Ο Μίκης, ο Χρόνης Μίσσιος, και τα παϊδάκια.

 


Τον Χρόνη Μίσσιο τον γνώρισα μια βραδιά που φάγαμε μαζί παϊδάκια σε μια ταβέρνα στο Καπανδρίτι. Ήταν χειμώνας, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 80. Περάσαμε πολύ ωραία, και η συζήτηση εξαιρετική, για τα επίκαιρα, για τα παλιότερα, όλα.

Λέγαμε για τον Σαββόπουλο. Εγώ, εκείνο τον καιρό, τα Τραπεζάκια Έξω τα θεωρούσα ως έκφραση μιας νέας ελληνικότητας, της οποίας η Ορθοδοξία ήταν ένα έξτρα αξεσουάρ, αν ήθελες την έπαιρνες μαζί με τον υπόλοιπο δίσκο, αν δεν ήθελες πάλι, δεν την έπαιρνες, κι' αν ο Σαββόπουλος ήθελε τελοσπάντων να τα γυρίσει και να θρησκέψει, δικός του ήταν λογαριασμός. Γιατί, στο φινάλε και ο Μίκης δεν ήταν κωλοτούμπας; Που κατέβηκε με το Εσωτερικό, είδε που δεν περπατάει, και κατέβηκε με το Εξωτερικό να βγει βουλευτής;*

Να τι μου είπε, ο Μίσσιος.

-Άκου, εγώ τους ξέρω και τους δύο, ήμουνα γραμματέας στους Λαμπράκηδες της Θεσσαλονίκης, τον ένα τον είχα καθοδηγούμενο, και τον άλλο καθοδηγητή, ήταν πρόεδρος της οργάνωσης. Και θα σου πω ένα πράμα, ο ένας υπολογίζει κάθε του κίνηση όπως τον βολεύει και με κάθε λεπτομέρεια, ένας οπορτουνιστής είναι, αλλά ο άλλος δεν μπορείς να τον κρατήσεις κακία, αυτά που λέει τα πιστεύει, όσο αλλοπρόσαλλα κι' αν είναι. Διότι είναι τρελλός. Ο Μίκης, για να καταλάβεις, δεν συνειδητοποιεί τις συνέπειες του τι κάνει και τι λέει. Και δεν έχει καμία απολύτως συναίσθηση του κινδύνου. Άλλο να φοβάσαι, και παρ' όλα αυτά να τραβάς μπροστά, αυτό είναι φυσιολογικό. Κι' άλλο πράμα να τραβάς μπροστά γιατί πιστεύεις πως απλώς ο κίνδυνος είναι ανύπαρκτος. Τέτοιο είδος ανθρώπου, δεν έχω γνωρίσει άλλον.

-Θα σου πω μιαν ιστορία. Ήταν τότε που είχαν δολοφονήσει τον Λαμπράκη. Κι' ήρθε ο Μίκης στην Θεσσαλονίκη να μιλήσει. Εμείς, ζούσαμε απάνω μέσα στην πιο μαύρη τρομοκρατία, να φανταστείς δεν τολμούσαμε να βγούμε μόνοι μας στον δρόμο μη μας σακατέψουνε, πάντα πηγαίναμε τρεις-τρεις, ή και περισσότεροι. Έφερα λοιπόν πέντε παλληκάρια από τους οικοδόμους να τον φυλάνε, κάτι θηρία ανήμερα, δύο μέτρα ο καθένας. Να φυλάνε τον Μίκη. Τον πάμε στο ξενοδοχείο, και καθόμασταν μπάστακες. Νάσου λοιπόν ο Μίκης, κάνει ένα ντους, ξυρίζεται, σενιάρεται, με ζώνουν εμένα τα φίδια...

-Μίκη, για που τόβαλες; του λέω. Άρχισε να τα μασάει αυτός, και τι, λογαριασμό θα σου δώσω, όπου γουστάρω πάω, νταντά μου είσαι, τέτοια. Μίκη, δεν πρόκειται να πας πουθενά, του ξαναλέω. Εδώ δεν είναι Αθήνα, εδώ είναι ζόρικα τα πράματα, δεν μπορείς να βγαίνεις μόνος σου νυχτιάτικα και να μην ξέρουμε που πας. Τίποτα, αυτός. Θα πάω.

-Με τα πολλά, το σκάει το παραμύθι. Του είχε τηλεφωνήσει μια κοπέλα, άγνωστη, δεν την είχε ξαναδεί, και τούχε κλείσει ραντεβού, τράβα γύρευε που έμαθε σε ποιό ξενοδοχείο ήταν ο Μίκης. Αδύνατο, του λέω, αυτοί εδώ μπορεί να σούχουν στήσει παγίδα, να σε σκοτώσουν, να σε μπλέξουν με καμιάν ανήλικη, να σε πάρουν φωτογραφίες, ό, τι μπορεί να βάλει ο νους σου. Αμετάπειστος, αυτός. Και τι σε βάλαν, δερβέναγα στον πούτσο μου; Έτσι μούλεγε.

-Με τα πολλά συμβιβαστήκαμε, να πάμε όλοι μαζί, ο Μίκης, εγώ και τρία θηρία από τους Λαμπράκηδες οικοδόμων. Μια και δυό, μπαίνουμε στον βάτραχο -είχε μία Σιτροέν βάτραχο τότε- ο Μίκης στο τιμόνι, δίπλα εγώ, τα τρία θηρία στριμωγμένοι πίσω. Και τραβάμε για την Όλγας. Τότε εκεί πέρα ήταν ερημιά, κατεβαίναν λύκοι, δεν είχαν μπαζώσει ακόμα την παραλία. Φτάνουμε λοιπόν προς τη Μαρτίου κάπου, ήταν μία έπαυλη εκεί, θεοσκότεινη, σα Χίτσκοκ. Κατεβαίνουν τα νταμάρια, χτυπάνε το κουδούνι, ανοίγει μία κοπελίτσα, ένα κανονικό κορίτσι, τίποτα ύποπτο ή παράξενο ή μυστηριώδες. Μια ξαδέρφη της ήταν στους Λαμπράκηδες και της είπε για το ξενοδοχείο. Μπαίνουν αυτοί στην έπαυλη, κάνουν μια γύρα, καθαρή η έπαυλη. Γυρνάνε πίσω, πάει ο Μίκης στο σπίτι, οι άλλοι καθήσαμε στο αυτοκίνητο.

-Δεν προλάβαμε να κάνουμε τσιγάρο, και νάσου ο Μίκης, βγαίνει, γυρνάει πίσω. Τσιμουδιά εμείς, βάζει μπροστά, φεύγουμε. Τι έγινε, ρε Μίκη; τον ρωτάω με τα πολλά. Οπότε γίνεται αυτός πυρ και μανία, άει σιχτίρ, λέει, μπορώ να γαμήσω με τρεις μαντράχαλους να μου κρατάν φανάρι απόξω από την πόρτα; Αλλά μάλλον έφυγε γιατί η κοπέλα δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμενε. Αυτό είναι το πιο πιθανό. Και τάβαλε μαζί μας.

-Γι’ αυτό σου λέω, από άνθρωπο που δεν φοβάται θάνατο, τι να του καταλογίσεις. Μίκης είναι, ό,τι θέλει κάνει.

Αυτά μου είπε, αυτά σας λέω. Και τα θυμήθηκα αυτά πολλές φορές από τότε.

Τα παϊδάκια, η ρετσίνα, καταπληκτικά.


*Τότε δεν είχε πάει ακόμα με τον Μητσοτάκη.


Η μουζική: Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου. Σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, με την Μαίρη Λίντα. 

https://www.youtube.com/watch?v=WYy3PKzgaVI

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ου παντός πλειν ες Κόρινθον

Τον Νίκο τον γνώρισα ακουσίως.

Επί Δικαίου και αδίκων