Mέρες Απελευθέρωσης
Zwolle, 1945 |
Απρίλιο
του 1945 αυτοκτόνησε ο Χίτλερ, παραδόθηκε το Βερολίνο, παραδόθηκε και ο
γερμανικός στρατός στην Βόρειο Ιταλία, και τον Μουσολίνι τον κρεμάσανε ανάποδα
οι παρτιζάνοι στο Μιλάνο μαζί με την δόλια την Κλάρα Πετάτσι. Όπου νάναι τέλειωνε
ο πόλεμος, ήταν ζήτημα ημερών.
Εκείνο
τον καιρό, οι γερμανοί είχανε στην Ολλανδία σύνολο 150.000 άνδρες, στρατό,
αεροπορία και ναυτικό πολύ, να φυλάνε τα λιμάνια και την ακτογραμμή. Στα νότια
εντωμεταξύ ήτανε ένα καναδικό σώμα, γύρω στους 60.000 άνδρες. Ο πόλεμος είχε
κριθεί, αλλά δεν κοτάγανε να προχωρήσουνε πολύ μέσα στην Ολλανδία, διότι εν
τοιαύτη περιπτώσει οι γερμανοί θα τινάζανε τα φράγματα και θα πλημμύριζε ο
τόπος, θα πνιγότανε το σύμπαν, γαία πυρί μιχθήτω. Ψοφάγανε εντωμεταξύ όλη η
Ολλανδία από την πείνα, λιμός τρομερός. Κι' έγινε μια συμφωνία τέλη Απριλίου
1945 να κάνουνε ανεμπόδιστα ρίψεις οι Σύμμαχοι με τρόφιμα, για τον άμαχο
πληθυσμό δηλαδή, και οι γερμανοί τόχαν πάρει απόφαση πως έληξε το παιγνίδι, και
είπαν εντάξει, όπερ και εγένετο με τις ρίψεις. Κι' έτσι άρχισαν οι καναδοί και
οι γερμανοί να έχουν μια συνεργασία.
Στις 4 Μαΐου οι γερμανοί
παραδόθηκαν και στην Βόρεια Γερμανία, την Δανία και τις Κάτω Χώρες. Την
επομένη, 5 του μηνός, ο διοικητής των καναδών, ο στρατηγός Φούλκς, συναντήθηκε
με τον διοικητή των γερμανών στην Ολλανδία, τον στρατηγό Μπλάσκοβιτς, σ' ένα
ξενοδοχείο η συνάντησις, παρουσία και του βασιλικού συζύγου της βασιλίσσης
Τζουλιάνας που ήταν γερμαναράς αλλά εκπροσωπούσε την ολλανδική Αντίσταση, και
συμφωνήσανε τις λεπτομέρειες της παραδόσεως.
Εντωμεταξύ, οι Σύμμαχοι
είχανε ήδη καταστρώσει εκ των προτέρων σχέδιο γι' αυτή την στιγμή. Τους
απασχολούσε πως θα κουμαντάρανε έναν σκασμό αιχμαλώτους, καθότι ήτο Ηλίου
φαεινότερον πως οι γερμανοί ήτανε κακός μπελάς, άντε να μαζέψουνε τα όπλα, άντε
να τους μαντρώσουνε, άντε να τους ταΐζουνε. Βρήκανε λοιπόν μια ωραία πατέντα. Οι
γερμανοί δεν θάτανε αιχμάλωτοι πολέμου υπό την Συνθήκη της Γενεύης, αλλά
"αφοπλισθέντα στρατεύματα" ξερωγώ, "παραδοθέντες," ειδικό
καθεστώς. Ήτοι να παραδώσουνε μεν τα όπλα, να μαζευτούν σε στρατόπεδα, αλλά να
κρατήσουν την οργάνωσή τους, τους διοικητές τους, τους αξιωματικούς τους, τα επιτελεία
τους, τις επικοινωνίες τους, την επιμελητεία τους, να έχουνε και τις αποθήκες
με τα τρόφιμα τις δικές τους, και τα συσσίτιά τους να τα κανονίζουνε μόνοι
τους, και τους κανονισμούς τους να τους έχουνε τους δικούς τους, και τους
νόμους τους ναζιστικούς τους, και τα στρατοδικεία τους, και τα όλα τους όπως
πριν κομπλέ. Από πειθαρχία αυτοί είναι και άριστοι και τυφλοί, σου λέει. Να
τους βάλουμε λοιπόν να κάνουνε την δουλειά αντί για εμάς. Επιπλέον, σκεβότανε ο
Τσώρτσιλ, μεθαύριο που θα συγκρουστούμε με τους ρώσους, ποιούς θα βάλουμε
μπροστά; Αυτουνούς. Να τους πιάσουμε λοιπόν με το μαλακό.
Στις 8 Μαΐου παραδόθηκε
η Γερμανία και επισήμως, στο Βερολίνο. Στις 9 τα χαράματα επικύρωσαν και οι
Ρώσοι την συμφωνία, και έληξε ο πόλεμος.
***
Μ' αυτά και με κείνα
μπήκανε λοιπόν οι καναδοί στην Ολλανδία ως απελευθερωτές, γέλια και χαρές ο
κόσμος, σημαίες, ντύθηκε στα πορτοκαλλιά η χώρα, που είναι το χρώμα του Οίκου
της Οράγγης, της οικογενείας της Τζουλιάνας. Εντωμεταξύ, η Αντίσταση είχε
ράμματα για τη γούνα τους, των γερμανών. Κι' όπου τους έβρισκε μπόσικους, τους
άλλαζε τον αδόξαστο. Κι' επειδή οι γερμανοί δεν είχαν ακόμη αφοπλιστεί, έβλεπες
και το εξής παράδοξο, στο ένα πεζοδρόμιο να είναι οι καναδοί και στο απέναντι
οι γερμανοί πάνοπλοι να παραφυλάνε για παρτιζάνους, και να μην τρέχει κάστανο. Αλλά
η κατάσταση μπορούσε να ξεφύγει εκτός ελέγχου ανά πάσα στιγμή και να γίνουνε
μαλλιά κουβάρια συμπούρμπουλοι, και γερμανοί και καναδοί και παρτιζάνοι.
Ήτανε λοιπόν ένα
σύνταγμα καναδέζικο, οι Σήφορθ Χαϊλάντερς. Αυτοί πήρανε διαταγές και μπήκανε
πρώτοι και καλύτεροι μετά βαΐων και κλάδων στο Άμστερνταμ. Κι' από εκεί, το
σύνταγμα καταυλίστηκε στο Ζάανταμ, ένα προάστιο εκεί δίπλα. Κι' ο 4ος
λόχος έπιασε θέσεις σ' ένα παλιό εργοστάσιο, όπου θα έρχονταν οι ναυταίοι του
Ράιχ να παραδοθούν. Στους Σήφορθ Χαϊλάντερς που είχαν χύσει το αίμα τους ποτάμι
στην Ιταλία δεν τους πολυάρεσε η ιδέα να φυλάνε -ή πιο καλύτερα να προστατεύουν- τους γερμανοί
μην τους πειράξει η Αντίσταση. Οι οποίοι δεν ήταν αιχμάλωτοι, αλλά αφοπλισθέντες.
Και που δεν είχανε σαφείς εντολές πως ακριβώς να τους φερθούν, με το ζόρι ή με
το γάντι. Οι καναδοί εντωμεταξύ ήταν καμιά εκατοστή, όχι παραπάνω, και οι
γερμανοί κάπου 3.000 άνδρες. Έτσι και φτύνανε, θα τους πνίγανε.
Τέλος πάντων, όλα πήγανε
καλά, ο αφοπλισμός έγινε χωρίς παρατράγουδα. Οι γερμανοί είχανε διοικητή έναν
φρεγκατενκαπιτάν -αντιπλοίαρχος σα να λέμε- ονόματι Αλεξάντερ Στάιν. Αυτός
ήτανε κάτι σαν λιμενάρχης του Άμστερνταμ, επί Κατοχής. Και τώρα διοικούσε τους
ίδιους άνδρες με πριν, αλλά μέσα στο εργοστάσιο. Και οι καναδοί είχαν την
άνωθεν εποπτεία, και δεν μπερδεύονταν και πολύ με τις δουλειές των γερμανών.
***
Ο Ράινερ Μπεκ είχε
γεννηθεί το 1916 σε μιαν βιομηχανική πόλη, που οι γερμανοί την λέγαν Γκλάιβιτς
και οι πολωνοί την λέγαν Γκλίβιτσε. Ο πατέρας του ήταν σοσιαλδημοκράτης, και
επί Βαϊμάρης αστυνομικός διευθυντής. Όταν ήρθε ο Χίτλερ, τον ξήλωσε. Αλλά
υπήρχε κι' άλλο πρόβλημα. Η μάνα του Ράινερ ήταν εβραία, οπότε ημιεβραίος ήταν
κι' ο Ράινερ και οι αδερφές του. Και λόγω τούτου τον διώξαν κι' από το σχολείο.
Την μία του αδερφή την διώξαν από το πανεπιστήμιο, της άλλης της πήραν την
άδεια ασκήσεως επαγγέλματος, μαία ήταν.
Reiner Beck |
Η κατάσταση πήγαινε από
το κακό στο χειρότερο, οπότε το 1936 ο Ράινερ έφυγε λαθραίως στον Καναδά, και
μπάρκαρε σ' ένα φαλαινοθηρικό. Αλλά το 1938 πέθανε ο πατέρας του, και γύρισε να
βοηθήσει την οικογένεια. Έπιασε δουλειά σ' ένα αλιευτικό. Τότε ήταν που κηρύχθηκε
ο πόλεμος, και το αλιευτικό επιτάχθηκε. Το πλήρωμα επιστρατεύτηκε μαζί με το
αλιευτικό, και ο Ράινερ ντύθηκε ναύτης, ειδικότης μηχανικός. Και μέσα στην δίνη
των γεγονότων, ποιός χέστηκε αν ήταν εβραίος ή χριστιανός ή δαλαϊλάμα. Γύρισε
μάλιστα με άδεια στο Γκλάιβιτς, φόραγε και την στολή. Κι' έκανε και πλάκα, και
με τα πολιτικά μπάσταρδος, και με τα ναυτικά μπάσταρδος, έτσι έλεγε.
Μετά, οι γερμανοί βάλανε
μπροστά την τελική λύση. Η οικογένεια στάθηκε τυχερή. Ήταν ένας παλιός
υφιστάμενος του πατέρα από την αστυνομία, που τώρα ήταν στην Γκεστάπο. Αυτός
κανόνισε να μπλοκάρουνε τα χαρτιά της μάνας, και δεν την στείλανε στο Νταχάου.
Η άλλη κόρη, η φοιτήτρια, μπήκε στην Αντίσταση, την πιάσανε στο Βερολίνο. Πως
απέδρασε κι' έφυγε στο Άμστερνταμ, Κύριος οίδε. Και η άλλη, η μαμή, πάλι την
γλύτωσε. Άκουσον-άκουσον! Ακόμα και στο Ράιχ συνέβαιναν τέτοια παλαβά.
Να μην μακρηγορώ, τέλη
του 1944 ο Ράινερ βρέθηκε κι' αυτός σε μια μονάδα φρούρησης του ναυτικού, κοντά
στο Άμστερνταμ. Άγνωστον πως, έπιασε επαφή με την αδερφή του. Εντωμεταξύ
περνάγανε τα αρεοπλάνα τα εγγλέζικα, ρίχνανε τρακτ, από εμπρός στριμωγμένοι,
από πίσω ξεκομμένοι, από τον Χίτλερ ξεγραμμένοι, να τι γράφανε, και τους τσιγκλάγανε
να λιποτακτήσουνε, τους υπόσχονταν μάλιστα προστασία βάσει του διεθνούς δικαίου,
γιατί τέλειωνε ο πόλεμος, τζάμπα θα πηγαίνανε.
Εκεί πάνω, τούρχεται
φύλλο πορείας για την Γερμανία. Τον ζώσανε τα φίδια, διότι εκεί στην Γερμανία
θα βρίσκανε που ήταν εβραίος, και θα τον στέλναν για εξόντωση. Οπότε τόσκασε, πήγε
προσωρινά στης αδερφής του. Μετά, κάτι φίλοι τον έκρυψαν σε μια σοφίτα για πιο
ασφάλεια, μαζί μ' έναν άλλο γερμανοεβραίο.
Εκεί τον βρήκε η
Απελευθέρωση. Κι' είπε πως την γλύτωσε. Και πήγε και παραδόθηκε στην Αντίσταση,
μαζί μ' έναν άλλον. Αυτός λεγόταν Μπρούνο Ντόρφερ, εικοσιδύο ετών, ασυρματιστής
στα ναρκαλιευτικά. Την είχε κοπανήσει κι' αυτός, και τον έκρυβε μια θεία του
που ζούσε στο Άμστερνταμ. Η Αντίσταση δεν
έβλεπε απαραιτήτως με καλό μάτι τους λιποτάκτες, που ήτανε κάθε καρυδιάς καρύδι.
Και τους παρέδινε στους καναδούς, στους Σήφορθ Χαϊλάντερς δηλαδή.
Bruno Dorfer |
Στους Σήφορθ Χαϊλάντερς
διοικητής ήταν ένας Μπελ-Ίρβινγκ, αντισυνταγματάρχης, αλλά αυτός θα επέστρεφε
στον Καναδά την επομένη. Χρέη διοικητού έκανε ένας ταγματάρχης ονόματι Μέις.
Κι' αυτός έστειλε στον 4ο λόχο να τους βάλουν μαζί με τους άλλους,
στο εργοστάσιο με τους αφοπλισθέντες, διότι
"είναι γερμανοί, και δεν έχουμε πουθενά αλλού να τους βάλουμε."
Από τον Άννα στον Καϊάφα,
που λένε.
Τώρα διοικητής στον λόχο
που φύλαγε το εργοστάσιο ήταν ένας άλλος ταγματάρχης, ονόματι Ντένις Πηρς. Πήρε
λοιπόν τους δύο λιποτάχτες, και τους πήγε στο εργοστάσιο. Στην αρχή οι γερμανοί
δεν θέλαν να τους βάλουν μέσα. Δεν θέλανε προδότες, λέει. Και τσακώθηκε ο Πηρς
με τον διερμηνέα, έναν υποπλοίαρχο στις τορπιλλακάτους, Χόσλινγκερ τον λέγαν.
Αλλά τελικώς ενέδωσαν, και τους πήραν. Τους έβαλαν χώρια σ' ένα γραφείο, κι' έβαλε
ο Πηρς να τους φέρουν να φάνε, και να προσέχουνε μην τους ριχτούνε οι άλλοι
νυχτιάτικα. Κι' ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Θεώρησε πως το ρύθμισε το ζήτημα.
Την άλλη μέρα, ο Στάιν ο
φρεγκατενκαπιτάν ανακοίνωσε στον Πηρς πως θα περάσει τους λιποτάχτες ναυτοδικείο,
καθώς αυτό προεβλέπετο στο ειδικό καθεστώς "περί αφοπλισθέντων
στρατευμάτων." Επιπλέον, ο Πηρς διαπιστώνει πως ο γερμανικός κώδικας προβλέπει
-υπό έκτακτες συνθήκες- την ποινή του θανάτου για λιποταξία ακόμα και σε καιρό
ειρήνης. Που δεν το φανταζόταν, οι καναδοί δεν είχαν τέτοια ούτε καν σε καιρό
πολέμου. Στέλνει λοιπόν σήμα στην ταξιαρχία πως ο Στάιν το και το, θέλει να
τους στήσει στον τοίχο τους λιποτάχτες.
Διότι τον είχε μυριστεί
τον Στάιν τι καθήκης ήτανε. Στον γερμανικό στρατό, και πιο πολύ στο ναυτικό, ήτανε
πολλοί κολλημένοι, θεωρούσαν πως τον Πρώτο Πόλεμο τον έχασαν επειδή δεν εκτελούσαν
αρκετούς λιποτάκτες, όπως οι αγγλογάλλοι. Οπότε είχαν λυσσιάξει, κι' όποιον έπιαναν
δεν υπήρχε περίπτωση να γλυτώσει.
Είχανε έναν έφεδρο
αξιωματικό του δικαστικού, τον Κον, του ιδίου φυράματος κι' αυτός, και τον
έβαλε ο φρεγκατενκαπιτάν πρόεδρο, κι' άλλους δύο μέλη, κι' έναν δημόσιο
κατήγορο. Είχανε διορίσει και δύο αξιωματικούς δικηγόρους στους
κατηγορούμενους. Και παρατάχθηκε όλο το στρατόπεδο στις δεκατρείς Μαΐου δέκα η
ώρα το πρωΐ, να παρακολουθήσουνε την δίκη. Και πήγε και ο Πηρς με τον διερμηνέα
του. Πέντε μέρες μετά την λήξη του πολέμου, αυτά.
Και γίναν όλα κανονικά
και νομίμως, και ο Κον απηύθυνε ερωτήσεις στους κατηγορούμενους, και μιλήσανε
και οι δικηγόροι, και ζητήσανε την επιείκεια του δικαστηρίου. Όπου κάποια
στιγμή ο Ράινερ Μπεκ είπε να μιλήσει κι' αυτός, και απευθυνόμενος στον
φρεγκατενκαπιτάν Στάιν είπε πως όταν λιποτακτήσαμε εμείς ο πόλεμος είχε ήδη
χαθεί, και οποιαδήποτε αντίσταση θα κατέληγε σε μιαν αιματοχυσία άνευ νοήματος.
Οπότε εκει πάνω ο Στάιν πετάχτηκε πάνω σαν ελατήριο κι' άρχισε να παραληρεί και να ωρύεται σαν
τον Χίτλερ, και να του λέει του Ράινερ πως μας αποκαλείς δηλαδή δολοφόνους, και
τους αξιωματικούς σου και τους συμπολεμιστές σου, κι' εγώ δεν θα τα επιτρέψω
αυτά. Αποσύρθηκε μετά το δικαστήριο ν' αποφασίσει. Σε πέντε λεπτά γυρίσανε πίσω.
Απόφασις εις θάνατον δια τυφεκισμού και οι δύο.
Όχι δηλαδή, αλλά για να
ξέρουνε οι ναύτες ποιός θα κυβερνάει την Γερμανία και μετά τον πόλεμο.
Αμέσως μετά, ο Στάιν
ζήτησε την επικύρωση της ποινής από τον Μπλάσκοβιτς. Του Μπλάσκοβιτς, ευχαρίστησίς
του. Ήταν επίσης διαβόητος για το μίσος του στους λιποτάκτες.
***
Όμως τυφεκισμός χωρίς
τυφέκια, δεν γίνεται. Και τους γερμανούς τους είχανε αφοπλίσει με το που ήρθανε
στο εργοστάσιο. Πέμπει λοιπόν ο σκατόψυχος ο Στάιν έναν αξιωματικό στον
Μπελ-Ίρβινγκ, τον διοικητή του συντάγματος,
και ζητάει ωμά να του δώσει ντουφέκια και σφαίρες να κάνει την εκτέλεση.
Και του το κόβει ο Μπελ-Ίρβινγκ, όχι του λέει, μην είσαι ηλίθιος, ο πόλεμος
τέλειωσε. Και τούπε να πα να τα μεταφέρει τα αισθήματά του αυτά στον διοικητή
του. Κι' έφυγε, διότι πολέμαγε χρόνια πολλά, Σικελία, Ιταλία, Φλάνδρα, είχε
σιχαθεί, και είχε φύλλο πορείας να πάρει το αεροπλάνο το ίδιο πρωΐ για Λονδίνο,
κι' από κει για Καναδά. Κι' έμεινε ο ταγματάρχης Μέις, δεν είχε το ανάστημα να
πάρει αποφάσεις.
Εντωμεταξύ, ο Πηρς στον
4ο λόχο καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα. Τηλεφωνάει στην ταξιαρχία να
του πούνε τι να κάνει. Και η ταξιαρχία έστειλε σήμα στην μεραρχία. Και η
μεραρχία έστειλε σήμα πως δεν είναι δική μας δουλειά, είναι δουλειά των
γερμανών, και δεν ανακατευόμαστε. Και το ζήτημα έμεινε εκεί, δεν πήγε παραπάνω
στην ιεραρχία, στο γενικό επιτελείο του σώματος και στον Φουλκς. Ή πήγε, και αυτοί
κάναν τον κινέζο. Διότι εκείνο που τους έκοβε ήταν να μη γίνουν οι γερμανοί
σκορποχώρι, κι' αρχίσουν τις αθρόες λιποταξίες, και ποιός τους μαζεύει. Οπότε
μερικές εκτελέσεις δεν βλάπτουν. Άσε τους γερμανούς να κάνουν παιχνίδι, ξέρουν.
Οι γερμανοί κοινοποίησαν
την επικύρωση του Μπλάσκοβιτς στους καναδούς, και η ταξιαρχία τηλεφώνησε στον
Πηρς να του πει πως η εκτέλεση θα γίνει, κι' αν είχαν έρθει οι γερμανοί για τα
περαιτέρω. Και σε λίγο του το στείλαν και γραπτώς. Και ήρθαν οι γερμανοί. Και
ένιψε τας χείρας του ο Πηρς, και ξεκλείδωσε ένα δωμάτιο που είχε φυλαγμένα τα όπλα,
και τους έδωσε οκτώ γερμανικά ντουφέκια από τα παραδοθέντα, και δεκάξι σφαίρες.
Και έφυγε το εκτελεστικό απόσπασμα σ' ένα καναδέζικο φορτηγό, μαζί με τους δύο
κατάδικους. Κι' έστειλε ο Πηρς τον υποδιοικητή του κι' έναν αρχιλοχία μαζί, μην
εμφανιστούνε τίποτα παρτιζάνοι κι' έχουμε άλλα. Και τους πήγανε εκεί κοντά στον
τοίχο ενός καταφύγιου, και τους εκτελέσανε.
***
Έπιασε κάποια στιγμή ο
Πηρς τον Χόσλινγκερ τον διερμηνέα και τον ρώτησε πως εκτελέσατε δύο ανθρώπους
για λιποταξία σε καιρό ειρήνης. Με μια τόσο ωραία μέρα. Και του λέει ο
Χόσλιγκερ πως αυτοί οι δύο ήταν λιποτάκτες, κι' άμα τους αφήναμε να γυρίσουνε,
θα κάνανε παιδιά και θα τους λερώνανε κι' αυτωνών τα μυαλά.
Οι εκτελέσεις
μαθεύτηκαν, και δεν ήταν μόνο ο Μπεκ και ο Ντόρφερ, ήταν και πεντέξι άλλοι, σε άλλα
στρατόπεδα. Και είχανε τσαντιστεί οι καναδοί οι αξιωματικοί και φαντάροι στις
μονάδες. Αλλά και οι παρτιζάνοι τάχαν πάρει, και δεν δίνανε άλλους λιποτάχτες
στους καναδούς. Οπότε στις 17 Μαΐου αλλάξανε οι διαταγές. Στο εξής, τα
γερμανικά στρατοδικεία δεν μπορούσαν να επιβάλλουν ποινές πάνω από δύο χρόνια, oύτε να εκτελούν καταδίκες σε θάνατο χωρίς την έγκριση των καναδών.
Τον ίδιο μήνα έγινε και
η εκκένωση των αφοπλισθέντων στρατευμάτων. Με γερμανική τάξη, ακρίβεια και
πειθαρχία, και με λεπτομερές σχέδιο που κατέστρωσε το επιτελείο του
Μπλάσκοβιτς. Οι καναδοί δώσαν απλώς το οκέι. Και πήγανε από κει που ήρθανε, σε
στρατόπεδα στην Γερμανία, εκεί στον Ρήνο. Από το 1946 και μετά άρχισαν να τους αμολάνε να πάνε
σπίτια τους.
Μετά από λίγο, φύγανε και οι καναδοί. Γυρίσανε
στον Καναδά με δόξες και τιμές. Και βρήκαν και οι ολλανδοί την ησυχία τους.
Γιατί εδώ που τα λέμε, είχαν αρχίσει να τους βαριώνται, τους απελευθερωτές.
***
Τον Σεπτέμβρη του 1966 συνέβη
κάτι. Το Σπήγκελ δημοσίευσε ένα άρθρο για την εκτέλεση του Μπεκ και του
Ντόρφερ, με μαρτυρίες και στοιχεία και ντοκουμέντα από το υπουργείο αμύνης του
Καναδά. Έτσι έμαθαν οι αδερφές του Μπεκ τι είχε συμβεί με τον αδερφό τους. Και
η μια τους κατέθεσε μήνυση κατά του Κον, ο οποίος ήταν τώρα αρχιδικαστής στην
Κολωνία. Αθωώθηκε τελικώς ελλείψει αποδείξεων, αλλά έγινε ντόρος πολύς σ' όλη
την Ευρώπη. Ο Κον πήγε να τα ρίξει στους καναδούς, πως ήταν δική τους έμπνευση,
τα ναυτοδικεία. Αλλά δεν είπε ονόματα.
Πήραν συνέντευξε κι' από
τον διοικητή τον Στάιν, ο οποίος τώρα ήταν 76 χρονών συνταξιούχος, και είπε αυτός
πως δεν ήθελε αρχικά να πάρει τον Μπεκ και τον Ντόρφερ στο εργοστάσιο, αλλά ένας
καναδός στρατηγός τού είχε πει πως έπρεπε να τους περάσει ναυτοδικείο, και τότε
τους πήρε να τους δικάσει. Και είπε επίσης πως έτσι κι' αλλιώς δεν πειράζει η
εκτέλεση, δεν έχασε και τίποτα η Γερμανία, γιατί οι λιποτάκτες μετά γίνονται όλοι
εγκληματίες.
Ο καναδός πρέσβυς στην
Βόννη είπε πως η όλη υπόθεσις είναι τρικυμία σ' ένα φλυτζάνι τσάι. Και ο
υπουργός αμύνης του Καναδά είπε στην βουλή πως το άρθρο του Σπήγκελ στερείται
παντελώς βάσεως.
Πλην όμως ο υπουργός εδέχετο
τα πυρά της αντιπολίτευσης για άλλα θέματα, οπότε οι καναδέζικες εφημερίδες το
τραβήξανε κι' άλλο. Και τελικώς διατάχθηκε έρευνα από το δικαστικό του στρατού.
Ρωτήσανε και τον Πηρς. "Προσπαθήσαμε να το σταματήσουμε, πιστέψτε με, αλλά
δεν γινόταν τίποτα." Αυτά είπε. Και είπε και ο Φουλκς σε μια εφημερίδα πως
δεν ήξερε πως οι γερμανοί είχαν δικά τους στρατοδικεία, και πως η ασφάλεια των
καναδών στρατιωτών και το καλό των αμάχων ολλανδών τον απασχολούσε πιο πολύ από τους γερμανούς.
Υπό το βάρος των ευρημάτων
της έρευνας και την όλη φασαρία βγήκε ο υπουργός και το παραδέχτηκε, ναι είπε, έχουμε
ευθύνη. Αλλά ποιό το κέρδος να το πάμε παραπέρα μετά από τόσα χρόνια; Και ξεχάστηκε
το ζήτημα.
Το 1997 ξανάγινε η δίκη
του Μπεκ στην Γερμανία, και αθωώθηκε. Επί τω λόγω που ήταν εβραίος, και η
λιποταξία ήταν δικαιολογημένη, αφού κινδύνευε η ζωή του.
Το 2002 ακυρώθηκαν με νόμο
όλες οι καταδίκες για λιποταξία επί Ράιχ.
Αποζημιώσεις δεν δοθήκανε.
Αλλά δεν βαριέσαι, ο Μπεκ και Ντόρφερ δικαιωθήκανε έστω και αργά, κι' αυτό έχει
σημασία.
Η μουζική: When I Grow Too Old to Dream, με την Vera Lynn, του Sigmund Romberg.
https://www.youtube.com/watch?v=W1vXsbqZnK4
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου