Όλες οι αναρτήσεις με την ημερομηνία τους και τον τίτλο

Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

VIΙ. Έρχονται οι πεδιάδες της Βοημίας και της Αμερικής με τον κύριο Αντόνιν Ντβόρζακ, έρχονται οι τσιγγάνοι, η μπάντα του Ναυτικού, ένα βυζαντινό αντιτορπιλλικό και οι γονείς μου. Πως χάσαμε τον Ζανζάκ Μεσσί.(Ο Εικονολήπτης, συνέχεια.)

Μπάνιο τη νύχτα. Μελάνι, παστέλ, ακρυλικά σε mix media, 10X7 cm, 2017

Βρεθήκαμε στην αμμουδιά ξεβράκωτοι .
Το πλαγκτόν φωσφόριζε μέσα στο νερό, ήταν σαν να κολυμπάμε μέσα στον γαλαξία, και τα κορμιά φαίνονταν κάπως μπλε στο φεγγάρι.
Ξαπλώσαμε να στεγνώσουμε στην έρημη άμμο.
-Κι' από που ήταν η γιαγιά σας, Ζολί; ρώτησα.
-Τσιγγάνα από την Σλοβακία. Έφτιαχνε τραγούδια. Στον πόλεμο, όλη της η οικογένεια πνίγηκε μέσα στα παγωμένα νερά. Σε ποτάμι, σε λίμνη, δεν ξέρω. Τους έβαλαν πάνω στον πάγο οι φασίστες. Ανθρώπους, άλογα κάρα, όλα μαζί, και άναψαν κύκλο μια φωτιά, έλιωσε ο πάγος, πάνε. Η γιαγιά μου μόνο γλύτωσε. Γλύτωσε μετά κι' από τους γερμανούς. Μέχρι που ήρθαν οι ρώσοι. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, την ανακάλυψε ένας διάσημος ποιητής, τσεχοσλοβάκος. Ήταν κομμουνιστής αυτός, μέλος του Κόμματος, ήθελε να μάθει η Τσεχοσλοβακία και όλος ο σοσιαλιστικός-προοδευτικός-δημοκρατικός κόσμος την τσιγγάνικη ποίηση και την μουσική. Όμως με τις εκκαθαρίσεις του Στάλιν τον ντουφεκίσανε. Κι' ήταν αληθινός άντρας. "Ελάτε πιο κοντά, θα είναι πιο εύκολο," έτσι φώναξε στο απόσπασμα. Κι' έμεινε η γιαγιά μου χωρίς προστάτη. Βγάλαν τότε έναν νόμο που απαγόρευε την νομαδική ζωή. Για τους σταλινικούς υπήρχε μόνο ο σοσιαλιστικός τρόπος ζωής και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Βάλθηκαν να ξεπατώσουν τους τσιγγάνους από την ζωή τους, τα κάρα, τον δρόμο, αυτά. Τους στρίμωξαν σε κάτι άθλιες πολυκατοικίες. Οι τσιγγάνοι θεώρησαν υπεύθυνη για όλα την γιαγιά μου, πίστευαν πως η δημοσιότητα και η ποίηση είχαν φέρει τον διωγμό, γιατί όσο καιρό δεν μίλαγαν για τα δικά τους, η κοινωνία τους ανεχόταν. Έκαναν λοιπόν συμβούλιο οι γέροντες, και αποφάσισαν να την διώξουν από την κοινότητα για πάντα, την είπανε ακάθαρτη. Κατόρθωσε με τα πολλά να φύγει στην Αυστρία. Εκεί γνώρισε έναν πλανόδιο λαθρέμπορο, έναν ιταλό, αλλά παιδί καλής οικογενείας, παραστρατημένο. Έκανε και μια κόρη μαζί του, την μαμά μου. Ζει στο Παρίσι η μαμά, δουλεύει για μίαν οργάνωση, κάνει διεθνή συνέδρια για τους τσιγγάνους. Αλλά η γιαγιά ποτέ δεν συγχώρεσε ούτε τους φασίστες, ούτε τους κομμουνιστές, ούτε τους τσιγγάνους. Ούτε και τον εαυτό της δεν συγχώρεσε που ήταν ακάθαρτη. Τα έσκισε όλα της τα τραγούδια, τα έκαψε, και τις ηχογραφήσεις επίσης, δεν ξανάγραψε, ούτε τραγούδησε ξανά. Ούτε στα συνέδρια της μαμάς θέλει να έρθει. Δεν την έχω δει ποτέ μου, την γιαγιά.
