I'm forever blowing bubbles

Gerard Dou, Still Life with a Boy Blowing Soap-bubbles, 1635-36

 

I'm forever blowing bubbles,

Pretty bubbles in the air.

They fly so high,

Nearly reach the sky,

Then like my dreams,

They fade and die.

Fortune's always hiding,

I've looked everywhere,

I'm forever blowing bubbles,

Pretty bubbles in the air.

 

Τραγούδι του Μπροντγουέη, του 1919, σε μουσική του John Kellette και στίχους των James Kendis, James Brockman and Nat Vincent, με το συλλογικό ψευδώνυμο Jaan Kenbrovin

 

Ήτανε ένας ολλανδός και ζωγράφιζε, παλιά, στα 1635. Ήτανε τότε της μόδας να ζωγραφίζουνε συμβολικώς, τι είναι ζωή, τι είναι πλούτος, τι είναι νιάτα, τι είναι ηδονή, τι ομορφιά, τίποτα δεν είναι, ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης, όλα ένας θάνατος είναι στο τέλος. Έπιασε λοιπόν ο ολλανδός κι’ έφτιαξε ένα παιδάκι με ξανθά μπουκλάκια που έκανε σαπουνόφουσκες, και τις κοίταγε που πλέχανε στον αέρα, κι’ εκεί που πλέχανε προς τα πάνω, ζωγράφισε και μια νεκροκεφαλή! Περάσανε τα χρόνια, πάει πέθανε ο ζωγράφος, τον θάψανε. Και να σας τον πω, δεν θα τον ξέρετε. Εκείνο τον καιρό αντιγράφανε όλοι ο ένας τον άλλον, κι’ όλοι ζωγράφιζαν σαπουνόφουσκες και νεκροκεφαλές.

Πέρναγε ο καιρός. Ήτανε τώρα ένας άλλος ζωγράφος, εγγλέζος, ο Μιλαίη. Αυτός ήταν σε ένα παρεάκι, τους προραφαελίτες, αλλά τους βαριόταν και λίγο, το στυλ τους να πούμε, μπούχτησε. Οπότε είδε τη ζωγραφιά του ολλανδού, και λέει, για στάσου, δεν βάζω τον εγγονό μου να τον ζωγραφίσω να κάνει σαπουνόφουσκες στον αέρα σ’ αυτό το στυλ το ολλανδικό; Γιατί ο εγγονός του είχε επίσης μπουκλάκια ξανθά. Όπερ και εγένετο. Παρέλειψε βέβαια τις νεκροκεφαλές και τις αηδίες του ολλανδού, δεν τις προτίμαγε άλλο ο κόσμος.  

Τώρα ήταν κι’ ένας λόρδος, ο σερ Γουίλιαμ Ίνγκραμ, αυτός ήταν εκδότης, έβγαζε ένα περιοδικό ποικίλης ύλης. Αγόρασε λοιπόν την ζωγραφιά από τον Μιλαίη, ο οποίος δεν ήταν ακατάδεχτος με τις λίρες Αγγλίας. Μάλιστα αγόρασε πακέτο και τα δικαιώματα, κι’ έβαλε τον εγγονό με τις μπουρμπουλήθρες εξώφυλλο στο περιοδικό, έγχρωμο. Έγινε πάταγος, υπήρχαν κάποιοι που βρίζανε τον ζωγράφο διότι θυσίασε τον εγγονό του στον βωμό του κέρδους, αλλά γενικώς άρεσε πολύ η ζωγραφιά.

Την είδε την ζωγραφιά ένας, Τόμας Μπάρατ τον λέγανε. Αυτός ήτανε σώγαμπρος, δηλαδή γενικός διευθυντής στην επιχείρηση του πεθερού του, που ήταν σαπωνοβιομήχανοι μεγάλοι, αυτή η οικογένεια. Αλλά ήταν ο Μπάρατ αυτός διάλέμπαμέσα του, πρωτοπόρος της διαφημίσεως. Και αγοράζει την ζωγραφιά από τον σερ Γουίλιαμ, και τα δικαιώματα μαζί, και βγάζει ρεκλάμα τον εγγονό να κάνει σαπουνόφουσκες να διαφημίζει τα σαπούνια της επιχειρήσεως! Ο σώγαμπρος απεδείχθη χρυσορυχείο δηλαδή, διότι η ρεκλάμα έκανε μεγάλη καριέρα, μέχρι την δεκαετία του είκοσι την βάζανε στα περιοδικά τα εγγλέζικα, αφίσες, και πουλάγανε σαπούνι.


Bubbles (Αρχικός τίτλος A Child's World.) Λάδι του1886, του Sir John Everett Millais.  Εδώ, αναπαραγωγή σε αφίσσα της σαπωνοποιίας Peαrs που εξασφάλισε τα δικαιώματα



Αλλά μεγάλη καριέρα έκανε επίσης και ο εγγονός με τις μπούκλες. Ο οποίος μεγάλωσε εντωμεταξύ, και μπήκε στο Βασιλικό Ναυτικό, και ήτανε μάλιστα να μπαρκάρει αξωματικός με το Κουήν Μαίρη, το καταδρομικό, αλλά πήρε μπαλλάκι για στεριά τελευταία στιγμή, στην υπηρεσία αποκρυπτογραφήσεων, μία μέρα πριν σαλπάρει το Κουήν Μαίρη για την ναυμαχία της Γιουτλάνδης. Πολύ βύσμα! Διότι το στείλανε άπατο οι γερμαναραίοι, το Κουήν Μαίρη, μαζί με το πλήρωμα συμπούρμπουλοι.  Ματαιότης ματαιοτήτων, όλα μπουρμπουλήθρες. Και την γλύτωσε ο εγγονός, και υπηρέτησε και στον Δεύτερο Παγκόσμιο, στις μυστικές υπηρεσίες του Ναυτικού. Κι’ έφτασε στον βαθμό του ναυάρχου, αν αγαπάτε! Ύστερα πολιτεύτηκε κιόλας. Κι’ έμεινε στην Ιστορία με το παρατσούκλι του, ο Μπουρμπουλήθρας, από την ζωγραφιά του παππού του, τόσο μέγκλα ήταν η ρεκλάμα.

Ο Αντιναύαρχος William Milbourne James (1881–1973,) ο επονομαζόμενος Sir Bubbles, από τον Arthur Douglas Wales-Smith



Εκεί στο Λονδίνο ήταν μία περιοχή που την λένε Γουέστ Εντ. Φτώχεια, υποσιτισμός, ασθένειες, ντόκοι, εργοστάσια, μετανάστες, παράγκες, οι πρώτες λαϊκές πολυκατοικίες. Είχε κι’ ένα ναυπηγείο εκεί πάνω στο ποτάμι, που έφτιαχνε καράβια, κυρίως πολεμικά. Λοιπόν, ο διευθυντής του ναυπηγείου λεγόταν Άρνολντ Χιλλ, και ήταν πολύ μυστήριο βαπόρι. Έμενε σ’ ένα διαμερισματάκι, στην ίδια γειτονιά με τους εργάτες του. Και ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε το οχτάωρο, τον καιρό που στην βιομηχανία βαράγανε δεκάωρα και δωδεκάωρα. Ήταν επίσης φυτοφάγος, πρόεδρος της Φυτοφαγικής Εταιρείας Λονδίνου, που είχε και τον Γκάντι στην εκτελεστική επιτροπή, ο Γκάντι ήταν στο Λονδίνο τότε. Έπαιζε και μπάλλα, ο Χιλλ, ερασιτεχνικώς, και στίβο επίσης.  Οπότε είπε να φτιάξει μία ομαδίτσα να παίζουν οι εργάτες του ναυπηγείου. Αλλά η ομαδίτσα πήγαινε καλά, και ανέβαινε τις κατηγορίες, μέχρι που μπήκε πρώτη εθνική. Οπότε ο Χιλλ την έκανε μετοχική περιορισμένης ευθύνης, να πούμε, με μετοχές ν’ αγοράζουν οι υποστηρικταί και οι οπαδοί. Και της άλλαξε όνομα, την βαφτίσαν Γουέστ Χαμ Γιουνάιτεντ, από την γειτονιά. Κι’ άλλαξε φανέλλες, φοράγανε βυσσινί με γαλάζια. Κι’ άλλαξε γήπεδο, νοικιάσαν ένα πατατοχώραφο, το ισιώσανε, το βάφτισαν Μπόλειν Γκράουντ. Γιατί εκεί κοντά ήταν λέει το σπίτι της Άννας Μπόλεϊν, που την καρατόμησε ο σύζυγός της ο Μεγαλειότατος ο Ερρίκος ο όγδοος. Εκεί πήγαινε και την κορτάριζε. Αυτά λέει η παράδοση, διότι αν ήταν αυτηνής το σπίτι δηλαδή, δεν υπάρχουν χαρτιά. Φτιάξαν σιγά-σιγά κερκίδες, και αποδυτήρια. Που στην αρχή οι παίχται ντυνόντουσαν σε μια ταβέρνα κειδίπλα και περνάγανε το δρόμο με τα σώβρακα να πάνε να αγωνιστούν. Μία φορά, σ’ αυτή την ταβέρνα πήγε o Γκάντι, ήταν φίλοι με τον Χιλλ, και ήπιε μία κρήμ σόδα με τους οπαδούς της Γουέστ Χαμ, και συζητάγανε για μπάλλα και για σοσιαλισμό. Διότι του άρεσε του Γκάντι η μπάλλα, κι’ ας σας φαίνεται περίεργο. Η ταβέρνα είναι ακόμα εκεί, Μπόλεϊν Τάβερν λέγεται. Την έχουν βγάλει διατηρητέα.

Το καρνάγιο μόνο φαλίρησε, στα 1911. Δεν άντεξε τον ανταγωνισμό του βορρά, αυτοί ρουφάγανε το αίμα του εργάτη, κρατούσαν το κόστος εργασίας χαμηλά, κάνανε καλύτερες προσφορές, άντε να τους κάνεις ζάφτι. Πήγε ο Χιλλ στον Τσώρτσιλ που ήταν λόρδος του ναυαρχείου, να του δώσει καμιά παραγγελία κι’ αυτουνού, κανά καταδρομικό ξερωγώ, εις μάτην. Κι’ ας πηγαίνανε για πόλεμο και χτίζανε αβέρτα καράβια. Να επιβιώσει ναυπηγείο με φιλοεργατική πολιτική και  φιλελεύθερη κυβέρνηση, γίνεται; Δεν γίνεται.

Αλλά η ομάδα πήγαινε πρίμα, κράτησε και το παλιό έμβλημα, που είχε δύο σταυρωτά σφυριά, αυτά που είχανε για να μπήγουν τα πυρωμένα πιρτσίνια στις λαμαρίνες των πλοίων. Λόγω παραδόσεως, ξερωγώ. Και η ομάδα την λέγανε χαϊδευτικώς Τα Σφυριά. Και παίξανε Τα Σφυριά και Τελικό Κυπέλλου στο Γουέμπλεϊ το 1923, αν θέλετε να ξέρετε. Και παρ’ ολίγον να κερδάγανε.

Billy "Bubbles" Murray


Εκείνα τα χρόνια είχε και ένα σχολείο κοντά στο γήπεδο. Εκεί ήταν κι’ ένας μαθητής, ο Μπίλλη Μάραιη, που τον φωνάζαν κι’ αυτόν Μπουρμπoυλήθρα. Ο λόγος ήταν διότι είχε μπουκλίτσες κι’ έμοιαζε με τον άλλον, τον εγγονό του ζωγράφου στην διαφήμιση. Αλλά ήταν πιο μορτάκος αυτός, όχι βουτυρόπαιδο σαν τον ναύαρχο. Και ο οποίος έπαιζε μπάλλα στην σχολική ομάδα. Εντωμεταξύ, ο διευθυντής του σχολείου ήτανε πολύ ποδοσφαιρόφιλος. Και για να εμψυχώσει τον Μπουρμπουλήθρα και την ομάδα του, τραγούδαγε ένα τραγούδι της επιθεώρησης που είχε έρθει από την Αμερική, και ήταν πολύ του συρμού.

Μπουρμπουλήθρες κάνω πάντα

ωραίες μπουρμπουλήθρες στον αέρα

πετάνε ψηλά

φτάνουν σχεδόν στον ουρανό

και σαν τα όνειρά μου μετά

ξεθωριάζουν και πεθαίνουν.

Η Τύχη πάντα μου κρύβεται

έψαξα παντού.

Μπουρμπουλήθρες κάνω πάντα

ωραίες μπουρμπουλήθρες στον αέρα…

 

Εντωμεταξύ, ο εν λόγω διευθυντής ήταν φίλος με τον βοηθό προπονητού της Γουέστ Χαμ, τον Τσάρλη Πέηντερ, και ήξερε και αρκετούς παίχτες της. Οπότε του λέει δεν τον παίρνεις τον μικρό να τον δοκιμάσεις; Και τον πήρε αυτός δοκιμαστικό. Έπαιξε ο Μπουρμπουλήθρας σε κάτι φιλικά, του τραγούδαγε ο διευθυντής τις Μπουρμπουλήθρες, δεν ήθελε πολύ, κόλλησε η κερκίδα κι’ άρχισε να τραγουδάει κι’ αυτή μαζί.

Κι’ ήτανε η μελωδία τόσο πιασάρικη που συνεχίζανε να την τραγουδάνε και χωρίς να παίζει ο Μπίλλη Μάραιη. Διότι ο Μπουρμπουλήθρας δεν επέπρωτο να κάνει καριέρα στο ποδόσφαιρο. Χάθηκαν τα ίχνη του, δεν ξέρουμε τι απέγινε και πως. Πάντως σε επίσημο αγώνα της Γουέστ Χαμ δεν έπαιξε ποτέ. Μπουρμπουλήθρες, σαν τα όνειρα ξεθωριάζουν και πεθαίνουν…

Αλλά και Τα Σφυριά, τα πήρε ο διάολος και τα σήκωσε. Ο Χιλλ δεν ασχολιόταν πια, ήθελε να κάνει κάτι με μια μηχανή αυτοκινήτου, αλλά δεν τα κατάφερε. Λίγα χρόνια μετά, πέθανε. Από αρθρίτιδα. Και στην ομάδα έκανε κουμάντο ο προπονητής, o Σιντ Κινγκ, τριάντα χρόνια ήτανε στο τιμόνι, τον είχαν κάνει και μέτοχο. Ο οποίος έπινε, τελευταίως είχε ξεφύγει, την προπόνηση την είχε αναλάβει ο βοηθός, ο Τσάρλη Πέηντερ, που ήταν πολύ εντάξει, έμοιαζε και του Χεμινγουαίη. Είχανε ωραία επίθεση, ωραία ανάπτυξη, είχανε φτιάξει πάσινγκ γκέημ πριν εφευρεθεί το πάσινγκ γκέημ. Αλλά στην άμυνα είχανε θέματα. Διότι ο Κινγκ δεν έπαιρνε νέους παίχτες. Υπήρχαν υπόνοιες πως διοχέτευε τα λεφτά στην τσέπη του. Οπότε το 1931 Τα Σφυριά ξαναπέσανε στην βήτα εθνική. Ο Κινγκ παραφρόνησε εντελώς ένεκα του γεγονότος και της μπέβας, και σε μία συνεδρίαση της διοικούσης επιτροπής μπήκε μέσα τύφλα, τους έβρισε. Όπου τι να κάνουνε αυτοί, υπάρχουν και όρια, του κόψανε ένα μικρό επίδομα λόγω δοκίμου και μακροχρόνου υπηρεσίας, και τον απολύσανε. Και αυτός στην βουρλισία του έπιασε και έφκιαξε ένα κοκτέηλ τζην, ουίσκη, ξερωγώ τι έβαλε, μαζί με βιτριόλι, και τόπιε, και πάει πέθανε.

Ανέλαβε ο Τσάρλη Πέηντερ. Αλλά η κατάσταση δεν άλλαξε. Πάντως ο κόσμος φόραγε την κουστουμιά την καλή και συνέρρεε στο γήπεδο. Όπως οι άλλοι στο θέατρο, να πούμε. Και οπωσδήποτε καπέλο, άλλοι ρεπούμπλικα, οι περισσότεροι τραγιάσκα, πιο του λαού. Κορδέλλες, κονκάρδες, κασκώλ, ροκάνες, μπάντες, ενθουσιασμός, φαντασμαγορία, μπουρμπουλήθρες…




Μπόλεϊν, δεκαετία του 30


Έρχονται τώρα οι άλλοι και σου λένε άλλα, δεν ξέρεις τι να πιστέψεις. Όχι αγαπητέ, τις Μπουρμπουλήθρες τις είπανε στο Μπόλεϊν Γκράουντ μόνο από τον Πόλεμο και μετά. Δηλαδή βαράγαν οι σειρήνες, έτρεχε ο κόσμος να κρυφτεί στα υπόγεια, κι’ εκεί τραγουδάγαν τις Μπουρμπουλήθρες να πάρουν θάρρος, που τους είχαν κοπεί τα ήπατα από τους βομβαρδισμούς του Χίτλερ. Σταμάταγαν οι σειρήνες, μαζεύονταν στο γήπεδο να δουν την ομάδα να παίζει. Λειψή, διότι οι μισοί είχαν φύγει φαντάροι. Σε λειψό πρωτάθλημα, τοπικό, οι επίσημες διοργανώσεις είχαν διακοπεί λόγω του πολέμου. Και ξανατραγουδάγαν τις Μπουρμπουλήθρες, να πάρουν θάρρος οι παίχται. Και οι οπαδοί να κάνουνε κουράγιο, αν είναι να τους σκάσουν τίποτα μπόμπες στο κεφάλι, ας το πάρει ο διάολος κι’ αυτό.

Τα τσικό στο Μπόλεϊν, γύρω στα 1930.

Το Γουέστ Χαμ μαρτύρησε κείνα τα χρόνια, κι’ όλο το Δυτικό Λονδίνο το ρημάξανε. Διότι τι θα χτυπήσουν οι γερμανοί; Τους ντόκους, τα πλοία, τις εγκαταστάσεις, τις αποθήκες, την βαριά βιομηχανία, τις πυκνοκατοικημένες περιοχές με τους εργάτες. Το 1945 έπεσε μία ιπτάμενη βόμβα ακριβώς στο σημείο του κόρνερ, το διέλυσε το γήπεδο. Μετά, τα εντός τα παίζανε όπου βρίσκανε.

Vera Lynn


Η Βέρα Λύν ήταν η Βέμπω της Αγγλίας. Σ’ όλο τον πόλεμο τραγούδαγε για τους φαντάρους, τους ναύτες, τους αεροπόρους, μέχρι την Μπούρμα πήγε και τραγούδησε. To έργο του Κιούμπρικ που λέει Πεντάγωνο καλεί Μόσχα το έχετε δει; Είναι αυτή που τραγουδάει στο τέλος που σκάνε τα πυρηνικά. Ε, αυτή ήταν βαμμένη βυσσινί και γαλάζιο, Γουέστ Χαμ έως μυελού οστών, γεννήθηκε και μεγάλωσε εκεί παραδίπλα. Και όταν τέλειωσε ο πόλεμος και το διορθώσανε, τραγούδησε τις Μπουρμπουλήθρες μέσα στο Μπόλεϊν Γκράουντ, το 1947. Χαμός. Πέθανε 101 χρονών πέρυσι, και την θάψαν με στρατιωτικές τιμές. Τέτοια φίρμα.

Η περιοχή όλη γης μαδιάμ εκείνα τα χρόνια. Είχανε βάλει και κάτι τολ να στεγάσουνε τους άστεγους. Μέναν ανθρώποι εκεί μέχρι την δεκαετία του εξήντα. Πάντως η ανάπτυξις άργησε αλλά ήρθε. Το Δυτικό Λονδίνο βγήκε τελικώς από την εποχή του Τζακ του Αντεροβγάλτη. Γύρισε ο τροχός, και ο πτωχός είναι γνωστόν τι έκανε. Κύπελλο το 1964, Κύπελλο το 1972, Κύπελλο το 1980. Και Κύπελλο Κυπελούχων 1965.

Νεόδμητα πλάι στο γήπεδο, 1972


 Πρωτάθλημα μηδέν. Και τέρμα τα δίδραχμα, αυτά είναι τα τρόπαια των Σφυριών μέχρις σήμερον. Εν πάση περιπτώσει, δεν κάνουν οι τίτλοι την ομάδα, η ομάδα κάνει τους τίτλους. Η σπουδαιότερη διάκριση της Γουέστ Χαμ είναι το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Διότι η Εθνική Αγγλίας ήταν ο Μουρ, ο Πήτερς, και ο Χαρστ, τα παιδιά της Γουέστ Χαμ, αυτοί πήρανε τον τελικό από τους γερμαναραίους. Στο Γουέμπλεϊ μέσα αυτό. Τι θα πει δεν πέρασε η μπάλα τη γραμμή, και ο λάισμαν ήταν κουμουνιστής, και τι έδειξε η ψηφιακή τεχνολογία, και μας τα λέτε αυτά πενήντα χρόνια μετά, και μπουρμπουλήθρες! 


Πήτερς, Χαρστ, Μούρ, και Ρέη Γουίλσον της Έβερτον. Πιο δεξιά, Τζωρτζ Κοέν της Φούλαμ και Τζάκι Τσάρλτον της Ληντς.

                    
 

Τους φτιάξανε και άγαλμα, η ομάδα μαζί με τας δημοτικάς αρχάς. Έξω από την ταβέρνα της Μπόλεϊν της καρατομημένης. Οι πρωταθληταί πανηγυρίζουν. Το έργο δείχνει τους τρεις της Γουέστ Χαμ στον Τελικό του Γουέμπλεϊ, κι’ ακόμα έναν, της Έβερτον, αυτός βρέθηκε να σηκώνει τον Μπόμπι στην πλάτη του, δεν γινόταν να μην τον βάλουν στο άγαλμα. Γιατί ήταν και στην φωτογραφία.

Στην βαθμολογία, σταθερά στη μέση της Πρέμιερ τα τελευταία χρόνια. Άμα κατέβεις παρακάτω, φλερτάρεις τον υποβιβασμό. Κι’ αν ανέβεις, είναι μαθηματικώς βέβαιον πως θα σκάσεις ως την σαπουνόφουσκα της ζωγραφιάς. Γιατί αν δεν σκάσεις, αν μείνεις αιωνίως στην κορυφή, κάτι ανώμαλο συμβαίνει μ’ εσένα.

Στις 16 Μαΐου 1999 συνεννοηθήκανε 23.680 κόσμος μέσα στο Μπόλεϊν και γεμίσανε τον αέρα σαπουνόφουσκες! Το έγραψε το Γκίνες, το μεγαλύτερο πλήθος που έκανε συντονισμένα σαπουνόφουσκες ποτέ. Η ματαιότητα αγκαλιάζει την Αθανασία!

Το 2001 αναβαθμίσανε το γήπεδο. Βάλανε στη φάτσα δύο παπαριές σαν πύργους. Να θυμίζουνε λέει το σπίτι της Άννας Μπόλειν που ήταν εκεί δίπλα. Που το σπίτι της Άννας Μπόλεϊν το είχανε γκρεμίσει το 1955. Που δεν θύμιζε το σπίτι της Άννας Μπόλεϊν με τίποτα, θύμιζε την Ντίσνεϊλαντ. Τέτοια κιτσιά δεν ξανάγινε στην παγκόσμια Ιστορία του ποδοσφαίρου, δίπλα του η Φιλαδέλφεια είναι Παρθενώνας δηλαδή. Αλλά δεν πειράζει. Μπουρμπουλήθρες.

Μαζευόταν ο κόσμος πριν από το μάτς, έπινε τις μπύρες του στην παρακείμενη Μπόλεϊν Τάβερν, έτρωγε φισεντσίπς και τσηζμπέργκερ, και κάτι παμπ παραδίπλα, και πήγαινε μετά να δει το ματς, να τραγουδήσει τις Μπουρμπουλήθρες, να πέσει σε έκσταση, να ερωτευτεί τον Ντι Κάνιο και τον Τέβες, ξερωγώ. Ωραία περνάγανε. Αλλά δεν τους άρεσε, των διοικούντων, και αποφασίσανε να μετακινήσουν την έδρα της ομάδος λίγο πάρα πέρα, στο Ολυμπιακό Στάδιο του Λονδίνου. Που δεν ήξερε τι να το κάνει ο Μπόρις μετά τους Αγώνες να το κάνει απόσβεση. Το πήρε η Γουέστ Χαμ. Μεγαλύτερη χωρητικότητα, πάρκινγκ, ανέσεις, εκτός οικισμού. Στο ντέρμπι με την Μίλγουωλ να σφάζονται τα παιδιά με την ησυχία τους, να μην ενοχλούν.

Να είσαι οπαδός είναι σαν να ανεβαίνεις στο τραινάκι του λουναπάρκ. Σε τραβάει μέχρι την κορυφή της κούρμπας. Εκεί μετεωρίζεσαι για λίγο, ίσα να δεις τον κόσμο από ψηλά, να ζήσεις την θέωση για μια στιγμή. Μετά βουτάς στο χάος, σε καταπίνει ο ίλιγγος, κι’ ένας λίγος θάνατος καραγκιόζης. Τσιρίζουνε όλοι, και γελάνε στα μούτρα ενός Χάρου γελοίου, απίθανου, ασθενικού. Οι οπαδοί φτιάχνουν σαπουνόφουσκες από ψευδαισθήσεις θριάμβου με καρικατούρες καταστροφής. Μόνο που μέσα στο Μπόλεϊν έχουν συνείδηση της αυτοεξαπάτησης. Και αυτήν την συνείδηση, την εξομολογούνται τραγουδιστά.

Τελευταίος ασπασμός στο ματς με την Γιουνάιτεντ, στις 10 Μαΐου 2016. Κέρδισαν οι γηπεδούχοι 3-2. Με το σφύριγμα, οι τελευταίες Μπουρμπουλήθρες στο Μπόλεϊν Γκράουντ.

Μετά το γκρέμισαν, το αξιοποίησαν πολυκατοικίες.  

Βλέπω το βίντεο και μούρχεται να δακρύσω. Διότι σκέφτομαι πως αν δεν ήταν αυτός που έγραψε τις Μπουρμπουλήθρες, ο Κενμπρόβιν, ο οποίος ήταν τρεις στιχουργοί συγχρόνως, και ο συνθέτης που έβαλε την μουζική, ο Κελέτ,  και ο Μπίλλη Μάρεη που δεν έπαιξε ποτέ επισήμως στην ομάδα, και ο Τσάρλη Πέηντερ ο προπονητής που τον έβαλε να τον δοκιμάσει, και η Βέρα Λυν η φίρμα του Πολέμου, και ο καριόλης ο Χίτλερ που βομβάρδισε το Λονδίνο, και πιο πριν ο ζωγράφος ο Μιλαίη, ο οποίος πούλησε την ζωγραφιά με τον εγγονό του τον ναύαρχο στον σερ Γουίλιαμ τον εκδότη, που κι’ αυτός τον πούλησε στον σώγαμπρο με τα σαπούνια και το διαφημιστικό δαιμόνιο,  και ο Χιλλ ο χορτοφάγος, και το ναυπηγείο, και οι εργάτες με τα σφυριά τους, οι παίχτες και οι οπαδοί της Γουέστ Χαμ, ακόμα κι’ εκείνος ο ολλανδός ζωγράφος στην αρχή-αρχή, που ζωγράφησε ένα πιτσιρίκι να κάνει σαπουνόφουσκες το 1635, και ο Μπόμπι Μουρ ο αρχηγός, και o Τζεφ Χαρστ το δοκάρι κι' έξω που μέτρησε, και ο Μάρτιν Πήτερς το δεύτερο γκολ, αν δεν ήταν όλοι εκείνοι, θέλω να πω, τι θα τραγουδάγανε τώρα αυτοί εδώ;

Τίποτα.  

Οι οπαδοί, το άγαλμα, και η ταβέρνα της Μπόλειν με τα κόκκινα τούβλα


Σημειώσεις

Τελευταίο I'm Forever Blowing Bubbles, στο Boleyn πριν γκρεμιστεί, στις 10 Μαΐου 2016.

https://www.youtube.com/watch?v=Sw1Sx8KCM88  

 Η Βέρα Λυνν τραγουδάει I'm Forever Blowing Bubbles, ολόκληρο.

https://www.youtube.com/watch?v=UQ97jkVnX0A

Μία εκτέλεση του 1919. Κρατάει 102 χρόνια το σουξεδάκι, και συνεχίζει.

https://www.youtube.com/watch?v=dNV6wCQfcoA

Το Boleyn Ground συχνά αναφέρεται και ως Upton Park. Ήταν το όνομα της περιοχής, μεταξύ West Ham και East Ham. Πήρε το όνομά της όταν χτίστηκε, στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν υπήρχε ποτέ πάρκο εκεί.

Το γκολ του Τζεφ Χαρστ που έκρινε τον Τελικό Αγγλίας-Γερμανίας του 1966 κατακυρώθηκε εσφαλμένα, από λάθος του επόπτη, ή μπορεί και επίτηδες. Η ψηφιακή ανάλυση του φιλμ έδωσε τέλος στις συζητήσεις για την εγκυρότητα του γκολ. Όχι όμως για την πρόθεση του επόπτη. Τι ακριβώς έγινε, εδώ:

https://www.youtube.com/watch?v=ROn1Z22T9fo

 

Σχόλια

  1. Όλα τούτα ίσως πετάξουν και χαθούν σε λίγη ώρα από το νου μου όπως οι μπουρμπουλήθρες. Μα θα μου μείνει για λίγο παραπάνω η χαρά από μια ιστορία που διάβασα τόσο όμορφα ειπωμένη

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ου παντός πλειν ες Κόρινθον

Τον Νίκο τον γνώρισα ακουσίως.

Επί Δικαίου και αδίκων