Ο εικονοληπτης - Ι. Γεωγραφία
Οι γραμμές φαίνονταν καθαρά
Στην αρχή δεν έβλεπες τίποτα, πήχτρα
σκοτάδι. Ειδικά εγώ είχα μανία να πηγαίνω στη γέφυρα, ή κατάπλωρα, φώτα τίποτα,
μονάχα ο βόμβος από τις μηχανές ακουγόταν. Κι' υπολόγιζες με την ώρα, τότε περάσαμε
την Κύθνο, τότε τη Σίφνο, τότε την Σαντορίνη, άρα σε μισή ώρα θα φανεί, και να
το περίγραμμά του αχνό σε φόντο πάρα πολύ σκούρο μπλε, και μετά οι γραμμές
φαίνονταν ξεκάθαρα, πριν το φωτίσει ο ήλιος σαν βουνό του καραγκιόζη από πίσω,
κι' ήτανε σαν να γεννιόσουν λιγάκι, σ' έπιανε μια αδημονία με το που κατέβαινες
στο γκαράζ, κι' ακουγόταν η αλυσίδα μέσα από τα έγκατα του σκάφους, ένας
ομφάλιος λώρος που θα κοβόταν σε λίγο, κι' άνοιγε ο καταπέλτης κι' έμπαινε το
φως, και όρμαγε κείνο το παρδαλό πλήθος στην προβλήτα, κι' άρχιζε να τρέχει στο
μονοπάτι για τις παραλίες. Γιατί οι περισσότεροι ήταν σκηνίτες, ή και φρικιά,
και μένανε σε τσαντήρια, κάτω από τα ρείκια. Στις παραλίες. Τότε που γίνεται η
ιστορία μας, δεν είχε ακόμα την άσφαλτο για το Μοναστήρι, άσφαλτο είχε από το
λιμάνι στην Χώρα. Στο Μοναστήρι πήγαινες λοιπόν από το μονοπάτι. Εκτός αν
έπαιρνες κανά καΐκι, τις λάντζες που κάναν τα δρομολόγια πέρα δώθε όλη την
νότια ακτή, από το λιμάνι στο Κλεισίδι, Κατσούνι, Τσικουδόχοιρο, Μοναστήρι, κάτω
στην παραλία δηλαδή, και πίσω.
Εξ ου και όλοι αυτοί
ήτανε χωρισμένοι σε φυλές. Οι κλεισιδιώτες εθεωρούντο οι πιο κοσμοπολίτες αλλά
και οι πιο κονφορμιστές, γιατί ήταν πιο κοντά στον πολιτισμό. Πάνω από την
παραλία ήταν η ταβέρνα της Ειρήνης, με κάτι δωματιάκια πλάι, το σύνολο έμοιαζε
σκηνικό της Μανταλένας, στυλ πενήντα. Κι' ακόμα πιο πάνω ήταν ένα
καφεμπαρεστιατόριο με δωμάτια επίσης κάπως πιο μοντέρνα, της Μαργαρίτας. Η
Μαργαρίτα και ο άντρας της είχαν μεγαλώσει στην Αυστραλία, κι' είχαν δουλέψει
εκεί πέρα σε τέτοια μαγαζιά και ξέρανε. Το πρωΐ έφτιαχναν πρωϊνά, ομελέττες με
μανιτάρια, και το βράδυ μαργαρίτες, είχε και μουσική, απογευματάκι να πούμε
Χαμόγελο της Τζοκόντας, αργότερα έβαζε Τώκινγκ Χεντς, Ντορς, ω! σόου μη δε
γουέι του δε νεξτ γουίσκι μπαρ, ω! ντοντ ασκ γουάι, ω! ντοντ ασκ γουάι, δηλαδή
οι πελάτες βάζανε ό,τι θέλανε. Είχε και μια σειρά γλόμπους ηλεκτρικούς
πολύχρωμους που τους κούναγε το μελτέμι μές στο σκότος. Το μελτέμι δεν
σταμάταγε ούτε τη νύχτα, κι έτσι η θάλασσα αποκάτω κουνιόταν θεοσκότεινη και
μυστηριώδης στις ανταύγειες του φεγγαριού, γεγονός που τρόμαζε κάπως τους
ευρωπαίους, τους γερμανούς και τους γάλλους κυρίως, αλλά και γενικώς όσους
ζούσαν μακριά από θάλασσες. Όμως την επόμενη χρονιά, τσουπ! πάλι στο νησί τους
έβλεπες.
Οι κατσουνιώτες ήταν
γείτονες με τους κλεισιδιώτες, ούτε δέκα λεπτά δρόμο. Αυτοί κυκλοφορούσαν
ξεβράκωτοι, άντρες γυναίκες όλη τη μέρα, και μόνο το βράδυ ντύνονταν να πάνε
στης Μαργαρίτας. Είχε κι' ένα πηγάδι γλυφό νερό εκεί, να πλένονται. Οι
κατσουνιώτες ήταν πιο διανοούμενοι και καλλιτέχνες από τους άλλους. Ερχόταν
κάθε καλοκαίρι ένας Χανς, κοντός και κοκαλιάρης και ξερακιανός σαν τσίρος
αποξηραμένος, με ξανθά λιγδερά μαλλιά και γενειάδα προφητική, αυτός ο
νεάντερνταλ μόνο έπινε, δεν έτρωγε, δεν κολύμπαγε, δεν πλενόταν, κυκλοφορούσε
γυμνός όπως όλοι, μόνο που φόραγε ένα ψαθάκι και ένα παρεό σα χλαμύδα στραβά
έτσι που να φαίνεται ο πούτσος και τ' αρχίδια του. Κράταγε συνήθως ένα καλάμι
μ' ένα θύσσανο στην κορφή. Κι' έπινε, γυμνός κάτω από τον ήλιο. Μπύρες ζεστές
και σναπς μαζί. Όταν πήγαινε στης Μαργαρίτας, τότε μόνο φόραγε ένα παντελόνι
τζιν. Μίλαγε δε μόνον γερμανικά. Ερήμην του, οι κατσουνιώτες τον είχανε
ανακηρύξει παραλιάρχη. Αυτός ο Χανς είχε φτιάξει έναν περίβολο από κοτρώνες σαν
στάνη, δύο μέτρα επί τρία. Τον είχε στολίσει με κάτι κατασκευές από κλαδάκια,
αχιβάδες και σπάγγους, και την νεκροκεφαλή μιας κατσίκας με τα κέρατα. Δεν
πείραζε άνθρωπο, τους χαιρέταγε όλους ευγενικά, αλλά μην του πείραζες τις
κοτρώνες. Κάποιος καινουργιοφερμένος πήγε κάποτε να του πάρει μία πέτρα να
παλουκώσει την σκηνή του, και ο Χανς χάλασε τον κόσμο, σηκώθηκε το Κατσούνι στο
πόδι. Έβγαλε ένα μαχαίρι της κουζίνας και τον έβριζε τον άλλον και τον
απειλούσε σε μια ακατανόητη γλώσσα, όπου ξεχώρισα τα εξής: ζις ιζ μάιν στόουν γιορ
στόουν ζερ γιου φάιντ ζερ γιορ στόουν οκέι μάιν στόουν νιχτ οκέι. Λέγανε
πως έγινε αλκοολικός περιμένοντας τη βίζα του επί είκοσι χρόνια, να περάσει το
Τείχος του Αίσχους, να περάσει από το ανατολικό Βερολίνο στο δυτικό και να
ρίξει μαύρη πέτρα. Αργότερα, μετά από χρόνια που ερχόταν, μας αποκαλύφθηκε το
μυστικό του σε όλο του το βάθος. Έτυχε κάποτε στης Μαργαρίτας ένας γερμανομαθής,
και δανείστηκε ένα παλιό Σπήγκελ να πάει τουαλέττα, αλλά ξαφνικά πετάχτηκε έξω
με τα βρακιά κάτω, "ρε σεις, ο Χανς! ο Χανς!" φώναζε, διότι ο Χανς
τελικώς είχε γίνει διάσημος γλύπτης στο δυτικό Βερολίνο, και του είχε αφιέρωμα
το μπαγιάτικο Σπήγκελ που τόχανε για το χέσιμο. Κάθε χρόνο έρχονταν και οι
κατσούνες. Αυτές ήταν μια παρέα κοπέλες που όλη μέρα λιάζονταν ή πλατσούριζαν
γυμνές μόνο με το αντιηλιακό τους, και γελάγανε συνέχεια, αλλά όπως είχαμε
συνηθίσει στο γυμνό, δεν ερεθιζόμασταν, θετικά ή αρνητικά, όπως και να το δεις.
Αυτό την ημέρα. Για την νύχτα, δεν ξέρω.
Ο Χανς
Ήταν κι' ένας άλλος στο Κατσούνι, που ήταν τραγουδοποιός,
είχε βγάλει δύο-τρεις δίσκους, και μετά δεν έκανε τίποτα. Ήτανε κι' ο Δύτης, ο ζωγράφος.
Αυτός βούταγε, σαράντα, πενήντα μέτρα βαθιά, έμενε κάτω πέντε λεπτά άπνοια, κι'
έβγαζε κάτι ροφούς σχεδόν προϊστορικούς, τους πούλαγε στις ταβέρνες, κονόμαγε, έβγαζε
όλο το καλοκαίρι έτσι, ψαρεύοντας. Λιγομίλητος άνθρωπος αλλά ευπροσήγορος και ήρεμος.
Φακίρης σκέτος στην αυτοσυγκέντρωση, η καρδιά του πρέπει να δούλευε στους
εικοσπέντε σφυγμούς το λεπτό, έτσι είναι όλοι όσοι βουτάνε στα μεγάλα βάθη.
Ένας άλλος ήταν ο Γενναίος. Αυτός είχε φτιάξει ένα καταμαράν από καλάμια,
πλαστικά μπουκάλια του νερού ή της κοκακόλας ή της φάντας, ό,τι νάναι, και
σπάγγο. Είχε και πανί, μετά του χαρίσανε και μια μηχανούλα σήγκαλ δύο άλογα,
και πήγαινε. Ήταν πολύ αξιόπλοον το σκάφος. Τον ρώτησα αν το έφτιαξε βάσει
κάποιου σχεδίου, έστω κάποιο σκαρίφημα. Βεβαίως, μου απάντησε. Πούντο; τον
ξαναρώτησα, γιατί ήμουν περίεργος να το δω. Οπότε αυτός έβαλε τον δείκτη του
στο κεφάλι του και μούπε: Νάτο! Ταλέντο φυσικό, αλλά ιδιόρρυθμος σαν άνθρωπος,
μπορεί να σ' έβλεπε και να μη σε χαιρέταγε, αλλά όχι από σνομπισμό. Κατσουνιώτες
ήταν επίσης και ο Αλφαδύο, που ήξερε ό,τι θα γινόταν στο νησί δύο ώρες πριν
γίνει, η Μπανάνα, ο Κορκόδειλος, ο Αχιλλέας, η Φλαμένγκω, ο Στέλιος, ο
Λιμπούντας και άλλοι πολλοί.
Πάρα κάτω, άλλη μισή ώρα
δρόμο, ήταν ο Τσικουδόχοιρος. Εκεί, το ήμισυ του πληθυσμού ήταν τσίτσιδοι και το
άλλο ήμισυ ντυμένοι. Φοράγανε κάτι χρωματιστές παντελόνες, φουστάνια αντίστοιχα
οι κοπέλες, είχαν και κάτι τουμπερλέκια, φλογέρες καλαμένιες, κάθονταν κύκλο
και παίζανε. Θεωρούνταν πολύ φεύγα, οι τσικουδοχοιράνθρωποι. Μάζευε κόσμο ο Τσικουδόχοιρος,
γιατί είχε την ταβέρνα του παπά εκεί και τρώγανε, γεμιστά, λεμονάτο, απ' όλα, κι'
από πίσω ένα μποστάνι με ζαρζαβατικά. Στην κουζίνα είχε την Κουζινία την
παπαδιά, την βοήθαγε κι' η μάνα της, τα κουτσούβελα κάναν τα θελήματα, κι' ο
παπάς έκανε διακοπές. Δεν φόραγε το ράσο, αλλά είχε μια μαύρη βερμούδα. Καμάκι
μέγα, πιοτής, γλεντζές, κάπνιζε, κι' απ' αυτά κι' από τ' άλλα, τον είχε διώξει
ο δεσπότης από την ενορία του στον Πειραιά. Αλλά στο νησί κανένας δεν τον
έλεγχε, ο αρμόδιος μητροπολίτης αγνοούσε καν την ύπαρξή του. Καθώς ήταν και σώγαμπρος
κει πέρα, δεν γινόταν να τον καρφώσουν οι ντόπιοι. Αλλά ούτε και η Κουζινία
έλεγε κουβέντα για τις ατασθαλίες και τις παρεκτροπές του παπά, τύπος και
υπογραμμός, ούτε το σόϊ της έλεγε τίποτα, μιλιά. Κι' ας τόχε το χωράφι προικώον
από την Κουζινία ο παπάς, και τα φράγκα πούφτιαξε την ταβέρνα, προίκα ήτανε κι'
αυτά της Κουζινίας. Γιατί ήτανε εκπάγλου καλλονής η Κουζινία, γι' αυτό. Οπότε κανείς
δεν άντεχε τόση ομορφιά πλην του παπά που την πήρε, οπότε κάναν όλοι οι
συγγενείς το κορόιδο.
Ξανάπαιρνες το μονοπάτι
που έκανε ζιγκζάγκ στην γυμνή πλαγιά πάνω από τη θάλασσα. Ανεβοκατέβαινες τα
φαράγγια με τα βούρλα και τις μυρτιές, ύστερα κάτι πλατώματα με αγροικίες, και
στο τέλος έφτανες στο Μοναστήρι. Με το που έφτανες στην αμμουδιά, έβλεπες έναν
σταυρό χωρίς όνομα και μιαν ημερομηνία, 17.5.1980. Κάποια κοπέλλα, την είχε
ξεβράσει νεκρή το κύμα, στείλανε σήμα, λιμενικό, μέχρι Ιντερπόλ, ποτέ δεν
έμαθαν ποιά ήταν κι' από που. Γύρεψα να μάθω κάτι παραπάνω, αλλά κανένας δεν
ήξερε, ούτε ντόπιος, ούτε παραθεριστής παλιός. Στείλαν σήμα, κανένας δεν την έψαξε,
τελικώς την έθαψαν εκεί. Τρέχα γύρευε, να έπεσε από κανά καράβι της γραμμής.
Έπειτα, τα μικρά μέρη κρατάνε τα μυστικά τους σαν τα στρείδια τα μαργαριτάρια.
Δεν πρόκειται να σου πούνε. Και μένουν αυτά τα μυστήρια να σου θυμίζουν πως αν
σκίσεις τον γαλανό ουρανό, μια μαυρίλα θα ξεχυθεί να σε πνίξει.
Ανηφόριζες κι' άλλο το
μονοπάτι, και σε πέντε λεπτά έφτανες στο Κάτω Μοναστήρι. Τόχαν φτιάξει πάνω στα
θεμέλια ενός αρχαίου ναού του Απόλλωνα, είχε και αφιερωματική επιγραφή, μάλλον
από τους ελληνιστικούς χρόνους. Αν ήθελες ν' ανέβεις στην Παναγία την
Καλαμιώτισσα, καλύτερα ήταν να μην αράξεις εκεί πέρα πάνω από δέκα, δεκαπέντε
λεπτά, άντε να πάρεις μιαν ανάσα. Αν έμενες παραπάνω, δεν ξεκόλλαγες μετά με
τίποτα, οι μυώνες σου πάγωναν, σφίγγανε σαν μετζεσόλα, κι' οι πατούσες σου κάτω
από το δέρμα γέμιζαν άψητα ρεβύθια και γυάλινες γκαζές. Κοκκάλωνες εντελώς. Έπρεπε
επίσης νάχεις προβλέψει, νάχεις νερό μαζί σου, κανά λίτρο ενάμισι τουλάχιστον. Αν
πέρναγες τη νύχτα εκεί πάνω, τρία λίτρα δεν φτάνανε. Γιατί τέτοια αφυδάτωση
πάθαινες για να φτάσεις, τέτοιον ιδρώτα έχυνες που θα τρελαινόσουν στη δίψα. Και
απαραιτήτως φρυγανιές, μία κονσέρβα κορνμπήφ, μία ντομάτα, ένα καραφάκι ούζο
κι' ένα-δύο φακελάκια νεσκαφέ για το πρωΐ. Και κανά παστέλι για ενέργεια.
Σοκολάτα όχι, έλιωνε, γινόταν σούπα. Α! σλήπινγκμπάγκ, φακό, τσιγάρα κι' αναπτήρα. Οπωσδήποτε.
Αυτή ήταν η νότια πλευρά
του νησιού, η υπήνεμη όλο σχεδόν το καλοκαίρι, με ανθρώπους, αμμουδιές, παραθεριστές
έλληνες και ξένους, και το λιμάνι. Η άλλη μεριά ήταν η βόρεια, η προσήνεμη. Τι
προσήνεμη δηλαδή, φίδια έβγαζε άμα τον έπιανε το γλυκύ του, ειδικά τον Αύγουστο
με τους βοριάδες. Στο περισσότερο μήκος της ήταν κάτι γκρεμοί λες και τους
είχαν κόψει με πριονοκορδέλλα, συνεχίζαν και κάτω από τη θάλασσα, ένα χάος
άρρητο και φριχτό. Στις μέρες της άπνοιας ο ήλιος εισχωρούσε περιδεής στα
ανείπωτα κείνα τα ερέβη, σπασμένος σε συγκλίνουσες δέσμες που χάνονταν μα δεν
ήξερες που ακριβώς λοξά μέσα στη μαυρίλα. Με δέος κολυμπούσε κι' ο βουτηχτής
πούπεφτε με τη μάσκα σε κείνη την απύθμενη σιωπή, έμενε από φόβο κοντά στον
βράχο που χανόταν κάθετος στο πουθενά, κι' αυτός ο φόβος δεν σήκωνε ούτε λογική
ούτε εξήγηση. Διότι και στα δυό μέτρα πνίγεσαι μια χαρά. Κι αν έβλεπες τίποτα κόλπους
στην βόρεια ακτή, κόλπα μάλλον ήταν, παγίδες θανάσιμες, έτσι κι' άλλαζε ο
καιρός ξαφνικά κι' έπιανε ξαφνικά ένα αντιμάμαλο πολύ ύπουλο και σε ρούφαγε στον
πάτο σαν αποπλάνηση, κάθε φορά που πασχιζες να βγείς στη στεριά δεν σ' άφηνε, χτυπιόσουνα
πανικόβλητος, οπότε σ' έπιανε κι' άλλος πανικός, χτυπιόσουν κι' άλλο, αλλά μετά
ναρκωνόσουνα, πνιγόσουν σαν μύγα μέσα στην αφρισμένη και θανατηφόρο σαμπάνια. Μέχρι
να μην υπάρχεις, εσύ κι' ο κόσμος που ήξερες. Είχε χαθεί κόσμος εκεί μέσα. Μα
ένας που γλύτωσε παρά τρίχα, ένας αμερικάνος μαέστρος της συμφωνικής της Νέας
Υόρκης, έλεγε μετά πως άκουγε μια μουσική από σωλήνες μεταλλικούς, σε κλίμακες
απερίγραπτες, με αρμονικές απερίγραπτες, σε μέτρα απερίγραπτα, κι' αυτός την
διηύθυνε μ' όλους τους πόρους του κορμιού του, με όλους τους νευρώνες του,
μέχρι που τον είδε και τον μάζεψε ένα περιπολικό του Λιμενικού από την
Σαντορίνη, νόμιζαν πως ψάχνει για αρχαία ή μαζεύει ποντισμένα ναρκωτικά. Και
γλύτωσε, ο μαέστρος.
Χανόταν κάθετος στο πουθενά...
Το ίδιο δέος έπιανε και
τον λαϊκό τεχνίτη που ζωγράφιζε στα ξωκλήσια Αη-Γιώργηδες, όπου δεν είχαν λόγχη
αλλά τρίαινα, δεν καβάλαγαν άλογο παρά κυβερνάγανε σκούνα με πανιά, και
αντιτορπιλλικά και υποβρύχια, και δεν σκότωναν δράκους αλλά χταπόδια γιγάντια
με εκατό πλοκάμια και σουπιές-τέρατα με ογδόντα οφθαλμούς. Τον λέγαν Θύμιο, κι'
έβοσκε τις κατσίκες του στα υψώματα της βόρειας ακτής. Στο λιμάνι κατέβαινε
σπανίως. Ήταν ντροπαλός άνθρωπος, δεν μίλαγε στους παραθεριστές, αλλά ήταν
ευγενικός. Τον συνάντησα τυχαία στο μικρό οροπέδιο που είχε την στάνη του, μαζί
μ' ένα κριθαροχώραφο, ένα μποστάνι ζαρζαβατικά και δυο συκιές. Τον ρώτησα ποιός
έφτιαχνε τις ζωγραφιές στα ξωκλήσια που στέκαν γύρω στις λοφογραμμές σαν άσπρα τραγιά
με φόντο το μεσημεριάτικο γαλάζιο των νησιών. Με έκπληξη έμαθα πως ήταν αυτός ο
ανώνυμος αγιογράφος του νησιού, και μάλιστα χωρίς να έχει λάβει παραγγελία από
κανέναν, δωρεάν. Μα οι ντόπιοι -όχι όλοι, αρκετοί πάντως- δυσανασχετούσαν με
τις εμπνεύσεις του. Τον θεωρούσαν κάπως αγαθούτσικο, πως χρωστάει της Μιχαλούς
εν ολίγοις, και πως "αν έπαιρναν φωτογραφία
τις ζωγραφιές εκείνες τίποτα δημοσιογράφοι από την Αθήνα, θα εδυσφημείτο το
νησί πανελληνίως ως ασεβές το ποίμνιον έχον και πανευρωπαΐκώς ως μέρος υποανάπτυκτο
να πούμε, τέχνη τε και πολιτισμώ, που να μην το θέλουν να έρχονται οι
τουρίστες." Μάλιστα, μερικοί, οι υπέρ το δέον ντουγάνια, έμπαιναν στις
εκκλησιές, αφού οικογενειακά τάματα τις είχανε, δικές τους ήταν -άκου τώρα
μυαλά- και του ασβέστωναν τα έργα, αλλά αυτός δεν τόβαζε κάτω, τα ξανάφτιαχνε. Μ'
αυτά τα λόγια πάνω κάτω, σ' ένα μίγμα Δημώδους, Καθαρευούσης και Κοινής Ελληνικής,
μου εξήγησε ο Θύμιος τα βάσανά του. Το ρώτησα πως φανταζόταν τα θέματά του, και
μούπε, "να, πάω στον γκρεμό και
κοιτάω για ώρα τον πάτο της θάλασσας κι' ας μην τον βλέπω, μέχρι που γίνομαι
εγώ ο πάτος κι' ο πάτος εγώ, το ίδιο πράμα, να μην τον φοβάμαι άλλο, άρα τον
νίκησα, δεν τον νίκησα; Τότε πιάνω και ζωγραφίζω κι' από έναν
Αη-Γιώργη..." Του μίλησα τότε για τον Πλοίαρχο Νέμο και τον Ναυτίλο του Ιουλίου Βερν, και
εντυπωσιάστηκε πολύ, που ήταν ο Βερν τόσο διάσημος συγγραφέας. Με ρώτησε έπειτα
αν ο Ιούλιος Βερν ήταν και ο ίδιος βουτηχτής με το σκάφαντρο και κυβερνήτης
υποβρυχίου και τάξερε τα κόλπα. Του απάντησα πως δεν ήταν, και αντιρώτησα πως
τούρθε να μου κάνει αυτή η ερώτηση. Δίστασε για πολύ λίγο, και μετά μου
εξομολογήθηκε πως δεν είχε μπει ποτέ του στην θάλασσα γιατί δεν ήξερε κολύμπι. Με
κέρασε καφέ, τον κέρασα τσιγάρο, κι' όποτε βλεπόμαστε έκτοτε, χαιρετιόμαστε και
τα λέμε.
Ο Άγιος Γιώργης στο υποβρύχιο
Σας περιέγραψα πιο πάνω
πως η άφιξη στο νησί ήτανε σαν να γεννιόμουν λιγάκι, πέφτει ο καταπέλτης και
ξεχύνονται οι παραθεριστές στο πρωϊνό φως, κι' εγώ μαζί. Όμως αυτή τη φορά, αρχές
Αυγούστου του 1995, δεν θα γεννιόμουν απλώς λιγάκι, απλώς φορτωμένος έναν σάκκο
με όλο μου το είναι. Αυτή τη φορά είχα εμβρυουλκό: ένα ατσούμπαλο πλην όμορφο
και τραχύ τετρακίνητο χιλίων εξακοσίων κυβικών που αυθόρμητα μόλις γνωριστήκαμε
βαφτίστηκε από μόνη της Σλαβιάνκα, ένα προϊστορικό θηρίο σοβιετικής κατασκευής
του 1980, που μόνο το πορτοκαλί του χρώμα το έκανε να συνάδει με το Αιγαίο, γιατί
ήταν ίδιο χρώμα με τις σωσίβιες λέμβους του φερυμπότ που μας είχε φέρει. Την
είχα αγοράσει κοψοχρονιά λίγο πριν έρθω στο νησί, ήταν το πρώτο μου αυτοκίνητο,
δικό μου. Αυτοκίνητα είχα οδηγήσει πολλά, στην Αφρική, αλλά δεν ήταν δικά μου. Στην
Αθήνα είναι ζήτημα αν είχα γυρίσει τρεις φορές όλα αυτά τα χρόνια, οπότε τι να το
κάνω, το αυτοκίνητο. Δεν είχα λόγους να την αγοράσω, την Σλαβιάνκα. Τελικώς το αποφάσισα για δύο λόγους.
Πρώτον, είχα λεφτά. Είχα μόλις επιστρέψει από την Αφρική, που σας είπα πριν, αυτή
τη φορά για πάντα, είχα αποφασίσει. Με σωρευμένες από κει αποδοχές
εξωπραγματικές για την δική μου πραγματικότητα. Αλλά και πληγωμένος βαθιά από
τις εξωπραγματικές πραγματικότητες που φιλμάριζα τόσα χρόνια. Δεύτερον, οι
γονείς μου δήλωσαν πως θα έρθουν λίγες μέρες στο νησί να δουν τον γιο τους τον
ξενιτεμένο που τον πεθύμησαν, αλλά δεν ξέραν σίγουρα, το συζητούσαν. Αν έρχονταν,
θα χρειαζόμουν την Σλαβιάνκα να τους πηγαινοφέρνω στην Χώρα, στο Λιμάνι, στο
δωμάτιο, σε κανένα ταβερνάκι, να τους δείξω πέντε πράματα. Οπότε την αγόρασα.
Πίσω από την προβλήτα
και τον μώλο ήταν μια αλάνα παράταιρη και έρημη, μια επιχωμάτωση που έκλεψε
λίγη θάλασσα, αυθαίρετη γεωγραφική προσθήκη από ανατιναγμένα βράχια και μπάζα,
υποπροϊόντα της κατασκευής του δρόμου που προανέφερα, και στην αλάνα παρατημένα
κι' άχρηστα μηχανήματα, μία κατερπίλαρ κίτρινη, ένας συμπιεστής του στρατού και
μια μπετονιέρα μικρή, σαν τσιμεντένιο γλυπτό. Πάρκαρα πίσω από την κατερπίλαρ,
πήρα τον σάκκο και έφυγα, κοιτώντας γύρω γύρω για τον υπενωμοτάρχη, τον
αγκυροβολημένο στην μετάθεση του στο νησί, που ασφαλώς θα κοιμόταν πρωϊνιάτικα, σερβιτόρος
όντας συγχρόνως, ξεθεωνόταν στου πεθερού του την ταβέρνα, σώγαμπρος δια βίου,
σεκλετισμένος αμετακλήτως, και μαλάκας.
Με τον ήλιο ακόμα πίσω
απ' το βουνό, τα σπίτια ταίριαζαν σαν δροσερά λουκούμια σκαρφαλωμένα στα
βράχια, κυβισμένα σαν ψηφιδωτό και χρωματιστά σε παλ αποχρώσεις, τριαντάφυλλο,
βανίλια, μαστίχα, περγαμόντο, φυστίκι, με τέντες ζαχαρί, σχεδόν λευκές, κι'
ενίοτε λεπτομέρειες και κουφώματα σε πιο σκούρα τερρακότα, μπλε της Πρωσσίας, ή
πορφυρό. Η θάλασσα διπλασίαζε τα αρχοντικά της παραλίας με το είδωλό τους αντεστραμμένο
στην επιφάνεια, σαν καρκινική επιγραφή. Μαρμάρινα κιονόκρανα, σκαλιστές πόρτες,
μπρούτζινα ρόπτρα, μπαλκόνια με καμάρες αποκάτω, και σκιά και ησυχία διάχυτη και
δεκτική στον κάθε ψίθυρο των πιατικών, στην κάθε ευωδιά της κουζίνας
μεσημεριάτικα, με καραβιδάκι και καβούρια και ούζο, θα έστρωναν μετά καθαρά
σεντόνια για την σιέστα, αν θάταν σιέστα, διότι άδηλον πόσους κρυφούς σπασμούς
σωμάτων είχε κρύψει η μεσημεριανή ερημία από τον ήλιο και τους αιώνες.
Τραγικούς, κωμικούς, ανάλαφρους, ένοχους, λυτρωτικούς, ηδονικούς σπασμούς, ο
κύρης με την δούλα, η κυρά με τον αγωγιάτη και τον αμπελουργό, η φαρμακοποιός με
τον φοιτητή, κι' αυτή η ίδια φαρμακοποιός με την γκόμινα του φοιτητή, και ξανά
από την αρχή, ο κύρης με την κυρά, νυφικά, κουφέτα, ιστορίες του νησιού, φωτογραφίες,
γενεές προγόνοι σοβαροί αύξαιναν τον χρόνο. Το νησί γνώρισε οικονομικό οργασμό στα
μισά του 19ου αιώνα με τα ιστιοφόρα. Η ακμή ήρθε με τον ατμό, στις αρχές του
20ου στο λιμάνι προσνηωνόταν υδροπλάνο από το Παρίσι δύο φορές την βδομάδα, αρώματα,
υφάσματα, παπούτσια, πορσελάνες, σαπούνια, όλα εξ Ευρώπης. Όμως στον Μεγάλο
Πόλεμο η ναυτιλία του νησιού καταστράφηκε, ήρθε μετά κι' ο Δεύτερος Πόλεμος, έμειναν
στις μέρες μας ρημαδιά τα μέγαρα στο λιμάνι, και οι επαύλεις στο νοτιοδυτικό
μέρος του νησιού ανάμεσα στις φοινικιές και τα πεύκα. Γλύτωσαν μόνο όσα έγιναν
μαγαζιά πάνω στην παλιά προβλήτα ή ξενώνες.
Από το λιμάνι άρχιζαν τα
σκαλάκια για πάνω, στη Χώρα. Κι' εκεί, πριν αρχίσει η ανάβαση ήταν η γεννήτρια
της ΔΕΗ, σ' έπιανε η μπόχα του καυσαερίου μόλις πλησίαζες. Ένα τέτοιο πρωΐ, σαν
το σημερινό, πριν κάμποσα χρόνια, ο
Αλφαδύο κι' ο Κορκόδειλος κάθονταν μεθυσμένοι και κάπνιζαν. Έφτασαν δύο
ξένες που είχαν έρθει με το πλοίο. "Μας συγχωρείτε", ρώτησαν,
"πότε έχει λεωφορείο για τη Χώρα;" "Δεν έχει," είπε ο
Κορκόδειλος, "αλλά σε μισή ώρα μπορείτε να ανεβείτε με το τελεφερίκ."
"Και που είναι ο σταθμός του τελεφερίκ;" ξαναρώτησαν αυτές. "Να,
εδώ. Δεν ακούτε τις μηχανές; Κουφές είσαστε;" ξανάπε ο Κορκόδειλος, και
τους έδειξε την γεννήτρια της ΔΕΗ. Στηθήκανε αυτές και περιμένανε το τελεφερίκ.
Στην Χώρα ανέβαινες κι'
από την άσφαλτο. Η Χώρα φάνταζε σαν άσπρο περιστέρι στον ουρανό. Ή με καράβι
στον ουρανό, λόγω του ανεμόμυλου. Γιατί δούλευε ακόμα, ο ανεμόμυλος, με πανιά και
φτερωτή. Ή με αλατένια μυρμηγκοφωλιά στον ουρανό. Και τα σπίτια πιο λευκά στ' ουρανού το γειτόνεμα. Αλλά τέτοια
σπίτια δεν έβρισκα να τα γράψω, και τάκλεψα.
Είχε και μία ταμπέλα
τεράστια, να την βλέπουν τα καράβια, μπας και στραβωθεί κανάς τουρίστας αξιοπρεπής,
ιάπων ευγενής, αμερικανός μεγιστάν των πετρελαίων, ισλανδός βασιλιάς της ρέγγας,
και κατέβει.
*** WELCOME TO MYKONOS ***
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου