IV. Francis Thucydides Beauregard (Ο Εικονολήπτης, συνέχεια.)
Εγώ κι' ο Μπόρεγκαρντ, στην Πάνω Μερά.
Ξύπνησα νωρίς, ο ήλιος δεν είχε σκάσει ακόμη στην
παραλία. Έριξα μια βουτιά να ξυπνήσω και πήρα το μονοπάτι που πάει προς την
Χώρα, και πιοπριν στρίβει προς την στάνη του Θύμιου, στην Πάνω Μερά. Ήθελα να δω τι ζωγράφιζε τελευταίως, και
να του μιλήσω για το Άλμπατρος.
Ο Φράνσις Τ.
Μπόρεγκαρντ με περίμενε σε μια πεζούλα με λιόδεντρα, εκεί που κάνει φουρκέτα το
μονοπάτι για να πάρει μετά τον ανήφορο. Είχε φτιάξει καφέ και με
περίμενε. Φορούσε το ίδιο γαλανογκρί χιτώνιο με τον κίτρινο ξεθωριασμένο πέτο,
τα κεντήματα στα μανίκια και τα αγυάλιστα μπρούτζινα κουμπιά. Ίδιος όπως τον
είχα πρωτοσυναντήσει, ακούρευτος κι αξύριστος, ένα κεχριμπαρένιο κουβάρι μαλλιά
και γένια, δεν είχε ασπρίσει. Είχε το ίδιο ανέκφραστο γαλανογκρί βλέμμα, δύο
τόνους λιγότερο ξεβαμμένο από το χιτώνιο του στρατού της Συνομοσπονδίας. Φόραγε
τις ίδιες πεταλωμένες μπότες με τα σπιρούνια. Πιο κει κούναγαν την ουρά τους
δύο άλογα. Στην σέλα του ενός κρεμόταν η
σπάθα του η κυρτή του ιππικού, το κολτ και η καραμπίνα του, μια Σαρπς μοντέλο
1859.
-Μπονζούρ μον αμί, είπε
και μούδωσε το τσίγκινο μαστραπαδάκι με τον καφέ.
Μου τον είχαν κάνει
δώρο στα γενέθλιά μου, τον Φράνσις Τ. Μπόρεγκαρντ, όταν ήμουν δέκα χρονών. Κι'
είχε ενταχθεί στον ετερόκλητο προσωπικό στρατό μου, αποτελούμενο από μία
ντουζίνα τσολιάδες, μία ντουζίνα φρουρούς του Μπάκιγκχαμ, δεκατέσσερις
λοκατζήδες με άσπρους επενδύτες καλοκαιριάτικα, άλλη μία ντουζίνα σκωτσέζους με
κιλτ, δύο ναύτες, τρεις αρχαίους με δόρατα και ασπίδες και περικεφαλαία,
εικοσιένα φαντάρους με χακί στολές καλοκαιρινές και κράνη (ο ένας αξιωματικός,
κι' άλλος ένας νοσοκόμος,) δυο τρείς οπλίτες της αεροπορίας με μπερέ, τρείς
ημίγυμνους μαύρους με ακόντια, δύο αξιωματικούς με πηλίκιο και επίσημη στολή
της Αεροπορίας, ο ένας καλοκαιρινή, και κάτι άλλους που δεν τους θυμάμαι. Αυτοί
πολεμούσαν στον κήπο εναντίον με κάτι μονόχρωμες φιγούρες που μοίραζε το κλιν ή
κάποιο άλλο απορρυπαντικό, πραγματικά καθίκια που πάντα σκοτώνονταν και
ανασταίνονταν μετά, γιατί ήταν ηλίθιοι, κι' η ηλιθιότης είναι ανίκητη, και
ευτυχώς, διότι χωρίς ηλίθιοι σταματάει και το παιχνίδι. Γενικώς ήταν ύπουλοι
και επικίνδυνοι ηλίθιοι, και ο Φράνσις Τ. Μπόρεγκαρντ ήταν εθελοντής στις πιο
επικίνδυνες αποστολές εναντίον τους. Ποτέ δεν ζήτησε προαγωγή ή κάποια
διοίκηση. Απλώς τον άκουγαν όλοι, ακόμη και οι αξιωματικοί της Αεροπορίας που
ήταν οι γενικοί διοικητές (επιεικείς και καλοπροαίρετοι.) Δεν φώναζε. Δεν
διεκδικούσε. Δεν ήταν κακός. Δεν φοβόταν. Δεν ήταν ενθουσιώδης. Δεν ήταν
ηγέτης. Ήταν.
Τέλος πάντων, όλο αυτό
το συνοθύλευμα, ξύπνιοι μαζί και χαζοί, εξαφανίστηκε σε μία απέλπιδα
προσπάθεια του πατέρα μου να ωριμάσω και να κοιτάω τα μαθήματά μου. Ο Φράνσις
Τ. Μπόρεγκαρντ υπήρξε κι' εκείνος θύμα της φριχτής αυτής εκκαθάρισης, που με
στέρησε από ένα σημαντικό μέρος του παρελθόντος μου.
Την πραγματική ιστορία
του την ολοκλήρωσα πολύ αργότερα καθώς, σε εφηβική πια ηλικία, το ενδιαφέρον
μου για τον αμερικανικό Εμφύλιο αναζωπυρώθηκε. Είχα δει τον Καλό, τον Κακό και τον Άσχημο, εκείνη την εποχή.
Ο Φράνσις Τ.
Μπόρεγκαρντ ήταν γνήσιο τέκνο της Λουϊζιάνας, με γαλλικές, ιταλικές, ισπανικές
και ουαλικές ρίζες. Μεγάλωσε σε μιαν έπαυλη, μέσα σε μια φυτεία ζαχαροκάλαμου
με μαύρους σκλάβους. Στο σπίτι περνούσαν υπέροχα, μίλαγαν γαλλικά, ήταν η
μητρική τους γλώσσα αναντάν μπαμπαντάν, διάβαζαν και γαλλικά περιοδικά, είχαν
γαλλίδες γκουβερνάντες και δασκάλες και μαύρες σκλάβες και κηπουρούς κι' απ'
όλα. Έτσι, ο μικρός Φράνσις Τ. Μπόρεγκαρντ έμαθε άπταιστα κρεολικά, που ήταν
κάτι γαλλικά περίεργα, που τα μιλούσαν οι μαύροι. Στην Λουϊζιάνα υπήρχαν
αρκετοί μαύροι και μιγάδες, κατά το μάλλον ή ήττον λευκόμαυροι, αλλά είχε και
άσπροι μιγάδες, οι οποίοι μιλούσαν είτε γαλλικά, είτε κρεολικά, είτε και τα
δύο, και αρκετοί απ' αυτούς ήταν ελεύθεροι, κι' άλλοι πάλι όχι. Δηλαδή μπορεί
να ήσουν εντελώς άσπρος και να είσαι σκλάβος, δεν είχε πολλή σημασία.
Ψιθυριζόταν πως κάποιοι απ' όλους αυτούς τους καφεολέ ήταν συγγενείς του Φράνσις
Τ. Μπόρεγκαρντ, ξαδέλφια του, ή ακόμη και αδέλφια του. Γιατί ο πατέρας του
-όπως και πολλοί λευκοί δουλοκτήτες- γαμούσε τις σκλάβες του με το στανιό. Αλλά
και μιαν ξαδέλφη του Φράνσις, άσπρη αυτή, την πιάσαν να ρουφάει τον χυμό από το
ζαχαροκάλαμο ενός μαύρου της φυτείας, που τον ήξερε ο Φράνσις. Είδαν και πάθαν
να καλύψουν το σκάνδαλο. Ο μαύρος, που τον λέγαν Ιωνά, το έσκασε γιατί θα τον κρεμάγανε,
τον συνάντησε αργότερα ο Φράνσις να ντουφεκάει τις περιπόλους των Νοτίων στο
Μπαγιού. Το Μπαγιού είναι το Δέλτα του Μισσισσιπή, έλη, κάτι κορκόδειλοι πους τους λένε αλειγάτωρες, τέτοια. "Εσύ εδώ, Ιωνά!" είπε ο ένας. "Εσύ εδώ, μικρέ αφέντη
Φράνσις!" είπε κι' ο άλλος. Και γελάγανε όλο έκπληξη.
Ο Μπόρεγκαρντ στο Μπαγιού
Αλλά υπήρχαν και άλλου
είδους γαλλικά στην Λουϊζιάνα, τα καζούν. Αυτά τα μίλαγαν απόγονοι των
ακκάδιων, που τους έδιωξαν παλιότερα από τον Καναδά οι άγγλοι. Οι άσπροι
κρεολοί δεν τους ήθελαν στην αρχή τους ακκάδιους, γιατί ήταν πρόσφυγες,
μπατιράκια. Μετά όμως, που κάπως αποκαταστάθηκαν, άρχισαν να παντρεύονται
ακκάδιοι και ντόπιοι μεταξύ τους. Ο Φράνσις Τ. Μπόρεγκαρντ τάμαθε και τα
καζούν. Κι' επειδή μερικοί ακκάδιοι αναμιχθήκανε με τους ινδιάνους τους
τσοκτώου, ε, φτιάχτηκε και μία άλλη διάλεκτος, καζούν με πολλές ινδιάνικες
λέξεις. Τα τσοκτώου θα τα μάθαινε ο Φράνσις αργότερα, στον καιρό του Εμφυλίου.
Γενικώς ο Φράνσις Τ. Μπόρεγκαρντ ήταν πολύ κοινωνικός. Άλλωστε κι' αυτός
κρεολός ήταν. Διότι κρεολοί ελέγοντο όλοι οι ντόπιοι, ήγουν όσων οι πρόγονοι
είχαν έρθει από αλλού, αλλά αυτοί οι ίδιοι είχαν γεννηθεί στην Λουϊζιάνα.
Δηλαδή άσπροι, μαύροι, ανάμικτοι, όλοι κρεολοί ήταν. Αλλά άμα ερχόσουν από τη Βαλτιμόρη, να πούμε,
ή το Σικάγο, δεν ήσουν κρεολός. Ούτε μίλαγες όλες αυτές τις γλώσσες, γιατί δεν
τις ήξερες, μίλαγες εγγλέζικα άμα ερχόσουν από τη Βαλτιμόρη. Κατανοητό; Ε,
λοιπόν, τον Φράνσις Τ. Μπόρεγκαρντ ποσώς τον ενδιέφεραν όλα αυτά, άσπροι
μαύροι, μιγάδες, ινδιάνοι, αφού όλες τις γλώσσες τις μίλαγε απταίστως,
ανεξαρτήτως συγγενείας. Γιατί τους συγγενείς σου δεν τους διαλέγεις, αλλά άμα
μιλάς πολλές γλώσσες γνωρίζεις κόσμο. Και οι γκόμενες είναι όλες ωραίες.
Εν πάσει περιπτώσει,
δεκατεσσάρων ετών τον έβαλαν εσωτερικό σε ένα σχολείο στην Νέα Υόρκη. Έτσι και
αγγλικά έμαθε, και τα τσιλιμπουρδίσματα με τις μελαχρινές έως βαθύ μελαχρινές
του τα σταματήσαν. Ύστερα σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Γουέστ Πόιντ, που
είναι η Σχολή Ευελπίδων της Αμερικής, αλλά τότε έβγαζε και πολιτικούς
μηχανικούς να φτιάχνουν φρούρια, ναυστάθμους, γέφυρες, τέτοια. Από κει βγήκε
ανθυπολοχαγός του μηχανικού. Με την απόσχιση της Λουϊζιάνας, που έγινε κι' ο
Εμφύλιος μετά, παραιτήθηκε από τον ομοσπονδιακό στρατό και κατατάχθηκε στο
ιππικό της Συνομοσπονδίας. Αυτό επέβαλε η πατριωτική του τιμή ως λουϊζιανιανός,
αλλά και λόγω η αριστοκρατική του καταγωγή ως Μπόρεγκαρντ. Άλλωστε, είχε κι'
έναν θείο, τον μετέπειτα διάσημο Pierre Gustave Toutant Beauregard, ο οποίος είχε επίσης σπουδάσει στο Γουέστ Πόιντ
μηχανικός, και ο οποίος παραιτήθηκε επίσης από τον ομοσπονδιακό στρατό, και
έγινε τελικώς στρατηγός των Νοτίων. Οι Νότιοι ήταν η Συνομοσπονδία και οι
Βόρειοι η Ομοσπονδία, να μην μακρηγορώ. Αυτός ο θείος έμεινε στην ιστορία
επειδή έδωσε το "πυρ" κι έπεσε η πρώτη κανονιά, κι άρχισε ο πόλεμος
Βορείων και Νοτίων. Δηλαδή Ομοσπονδιακών και Συνομοσπονδιακών. Αλλά και να μην το έδινε αυτός το
"πυρ", κάποιος άλλος θα το έδινε. Και για να μην νομίζετε πως όλα
αυτά τα κατεβάζω από την γκλάβα μου, γκουγκλάρετε "Pierre Gustave Toutant Beauregard" να δείτε πως
ό,τι λέω εδώ είναι εκατό τοις εκατό αυθεντικό.
Όμως ο Φράνσις ήταν βαθιά ενωτικός, και
ένθερμος οπαδός της κατάργησης της δουλείας. Μπροστά από την τιμή της
οικογενείας έβαζε την συνείδησή του, αυτή που τον έκανε Άνθρωπο, αυτό που τον
ξεχώριζε από τους άλλους ανθρώπους και τα ανθρωπάκια, ακόμη πιο πολύ κι' απ' το
όνομά του. Και η συνείδησή του έλεγε πως δεν μπορεί να παρατηρεί παθητικά την
δυστυχία των μαύρων, και συγχρόνως να κουβεντιάζουνε, φιλαράκια και δεν τρέχει
κάστανο. Άσε τις τρέλλες με τις μαυρούλες, που δεν μπορούσε την υποκρισία. Εδώ,
αν τους αφήνανε όλους αμολυτούς, σε λίγα χρόνια όλα τα παιδάκια ανεξαιρέτως θα
ήταν από καφέ σκέτο μέχρι καφεολέ ανοιχτό, σκεφτόταν. Αυτή την κατάσταση, να μην επιτρέπεται τόνα
και τάλλο, την αισθανόταν σαν αναπηρία τρόπον τινά. Οπότε είπε αει σιχτίρ στον
Νότο. Και πήγε με τους Βόρειους. Ώστε να αποκατασταθεί η φυσική τάξη της
ποικιλότητος, η οποία προάγει την εξέλιξη των ειδών. Αυτό το κατάλαβε ο Φράνσις πριν εφευρεθεί ο Δαρβίνος.
Λιποτάκτησε, λοιπόν.
Έγινε διαβόητος στην Λουϊζιάνα, στον Μισσισιπή, στο Τέξας, ως την Βόρειο
Καρολίνα. Ήτανε κατάσκοπος και σαμποτέρ, ανατίναξε τραίνα και γέφυρες, έκοψε
την αλυσίδα που έκλεινε τον Μισισσιπή προς την Νέα Ορλεάνη, βύθισε το θωρηκτό
που το λέγαν Μανάσσας, οργάνωσε
εξεγέρσεις, θέρισε πληροφορίες και έσπειρε παραπλάνηση, κι' αναμφίβολα πρόδωσε
πατρίδα και στολή, αυτή την γκριθαλασσί με το κίτρινο πέτο και τα αγυάλιστα
κουμπιά και το μικρό πηλίκιο με τον μαύρο τετράγωνο γείσο, που συνέχιζε να
φοράει για να ξεγελάει τους δικούς του τους Νότιους, αυτός που ήταν πια με τους
Βόρειους.
Είχαμε τώρα βγει στην
Άνω Μερά, στα βορεινά πλατώματα του νησιού, μέσα στα χωράφια, τα θερισμένα ή τα
χέρσα. Τ' άχυρο του σταριού λίγο ξεχώριζε χρωματικώς από τ΄ αγριόχορτο, ο ήλιος
είχε σηκωθεί, κι' όλα σάλευαν στο μελτέμι και στο τρικυμισμένο μυαλό του Βαν
Γκόγκ. Μόνο τ' άλογα περπατούσαν αργά σε κείνο το χρυσαφένιο χαλί που όλο
λικνιζόταν στο φως. Πότε πότε χλιμιντράγανε.
-Αναρωτήθηκες ποτέ τι
είναι το Τ ανάμεσα στο όνομα και το επίθετό μου; με ρώτησε. "Δεν είναι
Toutant όπως του θείου Pierre Gustave. Ω! Ο φτωχός ο θείος, ένας ήρωας με
ανιψιό προδότη!" κάγχασε. "Το μεσαίο μου όνομα είναι Thucydides.
Μόνος μου αποφάσισα να το αλλάξω."
-Πως κι' έτσι; ρώτησα.
-Βίοι παράλληλοι,
βάλθηκε να μου εξηγεί. "Και οι δύο πολεμήσαμε για την δημοκρατία,
γνωρίζοντας πως συγχρόνως πολεμούσαμε και για τον ιμπεριαλισμό. Εκείνος για την
Αθήνα, εγώ για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν δεις το θέμα με ιστορικούς όρους,
κάπως αφηρημένους, βέβαια."
-Άσε τις μαλακίες,
Μπόρεγκαρντ, είπα. "Πολέμησες για την κατάργηση της δουλείας, ναι ή
όχι;"
-Ναι, απάντησε χωρίς
ίχνος δισταγμού. "Πολέμησα εναντίον της κοινωνικής μου τάξης, μιας
αντιπαραγωγικής οικονομικής ελίτ γαιοκτημόνων που πλούτιζε μόνο μέσα από την
εξαθλίωση όλων των άλλων, μαύρων, λευκών, μιγάδων, ινδιάνων και μεταναστών.
Διότι πρέπει να ξέρεις πως ελάχιστοι λευκοί είχαν δούλους. Στην πραγματικότητα,
οι μικροί κτηματίες δεν άντεχαν στον ανταγωνισμό, και στο τέλος έχαναν και την
φυτεία και τους δούλους, φαλίριζαν. Δηλαδή οι πλούσιοι γίνονταν ολοένα και
πλουσιώτεροι, αλλά συγχρόνως ολοένα και λιγοτεροι. Και οι φτωχοί όλο και πιο φτωχοί,
και όλο και περισσότεροι, μαύροι και άσπροι ανάκατα. Πολέμησα τουτέστιν ένα
αντιδραστικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα, που θα κατέρρεε έτσι κι' αλλιώς,
όπως πήγαινε. Πολέμησα για την ελευθερία, για την ισότητα και την Δημοκρατία.
Πολέμησα για την πρόοδο, την ανάπτυξη, την τεχνολογία, την γενική ευημερία. Μα
συγχρόνως πολέμησα για κάτι που δεν το θέλησα, για τον καπιταλισμό, για τους
βιομήχανους και τους τραπεζίτες του Βορρά, για τους βαρόνους των σιδηροδρόμων,
για τους σφαγείς των ερυθροδέρμων, πολέμησα για τους μεγαλοεκδότες και τους
διεφθαρμένους πολιτικούς της Ουώσινγκτον. Πολέμησα για τις μελλοντικές Ηνωμένες
Πολιτείες, την αλαζονική υπερδύναμη που επιβλήθηκε στα δύο τρίτα του πλανήτη με
πραξικοπήματα και βία όλον τον επόμενο αιώνα και τον μεθεπόμενο. Και ξέρεις τι
είναι το πιο παράξενο; Δημοκρατία και ιμπεριαλισμός γεννήθηκαν μαζί, οι
δημοκρατίες έβαλαν τα θεμέλια του ιμπεριαλισμού. Αυτό είναι κατ' εξοχήν
αντίφαση, δεν είναι; Αλλά δεν υπάρχει τρόπος να ζήσεις την εποχή σου χωρίς να
αποδέχεσαι αυτήν την αντίφαση ως πραγματικότητα. Αυτό μας διδάσκει ο
Θουκυδίδης. Στο χέρι μας όμως είναι να βρούμε την λύση της. Αυτό μας το
έμαθε ο Μαρξ και ο Έγκελς."
-Σε θαύμαζα, είπα.
"Γιατί δεν γύρισες πιο νωρίς;"
-Επειδή με θαύμαζες,
είπε όλο αυτοπεποίθηση ο Φράνσις Τ. Μπόρεγκαρντ. "Δεν ήθελα να γίνεις σαν
εμένα. Ήμουν ξοφλημένος, με είχαν συνθλίψει οι Συμπληγάδες της Ιστορίας. Άκου,
ο πόλεμος δεν άφησε τίποτε όρθιο, ούτε στην Λουϊζιάνα, ούτε στην φυτεία της
οικογένειάς μου. Οι Μπόρεγκαρντς χρεωκόπησαν, με τον πόλεμο τα χάσαμε όλα. Δεν
είχα που την κεφαλή κλίναι. Η Ουώσιγκτον έστειλε στην Λουϊζιάνα μια συμμορία
αγύρτες και κερδοσκόπους, που αντί να την ανοικοδομήσουν κοιτάγανε να την
σοδομήσουν, να βάλουν στη τζέπη τους τα λεφτά της ανοικοδόμησης. Και δεν έφτανε
αυτό, οι εξαθλιωμένοι λευκοί, ταπεινωμένοι και ηλίθιοι -να φανταστείς,
αποκαλούσαν εαυτούς Ιππότες της Λευκής
Καμέλιας- δολοφονούσαν τους απελεύθερους μαύρους που πήγαιναν οι άμοιροι να
για πρώτη φορά στην ζωή τους να ψηφίσουν. Κοντολογής, η Δημοκρατία είχε έρθει
στον Νότο θριαμβεύτρια μετά βαΐων και κλάδων, πλην όμως σακατεμένη και
μισότρελη, πιο πολύ κι' από τα ηττημένα παλικάρια του Ρόμπερτ Λή. Δεν είχα θέση
σ' αυτήν την πατρίδα εγώ. Είχα πολεμήσει με τους νικητές και είχα βρεθεί με
τους νικημένους. Έφυγα στην Γαλλία, ήθελα να πάψω να είμαι αμερικανός, ήθελα να
είμαι γάλλος, καρμπονάρος και αριστοκράτης, όπως ο Ναπολέων ο Μικρός όταν ήταν
μικρός. Γιατί αυτό λεγόταν για τον Ναπολέοντα τον Μικρό πριν γίνει
αυτοκράτορας, πως ήταν καρμπονάρος. Όμως έπεσα πάνω στον πόλεμο του 1870,
βρέθηκα πετσοκομμένος στο σφαγείο του Σεντάν, ύστερα στα οδοφράγματα της
Κομμούνας, απελπισμένος σαν άδειο ντουφέκι και σαν ήρωας του Εμίλ Ζολά. Στον Τοίχο των Ομοσπόνδων παρίσταινα το πτώμα
ανάμεσα στα πτώματα των εκτελεσθέντων. Κι' απ' την Μαδρίτη ως το Μπιρ Χακεΐμ,
νάρκες και συρματόπλεγμα, λεγεωνάριοι και σενεγαλέζοι φαντάροι, εμείς που
σώσαμε την Ευρώπη και την Οικουμένη, κατακάθια, καμμένο πετρέλαιο και κορδίτης
αντί για λιβάνι, ποιός τους θυμάται; Καταλαβαίνεις τώρα γιατί δεν γύρισα τόσον
καιρό; Ένας χαμένος ήμουν στην Ιστορία του Κόσμου, ένας Κολασμένος της Γης. Δεν
είμαι ο ήρωας που νόμιζες μικρός...
-Καλά, και τώρα γιατί
γύρισες; είπα. Με τσάντιζε αυτή η όλα μαζί ευπατρίδικη, αλλά και επαναστατική,
όλο ριζοσπαστική διαύγεια σκέψη του, που συγχρόνως την αναιρούσε ο πεσιμισμός του, η μοιρολατρεία του, και η μελοδραματική του πόζα.
-Γιατί τώρα μπορείς
επιτέλους να καταλάβεις, απάντησε ο Μπόρεγκαρντ. "Από την Αφρική δεν
γύρισες κι' εσύ; Ένας Κολασμένος είσαι επίσης. Έγινες δηλαδή ο εαυτός σου,
χωρίς δανεικές εξιδανικεύσεις. Έζησες τον δικό σου κίνδυνο, γνώρισες την δική
σου ήττα, αυτήν που την έφτιαξες μόνος σου, την κέρδισες, αυτή είναι η νίκη
σου. Εγώ δεν είμαι παρά ένα κομμάτι από το παρελθόν σου. Στην πραγματικότητα,
εσύ έφτιαξες τον Φράνσις Τ. Μπόρεγκαρντ. Ήμουν
αυτός που ήθελες να είσαι, ένας
εξεγερμένος τυχοδιώκτης και γαμιάς, ήμουν συγχρόνως και κάτι που φοβόσουν να
μην είσαι, ένας πτυχιούχος μηχανικός,
ένας σκεπτόμενος ορθολογιστής σαν τον πατέρα σου, και ακόμη καλύτερος. Όλα αυτά
σου είναι άχρηστα, τώρα πια που βρήκες τον δικό σου τρόπο να υπάρξεις."
-Και λοιπόν; είπα.
-Λοιπόν, γύρισα για να
μπω στο Μουσείο σου.
Ο Θύμιος μας κοίταζε
καθώς πλησιάζαμε στην στάνη.
Ο Θύμιος, βοσκός και ζωγράφος
Ώσπου φτάσαμε. Κοίταζε μια εμένα μια τον Φράνσις.
Πως θα του εξηγούσα την παρουσία αυτού του σαρδανάπαλου στο οροπέδιο με τους
Αη-Γιώργηδες και τις κατσίκες; Πως θα του εξηγούσα πως πρόκειται για το Ιδανικό
Εγώ μου, το οποίο και με παράτησε γιατί ήθελε το καλό μου, και γύρισε για
να μπει στο Μουσείο μου;
Από μακριά ακούστηκε
θόρυβος από μηχανάκι, κι' ένα σύννεφο σκόνης ανέβηκε. Ευτυχώς, διότι με έβγαλε
από την δύσκολη θέση. Πάνω στην ώρα ερχόταν ο σώγαμπρος χωροφύλακας, ταχύς και
μοχθηρός. Θα του είχαν κάνει πάλι παράπονα για τις ζωγραφιές του Θύμιου, κι'
ερχόταν να τον ψάλει.
Ο Μπάτσος του Νησιού
Τωόντι, ο χωροφύλακας
είχε έρθει για τον Θύμιο, αλλά μόλις είδε τον Φράνσις Τ. Μπόρεγκαρντ, η
επίσκεψή του άλλαξε σκοπό. Είχε πάρει περιττά κιλά τελευταίως, δεν τον είχα δει
έτσι χοντρό.
-Εσύ ποιός είσαι; τον
ρώτησε άγρια.
-Τι λέει αυτός ο
κρετίνος; ρώτησε γαλλικά ο Φράνσις χωρίς να τον κοιτάξει. Περιττό να σας πω, ο
χωροφύλαξ δεν ήξερε καθόλου γαλλικά.
-Άκου, είπα εγώ στον
χωροφύλακα, "γυρίζουμε μια ταινία, τα όπλα είναι ψεύτικα, του θεάτρου,
γυρίζουμε γουέστερν."
-Για φέρε να τα δω,
είπε το όργανο, κι' έκανε να πάρει την σπάθα του Φράνσις.
-Αφού σου είπα είναι
ψεύτικο, τι επιμένεις; μπήκα στη μέση εγώ. "Γυρίζουμε έργο, διαφημιστικό
του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, να ορίστε," είπα και τούδωσα την
δημοσιογραφική μου ταυτότητα. Την είχα κρατήσει, από τότε που γύρισα την είχα
μαζί μου, έτσι από συνήθεια.
-Κι' εσύ κι' αυτός
θαρθείτε μαζί μου στο τμήμα, είπε ο χωροφύλακας. "Συλλαμβάνεστε για
οπλοφορία και αντίσταση. Για φέρε τα κουμπούρια, μη σου γαμήσω τίποτα, ρε
μουνόπανο," φοβέρισε τον Φράνσις.
-Τι λέει; ξαναρώτησε
πάλι ο Φράνσις.
-Καλά, κάνεις πως δεν
ακούς, ρε αρχίδι; ξανάρχισε ο άλλος και έκανε να βγάλει το υπερεσιακό. "
Πέσε κάτω ρε, ακίνητος!" φώναξε άγρια.
Όμως ο Φράνσις ήταν πιο
γρήγορος. Είχε βγάλει το κολτ και του τόχε κολλήσει στη μούρη, εκείνου του
αντιπαθέστατου, που έβγαλε μια θηλυπρεπή στριγκλιά ο πλαδαρός και πισοπάτησε
κι' έπεσε ανάσκελα πίσω με τα μάτια
κλειστά και τα πόδια ανοιχτά. Ήταν ανάσκελα, ακίνητος.
-Λιποθύμησε από τον
φόβο του, είπε ο Φράνσις. "Τι θα κάνουμε τώρα;"
Καθόμασταν και
κοιτούσαμε τον αναίσθητο χωροφύλακα, έως ότου ο Θύμιος έφερε ένα ποτήρι κρύο
νερό από το ψυγείο, -από αφρολέξ, με πάγο, το ψυγείο- και του τόβαλε στο στόμα.
"Βρωμάει" είπε μετά, "νομίζω πως κατουρήθηκε, πω ρε μπόχα!"
Ο υπενωμοτάρχης πήρε να συνέρχεται. Σηκώθηκε, και αγκομαχώντας πήγε στο μηχανάκι.
Ήταν από τα παλιά, τα ζούνταπ, με την μανιβέλλα. Μία, δύο, δεν έπαιρνε μπροστά.
Ο Θύμιος του είπε "άσε ρε Κώστα να δοκιμάσω εγώ, εσύ κουράστηκες",
οπότε θυμήθηκα που τον λέγαν Κώστα τον χωροφύλακα, κι' είχε ένα μουστάκι που
κρεμόταν αξιοθρήνητο προς τα κάτω, κι' έβαλε τα κλάματα ο Κώστας, και είπα
"χύσε Κώστα να κάνουμε κομπόστα", δεν ξέρω πως μούρθε, και είπε ο
Κώστας κλαψουρίζοντας με παράπονο σα βουνό "άει γαμηθείτε κι' οι τρείς
σας, ρε κωλοπαίδια", και τότε πήρε μπροστά το ζούνταπ, και το καβάλησε κι
έφυγε.
Ακούγαμε κείνον τον
ντενεκέ το μηχανάκι ν' αλλάζει ταχύτητες
και ν' απομακρύνεται όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Έκοψε μετά να πάρει την στροφή,
και φάνηκε μια σκούρα φιγούρα πάνω στον μεσημεριάτικο γαλανό ουρανό, απέναντι
στην πλαγιά, διακόσια μέτρα πέρα. Κάτι έγινε όμως, και το ζούνταπ έσβυσε.
-Τον πετυχαίνεις από
δω, τον χέστη; ρώτησα.
Ο Φράνσις δεν είπε
τίποτα. Πήρε την καραμπίνα από τη σέλα, έβγαλε ένα χάρτινο φουσέκι από τον
σάκκο πούχε κρεμασμένο στον ώμο του, τόβαλε στην θαλάμη και την έκλεισε. Ύστερα
έβγαλε ένα καψούλι από δεν ξέρω από που και το έβαλε κι' αυτό κάτω από τον
κόκκορα. Άφησε το όπλο πάνω στην ξερολιθιά και περίμενε τον υπενωμοτάρχη να
βάλει μπροστά το ζούνταπ. Δεν ήθελε να τον πετύχει ακίνητο, δεν καταδεχόταν.
Τον ακούγαμε, λοιπόν, τον σαπιοκοιλιά, που έβριζε και έκλαιγε, μέχρι που
ξαναπήρε μπροστά το ζούνταπ. Οπότε ξεκίνησε με φόντο το ξεπλυμένο θαλασσί του
μεσημεριού. Το μεσημεριανό θαλασσί έμοιαζε με την στολή του Μπόρεγκαρντ,
σκέφτηκα.
Η καραμπίνα έκανε έναν
ξερό κρότο που γύρναγε βόλτα μετά τις ξερολιθιές και γέμισε καπνούς τον αέρα.
Προσπαθούσαμε να δούμε το ζούνταπ, αλλά είχε χαθεί πίσω από κείνους τους
καπνούς. Το ακούγαμε πάντως που λύσσαγε. Σκόρπισε σε λίγο ο καπνός, αλλά το
μηχανάκι είχε χαθεί, μαζί κι' ο Κώστας ο χωροφύλακας, είχε πάρει την στροφή για
κάτω, προς την Χώρα.
Έκοψε, κατέβαζε
ταχύτητες. Άλλη μια γκαζιά μετά. Και στο τέλος πάλι η νεκρική σιγή του
οροπεδίου.
-Σιγά να μην τον
πέτυχες, είπα του Φράνσις Τ. Μπόρεγκαρντ.
-Δεν ήθελα να πετύχω
αυτόν, είπε ο Φράνσις. "Ήθελα να πετύχω τις πουτσότριχές του, με φάλτσο
προς τα δεξιά κόντρα."
Πήγαμε κάτω από την
καλαμωτή του Θύμιου. Ο ήλιος πέρναγε ανάμεσα και μας έδειχνε πολύ γελοίους, σαν
να φοράγαμε παντού πιτζάμες, ακόμα και στην μούρη. Έπιασα να μιλήσω του Θύμιου
για το θέμα που ανέβηκα να τον δω.
-Που λες, Θύμιο, ήρθα
να σου πω για ένα αερόπλοιο, που έχει έλικες κι' είναι μεγάλο σα βαπόρι, και
πετάει σε μεγάλες αποστάσεις, Αμερική, να πούμε, Αφρική, κι' έχει πλήρωμα εκατό
άνδρες, προμήθειες, καύσιμα, τα πάντα, να βλέπεις την ανατολή στον Ειρηνικό και
την δύση στον Ατλαντικό, να πλέει μέσα στα χρώματα, ρόδινα, μπλε βαθιά
νυχτερινά ως κυανά σχεδόν λευκά, γκρι φοβερά και πυκνά, κίτρινα που κελαϊδάν
σαν καναρίνια, πορτοκαλιά σαν μανδαρίνοι επιφανείς που τρων πάπιες ψητές με
πορτοκάλια γελώντας, κόκκινα σαν τα φιλιά της Λολομπρίτζιτας, πορφυρά σαν
τήβεννος του Πλίνιου, κεραμιδένια σαν κυνηγοί φασιανών, χρυσά, μαύρα, αργυρά,
ίδια η συμφωνική ορχήστρα της Βοστόνης, οι μεγαλύτεροι ζωγράφοι είναι τα νέφη,
απ' όπου κι' αν τα δεις δεν φείδονται χρωμάτων, ζωγραφίζουν ουρανούς, ερήμους
και ζούγκλες, άγρια ζώα και νέες χώρες, να περνάνε στα ταξίδια μας συνεχώς,
πάνε, φεύγουν, χάνονται, θες να τα ρουφήξεις, να αφομοιωθείς μ' αυτά, μα ξέρεις
πως είναι αδύνατον. Το αερόπλοιο αυτό είναι ο αδελφός των νεφών, το δοξάζουν οι
μοναχοί στο Θιβέτ, το πυροβολάνε οι βεδουίνοι στο Τιμπουχτού, τα φλαμίνγκος το
θεωρούν μητέρα τους, μα αυτό πλανάται αγέρωχο και αρμενίζει στους ατμούς της
Οικουμένης. Το λένε Άλμπατρος το
αερόπλοιο αυτό, και κυβερνήτης του είναι ο
Ροβύρος ο Κατακτητής, σπουδαίο μυαλό, πρωτοπόρο, αλλά τι τα θες, εντελώς
πυροβολημένος ο άνθρωπος, περιμένει την Συνείδηση του Ανθρώπου να
διασταλεί ορθάνοιχτη στο Σύμπαν, ώστε να
πάρει σάρκα και οστά η τεχνολογία, μήτηρ των πάντων. Μ' αυτό το αερόπλοιο μια
μέρα, Θύμιο, θα φύγουμε, θα πετάξουμε μακριά και ψηλά, θα γίνουμε αέρηδες...
Ο Άλμπατρος στο Τιμπουχτού, με τον Θύμιο κι' εμένα μέσα, δίπλα ο Ροβύρος.
Μια έλικα πλατάγισε
στην ατμόσφαιρα κάπου δυτικά. Μα καθώς είχαμε τον ήλιο κόντρα, δεν βλέπαμε αν
ήταν το ελικόπτερο του ΕΚΑΒ ή αν κάποιος πλούσιος και επώνυμος έφτασε στο νησί.
Με τα πολλά, γυρίσαμε
το βραδάκι.
Δεν είπα τίποτα για τον
μπάτσο στον Αλφαδύο, αλλά τον ρώτησα τι ήταν το ελικόπτερο που κατέβηκε στο
ελικοδρόμιο.
-Ο χωροφύλακας, δεν τόμαθες; είπε ο Αλφαδύο. "Ανέβηκε στην Πάνω Μερά κι' όπως κατέβαινε να πα να σερβίρει στην ταβέρνα βιαζότανε φαίνεται κι' έφαγε μια σούπα με το μηχανάκι πούτανε όλη δική του μπήκε ένα παλούκι από περίφραξη στον κώλο του, και κάταγμα στο ισχύο, χεσεμέσα, ήρθε το ΕΚΑΒ τον πήραν με το παλούκι μαζί να του το βγάλουν στην Αθήνα, τι να δούνε, εφηβαίον, τα αρχίδια, το πέος, ξουρισμένα κόντρα, μάλλον βάρεσε και το κεφάλι του, έπαθε παραλήρημα, έλεγε πως τούριξε ένας καμπόης με ντουφέκι, παραλίγο να τον φάει ο καμπόης, ό,τι νάναι τσαμπούναγε ο μπασκίνας, μπούρδες, μόνος του ξουρίστηκε έτσι ο κωλοφασίστας, τρίχες λέει, έχει παραλήρημα από την πτώση, θα είναι αδερφή και το ξυρίζει, κι' έπαθε αμνησία με το ατύχημα, αλλαντάλλων, θα του κάνουν μαγνητική στο κεφάλι, έπαθε παραλήρημα και εγκεφαλική διάσειση. Δεν ξανάρχεται για καλοκαίρι, μάλλον ξεμπερδέψαμε για φέτος."
Αυτό το έλεγε γιατί
όποτε παραπονιόταν ο πάσα ένας για σκηνές, για γυμνισμό, για ναρκωτικά, ο
χωροφύλακας ήταν υποχρεωμένος να κατέβει στην παραλία να ερευνήσει, και να μας
διώξει. Αυτουνού δεν του άρεσε που ξεβολευόταν, οπότε κατέβαινε τσαντισμένος,
ταύρος εν υαλοπωλείω. Έριχνε και σφαλιάρες, άμα λάχει, στους σκηνίτες.
Ξεστήνανε οι σκηνίτες, έφευγε αυτός, ξαναστήνανε αυτοί, δώστου από την αρχή.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου