Όλες οι αναρτήσεις με την ημερομηνία τους και τον τίτλο

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ-ΕΠΙΜΕΤΡΟ


Σάββατο, 1 Ιανουαρίου 1977. 
 Κοστούμια και σκηνικά του Γιάννη Μόραλη, για τις Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές.
Αυτά που θα πω τώρα έγιναν την νύχτα της 31ης Δεκεμβρίου του 1976, λίγο πριν αλλάξει ο χρόνος. Και λίγο μετά. Ή μιαν άλλη χρονιά, δεν θυμάμαι. Έτσι κι' αλλιώς, όποτε μαζευόταν η οικογένεια, τα ίδια κάναν, τα ίδια λέγαν. Στο πατρικό των Νικολαϊδαίων, στην οδό Φαναριωτών. Ο Βασίλης Νικολαΐδης είχε αποβιώσει το 1967, αλλά η Νικολαΐδαινα ζούσε, η γιαγιά η Μαρία δηλαδή, και εκτός από τα αρθριτικά κι’ ένα ρυθμισμένο ζάχαρο που ποτέ δεν της δημιούργησε το οιοδήποτε πρόβλημα, έχαιρε νεανικής υγείας μέχρι την αποδήμηση της, το 1990, στα ενενηνταοκτώ παρακαλώ. Η οποία γιαγιά Μαρία είχε μία γιατρέσσα που την έβλεπε κατ' οίκον, και η οποία γιατρέσσα είχε πει το εξής σχεδόν προφητικό: "Εσείς, κυρία Μαρία μου, μόνο από σφαίρα θα πάτε πια." Που ήταν ένα πρωτότυπο κομπλιμέντο για την ατσάλινη κράση της, και μία ασύνειδη αναφορά στα Δεκεμβριανά. Οπότε κάποιος θυμήθηκε τι είπε η γιατρέσσα, κι' έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα των συνειρμών. Διότι αμέσως η κουβέντα πήγε στην μάνα της Λαμπέτης, την γειτόνισσα που την σκότωσε μέσα στο σπίτι της ο ελεύθερος σκοπευτής από τον Λυκαβηττό. Και μετά στον ελασίτη που τον βρίσκαν παγωμένο κάθε πρωί στην Ασκληπιού[1]. Είπαν μετά για την μητέρα του Βασίλη Νικολαΐδη, την προγιαγιά μου ήγουν, που πέθανε μεσούσης της συγκρούσεως και την πήγαν, αυτός ο παππούς μου ο Βασίλης μαζί και τ' αγόρια, ο Νίκος και ο Τάκης, με το καρότσι στον Άγιο Νικόλαο Πευκακίων να την θάψουν[2]. Και μετά για την Θαμεμπή, που ήθελε να φωνάξει τον ζανταρμά να μεσολαβήσει ώστε να αφήσουν η Πολιτοφυλακή τον άντρα της, που όχι μόνο θα τον έκαιγε χειρότερα τον άνθρωπο, ο ζανταρμάς, θα τους στέλνανε στην ΟΥΛΕΝ όλους μαζί συμπούρμπουλους, και τον άντρα της, και τον ζανταρμά και την Θαμεμπή μαζί, και δώστου γέλια[3]...
***
Tον Νίκο Κούνδουρο, τον πιάσαν οι άγγλοι στην πρώτη μάχη του Πολυτεχνείου[4]. Τους πήγαν μετά στο Γουδί, και τους παραδώσαν στους έλληνες. Αυτοί οι έλληνες, δοσίλογοι με αγγλικές στολές, τους βάλαν στον τοίχο, και πήραν θέση πρηνηδόν με τα πολυβόλα απέναντι, κι’ ήταν μια κοπελίτσα που έτρεμε, και την κράταγε ο Κούνδουρος, κι’ είπανε πάει, αυτό ήτανε, δεν έχει άλλο. Όπου φτάνουν οι εγγλέζοι με τα καμιόνια, μια μονάδα αλεξιπτωτιστές με βυσσινί μπερέ, και μπαίνουν ανάμεσα στους επονίτες και το απόσπασμα. Και κάνουν έναν διάδρομο, και περνάνε και τους φορτώνουν στα φορτηγά, τους γλύτωσαν. Πήγε μετά να το σκάσει. Και του ρίξανε, τραυματίστηκε. Κατέληξε στον Ευαγγελισμό, τον πέρασαν για άγγλο, ήταν λέει ξανθός, φορούσε και αγγλική στολή, είχαν πάρει μια αποθήκη εγγλέζικο εξοπλισμό. Πήγε να τον δει ο Μάνος Χατζιδάκις, επονίτης κι’ αυτός...
***
Την γαλοπούλα που την φτιάχνουν τα Χριστούγεννα, εμείς την φτιάξαμε Πρωτοχρονιά, για κάποιο λόγο. Με γέμιση κιμά, και συκωτάκια, και κάστανα, και σταφίδες, και κουκουνάρι. Δηλαδή ο Τάκης την έφτιαξε. Κι' αυτός, κι' ο Νίκος, κι' εγώ επίσης, πήρα του παππού, πιάνουν τα χέρια μου στην κουζίνα. Δηλαδή την έφτιαξε όπως την έφτιαχνε ο παππούς ο Βασίλης. Ο οποίος ήταν ο σεφ της Μεγάλης Βρετανίας, στον Μεσοπόλεμο. Αλλά στην Κατοχή ήταν σεφ στο εστιατόριο του Ιπποδρόμου, το είχαν επιτάξει οι γερμανοί για λέσχη αξιωματικών. Κι' ο Βασίλης Νικολαΐδης είχε συνεννοηθεί με τα λαμόγια της γερμανικής επιμελητείας να υπεξαιρεί είδη σπανιότατα και πολυτελείας, προς αμοιβαίον όφελος, εξυπακούεται: τι σαμπάνιες γαλλικές, τι κονιάκ, τι βούτυρα, τι αλλαντικά, τσιγάρα. Που δεν κάπνιζε, ούτε να το μυρίσει. Τα αντάλλασσε μετά, γάλα, ρύζια, λάδι, δεν πείνασαν. Ούτε πλούτισε, δεν ήταν άνθρωπος του κέρδους, της επιβίωσης ήταν. Ένα σπίτι έχτισε, κι' αυτό όχι ο παππούς, η γιαγιά η Μαρία τόχτισε, η οποία ήταν της αποταμιεύσεως. Και υπήρχε χρήμα για αποταμίευση, προπολεμικώς. Καθότι η γιαγιά ενέμετο τους δύο μισθούς του παππού, αυτή έκανε κουμάντο, διαχείριση, να πούμε. Και ας διευκρινιστεί και τούτο, ο Βασίλης Νικολαΐδης έβγαζε τότε τρεις μισθούς, και τι μισθούς, υπουργικούς. Έναν κανονικό από το ξενοδοχείο, κι' έναν δεύτερο, ο οποίος αντιστοιχούσε στα πεσκέσια που έφθαναν κατ' ευθείαν στην οδό Φαναριωτών, τι αστακοί που σαλεύανε, τι τυριά ροκφόρ, τι παρμεζάνες, τι βούτυρα, τι φιλέτα μοσχαρίσια και αρνάκια γάλακτος τρυφερότατα, τι κρασιά γαλλικά ευγενέστατα, τι γλυκά! Από τους προμηθευτάς της Μεγάλης Βρετανίας, φυσικά, προμήθειες εις είδος τρόπον τινά, διότι ο Μάστρο Βασίλης έκανε τις παραγγελίες του ρεστωράν αυτοπροσώπως, δεν ανακατευόταν κανένας άλλος, ποσότητα, ποιότητα, τιμή, μόνος του τα έκλεινε, όρος εκ των ουκ άνευ, ξεκαθαρισμένο με την διεύθυνση αυτό ευθύς εξ αρχής, όταν δέχθηκε την δουλειά. Πως είπατε; Η Νικολαΐδαινα να βγει για ψώνια; Θα αστειεύεστε. Είχε και τα αρθριτικά που την ταλάνιζαν.
Αυτός κράταγε τον τρίτο μισθό. Από τις προμήθειες εις χρήμα. Του τ' ακουμπάγανε οι ίδιοι ως άνω προμηθευτές, τα καλύτερα ονόματα της αγοράς. Διότι το ύψιστο πρεστίζ στην πιάτσα ήταν να παραγγέλνει από το μαγαζί σου ο Μάστρο Βασίλης, γιά. Τον οποίο τρίτο μισθό, ο Μάστρο Βασίλης, ανήλισκε στο μουνί και τα άλογα.
***
Το τανκς ανέβηκε την Μαυρομιχάλη, και σταμάτησε στην γωνία της Ναυαρίνου. Γύρισε τον πυργίσκο του στην μπλε πολυκατοικία, κ' αμόλησε την διατρητική. Που πέρασε δύο τοίχους, κι' έσκασε στο μέσα δωμάτιο. Μιας κοπέλλας τα μυαλά τινάχτηκαν στον τοίχο, κι' από το άλλο παιδί κόπηκε το κεφάλι, τον γνώρισαν από τα ρούχα. Κι' ο Γιάννης Ξενάκης ζούσε ακόμα, με την γνάθο, τα δόντια το μάτι του, ένα πολτό, τους άκουγε που λέγαν θα ζήσει δεν θα ζήσει δύο ώρες, βγάλαν άσπρη σημαία να τον περάσουν απέναντι, στην κλινική του Σμπαρούνη, εκεί που είναι τώρα το αυτοδιαχειριζόμενο παρκάκι, κι' ήταν ευτυχής που ζούσε, ήταν μια συναγωνίστρια, η Μάχη, του κράταγε το χέρι, μετά φύγανε οι δικοί του, ήρθαν οι άγγλοι με την εθνοφρουρά, έβριζε αυτός, ή νόμιζε πως έβριζε, δεν είχε στόμα να βρίσει, δόντια ουρανίσκος, όλα κιμάς, τον πήγαν στο νοσοκομείο τελικώς. Έζησε εκ θαύματος. Τέλειωσε το Πολυτεχνείο, η διπλωματική του στο οπλισμένο σκυρόδεμα. Κι' έφυγε στη Γαλλία, δούλεψε με τον Λεκορμπυζιέ, μαθηματικά, μουσική, αρχιτεκτονική, όλα μέρος μία ενότητας, της ενιαίας συνείδησής μας για τον Κόσμο, το καινούργιο ένας προβολέας για το παλιό, αργότερα θα φώτιζε χιλιάδες πρόβατα με κουδούνες και συνθεσάιζερ, μια νύχτα καλοκαιριού στις Μυκήνες. Τον εκτιμούσαμε χωρίς να τον καταλαβαίνουμε. Ακόμα και ο Νίκος, που δεν έτρεφε ιδιαίτερη εκτίμηση στην Τέχνη. Ίσως λόγω Πολυτεχνείου, μαθηματικών και μπετοναρμέ, ο Νίκος τέλειωσε επίσης το Μετσόβιο, χημικός μηχανικός, μια ζωή στους Τσάτσους, μ' έπαιρνε μικρό στο εργοστάσιο στην Δραπετσώνα, δέος μ' έπιανε, μαζί και θαυμασμός, το υπόκωφο βουητό των φούρνων, φορτηγά και κάρα, φορτωμένα σακιά. Μετά όμως ήρθαν υποσκελισμοί, διαγκωνισμοί, ίντριγκες, επαγγελματικές πίκρες, γκρίνια και νεύρα στο σπίτι, με τα πολλά πήρε σύνταξη διευθυντής παραγωγής της ΑΓΕΤ. Με προόριζε κι' εμένα για το Πολυτεχνείο και το τσιμεντάδικο. Αμ δε!
***
Ξαναείπανε την ιστορία με τον Τάκη που εμφανίστηκε στο σπίτι με το κουμπούρι. "Να τον πιάσουν να του το βάλουν στον κώλο", υποτονθόριζε ο Νίκος ώστε να τον ακούσω μόνο εγώ. Σ' αυτές τις συγκεντρώσεις τα πηγαίναμε καλά, τότε μόνο κάναμε ανακωχή μεταξύ μας, δεν ήταν σχέση πατέρα γιού η δική μας, υποβόσκων εμφύλιος ήταν. Διότι κι' εγώ  δεν ήμουν κανάς διαλλακτικός. Κυρίως που το 1977 θεωρούσα πως να κυκλοφοράς με κουμπούρι ήταν η μόνη αξιοπρεπής στάση, στα Δεκεμβριανά. Και αισθανόμουν πως η άποψη του Νίκου ήταν η φωνή της μικροαστικής φρόνησης της γιαγιάς Μαρίας, τα μη και τα πρόσεχε και τα θα χτυπήσεις, και τα ναυτικά γιακαδάκια που τους φόραγαν μικρά. Μια γενιά αγοριών μεγαλωμένη με πρότυπο τη δειλία, και τώρα ήταν μπερδεμένα μέσα τους ένα κουβάρι, οι επαναστάσεις κάθε είδους, η εξέγερση ενάντια στην οικογένεια, η αντίσταση στον φασίστα εισβολέα και στον άγγλο αποικιοκράτη, η οργή για τον δοσίλογο και τον εκμεταλλευτή, ο φόβος της εξουσίας, η εναντίωση στην αμάθεια, την κοινωνική προκατάληψη και την μετριότητα, η ανάγκη για έκφραση και αυθεντικότητα, κι' ο έρωτας, ο έρωτας, σαρκικός, επιτακτικός και απρόσιτος. Μια ορμή να υπάρξεις, μέσα από την ζωή και τον θάνατο. Δεν είναι συνεπώς να απορείς που ο Τάκης απέκτησε ελασίτικο περίστροφο με τέτοιαν αρχιδοκόφτρα μάνα. Που τον έπεισε τελικώς να πάει να το δώσει πίσω. Και η ανάμειξη του Τάκη στο Κίνημα σταμάτησε εκεί. Φαφλατάς κι' αριστερός, γλεντζές και πειραχτήρι. Ζήλευε την δικιά μου επανάσταση, με τον Τζον Λένον και τον Σαββόπουλο και τα ακούρευτα μαλλιά. Δεν είδαμε θάνατο, εμείς. Φλώροι ή κωλόφαρδοι, τί είμαστε, δεν ξέρω. Πιθανώς και τα δύο. Μέχρι που πήγα στα σαράντα μου να δω τον θάνατο, με δική μου πρωτοβουλία. Στην Αφρική. Να φτιάξω την δική μου μυθολογία.
***
Πιάσανε να τραγουδάνε, τον Βαφτιστικό, και Το σύννεφο έφερε βροχή, κι έχουμε μείνει μοναχοί, και την Μανταλένα. Ο Τάκης κι' η γυναίκα του, η Ινώ, πολύ καλλίφωνοι, με πρίμο σεκόντο, ορθότατοι. Άντε μαζί και οι άλλοι, κι' ο Νίκος που ήταν απερίγραπτα φάλτσος, κι' είχε μία υποτίμηση για το τραγούδι, κατά βάθος επειδή ζήλευε. Ντρεπόταν, μικρός ανέβαινε στο πλυσταριό και τραγούδαγε μόνος του. Γενικώς στην οικογένεια θεωρούσαν τον Χατζιδάκι εξευγενισμένο, ευαίσθητο και καθωσπρέπει, αρμόζοντα στην κοινωνική τους θέση και καλλιέργεια. Εγώ το ίδιο, αλλά με αρνητικό πρόσημο. Τον θεωρούσα γλυκερό και ελαφρύ, που έκανε διασκευές τα ρεμπέτικα για αδερφές και κοπέλες με πιάνο και γαλλικά. Μετά, άλλαξα γνώμη. Που άκουσα το Σουήτ Μούβη, λίγους μήνες μετά, είχε τον δίσκο ο συγκάτοικός μου στην Θεσσαλονίκη, και το έργο το είδα το ογδόντα, που το επιτρέψανε εδώ. Με τα παιδιά κάτω στον κάμπο, και τα σάπια πτώματα[5]. Που τα Παιδιά κάτω στον κάμπο τα είχε γράψει ο  Χατζιδάκις για ένα θεατρικό του Δαμιανού το 1945, αλλά με άλλη μουσική και άλλους στίχους[6]. Τότε που ξεθάψανε τους νεκρούς των Δεκεμβριανών, εμπόλεμους, άμαχους των βομβαρδισμών, εκτελεσμένους της Πολιτοφυλακής, όλους αχταρμά και την προγιαγιά μου μαζί, καλέ δεν είδαμε την γιαγιά στις εφημερίδες, πετάχτηκε η θεία Ελένη, που την βγάλανε κι' αυτήν σφαγιασθέντες υπό των κομμουνιστών, που εμείς την θάψαμε στον Άγιο Νικόλαο; Διότι συνεχιζόταν η συζήτηση για τα Δεκεμβριανά. Αυτή η θεία Ελένη πήγαινε στο Ινστιτούτο, ήξερε γαλλικά, και στην Απελευθέρωση έκανε μαθήματα γαλλικών στην Αλληλεγγύη[7]. Αλλά και τα δύο αγόρια ήξεραν γαλλικά, ο Νίκος είχε τελειώσει και την Λεόντειο.  
***
Εκεί γύρω στα Χριστούγεννα του 1944 η ΕΠΟΝ Παγκρατίου θα έκανε μία συναυλία στο Παλλάς, υπάρχει ακόμα το σινεμά αυτό, στην Υμηττού. Είχαν μία χορωδία, κάνανε πρόβα ένα χριστουγεννιάτικο ορατόριο του Χατζιδάκι, στίχοι και μουσική, με τον φόβο των άγγλων που βομβάρδιζαν όπου μαζευόταν κόσμος. Παγωμένη η αίθουσα,  τραγούδαγαν "η Γέννησή σου Χριστέ των Λαών την προσπάθεια φωτίζει να σκορπίσουν τα μαύρα σκοτάδια και να λάμψει το φως Λευτεριάς," κι' έπαιζε ο Χατζιδάκις πιάνο, κι' ακούγανε και τις εκρήξεις στην Καισαριανή. Και λίγες μέρες μετά έπεσε και η Καισαριανή, και το Παγκράτι, και ο Βύρωνας, και βρέθηκαν όλοι αυτοί να περπατάνε μέσα στο παγωμένο σκοτάδι, να περάσουν πάνω από τον Υμηττό να γλυτώσουν. Η Ελένη Γλύκατζη, κι' ο Χατζιδάκις τυλιγμένος με μια κουβέρτα. Βρέθηκε μετά σ' ένα χωριό, βορειότερα στο πουθενά. Και κρυφάκουγε δύο ελασίτες, έναν χοντρό κι' έναν άλλο, που λέγαν πόσους έφαγαν και πως τους έφαγαν. Πάγωσε το αίμα του. Έγινε ύστερα η Βάρκιζα, γύρισαν στην Αθήνα. Δίναν παραστάσεις μέσα στην πιο ασφυκτική τρομοκρατία. Του σπάσαν τα δόντια στο τέλος, χίτες, φαντάροι, τους κυνηγούσαν. Και κείνον τον χοντρό ελασίτη τον συνάντησε μετά στην Ασφάλεια.  Οπότε τότε κατάλαβα γιατί ήταν πικρός ο Απρίλης του 45 και γιατί οι Πασχαλιές βγαίναν μέσα από τη Νεκρή Γη. Και ποιά ήταν αυτή η Μελισσάνθη. Μια ζωή κουβάλαγε την Εποχή της, να την παραδώσει σε μια κοινωνία κουφών κι' ελαφρόμυαλων νεοελλήνων, ζούσαμε πια στον ευώδη ανθόκηπο της Μεταπολίτευσης.
***
Ύστερα την Ελένη Γλύκατζη, τον Κορνήλιο Καστοριάδη, τον Κώστα Αξελό που είχε τρελλαθεί στον βομβαρδισμό της Κυψέλης, τον Μάνο Ζαχαρία, τους πήρε η Ματαρόα[8], η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια, πήγανε στην Γαλλία, ευτυχώς.
***
Η Ειμαρμένη Γεωργαλά, το χαϊδευτικό Μάρμω, ήταν το κορίτσι που διέσχιζε αμέριμνο το πεδίο της μάχης με τα πόδια και άγνοια θανάτου, όλη η Αθήνα ερείπια και πτώματα, έφευγε από του Στρέφη να πάει να ταΐσει την νονά της στην Καλλιθέα[9]. Ήταν χορεύτρια, είχε μία αέναη ροπή στην κίνηση. Ο μπαμπάς της εκ Κωνσταντινουπόλεως. Η μητέρα εκ Ληξουρίου. Έμεναν στην οδό Καλλιδρομίου, σε μιαν αυλή που μύριζε τηγανόλαδο, την μοιράζονταν με άλλες τρεις τέσσερις οικογένειες γύρω γύρω. Το πως ξέφυγε από τον κοινωνικό της ετεροκαθορισμό, θα σας γελάσω. Ίσως κάποιοι άνθρωποι έλκονται από την Ζωή πιο πολύ από τους άλλους, και την έλκουν αμοιβαίως. Δεν είναι θέμα ισχυρής βούλησης ή ευφυίας. Είναι θέμα ύπαρξης, δεν είναι γνώση, είναι Ορμή να Βιώνεις. Καθόταν τώρα ήσυχα ήσυχα στην άκρη του τραπεζιού, και παρατηρούσε τους άλλους που φωνασκούσαν αραδιάζοντας αναμνήσεις. Με την πεθερά της, ποτέ δεν είχε θερμές σχέσεις, αλλά ούτε και εχθρικές, διατηρούσε μιαν απόσταση ασφαλείας. Διότι μόλις η κυρία Μαρία έμαθε πως ο Νίκος της θα πάρει μία του θεάτρου, ντύθηκε, στολίστηκε, έβαλε το καπελάκι της, πήρε το μπαστουνάκι της, και πήγε στο Εθνικό, Αγίου Κωνσταντίνου, να μάθει περί της λεγάμενης. Η οποία μόλις επληροφορήθη την επίσκεψιν της μελλούσης πεθεράς της, είπε του Νίκου να μαζέψει την μάνα του, γιατί δεν μας βλέπω καλά εμάς τους δύο. Διότι η Ειμαρμένη Γεωργαλά έστεκε στα πόδια της και μόνον σε αυτά, διότι με αυτά χόρευε. Και δεν είχε λογαριασμούς να δώσει σε κανέναν, προπάντων στην κυρία Μαρία. Πριν προσληφθεί στο Εθνικό, είχε ήδη διαπρέψει ως πρίμα μπαλαρίνα στο Χορόδραμα της Ραλλούς Μάνου. Στον ρόλο της Αρχόντισσας, στις Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές του 1951. Που ήταν έξι διασκευές γνωστών ρεμπέτικων για δύο πιάνα. Του Μάνου Χατζιδάκι. Από τα άνθη της ήττας, εκ των υστέρων το νιώθω, που θυμάμαι τις πασχαλιές να ευωδιάζουν στον κήπο μας, τον Απρίλη, στο Χαλάντρι, τις Λαϊκές Ζωγραφιές τις ακούω από τότε που γεννήθηκα. Οι σκηνογραφίες και τα κουστούμια ήταν του Γιάννη Μόραλη[10]. Σπίτι είχαμε κορνιζαρισμένο ένα από τα πρωτότυπα. Το άλλο το είχε κορνιζαρισμένο ο Χατζιδάκις στο δικό του. Με ρώτησε τι δουλειά κάνει ο πατέρας μου. Του είπα. Μετά με ρώτησε για τη μάνα μου. Του έδειξα το κάδρο. Γούρλωσε τα μάτια του. "Η Μάρμω;" είπε. "Είσαι γιός της Μάρμως;;"
***
Ποιός φταίει για τα Δεκεμβριανά; Ο Τσώρτσιλ; Ο Σιάντος; Το ΚΚΕ; το ΕΑΜ; Οι δοσίλογοι; Ο Παπανδρέου; Ο βασιλιάς; Δεν υπάρχει απάντηση στο ερώτημα. Γιατί κι' αν ακόμα βγάλεις -υποθετικώς, εξυπακούεται- τον φερ' ειπείν Τσώρτσιλ από την Ιστορία, και βάλεις άλλον, έναν λιγότερο κυνικό, ή πιο ηθικό, ή πιο διστακτικό, τον Τσάμπερλεν ή τον Άτλη, να πούμε, θα πρέπει να συνεχίσεις τις υποθετικές παραδοχές, δηλαδή πως όλοι οι άλλοι παράγοντες θα έκαναν τα ίδια ακριβώς πράγματα, θα έπαιρναν τις ίδιες αποφάσεις, θα είχαν την ίδια συμπεριφορά που είχαν απέναντι στον Τσώρτσιλ. Θα είχαν; Κάθε εκτίμηση επ' αυτού θα ήταν εντελώς αυθαίρετη, νομίζω. Ως εκ τούτου, κανείς δεν μπορεί να πει τι θα γινόταν αν κατέβαινε ο Βελουχιώτης με τον κύριο όγκο του ΕΛΑΣ στην Αθήνα πριν την απόβαση των άγγλων. Μπορούμε, ωστόσο, να υποθέσουμε βασίμως πως ο Τσώρτσιλ θα έστελνε ευθύς εξαρχής 70.000 στρατό, και δεν θα περίμενε μέχρι τα μέσα Δεκέμβρη να τον στείλει. Και ίσως περισσότερο,με περισσότερα αεροπλάνα και τανκς. Οπότε; Θα ισοπέδωνε την Αθήνα; Θα καθυστερούσε η αγγλοαμερικανική επίθεση στην Ιταλία μέχρι να αποδεσμευτούν οι αγγλικές δυνάμεις από την Ελλάδα; Και τι θα έκαναν τότε οι σοβιετικοί; Θα σήκωναν το βάρος της συνέχισης του πολέμου μόνοι τους; Μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν οι δυτικοί τον έλεγχό τους στην Ελλάδα; Ή θα έκαναν ανακωχή με τους γερμανούς; Και τι θα γινόταν τότε; Θα γινόταν ειρήνη και θα έμενε ο Χίτλερ στην εξουσία; Μπορούμε να αναρωτιόμαστε, έτσι για πλάκα. Διαλέξτε όποιο σενάριο σας αρέσει. Αλλά είπαμε, η Ιστορία δεν έχει "τι θα γινόταν αν;"
***
Η Ιστορία έχει ωστόσο το νόημα που της δίνουμε εμείς. Σαν ένα τοπίο, φαίνεται αλλιώς από όποιαν μεριά κάτσεις να το κοιτάς. Τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αντίδραση κομμουνιστών. Ήταν η αγανάκτηση των παιδιών της γαλαρίας που έβλεπαν τους συντρόφους τους και τα όνειρά τους στα φέρετρα, από σφαίρες που ρίξαν δωσίλογοι και φασίστες, φορώντας γαλάζιους μανδύες εθνικοφροσύνης. Και όλα αυτά τα ελληνικά αποβράσματα με την επίσημη στήριξη του νεαρού τότε κράτους είχανε έναν εχθρό: την ψυχή των παιδιών της γαλαρίας.
Να το κατά Μάνο Χατζιδάκι νόημα της Ιστορίας.
***
Με την αποχώρηση του ΕΛΑΣ από την Αθήνα, άρχισε η λευκή τρομοκρατία. Μιαν ωραίαν των ημερών εμφανίστηκαν χίτες στην Φαναριωτών 26, και ψάχνανε για υλικό του ΕΑΜ, όπλα, φυλλάδια, ξερωγώ. Ο Βασίλης Νικολαΐδης δεν ήταν εκεί, ούτε τα αγόρια. Μόνο η Ελένη με την κυρά Μαρία. Που της έκοψε να τους πει ο άντρας μου είναι μάγειρας στην Μεγάλη Βρετανία, τι ήρθατε να βρείτε εδώ πέρα, αν είναι δυνατόν. Οπότε ο επικεφαλής της λέει και πως τον λένε τον άντρα σας, κυρία μου; και του λέει η γιαγιά η Μαρία πως τον λένε. "Ρε σεις, στου Μαστρο Βασίλη μας στείλανε αυτοί οι κόπανοι, πάμε να φύγουμε από δω!" είπε τότε αυτός στους άλλους. Γιατί τον είχε παραγιό, στην Μεγάλη Βρετανία, τον αρχιχίτη. Και φύγανε. Η γιαγιά έκοβε το κεφάλι της πως η Φίλαινα τους κατήγγειλε, που δεν την χώνευε. Μέχρι που πέθανε.
***
Τότε το μυριζόμουν, αλλά τώρα το έχω ζήσει και το ξέρω. Αν κάτι ορίσει την ζωή σου, θα προσπαθείς να το τραγουδήσεις μέχρι να λυτρωθεί κι' αυτό μέσα σου να σε ελευθερώσει. Μοιάζει σαν να δούλευε την Μελισσάνθη από την αρχή, που έφτιαχνε προπλάσματα από τον Σκληρό Απρίλη και τις Πασχαλιές, κι' όσο μεγαλύτερο το τραύμα τόσο πιο δύσκολα αποσπάται το τραγούδι από τα σπλάχνα σου να βγει στον αέρα. Γιατί δεν είναι απλώς συναίσθημα το τραγούδι. Είναι η βιωμένη στον ύψιστο βαθμό αιτιολόγηση των πραγμάτων, η εντεύθεν κατάλυση του πένθους. Κι' όσο δεν τα κατάφερνε, τόσο λύσσαγε. Που όταν εκδόθηκε το 1980 πούλησε ελάχιστα, την ώρα που η επανέκδοση της γατούλας και του γλάρου και της Αλίκης στο Ναυτικό πούλαγε χιλιάδες. Χολώθηκε πολύ μ' αυτή την ελαφρότητα, πήγαμε υπέγοχα, έλεγε, πουλήσαμε τετγακόσιους δίσκους. Την επόμενη φογά θα πάμε ακόμα καλύτεγα, θα πουλήσουμε εκατό[11]

Σβήσαμε τα φώτα τα μεσάνυχτα. Βάλαμε και το ραδιόφωνο. Μόλις μπήκε το εβδομηνταεπτά αρχίσαμε τις αγκαλιές και τα φιλιά. Ύστερα κόψαμε την πίττα. Με μαστίχα και μαχλέπι, πολίτικη συνταγή. Ρίξαμε κι' από πάνω μπερεκέτια, καρύδια, μύγδαλα, φουντούκια, σύκα ξερά, δαμάσκηνα, σταφίδες, χουρμάδες, πολίτικο έθιμο. Ύστερα πήρε ο Νίκος το μαχαίρι, εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, Αμήν. Και σταύρωσε την βασιλόπιττα τρις. Κι' ας είμαστε μια οικογένεια αθέων, πλην της γιαγιάς Μαρίας, η οποία άναβε τα καντήλια της στο εικονοστάσι χωρίς να αναρωτιέται και πολλά πολλά περί της υπάρξεως του Θεού και τα τοιαύτα. Και μετά άρχισε το κόψιμο. Ένα του Χριστού. Ένα του σπιτιού. Ένα της γιαγιάς Μαρίας. Και ούτω καθεξής. Και του ξαδέλφου μου του Βασίλη, και της αδελφής μου της Στέλλας, ήταν και οι δύο στην Γαλλία.







[1] Για την μητέρα της Λαμπέτη και τον ελασίτη, στην ανάρτηση της 8 Δεκεμβρίου:

[2] Για την μητέρα του Βασίλη Νικολαΐδη του πρεσβυτέρου, και τον ενταφιασμό της, ανάρτηση της 16 Δεκεμβρίου:

[3] Για την Θαμεμπή και τον γαμπρό της, ανάρτηση της 18 Δεκεμβρίου: https://www.facebook.com/permalink.php?story_fbid=228354504241821&id=100012018189572&pnref=story


[4] Για την πρώτη μάχη του Πολυτεχνείου, στην ανάρτηση της 5ης Δεκεμβρίου:


[5] Το φιλμ από την σφαγή στο Κατίν, στο Σουήτ Μούβι του Ντούσαν Μακαβέγιεφ (1974,) και τα Παιδιά κάτω στον κάμπο, του Μάνου Χατζιδάκι:


[6] Σε ενορχήστρωση Χατζηνάσιου. Ο Βασίλης Νικολαΐδης, που επιμελήθηκε την εκπομπή του 2006, δεν είμαι εγώ.    


[7]  Η προνοιακή οργάνωση του ΕΑΜ.

[9] Καμία σχέση με τον Γεωργαλά της Χούντας. Για τις βόλτες της Ειμαρμένης από του Στρέφη στην Καλλιθέα, στην ανάρτηση της 8ης Δεκεμβρίου:

[10]  Οι  Έξι Λαϊκές Ζωγραφιές: https://www.youtube.com/watch?v=mZF3UF4Lhlw

[11] Αυτό μου το μετέφεραν άλλοι, εγώ είχα προλάβει να τσακωθώ, φαίνεται δεν μπορούσα να ανεχθώ κανέναν πατέρα στον βίο μου. Δεν με πειράζει πολύ αυτό, αλλά λυπάμαι που δεν μπόρεσα να του το πω. Εδώ, η Φλέρη Νταντωνάκη τραγουδάει την Λησμονημένη από την Εποχή της Μελισσάνθης, σε ηχογράφηση του 1970. Στο πιάνο, ο ίδιος.

Και οι στίχοι:

Σηκώθηκεν ο άνεμος
 και σκίζει τα πανιά μας
 πέφτει η βροχή και μούσκεψε
 τα πιο κρυφά όνειρά μας
 μα εσύ μικρή τρελή και παραπονεμένη
 το `λεγες πως θα γίνουσαν
 μικρή λησμονημένη;

Σε πάτησαν τα πόδια μας
 σε μάτωσεν η βιά μας
 σου σπάσανε τα κόκαλα
 τ’ ασθενικά παιδιά μας
 κι όταν ξερή κι αναίσθητη σε πέταξαν στο χώμα
 ποιος τάχα σε θυμήθηκε
 έτσι θλιμμένη
 μικρή λησμονημένη;

Μετά τα Δεκεμβριανά, στο Περιστέρι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου