Ο Ρίγγος και οι Οχτάποδες
Ο Ρίγγος με τους οχτάποδες. Μελάνι και λαδοπαστέλ σε σημειωματάριο, 15Χ15 cm, Ιαν. 2017.
Ήταν μια φορά ένα συγκρότημα, κι' είχανε ένα
ντραμίστα, τον Ρίγγο, πολύ ωραίος τύπος, και βασικά ήθελε την ησυχία του. Διότι
μικρό είχε ταλαιπωρηθεί πολύ με κάτι ασθένειες, περιτονίτη, φθίση, κόντεψε να
πεθάνει, έμεινε πίσω και στο σχολείο. Οπότε γράφανε ένα δίσκο, διπλό, αυτός
κοίταγε τη δουλειά του, βάραγε κειπέρα, οι άλλοι τρωγόντανε σα τα σκυλιά, ήταν
κι' ένας πούχε μια γκόμενα γιαπωνέζα, πεταγόταν όπου νάναι συνέχεια σα τη
πορδή, είχαν γίνει άπαντες μαλλιά κουβάρια. Τελειώσανε με τα πολλά, αλλά είχανε
χτυπήσει μπιέλλες, να φανταστείς δεν μπορούσανε να συμφωνήσουν ούτε για
εξώφυλλο ούτε για τίτλο, βγήκε με άσπρο εξώφυλλο το άλπουμ, χωρίς τίτλο.
Οπότε είπε ο ντραμίστας άντε και σιχτίρ μαλάκες να
πάω διακοπές να ξεπήξω, είχε ένα φίλο με θαλαμηγό εντωμεταξύ, του λέει αυτός
δεν πέρνεις την οικογένεια να πας μια βόρτα να ξελαμπηκάρεις, δε σας βλέπω
καλά, γιατί πίνανε και ουσίες το συγκεκριμένο συγκρότημα, τον κώλο τους πίνανε,
συνεχώς στη ντάγκλα. Αυτός ο φίλος του ήταν στο σινεμά, τον λέγανε Κλουζώ, θα
τον έχετε δει, πολύ αστείος, λεφτά με ουρά έβγαλε.
Και πήρε την οικογένεια ο Ρίγγος και πήγε με τη
θαλαμηγό στη Σαρδηνία.
Λένε του καπετάνιου θέλουμε μπακαλιάρο δαχτυλάκια τηγανητό
με πατάτες επίσης τηγανητές, αυτοί το λένε φισετζίπς αυτό το φαΐ. Γιατί το ψάρι
πλακί, τα μπαρμπούνια, λιθρίνια, λαβράκι, δεν έχουν ιδέα τι είναι. Οπότε ήρθε
το φισετζίπς, τρώει ο Ρίγγος, καλό είναι λέει, αλλά λίγο σα λάστιχο. Διότι ήταν
καλαμαράκια. Αντιληπτό; Δηλονότη αυτοί δε τα ξέρανε τα καλαμαράκια, κειπέρα
στην Αγγλία.
Έπιασε μετά συζήτηση με τον καπετάνιο περί
θαλασσινών, οστράκων, μαλακίων, και τα καθέκαστα. Οπότε του λέει ο καπετάνιος
του Ρίγγου δε πας μια βόρτα γιαλό γιαλό, να δεις και τα χταπόδια στις σπηλιές
τους, αυτές τις σπηλιές τις λένε θαλάμια, αλλά δεν του τόπε του Ρίγγου γιατί
μάλλον δεν θάξερε τη λέξη και θα μπερδευόταν, θαλαμηγό, θαλάμια, μπέρδεμα. Και
του λέει που τα χταπόδια μαζεύουν χρωματιστά πετραδάκια γύρω από τη σπηλιά
τους, και φτιάχνουνε κήπους να πούμε, και αράζουν στο πάτο της θάλασσας, που
έχει ησυχία και δροσιά και ίσκιο, και περνάνε μέγκλα, στον κήπο τους, έξω από
το θαλάμι.
Τ' άκουσε αυτά ο Ρίγγος που είχε σαλτάρει από τη
βαβούρα και τον πολύ καυγά, και μαγεύτηκε! Κάθησε κι' έγραψε ένα τραγούδι με
τους κήπους των οχταπόδων, και τα περιέγραφε όλα αυτά. Κάθησε κι' έγραψε κι' αυτός
δηλαδή, που δεν έγραφε τραγούδια μέχρι τότε, βαριόταν, βάραγε εκεί τα
κλαμπατσίμπαλα και κοίταε μόνο τους άλλους που διαρίχναν τα μάτια τους.
Γυρίσανε πίσω, το δείχνει του κιθαρίστα το
τραγούδι, Τζωρτζ τον λέγανε αυτόν, καλός τύπος επίσης. Όλοι δηλαδή, καλοί τύποι
ήταν, τέτοιες εντάσεις γίνονται στα συγκροτήματα. Οπότε λέει ο Τζωρτζ πολύ
κοσμικό, ρε μεγάλε, μπράβο. Δηλαδή ήθελε να πει πως είχε συμπαντική συνείδηση
κι' έτσι, με τα χταπόδια και την ησυχία, το τραγούδι, το οποίο είναι θετικό.
Δεν ήθελε να πει με το κοσμικό πως είναι κυριλέ, σα να λέμε κοσμική ταβέρνα δηλαδή,
που αυτό είναι άλλη φάση, όχι και πολύ καλή. Τον βοήθησε λίγο ο Τζωρτζ στα
ακκόρντα, το στήσανε στον επόμενο δίσκο, τραγούδησε αυτός, φωνητικά οι άλλοι,
σόλα, όλα τζιτζί.
Λίγο μετά, αυτός ο Ρίγγος έπαιξε και στο σινεμά με
τον Κλουζώ, και ο Ρίγγος παίζει τον άστεγο αλλά στ' αρχίδια του, και ο Κλουζώ
είναι Κροίσος, και τον υιοθετάει γιατί τον παραδέχεται, κι' αρχίζουν μαζί τις
πλάκες στους παραδόπιστους. Αλλά μιλάμε για χοντρές πλάκες, τους πληρώνουν να
κάνουν τα ακατονόμαστα, να κολυμπάνε στα τσίσα και τα σκατά να πιάσουν τα μπικικίνια,
τέτοια.
Το συγκρότημα διαλύθηκε τελικώς. Κι' ο Ρίγγος
έκανε μετά έναν δίσκο με καμπόικα τραγούδια, κάντρι κι' έτσι. Πολύ λυπητερό, το
ένα, η αγάπη δεν κρατάει πολύ, ούτε μαμά, ούτε μπαμπάς, ούτε σχέση υπάρχει,
αυτοχτονίες, συζυγοχτονίες, χέστα κι' άστα. Στην Αμερική, Νάσβιλ. Μέσα σε δύο
μέρες, τσακμπάμ τα γράψανε.
Έχω την πεποίθηση πως δεν θα έβγαινα αυτός ακριβώς
που βγήκα, αν δεν είχα ακούσει το τραγούδι με τους οχτάποδες, την ταινία με τους
παραδόπιστους, και τα καμπόικα του Ρίγγου.
Πάντως ένα πράμα μου κάνει πιο πολύ εντύπωση, που
ο Ρίγγος είχε φτάσει κοντά τριάντα χρονών και δεν είχε φάει ακόμα στη ζωή του
καλαμαράκια τηγανητά. Ούτε χταπόδι στα κάρβουνα.
Η πρόβα: ο Τζωρτζ δείχνει του Ρίγγου, 1969. https://www.youtube.com/watch?v=yqZp327u39c
Το τραγούδι: Octοpus Garden, από τον Ρίγγο, ξανά το
2005: https://www.youtube.com/watch?v=V-BdGchS0yk
Η ταινία: The Magic Christian, 1969, τζάμπα χρήμα μες στα τσίσα:
Το κάντρι
του Ρίγγου: Love dont last long, Beaucoups of blues, 1970.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου