Η απούσα φοράδα (τρεις παραλλαγές.)

The absent mare (where the light and the darkness divide) 
μολύβι, στυλό, ακρυλικά, λαδοπαστέλ, 29Χ18 cm, 2016.

Κάποτε ο Λέοναρντ Κοέν βρήκε κάπου κάτι γιαπωνέζικες ξυλογραφίες με ποιηματάκια. Επρόκειτο περί μιας παραβολής του Ζεν, για το πως ο μαθητευόμενος θα φτάσει στην Φώτιση και τον Εξαγνισμό. Η παραβολή διηγείται για ένα παιδί που κυνηγάει να πιάσει ένα βόδι. Στην αρχή, κανένα σημείο ζωής. Ύστερα, βρίσκει ίχνη, ενδείξεις. Βρίσκει το βόδι, τελικώς. Το πιάνει. Το δαμάζει. Το πάει σπίτι του. Στο τέλος γίνεται ένα με το βόδι, το βόδι και το παιδί κατορθώνουν την Υπέρβαση!
Οπότε ο Λέοναρντ Κοέν σκέφτηκε πως η παραβολή μπορούσε να γίνει ένα υπέροχο καμπόικο τραγούδι. Και έκατσε και το έγραψε. Του έδωσε και τίτλο: Η μπαλάντα της απούσας φοράδας. Να τι λέει, η μπαλάντα:
Κάντε μία προσευχή για τον καμπόη που η φοράδα του τόσκασε μακριά. Και περπατάει ολημερίς κι' ολονυχτίς μέχρι να την βρει, την αγαπημένη του την αδέσποτη, μα το ποτάμι ξεχύλισε, κι' οι δρόμοι πλημμυρίσαν, και σπάσαν τα γεφύρια στου χαμού τον πανικό.
Και δεν είναι ίχνος ν' ακολουθήσει, δεν έχει προς τα που να πάει, χάθηκε η φοράδα σαν το καλοκαίρι, χάθηκε σαν το χιόνι, κι΄οι γρύλλοι σπαν την καρδιά του που τραγουδάν, κι' η μέρα χάνεται, κι' η νύχτα είναι όλα λάθος.
Την ονειρεύτηκε μήπως; Θα πέρασε καλπάζοντας, και κούνησε τη φτέρη, και πάτησε το χόρτο, και σφράγισε τη λάσπη μ' ατσάλι και χρυσό, που την είχε πεταλώσει όταν ήταν ο αφέντης.
 Κι' ας βόσκει αυτή ένα λεπτό της ώρας πιο κει, την ψάχνει όλη μέρα κι' όλη νύχτα, τυφλός στην παρουσία της, εκτός που να ζυγιάζει την προσβολή του από την μια, την τιμωρία της απ' την άλλη.  
Αίφνης, στου πατρικού του το πιο ψηλό δέντρο ένα πουλί κελαηδάει σ' ένα κλαδί, κι' ο ήλιος είναι ζεστός, κι' ο άνεμος φυσάει μέσα από τις λεύκες, κάτω στην ακροποταμιά.
Ω! Ο κόσμος είναι γλυκός, κι' ο κόσμος είναι απέραντος, κι' είναι εκεί που το φως χωρίζει απ' το σκοτάδι, και το σώμα της βγάζει ατμούς, είναι τεράστια, κι' ειν' ντροπαλή,  πατάει τον ουρανό, βάζει πόδι στο φεγγάρι.
Και σιμώνει στο χέρι του. Μα δεν την έχει δαμάσει στ' αλήθεια. Ποθεί να εξαφανιστεί, μα κι' αυτός τώρα ποθεί το ίδιο. Κι' η φοράδα θα πάρει πάλι δρόμο, και θα ορμήσει στο πρώτο ανοιχτό πέρασμα, να κυλιέται στο δροσερό χορτάρι του βουνού.
Κι' ίσως σταματήσει στο υψίπεδο, εκεί που δεν έχει διαφυγή, δεν έχει τίποτα παραπάνω, και τίποτα αποκάτω. Κι' ήρθε η στιγμή για το χαλινάρι, κι' ήρθε η στιγμή για το μαστίγιο. Θα περάσει μέσα απ' τη φωτιά της τιμωρίας και της εκδίκησης; Θάναι αυτός αμείλικτος και σκληρός;
Κι' ο καβαλλάρης προχωράει προς την αδέσποτη φοράδα. Μα και κείνη, γυρνάει προς το μέρος του. Και δεν υπάρχει πια Χώρος, παρά μόνο δεξιά κι' αριστερά, και δεν υπάρχει πια Χρόνος, παρά μέρα και νύχτα.
Και σκύβει στον λαιμό της, και της ψιθυρίζει σιγανά: "όπου ήθελες υπάγη, σοι ακολουθήσω." Και γυρνάνε κι' οι δύο σαν ένα πράμα, και πάνε προς την κοιλάδα, και δεν χρειάζεται ούτε χαλινάρι, και δεν χρειάζεται πια ούτε μαστίγιο.
Άραγε ποιός να σφίγγει τώρα τον δεσμό της ένωσής τους; Ή κάποιος από τους δύο θα τον σπάσει αυτόν τον δεσμό την επομένη κιόλας νύχτα; Άλλοι λένε ο καβαλλάρης. Άλλοι λένε η φοράδα. Η αγάπη τους είναι σαν καπνός που χάνεται από την ματιά μας.
Μα η δικιά του αγαπημένη (του Λέοναρντ Κοέν) του λέει: "Λέοναρντ, άσε την να πάει στο καλό, αυτή η παλιά φιγούρα, στον απέραντο ουρανό της Δύσης." Κι' ο Λέοναρντ την άφησε, την φιγούρα, κι' έπιασε ένα σκοπό, και τότε αυτοί -η φοράδα και ο καβαλλάρης δηλαδή- ξεκίνησαν, και χάθηκαν σαν τον καπνό, και χάθηκαν σαν κι' ετούτο το τραγούδι.
Τώρα, όλο αυτό κρατάει έξι λεπτά και βάλε, είναι δώδεκα τετράστιχα, κι' όλα έχουν την ίδια μουσική, ούτε  παραλλαγές, ούτε ρεφρέν, ούτε κόλπα γνωστά και δοκιμασμένα της τραγουδοποιίας. Επίτηδες τόκανε, να είναι μονότονο. Έχει ένα μεξικάνικο είδος, τα κορρίδος, που είναι έτσι ακριβώς φτιαγμένα, για να λένε ιστορίες ολόκληρες, της Επανάστασης αλλά και άλλες. Στην πραγματικότητα, έφτιαξε ένα κορρίδο με εγγλέζικους στίχους. Οπότε  το έγραψε με μία μεξικάνικη ορχήστρα μαριάτσι, που έχουνε οι ορχήστρες αυτές κιθάρα, ένα είδος μπάσο, βιολιά άφθονα, και πνευστά επίσης άφθονα, που συνομιλούν μεταξύ τους, αλλά κυρίως δίνουν μία υποβλητικότητα στην ιστορία, το κάτι άλλο. Διότι εγώ όποτε το ακούω αυτό το τραγούδι, ανατριχιάζω και συγκινούμαι.
Είναι μία αμερικάνα, τραγουδίστρια και συνθέτις και φίλη του Λέοναρντ Κοέν, που του έκανε διφωνίες στους δίσκους, η Τζένιφερ Γουώρνς. Η οποία ξανατραγούδησε αυτό το τραγούδι. Αλλά είπε του Λέοναρντ ν' αλλάξει λίγο τον τίτλο και τους στίχους σ' ένα δύο σημεία. Να γίνει δηλαδή: Η μπαλάντα του απόντα κέλητα.
Κι' είναι και μία άλλη κοπέλα που έκανε φωνητικά του Λέοναρντ Κοέν, μια μελαχροινή. Αυτήν την είχα ακούσει, τότε που ήρθε ο Κοέν στον Λυκαβηττό. Ήτανε με μίαν άλλη μαζί, μία ξανθιά, φοράγανε κάτι γκρί ταγέρ πολύ γιάπικα, βαμμένες, χτενισμένες, αλλά ομολογουμένως πολύ κούκλες, οπότε δεν πειράζει. Δεν βλάπτει καμιά φορά και αυτό το στυλ.
Λοιπόν, αυτή η μελαχροινή είναι κι' αυτή αμερικάνα, κι' έκανε κι' αυτή σόλο καριέρα μετά, και το τραγούδησε κι' αυτή το τραγούδι αυτό. Αυτήν την λένε Πέρλα Μπατάγια. Κι' επειδή είναι μεξικανικής καταγωγής, το τραγούδησε στα ισπανικά. Όμως άλλαξε την ιστορία αρκετά, προς το τέλος.
Ως προς το νόημα τώρα, δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη μετά βεβαιότητος, διότι ο Λέοναρντ Κοέν τα θολώνει κάπως τα νερά.
Αλλά κι' αυτό το κάνει εξεπιτούτου.



 Και οι τρεις ηχογραφήσεις

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ου παντός πλειν ες Κόρινθον

Τον Νίκο τον γνώρισα ακουσίως.

Επί Δικαίου και αδίκων