της λεγάμενης. Η οποία μόλις επληροφορήθη την επίσκεψιν της μελλούσης πεθεράς της, είπε του Νίκου να μαζέψει την μάνα του, γιατί δεν μας βλέπω καλά εμάς τους δύο. Διότι η Ειμαρμένη Γεωργαλά έστεκε στα πόδια της και μόνον σε αυτά, διότι με αυτά χόρευε. Και δεν είχε λογαριασμούς να δώσει σε κανέναν, προπάντων στην κυρία Μαρία. Πριν προσληφθεί στο Εθνικό, είχε ήδη διαπρέψει ως πρίμα μπαλαρίνα στο Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Στον ρόλο της Αρχόντισσας, στις Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές του 1951. Που ήταν έξι διασκευές γνωστών ρεμπέτικων για δύο πιάνα. Του Μάνου Χατζιδάκι. Από τα άνθη της ήττας, εκ των υστέρων το νιώθω, που θυμάμαι τις πασχαλιές να ευωδιάζουν στον κήπο μας, τον Απρίλη, στο Χαλάντρι, τις Λαϊκές Ζωγραφιές τις ακούω από τότε που γεννήθηκα. Οι σκηνογραφίες και τα κουστούμια ήταν του Γιάννη Μόραλη[10]. Σπίτι είχαμε κορνιζαρισμένο ένα από τα πρωτότυπα. Το άλλο το είχε κορνιζαρισμένο ο Χατζιδάκις στο δικό του. Με ρώτησε τι δουλειά κάνει ο πατέρας μου. Του είπα. Μετά με ρώτησε για τη μάνα μου. Του έδειξα το κάδρο. Γούρλωσε τα μάτια του. "Η Μάρμω;" είπε. "Είσαι γιός της Μάρμως;;"
***
Ποιός φταίει για τα Δεκεμβριανά; Ο Τσώρτσιλ; Ο Σιάντος; Το ΚΚΕ; το ΕΑΜ; Οι δοσίλογοι; Ο Παπανδρέου; Ο βασιλιάς; Δεν υπάρχει απάντηση στο ερώτημα. Γιατί κι' αν ακόμα βγάλεις -υποθετικώς, εξυπακούεται- τον φερ' ειπείν Τσώρτσιλ από την Ιστορία, και βάλεις άλλον, έναν λιγότερο κυνικό, ή πιο ηθικό, ή πιο διστακτικό, τον Τσάμπερλεν ή τον Άτλη, να πούμε, θα πρέπει να συνεχίσεις τις υποθετικές παραδοχές, δηλαδή πως όλοι οι άλλοι παράγοντες θα έκαναν τα ίδια ακριβώς πράγματα, θα έπαιρναν τις ίδιες αποφάσεις, θα είχαν την ίδια συμπεριφορά που είχαν απέναντι στον Τσώρτσιλ. Θα είχαν; Κάθε εκτίμηση επ' αυτού θα ήταν εντελώς αυθαίρετη, νομίζω. Ως εκ τούτου, κανείς δεν μπορεί να πει τι θα γινόταν αν κατέβαινε ο Βελουχιώτης με τον κύριο όγκο του ΕΛΑΣ στην Αθήνα πριν την απόβαση των άγγλων. Μπορούμε, ωστόσο, να υποθέσουμε βασίμως πως ο Τσώρτσιλ θα έστελνε ευθύς εξαρχής 70.000 στρατό, και δεν θα περίμενε μέχρι τα μέσα Δεκέμβρη να τον στείλει. Και ίσως περισσότερο,με περισσότερα αεροπλάνα και τανκς. Οπότε; Θα ισοπέδωνε την Αθήνα; Θα καθυστερούσε η αγγλοαμερικανική επίθεση στην Ιταλία μέχρι να αποδεσμευτούν οι αγγλικές δυνάμεις από την Ελλάδα; Και τι θα έκαναν τότε οι σοβιετικοί; Θα σήκωναν το βάρος της συνέχισης του πολέμου μόνοι τους; Μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν οι δυτικοί τον έλεγχό τους στην Ελλάδα; Ή θα έκαναν ανακωχή με τους γερμανούς; Και τι θα γινόταν τότε; Θα γινόταν ειρήνη και θα έμενε ο Χίτλερ στην εξουσία; Μπορούμε να αναρωτιόμαστε, έτσι για πλάκα. Διαλέξτε όποιο σενάριο σας αρέσει. Αλλά είπαμε, η Ιστορία δεν έχει "τι θα γινόταν αν;"
***
Η Ιστορία έχει ωστόσο το νόημα που της δίνουμε εμείς. Σαν ένα τοπίο, φαίνεται αλλιώς από όποιαν μεριά κάτσεις να το κοιτάς. Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση κομμουνιστών. Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που έβλεπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δωσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη στήριξη του νεαρού τότε κράτους είχανε έναν εχθρό: την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας.
Να το κατά Μάνο Χατζιδάκι νόημα της Ιστορίας.
***
Με την αποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα, άρχισε η λευκή τρομοκρατία. Μιαν ωραίαν των ημερών εμφανίστηκαν χίτες στην Φαναριωτών 26, και ψάχνανε για υλικό του ΕΑΜ, όπλα, φυλλάδια, ξερωγώ. Ο Βασίλης Νικολαΐδης δεν ήταν εκεί, ούτε τα αγόρια. Μόνο η Ελένη με την κυρά Μαρία. Που της έκοψε να τους πει ο άντρας μου είναι μάγειρας στην Μεγάλη Βρετανία, τι ήρθατε να βρείτε εδώ πέρα, αν είναι δυνατόν. Οπότε ο επικεφαλής της λέει και πως τον λένε τον άντρα σας, κυρία μου; και του λέει η γιαγιά η Μαρία πως τον λένε. "Ρε σεις, στου Μαστρο Βασίλη μας στείλανε αυτοί οι κόπανοι, πάμε να φύγουμε από δω!" είπε τότε αυτός στους άλλους. Γιατί τον είχε παραγιό, στην Μεγάλη Βρετανία, τον αρχιχίτη. Και φύγανε. Η γιαγιά έκοβε το κεφάλι της πως η Φίλαινα τους κατήγγειλε, που δεν την χώνευε. Μέχρι που πέθανε.
***
Τότε το μυριζόμουν, αλλά τώρα το έχω ζήσει και το ξέρω. Αν κάτι ορίσει την ζωή σου, θα προσπαθείς να το τραγουδήσεις μέχρι να λυτρωθεί κι' αυτό μέσα σου να σε ελευθερώσει. Μοιάζει σαν να δούλευε την Μελισσάνθη από την αρχή, που έφτιαχνε προπλάσματα από τον Σκληρό Απρίλη και τις Πασχαλιές, κι' όσο μεγαλύτερο το τραύμα τόσο πιο δύσκολα αποσπάται το τραγούδι από τα σπλάχνα σου να βγει στον αέρα. Γιατί δεν είναι απλώς συναίσθημα το τραγούδι. Είναι η βιωμένη στον ύψιστο βαθμό αιτιολόγηση των πραγμάτων, η εντεύθεν κατάλυση του πένθους. Κι' όσο δεν τα κατάφερνε, τόσο λύσσαγε. Που όταν εκδόθηκε το 1980 πούλησε ελάχιστα, την ώρα που η επανέκδοση της γατούλας και του γλάρου και της Αλίκης στο Ναυτικό πούλαγε χιλιάδες. Χολώθηκε πολύ μ' αυτή την ελαφρότητα, πήγαμε υπέγοχα, έλεγε, πουλήσαμε τετγακόσιους δίσκους. Την επόμενη φογά θα πάμε ακόμα καλύτεγα, θα πουλήσουμε εκατό[11]

Σβήσαμε τα φώτα τα μεσάνυχτα. Βάλαμε και το ραδιόφωνο. Μόλις μπήκε το εβδομηνταεπτά αρχίσαμε τις αγκαλιές και τα φιλιά. Ύστερα κόψαμε την πίττα. Με μαστίχα και μαχλέπι, πολίτικη συνταγή. Ρίξαμε κι' από πάνω μπερεκέτια, καρύδια, μύγδαλα, φουντούκια, σύκα ξερά, δαμάσκηνα, σταφίδες, χουρμάδες, πολίτικο έθιμο. Ύστερα πήρε ο Νίκος το μαχαίρι, εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν. Και σταύρωσε την βασιλόπιττα τρις. Κι' ας είμαστε μια οικογένεια αθέων, πλην της γιαγιάς Μαρίας, η οποία άναβε τα καντήλια της στο εικονοστάσι χωρίς να αναρωτιέται και πολλά πολλά περί της υπάρξεως του Θεού και τα τοιαύτα. Και μετά άρχισε το κόψιμο. Ένα του Χριστού. Ένα του σπιτιού. Ένα της γιαγιάς Μαρίας. Και ούτω καθεξής. Και του ξαδέλφου μου του Βασίλη, και της αδελφής μου της Στέλλας, ήταν και οι δύο στην Γαλλία.







[1] Για την μητέρα της Λαμπέτη και τον ελασίτη, στην ανάρτηση της 8 Δεκεμβρίου:

[2] Για την μητέρα του Βασίλη Νικολαΐδη του πρεσβυτέρου, και τον ενταφιασμό της, ανάρτηση της 16 Δεκεμβρίου:

[3] Για την Θαμεμπή και τον γαμπρό της, ανάρτηση της 18 Δεκεμβρίου: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=228354504241821&id=100012018189572&pnref=story


[4] Για την πρώτη μάχη του Πολυτεχνείου, στην ανάρτηση της 5ης Δεκεμβρίου:


[5] Το φιλμ από την σφαγή στο Κατίν, στο Σουήτ Μούβι του Ντούσαν Μακαβέγιεφ (1974,) και τα Παιδιά κάτω στον κάμπο, του Μάνου Χατζιδάκι:


[6] Σε ενορχήστρωση Χατζηνάσιου. Ο Βασίλης Νικολαΐδης, που επιμελήθηκε την εκπομπή του 2006, δεν είμαι εγώ.    


[7]  Η προνοιακή οργάνωση του ΕΑΜ.

[9] Καμία σχέση με τον Γεωργαλά της Χούντας. Για τις βόλτες της Ειμαρμένης από του Στρέφη στην Καλλιθέα, στην ανάρτηση της 8ης Δεκεμβρίου:

[10]  Οι  Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές: https://www.youtube.com/watch?v=mZF3UF4Lhlw

[11] Αυτό μου το μετέφεραν άλλοι, εγώ είχα προλάβει να τσακωθώ, φαίνεται δεν μπορούσα να ανεχθώ κανέναν πατέρα στον βίο μου. Δεν με πειράζει πολύ αυτό, αλλά λυπάμαι που δεν μπόρεσα να του το πω. Εδώ, η Φλέρη Νταντωνάκη τραγουδάει την Λησμονημένη από την Εποχή της Μελισσάνθης, σε ηχογράφηση του 1970. Στο πιάνο, ο ίδιος.

Και οι στίχοι:

Σηκώθηκεν ο άνεμος
 και σκίζει τα πανιά μας
 πέφτει η βροχή και μούσκεψε
 τα πιο κρυφά όνειρά μας
 μα εσύ μικρή τρελή και παραπονεμένη
 το `λεγες πως θα γίνουσαν
 μικρή λησμονημένη;

Σε πάτησαν τα πόδια μας
 σε μάτωσεν η βιά μας
 σου σπάσανε τα κόκαλα
 τ’ ασθενικά παιδιά μας
 κι όταν ξερή κι αναίσθητη σε πέταξαν στο χώμα
 ποιος τάχα σε θυμήθηκε
 έτσι θλιμμένη
 μικρή λησμονημένη;

Μετά τα Δεκεμβριανά, στο Περιστέρι.

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017

Το Χρονικό του Δεκέμβρη ΣΤ' (27 Δεκεμβρίου 1944-1 Ιανουαρίου 1945.)

Τετάρτη, 27 Δεκεμβρίου 1944. Σφίγγει ο κλοιός



Από τις επτάμισι το πρωί άρχισαν επιθέσεις οι αλεξιπτωτιστές στου Ψυρρή, κι’ οι χωροφύλακες κατέβηκαν από Πειραιώς, οπότε όσοι ελασίτες σώθηκαν υποχώρησαν το βράδυ στο Μεταξουργείο. Οι αναφορές των κυβερνητικών μιλούσαν για κάπου 40 νεκρούς ελασίτες.
Εκεί, ο ΕΛΑΣ ήταν οχυρωμένος πολύ καλά. Θα κράταγε αρκετές μέρες, μέχρι να βγει ο χρόνος. Εκτός από κάποιες εστίες αντίστασης, η νέα Σμύρνη ήταν στα χέρια των Άγγλων, μέχρι Δουργούτι και Κατσιπόδι. Που τα λέμε Νέο Κόσμο και Δάφνη, τώρα.
φωτό: άγγλοι αλεξιπτωτιστές και εθνοφύλακες, κάπου στο κέντρο. Και το Δουργούτι, αρχές δεκαετίας του 50.

Πέμπτη, 28 Δεκεμβρίου 1944. Σφίγγοντας την Μέγγενη, πιέζοντας τον Γελοιωδέστατο.


Η επίθεση στην Καισαριανή σχεδιάστηκε να γίνει από τρεις κατευθύνσεις. Μία μέγγενη. Από νότια, με δύο αγγλικά τάγματα, μέσα από Βύρωνα και Νέα Ελβετία, όπου ήταν τα πυρομαχικά του ΕΛΑΣ στις ανατολικές συνοικίες. Από βόρεια, από Ζωγράφου και Ιλίσια, με την Ορεινή Ταξιαρχία, χωροφύλακες, δύο ταγματα εθνοφυλακής, και καμιά δεκαριά τανκς. Και από δυτικά, μέσα από το Ζάππειο και του Μετς, μέσα από το Παγκράτι. Αυτή θα γινόταν με ένα σύνταγμα τανκς και ένα μηχανοκίνητο.
Το Παγκράτι ήταν το πιο ευάλωτο. Γιατί απέναντι στα τανκς ο ΕΛΑΣ δεν είχε και πολλά να αντιτάξει. Μονάχα οδοφράγματα, αυτοσχέδιες μπόμπες, κουρελούδες, και την παλαβομάρα των μαχητών του. Να περιμένεις δηλαδή κρυμμένος να βάλεις ανάμεσα στις ερπύστριες μια πατσαβούρα, ή να ρίξεις στον εξαερισμό της μηχανής μια μπουκάλα πετρέλαιο πακέτο με μια χειροβομβίδα. Δηλαδή άμα έχεις το νεφρό, κάντο εσύ. Και κλείσανε διάφορους δρόμους, Ερατοσθένους, πλατεία Βαρνάβα, Μουσούρου, πλατεία Προσκόπων, κι΄αλλού, από δυο τρεις ζουρλοί σε κάθε δρόμο, να περιμένουνε. Και πιο πίσω, οι κύριες δυνάμεις με τα λιανοντούφεκα.
Στις εικοσιοχτώ το πρωί οι άγγλοι επιτέθηκαν από το Κουκάκι σε τμήματα του τάγματος Νέας Σμύρνης που κράταγαν την Βουλιαγμένης, στο ύψος του Α΄ Νεκροταφείου. Κι΄από την Νέα Σμύρνη επιτέθηκαν στον Λόφο του Αη Γιάννη και στην Γούβα, απ’ όπου έδιωξαν τα υπολείμματα του τάγματος Κατσιποδίου. Πάρα πέρα, επιτέθηκαν στο τάγμα Αττικοβοιωτίας, στην Γυμναστική Ακαδημία. Τους διώξαν κι’ αυτούς.
Εντωμεταξύ, ο Τσώρτσιλ πίεζε τον βασιλέα Γεώργιο να διορίσει αντιβασιλέα. Ο οποίος είχε μουλαρώσει, και δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα σχετικώς. Αλλά ανάγκα και θεοί πείθονται. Διότι στην αρχή και ο Τσώρτσιλ ήταν ανένδοτος επί του θέματος της αντιβασιλείας, ήθελε τον βασιλέα πίσω εδώ και τώρα. Κι΄ είχε μία εξήγηση αυτό, πέραν του γεροντικού πείσματος. Διότι ο Τσώρτσιλ ήταν πεπεισμένος πως μόνο με τον βασιλέα εξασφάλιζε τα βρετανικά συμφέροντα εν Ελλάδι, κι’ αν έρχονταν οι βενιζελικοί στα πράματα, η Ελλάς θα περνούσε -αργά ή γρήγορα- υπό αμερικανικόν έλεγχον. Όπερ και εγένετο, δηλαδή. Διότι η Μεγάλη Βρετανία ήτο πλέον κουρέλα, και εφάνη τούτο κάτι μήνες μετά, στην μαγευτική Γιάλτα. Οπότε ο εξωτερικός Ήντεν και ο θεμάτων Μεσογείου Μακμίλαν δικαίως εφάνησαν πιο διαλλακτικοί και εύκαμπτοι, σου λέει αν δεν σταματήσουμε τον πόλεμο στην Ελλάδα, μπορεί να αποχωρήσουν οι εργατικοί και να πέσει η κυβέρνησίς μας, άσε τους αμερικανούς που σου λένε εμείς θα πολεμάμε σαν τα κορόιδα τους γερμανούς για να κρατήσετε εσείς την αυτοκρατορία σας, ρεμάλια; Οπότε ας βάλουμε κειπέρα έναν αντιβασιλέα προς το παρόν, να κάνουμε κάποιαν ανακωχή με τους κουμουνιστές, και βλέπουμε τι μπορούμε στο μέλλον. Τους είχε σκάσει λοιπόν ο Γεώργιος με την αδιαλλαξία του. Αλλά τουλάχιστον είχε τελευταίως μεταπεισθεί ο βρετανός πρωθυπουργός επί του θέματος αυτού.
Ο οποίος βρετανός πρωθυπουργός Τσώρτσιλ τηλεγράφησε στον αμερικανό πρόεδρο Ρούζβελτ να του ζητήσει να παρέμβει παρά τω βασιλεί της Ελλάδος ώστε αυτός ο τελευταίος να διορίσει αντιβασιλέα να τελειώνουμε. Και αποφασίσανε, ο Τσώρτσιλ και ο Ήντεν και ο Μακμίλλαν, πως άμα συνεχίσει ο Γεώργιος να κάνει τα καραγκιοζλίκια του, να μηνύσουνε του Δαμασκηνού όπως ενεργήσει ωσεί αντιβασιλέας κανονικός.
Και να σου εξηγήσω εγώ αχλαδάκι γλασσέ, διορίζεις αντιβασιλέα ή δεν ορίζεις; Γελοιωδέστατε.

Παρασκευή, 29 Δεκεμβρίου 1944. Το Μικρό Στάλινγκραντ

Μικρό Στάλινγκραντ λέγαν την Καισαριανή. Για την αντίστασή της στην Κατοχή.
Η επίθεση στο Παγκράτι άρχισε μ’ έναν κανονιοβολισμό που σείστηκε ο τόπος. Μαζί με τα αεροπλάνα. Ύστερα τα τανκς περάσανε τις γέφυρες του Ιλισσού, γιατί ο Ιλισσός τότε περνούσε μέσα από την Βασιλίσσης Σοφίας. Και σαρώσανε τα πάντα, στον Αρδηττό, στο Μετς, μέχρι το Πρώτο Νεκροταφείο, Ερατοσθένους, μέχρι Νοσοκομείο Συγγρού. Ο ΕΛΑΣ προσπάθησε να ανασυνταχτεί πιο πίσω, στην Υμηττού. Τρέχανε, διαλυμένοι, ασύνταχτοι και δεκατισμένοι. Ωστόσο, άντεξαν μέχρι το απόγευμα, στην είσοδο της Καισαριανής, που είναι τώρα το Κάραβελ.
Η ορεινή Ταξιαρχία μαζί με τα τανκς και τους εθνοφύλακες επιτέθηκε από δύο μεριές. Η μία, στο Νοσοκομείο Συγγρού, απ’ όπου έφτασε μέχρι την Υμηττού και στο τέρμα της Φορμίωνος. Και η άλλη από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, μέσω της κεντρικής λεωφόρου. Που τους σταμάτησαν στο Σκοπευτήριο. Τώρα, η Καισαριανή ήταν το Μικρό Στάλινγκραντ. Είχε στενά δρομάκια, που στριμώχνονταν εκεί τα τανκς, και οι υπερασπιστές της ξέρανε κάθε αυλή και κάθε σοκάκι απόξω κι’ ανακατωτά. Οπότε, φωνάξαν την αεροπορία. Αεροπορία και χερσαία τμήματα ήταν πολύ συντονισμένα. Είχαν έναν αξιωματικό των τανκς κι’ έναν της αεροπορίας στην Μεγάλη Βρετανία. Κι’ ότι σήμα έδινε το τανκς, να πούμε, στην τάδε στέγη έχει ελασίτες και ρίχνουν, το έδινε αμέσως στο αεροπλάνο που πέταγε αποπάνω. Κι’ όρμαγε αυτός, κι’ αμόλαγε τις ρουκέτες. Κι’ όποιον πάρει ο χάρος, γιατί ήταν ανάκατα ελασίτες και άμαχοι. Οι περισσότεροι ελασίτες ήταν από την Καισαριανή, κι’ οι δικοί τους δεν θέλαν να τους αφήσουν.
Να μην τα πολυλογώ, έγινε σφαγή. Οι άγγλοι αναφέρουν για τριακόσιους ελασίτες νεκρούς μετρημένους, κι’ άλλους τετρακόσιους αιχμάλωτους. Όταν έπεσε το σκοτάδι, όλη η Καισαριανή είχε καταληφθεί, και η Ορεινή ενώθηκε με τους άγγλους που ανέβαιναν από Παγκράτι.
Στον ΕΛΑΣ ανατολικών συνοικιών έμενε μόνο ο Βύρωνας. Αργά το απόγευμα, που είχε κοπάσει η μάχη, η διοίκηση της Ι Ταξιαρχίας του Α’ Σώματος συσκέφθηκε στην Νέα Ελβετία. Κι΄αποφασίστηκε να φύγουν, όχι μόνο ο ΕΛΑΣ, αλλά και όλες οι τοπικές οργανώσεις του ΕΑΜ, συν γυναιξί και τέκνοις.
Το Α΄ Σώμα διατάζει όπως «επανέλθωσι στας θέσεις των,» και ότι «στελέχη φέρουσι βαρυτάτην ευθύνην.»
Ξεκίνησαν τα μεσάνυχτα. Περάσαν από τα διάσελα του Υμηττού, να φτάσουν στο Λιόπεσι. Στην Παιανία, που λέμε τώρα.
Στην Αθήνα, ο ΕΛΑΣ είχε μείνει με τέσσερις πέντε χιλιάδες απελπισμένους, να κρατήσουν μια γραμμή από Κωνσταντινουπόλεως, Βοτανικό, Ακαδημία Πλάτωνος, Βάθη, Ομόνοια, Εξάρχεια, Νεάπολη, Αβέρωφ, μέχρι Γηροκομείο.
Στην Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ, οι δύο στρατιωτικοί λέγαν για στρατοδικεία, και τρίχες. Ο Σιάντος διάταζε τρεις μεραρχίες του ΕΛΑΣ από την Ήπειρο που πολεμάγαν τον Ζέρβα να κατέβουν στην Αθήνα. Και στην Αθήνα διάταζε να αντέξουν μέχρι να κατέβουν οι τρεις μεραρχίες.
Το νοστιμότερο όμως ήταν σε μία ανακοίνωση της Κεντρικής Επιτροπής. Αφού κατηγορούσε το καθεστώς Παπανδρέου για απαγωγές, λεηλασίες, ομαδικές εκτοπίσεις, ακόμα και φόνους, και πως είναι χειρότεροι από τους χιτλερικούς, απειλούσε με τα ίδια αντίποινα.

Πηγές
Χαραλαμπίδης, σελ. 232-238.
Κωτσάκης, σελ. 237-240.

Σάββατο, 29 Δεκεμβρίου 1944. Το καρφί.


Τεσσεράμισι τα χαράματα τέλειωσε η συνάντηση του Τσώρτσιλ με τον Γεώργιο. Και τον είχε εκεί από τις δέκα τη νύχτα της Παρασκευής. Για να τον ψήσει να διορίσει τον Δαμασκηνό αντιβασιλέα, και να δηλώσει πως δεν θα γυρίσει στην Ελλάδα αν δεν εκφραστεί πρώτα ο λαός ειλικρινώς αν θέλει βασιλέα. Θα τούπε, θα τον φοβέρισε, θα ότι θες. Κι’ έστειλε ο Γεώργιος τηλεγράφημα στον Δαμασκηνό και τον έβαζε αντιβασιλέα όσο διαρκούσε «η έκρυθμος κατάστασις.»
Για να ψηθεί ο Γεώργιος, ο Τσώρτσιλ έπεσε τόσο χαμηλά που του έδωσε ένα χαρτί στο οποίο έλεγε πως ο Δαμασκηνός θα βάλει τα δυνατά του να σχηματίσει κυβέρνηση με όσο πιο πολλά κόμματα μπορεί, εξαιρουμένων των κομμουνιστών. Διότι φοβόταν ο βασιλεύς πως αν είχε και κομμουνιστάς η κυβέρνηση, θα συνενογιόνταν με τους βενιζελικούς και θα εμποδίζαν την επιστροφή του. Οπότε, έριξε τα μούτρα του ο Τσώρτσιλ και του τόδωσε, το χαρτί. Ως εγγύηση, να πούμε, πως δεν θα του τη φέρουνε. Αλλά να μην το δείξει πουθενά.
Αλλά ο Γεώργιος ήταν και καχύποπτος, και ύπουλος, και μαλάκας. Διότι φοβούμενος μήπως  ο Δαμασκηνός του την σκάσει και κάνει παιχνίδι με τους κουμουνιστές, έστειλε το χαρτί του Τσώρτσιλ στον παπατζή, για να το δώσει στους αρχηγούς των πολιτικών κομμάτων, ώστε να γνωρίζουν εκ των προτέρων τας αγγλικάς θέσεις, πως κολλεγιές με τους κουμουνιστές αποκλείεται.
Τελικώς το χαρτί διέρρευσε στις εφημερίδες. Και εξετέθη ο Τσώρτσιλ από τις ανασφάλειες του Γεωργίου.
Κανονικά οι εγγλέζοι θα έπρεπε να γίνουν τόσο εξωφρενών που να κοιτάξουν να βρουν κάποιον άλλον να βάλουν στη θέση του Γεωργίου. Μπορεί και τον αδερφό του, τον Παύλο.
Αλλά σου λέει όσο πιο μισητός είναι ο ηγεμών, τόσο περισσότερο εξαρτάται από εμάς.
Οπότε κάναν το κορόιδο.


Πηγές

Χαραλαμπίδης, σελ. 239-244.

Κυριακή, 31 Δεκεμβρίου 1944. Δεν το πίνουμε το γάλα.

Κατά την διάρκειαν των συγκρούσεων, οι άγγλοι του κάνανε την βιβλιοθήκη παρανάλωμα. Και η πικρία τεραστία. Πλην όμως η ανάγκα προς τον επιούσιον τεραστιωτάτη. Τούτου ένεκα γύρναγε παραμονή πρωτοχρονιάς πόρτα πόρτα το Κολωνάκι, όχι για δανεικά, ουκέτι άδων τα κάλαντα, να βρει κανά ρόλο πήγαινε ο άθρωπος, σε συναδέλφους. Καθ’ ότι ηλίου φαεινότερον, το πατιρντί όδευε προς την λήξιν του, και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του, και ο ηθοποιός στο σανίδι, διότι πάγκος ατομικός δυστυχώς δεν διατίθεται.
Αίφνης χειρ βάρβαρος τον σβερκώνει ανήκουσα εις Αποστόλην τινά, ταξιθέτην του θεάτρου και χαφιέ επιφανέστατο, γνωρίζοντος πρόσωπα και πράγματα περί του επαγγέλματος, ως και περί της αναμίξεως του συλληφθέντος εις το ΕΑΜ, τα κουμούνια, και τοιαύτα αντεθνικά. Τον βάλανε το λοιπόν σ’ ένα κελί, στο Τμήμα της οδού Αμερικής. Εντός του οποίου μεθ' ολίγον εγένετο το αδιαχώρητον.
Η συνέχεια, στο αμπάρι ενός σκυλοπνίχτη με προορισμόν Αλεξάνδρεια Αιγύπτου, που έχει και γκαμήλας. Κι΄από κεί, στο διαβόητο «Σύρμα» της Ελ Ντάμπα, ένα στρατόπεδο εκατονπενήντα χιλιόμετρα μέσα στην έρημο που οι άγγλοι έστελναν τους όμηρους των Δεκεμβριανών. Πιο παλιά, είχαν κλείσει εκεί και τους στασιαστές του Μαΐου του σαραντατέσσερα.
Λέγανε ένα τραγούδι, στο Σύρμα, πάνω στη μελωδία του Βάρκα γιαλό, του Τσιτσάνη. Που κι’ ο Τσιτσάνης κλεμμένο τόχε, από κάτι ψαράδες. Ο Γιώργος Κατσαρός τόμαθε από την αδερφή του, που ζούσε στην Καλλιθέα, όταν πήγε να τον δει στην Αμερική, το 1946.
Ευτυχώς που οι άγγλοι δεν κάναν εκτελέσεις. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 25 Μαρτίου 1945.
Τα όσα έκανε μετά, μέσες άκρες τα ξέρετε.

Πηγές:
Χαραλαμπίδης, σελ. 311-312.
Για την ιστορία του Μίμη Φωτόπουλου στα Δεκεμβριανά:

1 Ιανουαρίου 1945. Χαρούμενον και Ευτυχές το 1945!

Στις 2 Ιανουαρίου αρχίζουν οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των άγγλων στα Εξάρχεια και την Νεάπολη. Μία ομάδα του λόχου σπουδαστών της ΕΠΟΝ αποκόπτεται στην πολυκατοικία Μαυρομιχάλη και Ναυαρίνου. Τραυματίζεται σοβαρά ο Γιάννης Ξενάκης.
Στις 3 και 4 του μηνός η κατάσταση ήταν εξαιρετικώς κρίσιμη. Συντονισμένες επιθέσεις από άγγλους και εθνοφύλακες στο Μεταξουργείο, στην Ομόνοια, στην Βάθη, μέχρι την πλατεία Αμερικής. Πέφτει το Μεταξουργείο. Οι απώλειες του ΕΛΑΣ είναι 290 νεκροί και 521 αιχμάλωτοι. Οι άγγλοι έχουν 10 νεκρούς.
Το απόγευμα της 4ης Ιανουαρίου, οι τελευταίοι μαχητές του ΕΛΑΣ εγκαταλείπουν τα Εξάρτχεια. Ο Λεωνίδας Κύρκος παίρνει διαταγή να φωνάζει με τη ντουντούκα πως ο ΕΛΑΣ ζητά μία επείγουσα επαφή με τον στρατηγό Σκόμπη.
Στην πραγματικότητα η υποχώρηση -ή η αποχώρηση- του ΕΛΑΣ από την Αθήνα έχει αρχίσει. Μαζί του φεύγουν και οι πολιτικές οργανώσεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Σ’ εκείνη την έξοδο βρίσκονται ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Αλέξης Δαμιανός, η Ελένη Γλύκατζη, και πολλοί άλλοι.
Οι ηττημένοι παίρνουν τον δρόμο προς Ελευσίνα-Κόρινθο ή προς Σχηματάρι-Θήβα. Καταδιώκονται από μηχανοκίνητα τμήματα, τανκς και αεροπορία, ώστε να μην δοθεί η ευκαιρία στον ΕΛΑΣ να ανασυγκροτηθεί κοντά στην Αθήνα.
Την Έξοδο ακολουθούν υποχρεωτικά μερικές χιλιάδες όμηροι, δωσίλογοι, μέλη των σωμάτων ασφαλείας, μεγαλόσχημοι κρατικοί λειτουργοί, και πλούσιοι ιδιώτες. Στις 10 Δεκεμβρίου εκτελέστηκαν στην Αράχωβα δεκατρείς, μεταξύ των οποίων δύο υπουργοί, ο πρύτανης κι’ ένας καθηγητής του Μετσοβείου, ένας αρεοπαγίτης, ένας στρατηγός, ο διευθυντής της Εταιρίας Λιπασμάτων.
Στις 11 Ιανουαρίου υπογράφτηκε η ανακωχή.
Ο ΕΛΑΣ άφησε ελεύθερους τους υπόλοιπους ομήρους. Ανάμεσά τους, ο Ανδρέας Εμπειρίκος.
Πολλοί αριστεροί που είχαν ακολουθήσει την Έξοδο επέστρεψαν κι΄ αυτοί στην Αθήνα.

ΤΕΛΟΣ