Περιπέτεια στη Νότιο Καρολίνα






Ο Νέγρος δεν υπάρχει. Όχι παραπάνω από τον Λευκό.
                                                            Φραντς Φανόν


Ήτανε μία εξώλης και προώλης. Που την έχανες που την έβρισκες, Φωκίωνος Νέγρη, Σελέκτ, Οριεντάλ, στην Κουίντα, που παίζανε μετά οι Φόρμινξ, τραβιότανε μ' ένανε, που ήτανε μετά στους Φόρμινξ, όχι τον Παπαθανασίου, ούτε τον Ντέμη Ρούσσο, έναν άλλον, ποδοσφαιρισταί, ηθοποιοί, μετά και με τον Μπάρκουλη, τότε είχε ξεκινήσει αυτός, είχε και αυτοκίνητο, και με ένα τεντημπόη μετά, αυτόν τον πιάσαν που έριχνε γιαούρτια, και τον κουρέψανε και τον βάλαν στην εφημερίδα. Κι' άλλους πολλούς είχε, εξώλης και προώλης. Από μικρή αυτά, μόλις είχε βγάλει το Γυμνάσιο.

Τέλος πάντων, απελπισμένοι οι γονείς της, καλοί άνθρωποι. Ο μπαμπάς της είχε υφάσματα στην Ερμού. Αλλά δεν είχε το εκτόπισμα να της επιβληθεί. Η μαμά της, μεγάλο μαράζι, μωρή βρες κανέναν να παντρευτείς τώρα που είναι νωρίς, τίποτα αυτή, φωνές, παντόφλα, ξύλο, χαμπάρι δεν έπαιρνε, της γέλαγε στα μούτρα της, δεν μαζευόταν.

Δεν είχε κάτι παθολογικό, δηλαδή, να είναι μητρομανής, ξερωγώ. Αλλά της άρεσε το τσουτσούνι, η αλητεία. Κι' εδώ που τα λέμε, ποιός την έπαιρνε, αυτή είχε γίνει διαβόητη σε όλη την Αθήνα, εκείνα τα χρόνια, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα, φυλάγονταν τα κορίτσια.

Είδε κι' απόειδε η μάνα της, είχε μία αδερφή παντρεμένη στην Αμερική, στο Τσάρλεστον, Νότιος Καρολίνα. Είχανε μπακάλικο, καλά πήγαινε το μαγαζί. Της λέει αυτή η αδερφή δεν την στέλνεις εδώ κανά μήνα, έχει γαμπρούς να, με τη σέσουλα, καλές οικογένειες, ελληνοαμερικάνοι, ευκατάστατοι, θα της αρέσει. Πες πες, την έψησε, λοιπόν την μικρή να πάει στο Τσάρλεστον. Διακοπές. Έστειλε και μια φωτογραφία της, να προετοιμάσει η αδερφή της το έδαφος.

Πάει στο Τσάρλεστον, η λεγάμενη. Ήρθαν τα συμπεθέρια επίσκεψη, είχε κάνει ροζμπήφ η θεία. Ο γαμπρός εντωμεταξύ, λίγο αλλήθωρος. Αλλά είχε ο πατέρας του εστιατόριο, Ολύμπους Μάουνταιν λεγόταν, γερή επιχείρηση, όλη η Ομογένεια έτρωγε εκεί, την είχε πιάσει και την πιπίλιζε η θεία της, τι να πει αυτή η έρμη. Έλα όμως που ήτανε πολύ μελαχροινή, μαυροτσούκαλο. Στην φωτογραφία που στείλανε φαινόταν πιο άσπρη, δηλαδή. Και ξινίσανε τα συμπεθέρια, αυτή σου λέει σαν μαύρη είναι, τι θα πει ο κόσμος, γιατί εκεί στην Αμερική είχαν πρόβλημα οι έλληνες, οι αμερικάνοι δεν του είχανε για εντελώς άσπρους, τους έλληνες. Αναλόγως της περιπτώσεως, βέβαια. Οπότε αρχίσανε τις τσιριμόνιες, αυτά τα συμπεθέρια, να το σκεφτούμε λίγο, είναι και μικρά τα παιδιά, λέγανε. Και αραιώσανε τις επαφές.

Αυτή δεν το έφερε και πολύ βαρέως με τον αλλήθωρο, χέστηκε. Ε, είπε μια μέρα να πάει βόρτα στη μαρκέτα, να δει τα καταστήματα. Της είπανε το λεωφορείο, τάδε νούμερο, θα κατέβεις εκεί. Μπαίνει μέσα, άδειο το λεωφορείο, πάει και κάθεται μπροστά μπροστά. Την αγριεύει ο οδηγός, κάτι έλεγε στα αγγλικά, δεν καταλάβαινε αυτή γρυ. Σταματάει στον αστυνόμο, την τραβάνε στο τμήμα. Τους λέει αυτή το θείο της, το μπακάλικο, οδός, αριθμός, τηλέφωνο, τάχε γραμμένα μη χαθεί, ειδοποιάνε, έρχεται ο θείος άρον άρον. Του λένε αυτή είναι μαύρη, όχι να λέει αυτός, ελληνίδα είναι, να το διαβατήριο, να η βίζα, επίσκεψη ήρθε. Επίσκεψη, ξεεπίσκεψη, και οι έλληνες μαύροι είναι, να λέει ο αξωματικός, τι πήγε κι' έκατσε στους λευκούς; Ε, όχι και μαύροι οι έλληνες, να λέει ο θείος, που δώσαμε τα φώτα μας στην Οικουμένη, κι' ο Περικλής, και ο Αλκιβιάδης, ξερωγώ, πάνε στο δικαστή, να μην πολυλογώ, την άφησε αυτός, ξεμπέρδεψαν.

Αλλά είχε πάθει ψυχολογικό σοκ, το κορίτσι. Εντωμεταξύ τα μάθανε αυτά στην Ομογένεια, τους κάνανε πέρα λες κι' ήτανε λεπροί. Οπότε εξαφανίστηκαν οριστικώς και οι συμπεθέροι με τον αλλήθωρο. Αλλά κι' εκείνη δεν ήθελε να δει κανέναν, ούτε να πάει πουθενά, ούτε μόνη της, ούτε με τους θείους της. Καθόταν όλη τη μέρα στο μπακάλικο, και κοίταζε τους πελάτες που ψωνίζανε. Τώρα, στο μαγαζί πηγαίνανε πολλοί μαύροι. Είχανε κι' έναν μπακαλόγατο, υπάλληλο δηλαδή, κι' αυτόν μαύρο. Οπότε μια μέρα μπαίνει μέσα στο μαγαζί ένα μαυράκι, φόραγε κι' ένα καπέλο του μπαίηζμπολ, πολύ γούστο είχε, να ζητιανέψει καμιά καραμέλα. Έλειπε το αφεντικό, ο θείος δηλαδή, οπότε του δίνει ο μπακαλόγατος ένα παγωτό της μηχανής, είχανε και παγωτό μηχανής, βανίλια και σοκολάτα. Αλλά εκείνη την ώρα που τόγλυφε γυρνάει ο θείος, κάτι ξέχασε και γύρισε, προλαβαίνει όμως το μαυράκι, το βάζει το παγωτό στο κεφάλι του, βάζει και το καπέλο αποπάνω. Αλλά έκανε ζέστη, καλοκαίρι ήταν, κι' έλιωσε η βανίλια, κι' έτρεχαν τα ζουμιά πάνω στα μούτρα του. Την βλέπει την βανίλια ο θείος, αλλά δεν κατάλαβε, νόμιζε πως ήταν ιδρώτας, άντε τράβα από δω του λέει, μπουχός το μαυράκι.

Εκείνη την στιγμή κοιταχτήκανε αστραπιαίως στα μάτια, πολύ βαθιά όμως. Μετά, ρίχναν ματιές δήθεν αδιάφορα. Αυτός σκευότανε κοίτα να δεις, και όμορφη είναι, και καλή καρδιά έχει, που δεν με έδωσε στο αφεντικό, που πάει να πει πως με γουστάρει. Κι' αυτή σκεβότανε πολύ συμπαθής αυτός, τόσες μέρες ήταν Αμερική και άλλον έτσι συμπαθητικό άνθρωπο δεν είχε δει, να συμπονάει το παιδάκι. Ήταν και νόστιμος, ψηλός, μ' ένα κορμί σπαθί, κάτι καστανά μάτια βελούδο, την είχε φάει εντωμεταξύ η μοναξιά και η απελπισία, εκεί στο Τσάρλεστον της Νότιας Καρολίνας. Οπότε έφυγε τελικώς ο θείος να πάει στη δουλειά του. Κι' αυτοί βγάλαν τα μάτια τους πάνω σε κάτι σακιά ζάχαρη, στην αποθηκούλα. Μεσημέρι ήταν, ψυχή δεν πάταγε στο μαγαζί.

Φαίνεται πως είδε αστεράκια με τον μπακαλόγατο, αυτή. Και όχι μόνο σεξουαλικώς, διότι είχε πάει σχολείο αυτός, είχανε ξεχωριστά σχολεία οι μαύροι τότε, και ήθελε να φύγει, να πάει στη Νέα Υόρκη, Ιλλινόη, ξερωγώ, να σπουδάσει φιλοσοφία, υπαρξισμό. Και της εξηγούσε, μαύροι, άσπροι, κατά βάθος δεν υπάρχουν, όλα στο κεφάλι μας μέσα είναι, και της έφερνε παράδειγμα την περίπτωσή της, στην Ελλάδα είσαι άσπρη, εδώ είσαι μαύρη, παλαβομάρες. Γέλαγε αυτή, που δεν καταλάβαινε τι θα πει δεν υπάρχουν μαύροι και άσπροι. Κι' αυτός της είπε ξανά πως άσπροι μαύροι, γυναίκες, άντρες, αμερικάνοι, έλληνες, δεν έχει και πολύ σημασία, γιατί συνεχώς πρέπει να εφευρίσκουμε τον εαυτό μας, άμα θέλουμε να είμαστε άνθρωποι.

Τέλος πάντων, της εξήγησε και πως αυτό που κάνανε είναι πολύ επικίνδυνο, μπορεί να τους πιάνανε και να τους βάζαν φυλακή, οπότε μιλιά στο θείο και στη θεία, και το χειρότερο είχε και την Κλουκλουκλάν, οπότε έβαλε τα γέλια αυτή, ποιός κλάν; Κι' αυτός της έλεγε γέλα εσύ, εμένα θα πιάσουνε και θα μου τον κόψουνε και θα με κρεμάσουνε από το δέντρο. Κι' αυτή του λέει μα καλά, κι' εσύ μαύρος, κι' εγώ μαύρη, τι τους κόφτει τι κάνουμε; Κι' έβαλε πάλι τα γέλια. Και της λέει αυτός, αυτό ακριβώς σου λέω, όποτε τους συμφέρει είσαι μαύρη, κι' όποτε τους συμφέρει άσπρη, άρα δεν υπάρχουν άσπροι και μαύροι. Οπότε σοβάρεψε αυτή, ήτανε πολύ έξυπνος έτσι που της τα εξηγούσε απλά, αλλά που να το φανταστεί που γίνονται αυτά στην Νότιο Καρολίνα, και τελικώς ποιά ήταν κι' αυτή η ίδια, ούτε που ήξερε πια, ήταν ελληνίδα, ήταν μαύρη, αλλά πως γίνεται μαύρη ελληνίδα, άρα ήταν άσπρη, και δηλαδή τι θα πει ελληνίδα και άσπρη και μαύρη; Καλά της τάλεγε αυτός, είχε χάσει τον εαυτό της, κι' έπρεπε να τον εφεύρει από την αρχή, κι' αυτό την φόβιζε πιο πολύ απ' όλα, οπότε από τον φόβο τον άρπαξε, και δώστου ξανά, στενάξανε οι ζάχαρες.

Εντωμεταξύ, και οι θείοι δυσφορούσαν, διότι κινδύνευαν να γίνουν οι απόβλητοι της Ομογένειας, με το μαυροτσούκαλο. Που είχε διαταράξει την ζωή της κοινότητας. Και δεν έβλεπαν την ώρα να την γυρίσουν πίσω στην Ελλάδα. Οπότε δεν της έδιναν και πολλή σημασία, έβρισκε αυτή ευκαιρία, σουρτούκευε, έβγαινε, έβλεπε τον μπακαλόγατο, ε, προσέχανε και κάπως, πηγαίνανε στο δωματιάκι του, πάθος μεγάλο. Είχε βρει κι' ένα αγγλοελληνικό λεξικό αυτός, να συνεννοούνται καλύτερα.

Ώσπου έφτασε η ώρα της επιστροφής. Του έδωσε την διεύθυνσή της, στην Αθήνα, να έχουνε αλληλογραφία. Κι' έβαλε τα κλάματα.

Γύρισε Αθήνα, στα μαύρα πανιά η μάνα της κι' ο πατέρας της που δεν ευοδώθηκε το προξενιό, θ' αρχίσει πάλι τα ίδια λέγανε, χαθήκαμε. Αλλά αυτή είχε αλλάξει. Σελέκτ, Οριεντάλ, Φωκίωνος Νέγρη, πήγαινε. Αλλά δεν είχε εκείνη τη λύσσα την παλιά, σταυροκοπιόταν η μάνα της, Άγιε μου Γεράσιμε, μεγάλη σου η χάρη. Όχι πως είχε γίνει καμιά αγία, αλλά τους βαριόταν, αυτουνούς τους τζιτζιφιόγκους που τραβιόταν παλιά. Οπότε κι' αυτοί αμολήσανε καλούμπα. Βρήκε άλλες παρέες. Γι' άλλο λόγο είχε πάει στη Νότιο Καρολίνα, κι' άλλο πράγμα της συνέβη εκεί. Ήτανε τελικώς τόσο μεγάλος ο κόσμος. Ο κόσμος μέσα της, κυρίως. Της έγραψε αυτός κανά δυό γράμματα. Πήγε τελικώς στη Νέα Υόρκη και σπούδαζε φιλοσοφία. Της είπε να πάει να τον βρει. Το σκεφτότανε. Αλλά μετά χαθήκανε.

Έγραφε για χρόνια στον Ταχυδρόμο, και μετά σε άλλα περιοδικά, και εφημερίδες. Καλλιτεχνικά, βιβλία, μουσική, τέτοια. Δεν παντρεύτηκε.

Τώρα, πως γνώρισε τον Χατζιδάκι, δεν ξέρω ακριβώς. Ούτε κι' αν τον γνώρισε, διότι μπορεί την ιστορία να του την μετέφερε κάποιος τρίτος. Πάντως ο Χατζιδάκις θα διασκέδασε πολύ, αφού την έφτιαξε και τραγούδι. Μπορεί βέβαια και να τον γνώρισε μετά. Το τραγούδι το τραγούδησε η Βουγιούκλω, σε δισκάκι σαρανταπεντάρι, από μπροστά είχε το νιάου βρε γατούλα.






Το τραγούδι: η περιπέτεια στη Νότιο Καρολίνα, με την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Του 1959.

Η ζωγραφιά: Le nègre n’est pas. Pas plus que le blanc. Παστέλ σε ακρυλικό, 7Χ10 cm.



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ου παντός πλειν ες Κόρινθον

Τον Νίκο τον γνώρισα ακουσίως.

Επί Δικαίου και αδίκων