-Κι' εσείς; ρώτησα πάλι.
-Τι εγώ; ρώτησε η Ζολί.
-Που ζείτε, με τι ασχολείστε;
-Γυρνάω, αποδώ, αποκεί, λίγο παντού. Γράφω τραγούδια επίσης. Εσείς;
-Ήμουν στην Αφρική, είπα. "Εικονολήπτης για την τηλεόραση, ντοκυμαντέρ, ειδήσεις, τέτοια."
-Ωραίο φρούτο είσαστε κι' εσείς, σάρκασε.
Έγινε λίγο σιωπή. Ο Μεσσί δεν ακουγόταν από ώρα.
-Ζλάτα; είπα.
-Ναι; αποκρίθηκε.
-Εσείς με τι ασχολείστε στην ζωή;
-Είμαι πουτάνα. Μην με οικτίρετε, πουλιέμαι ψυχή τε και σώματι, εν ολίγοις αναλώνομαι όπως ακριβώς αναλώνεται μία σοπράνο ή ένας χορευτής. Με την διαφορά που οι δικές μου υπηρεσίες είναι πρωτογενώς ερωτικές, κι' αυτό δεν είναι αποδεκτό. Δεν είναι ηθικό να παίζεις με τον έρωτα, μόνο με τον θάνατο επιτρέπεται να παίζεις, όπως ο διάσημος ακροβάτης περνάει αποπάνω από τον Νιαγάρα. Οι καμένες συνάψεις ενός πυγμάχου που τρώει μπουνιές κατακέφαλα είκοσι χρόνια, είναι ηθικές επίσης. Εν πάση περιπτώσει, εγώ ήμουν φυσικό ταλέντο, μάλιστα με ανακάλυψε ο πατέρας μου. Στα δεκαεπτά είπα να μην γαμιέμαι άλλο με τον μαλάκα, αλλά να εξασφαλίσω ένα κάποιο εισόδημα -σε δολάρια μάλιστα- κάνοντας το ίδιο πράγμα με πιο ευχάριστους ανθρώπους. Μετά έγινε η Βελούδινη Επανάσταση, έγινε Δημοκρατία στην πατρίδα μου. Mà Vlast, η πατρίδα μου, έτσι την λέμε στα τσέχικα, είναι και κάτι συμφωνικά ποιήματα του Σμέτανα με τον ίδιο τίτλο, θα τα έχετε ακουστά. Λοιπόν, με την Δημοκρατία το επάγγελμα νομιμοποιήθηκε, κι' έγινε το μεγάλο μπουμ στην πουτανιά της Τσεχίας. Τώρα δουλεύω free lance σ' όλη την Ευρώπη και την Αμερική. Μέσω ίντερνετ, το ξέρετε το ίντερνετ. Είμαι και τυχερή, ένας γνωστότατος πολιτικός στην Γαλλία -από τον χώρο των σοσιαλιστών, αλλά δεν θα σας πω περισσότερα- με έχει ερωμένη του, με λατρεύει, έχει ανοίξει διάπλατα τους ορίζοντές μου, μαζί του έμαθα τα κρασιά και την κουζίνα, την μουσική, τον υπαρξισμό, την πολιτική. Και το κυριότερο, δεν με καταπιέζει. Επί του παρόντος γράφω την θέση μου για το ντοκτορά μου στην Σορβόννη. Θα έχει τίτλο "Ο Αντόνιν Ντβόρζακ και η Συμφωνία του Νέου Κόσμου. Εικόνες, μοτίβα και άνθρωποι ανάμεσα σε δύο Ηπείρους."  Ξέρετε, μία κυρία πολύ καλή και πολύ πλούσια προσέφερε στον Ντβόρζακ ένα φανταστικό εισόδημα, τριάντα φορές όσα κέρδιζε στην Πράγα, για να πάει να διδάξει στην Νέα Υόρκη. Ο Ντβόρζακ αμφιταλαντευόταν, αλλά τελικά αποφάσισε η γυναίκα του, πήγανε στην Αμερική. Ευτυχώς για τον Ντβόρζακ, δηλαδή. Απέραντες πεδιάδες, που και που χαμηλές λοφοσειρές και δέντρα, και στη μέση ένα τσέχικο χωριό σαν το δικό του, αυτή ήταν η Αμερική, μια Βοημία σαν την δικιά του, όμως την αμερικάνικη πεδιάδα μπορούσε να την γεμίσει καινούργιες μουσικές, και ιρλανδούς και μαύρους και ινδιάνους, βίσωνες και άλογα, καθάρματα, τυχοδιώκτες, χρυσοθήρες, εγκλήματα, απάτες, κινδύνους, ευκαιρίες, εκκλησίες, μπουρδέλα, ποτάμια και δάση, καλαμπόκια χρυσά και πράσινα λιβάδια απέραντα, σαβάνες, ράγες, ατμομηχανές, βαγόνια, σταθμούς, ντεπόζιτα, ξέρετε ο Ντβόρζακ λάτρευε παθολογικά τα τραίνα και τα τραίνα λατρεύουν τις πεδιάδες. Επίσης ο Ντβόρζακ είχε μαύρους μαθητές, το κονσερβατουάρ της πολύ πλούσιας κυρίας δεχόταν γυναίκες και μαύρους. Αυτός τους μάθαινε σύνθεση και ενορχήστρωση. Αυτοί του μάθαιναν τα σπιρίτσουαλς. Ο Ντβόρζακ ενθουσιάστηκε που του τα έμαθαν. Τότε επί Αυστρουγγαρίας, η μουσική στην Τσεχία ήταν μόνο γερμανική, η τσέχικη μουσική εθεωρείτο μπριόζα και χαριτωμένη και σλάβικη, δηλαδή απλοϊκή και άξεστη. Αλλά και στην Αμερική επίσης, η μουσική των μαύρων εθεωρείτο επίσης μπριόζα και χαριτωμένη, δηλαδή υποανάπτυκτη και ρυπαρή. Κι' ο Ντβόρζακ δεν ήθελε να υποτιμούν ούτε αυτόν, ούτε την μουσική, ούτε τους τσέχους και τους σλάβους και τους μαύρους, γιατί αυτός δεν υποτιμούσε κανέναν. Και γιατί η μουσική του ήταν η Βοημία μαζί με όλα αυτά που ρούφαγαν τ' αυτιά του στην Αμερική, οι πεντατονικές των μαύρων και των ιρλανδών και των σκωτσέζων και των ερυθροδέρμων και των κινέζων, και κάτι άλλο μαζί μ' όλα αυτά, που το επινοούσε αυτός μόνον ο ίδιος, ο εαυτός του αυτοπροσώπως, δηλαδή κανένας άλλος τσέχος ή αμερικάνος ή γερμανός δεν θάκανε την μουσική αυτή, την μουσική που είχε επινοήσει, αυτός από μόνος του και πέραν της παράδοσης και της παιδείας του, αυτός που άκουγε την φωνή του και τις φωνές των άλλων να βγαίνουν από μέσα του σαν μιαν ανήκουστη νέα συμφωνία για τον Κόσμο, ο Αντόνιν Ντβόρζακ αποκλειστικώς, και την είπε η Συμφωνία από τον Νέο Κόσμο, μία ακτίδα φωτός στο μέλλον ακοντισμένη να δείχνει την μουσική των ανθρώπων στους μέλλοντες αιώνες μπροστά σαν τραίνο να εκπορθεί τις πεδιάδες. Που αναχωρούσε και τέλειωνε στον Ωκεανό τον άγνωστο, τον ακατάλυτο, τον τραγικό. Όμως ανάμεσα στους δύο ζοφερούς Ωκεανούς είναι ζωή, είναι ελευθερία, μόνο οι τσέχοι έμειναν πίσω εκεί, πάντα στην Αυστροουγγαρία έως σήμερα, αγαπάνε τον Ντβόρζακ για να μην τον θυμώνται, ξεπουλάνε τα πάντα, την δουλειά, την γη και την ψυχή τους, μισούν τους άλλους στον βωμό μιας χιμαιρικής και μίζερης ευμάρειας. Καλύτερα χίλιες ζωές πουτάνα!
Ο Αντόνιν Ντβόρζακ στις πεδιάδες της Αμερικής. Μελάνι, παστέλ, ακρυλικά, σε μπλοκάκι 14Χ9 cm, 2017.
Αυτά είπε η Ζλάτα για τον εαυτό της, τον Αντόνιν Ντβόρζακ και την πατρίδα της, κι' εμείς την ακούγαμε με την καθαρή κι' ελεύθερη συνείδηση εκείνων που χόρτασαν τον φαύλο γελωτοποιό μέσα τους και τον παράτησαν μετά στον δρόμο, έναν εξαντλημένο γέρο ξεδοντιάρη. Μέχρι να ξαναγεννηθεί πιο λάγνος, πιο φαύλος, πιο γελωτοποιός, να τον ξεδοντιάσουν ξανά.  
Θάλεγε κι' άλλα ίσως η Ζλάτα με τα θαλασσινά της μάτια γεμάτα σλάβικη αγιοσύνη, αν η φωνή της Μαίρης Λίντας πάνω απ' της Μαργαρίτας δεν κατάκλυζε την κοιμισμένη παραλία:
Στην αγκαλιά μου απόψε σαν άστρο κοιμήσου
μέσα στον κόσμο δεν μένει ελπίδα καμιά
τώρα που η νύχτα κεντά με φιλιά το κορμί σου
μέτρα τον πόνο κι' άσε με μόνο στην ερημιά..

-Σ' έχω ερωτευτεί. είπα στην Κλαίρ.
-Το ξέρω, μου είπε.
Κι' η φωνή της Μαίρης Λίντας ξανά. Ήταν όλη η συναυλία του Παλλάς, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Μπιθικώτσης, Χιώτης, κι' ήταν όλοι εδώ που σε λίγο θα χάραζε, ήταν σαν παιδιά όλοι τους, τριγυρισμένοι από λίγα άστρα που χάζευαν στον μαύρο ακόμη ουρανό.

Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου
σε περιμένω να ρθείς
μ' ένα τραγούδι του δρόμου να 'ρθεις όνειρό μου
το καλοκαίρι που λάμπει τ' αστέρι με φως να ντυθείς...
Μαίρη Λίντα-Μανώλης Χιώτης. Μελάνι, παστέλ, ακρυλικά, σε mix media, 20X14 cm, 2017 
Πήραμε ν' ανηφορίζουμε προς τα δωμάτια, κι' αναρωτιόμασταν ποιός είχε όρεξη για αστεία στις τρεις τα χαράματα να βάζει τέρμα την μουσική, και γελάγαμε πνιχτά μη μας ακούσει ο Μεσσί. Χωρίσαμε στο περιβόλι με τις λεμονιές. Έπεσα ξερός, και σκωλικοειδίτη να μου βγάζανε δεν θα ξύπναγα.
Όμως παρ' όλα ταύτα ξύπνησα να κατέβω στο λιμάνι, να υποδεχθώ τους γονείς μου. Φρέσκος σαν κάβουρας που βγαίνει απ΄το καΐκι. Το ψιλικατζίδικο ήταν πάντα ανοιχτό όταν ερχόταν το καράβι. Έκατσα εκεί, και σε λίγο ήρθε και ο Αλφαδύο.
-Χάθηκε ο Μεσσί, είπε χωρίς άλλη κουβέντα. "Τόμαθες;"
-Τι; είπα.
-Χάθηκε ο Μεσσί, ξανάπε άτονα. "Μπορεί να τον απήγαγε ένας θεραπευόμενός του, ένα θηρίο, γκοτζίλας σκέτος, θα τον έχεις δει. Αυτός μάλλον, μπήκε χαράματα στης Μαργαρίτας, ξήλωσε την κλειδαριά, έβαλε ένα σιντί Θοδωράκη διαπασών, πήρε τον Μεσσί που γύρναγε σα νυχτερίδα απόξω από το δωμάτιό του κι' εξαφανίστηκε. Έγινε ένα Κλεισίδι ανάστα ο Κύριος. Γέλια πολλά, και λείπει και ο μπάτσος."
-Καλά, και η γυναίκα του;
-Έλειπε, είχε πάει για νυχτερινό μπάνιο. Γύρισε, βρήκε την πόρτα του δωματίου ανοιχτή και την Μαργαρίτα με τα νυχτικά. Και τον άντρα της Μαργαρίτας με τα σώβρακα. Και τον Μεσσί πουθενά.
-Άκου τώρα κάτι πράματα! είπα απορημένος.
Η απαγωγή. Μελάνι, παστέλ, ακρυλικά, σε mix media, 20X14 cm, 2017.
Εκείνη τη στιγμή φάνηκε από τον κάβο το πλοίο. Φάνταζε τρομακτικό, τυλιγμένο στο σκοτάδι και φωτισμένο σαν φάσμα υπερκόσμιο, με τον αέναο βρυχηθμό των ντήζελ να θυμίζει τους Ντόρς, "δις ις δη εντ, μάι όνλυ φρεντ, δη εντ," και μέσα ήταν και οι γονείς μου.
Νάσου κατέβηκε και ο δήμαρχος γκαζωμένος, πήγε και φρέναρε στον μώλο.
-Τρέχει να δει μην τον πάρει ο γκοτζίλας και φύγει με το πλοίο, είπε ο Αλφαδύο. "Ασφαλώς  θα του τηλεφώνησε η Μαργαρίτα."
Το καράβι έδενε μέσα στο γνωστό πανδαιμόνιο, αλυσίδες, άγκυρες, απόνερα κι' αφροί. Οπότε να και η Μαργαρίτα με τον άντρα της. Ρώτησε αν είδαμε τον Μεσσί, της είπαμε πως μάθαμε τα νέα, "έτσι και πάθει τίποτα, χαθήκαμε," είπε η Μαργαρίτα, κι' έφυγε να πάει να βρει τον δήμαρχο στην προβλήτα.
Έπεσε και ο καταπέλτης με θόρυβο. Κι' άρχισαν να βγαίνουν ντάτσουν όλων των ειδών και των απροσδιορίστων χρωμάτων μαρσάροντας, φορτωμένα ως πάνω πλαστικές καρέκλες, ράντζα, κουβέρτες, κουτσούβελα, γριές, κορίτσια λυγερά με πολύχρωμα φουστάνια...
-Να κι' οι κατσίβελοι, είπε ο Αλφαδύο. "Έρχονται για της Παναγίας κάθε χρόνο. Είναι η προστάτιδά τους, δεν μπορείς να φανταστείς πως την λατρεύουν!"
Τι τόλεγε; Όλοι το ξέραμε. Έφυγα τέλος πάντων προς το καράβι να βρω τους γονείς μου. Πέρναγε κείνος ο ποταμός ντατσούνες από δίπλα μου και με φλόμωνε στα καυσαέρια. Τους βρήκα εύκολα. Μπροστά στους προσκυνητές, οι παραθεριστές και οι τουρίστες ήτανε λίγοι, κατεβαίναν από την σκάλα των επιβατών, από δίπλα από τον καταπέλτη.
-Βρε μπάσταρδε, μας ξέχασες! είπε η μητέρα που με είδε. "Τι κάνεις βρε;" είπε κι' ο πατέρας. Τάχαν λίγο χαμένα, λίγο από το ταξίδι, λίγο ο πανζουρλισμός. Κι' η ηλικία.
-Θα σας τα πω, είπα. "Πάμε πρώτα να φύγουμε από εδώ, σας βρήκα δωμάτιο, από τα καλύτερα στο νησί."
Πήρα την βαλιτσούλα τους, και πήγαμε προς το νίβα την Σλαβιάνκα, εκεί απόμερα και σκοτεινά που την είχα παρκάρει με την μπουλντόζα. Με το που πήγα να ξεκλειδώσω, "είναι δύο κύριοι εδώ," λέει η μάνα μου. "Φίλοι σου είναι;" Έμεινα αποσβολωμένος να κοιτάω τον παιδοβούβαλο μισοξαπλωμένο στο πίσω κάθισμα της Σλαβιάνκας. Είχε βάλει την κεφάλα του ακουμπισμένη στα γόνατα του Ζανζάκ Μεσσί, να κρυφτεί καλά και ντε, και με κοίταγε. Ο γιατρός εις αθλίαν κατάσταση, έκλαιγε.
-Τι κάνεις εδώ; ρώτησα σαστισμένος τον παιδοβούβαλο.
-Δουλειά σου, είπε αυτός.
-Όχι δουλειά μου, αυτοκίνητό μου είναι! είπα. "Πως μπήκες;"
-Ήταν ξεκλείδωτο.
Το είχα αφήσει ξεκλείδωτο, δεν αποκλείεται.
-Σε ψάχνουνε σ' όλο το νησί, το καταλαβαίνεις; του είπα αυστηρά.
Κούνησε την κεφάλα του καταφατικώς. Οι γονείς μου κοιτούσαν αμήχανοι την σκηνή.
-Κι' εσείς; ρώτησα στα γαλλικά τον Μεσσί. "Αισθάνεσθε καλά; Σας κακοποίησε; Είσαστε σε κατάσταση να μου πείτε τι συνέβη;"
-Εντάξει, είπε μυξοκλαίγοντας.
-Πως εντάξει; ξανάπα. "Σας πήρε με την βία από το δωμάτιο, πως εντάξει;"
-Παρακαλώ, μην τον ερεθίζετε! εκλιπάρησε. "Έχουμε μία συνεδρία εδώ, μπορείτε να μας αφήσετε ήσυχους;"
-Μία συνεδρία τέσσερις ώρες; ρώτησα.
-Οι συνεδρίες μου δεν έχουν προκαθορισμένη διάρκεια, είπε. "Διαρκούν όσο χρειάζεται να διαρκέσουν."
-Οι δικές σας διαρκούν από πέντε έως δεκαπέντε λεπτά το πολύ, απ' όσο ξέρω.
-Ε, αυτή διήρκεσε περισσότερο, δεν με παρατάτε ήσυχο επιτέλους!
-Το άλλο που λέει πόσοι ψυχαναλυτές χρειάζονται για να αναλύσουν ένα γλόμπο, το ξέρετε;
-Παρατήστε με ήσυχο, τσίριξε. "Αλλιώς θα ξαναρχίσει τις φάπες."
-Τι λέει; ρώτησε η μάνα μου.
-Τίποτα, μια στιγμούλα και φύγαμε, την καθησύχασα.
-Μου τις κάνει μαζεμένες τις συνεδρίες που μου τις χρώσταγε, είπε ξαφνικά το θερίο.
Εκείνη την ώρα ένα άλλο θερίο έμπαινε στο λιμάνι. Ξημέρωνε, κι' απ' το σουλούπι του έκρινα πως ήταν αντιτορπιλλικό κλάσεως θηρίο. Λέων, Αετός, Ιέραξ και Πάνθηρ, αυτά ήταν τα θηρία. Ή μπορεί να ήταν και κλάσεως Φραμ, τα θηρία τα είχαν παροπλίσει πριν λίγα χρόνια, δεν έχει σημασία πάντως, όλα αρχαία ήταν, του Δευτέρου Παγκοσμίου, τα στέλναν στα νησιά στους εορτασμούς, και να μεταφέρεται η μπάντα του Ναυτικού της Παναγίας, και το τιμητικό άγημα. Πολύ στενάχωρα μέσα, σ' έπιανε η ψυχή σου από την κλειστοφοβία, έσκαγες, στα πέντε λεπτά ήθελες να πηδήσεις στην θάλασσα να φύγεις κολυμπώντας. Λιποταξία. Η χειρότερη μετάθεση, στα θηρία. Κόλαση.
-Το καλό που σου θέλω, είπα στον παιδοβούβαλο. "Άσε τον άνθρωπο να φύγει, δεν βλέπεις, κοντζάμ αντιτορπιλικό στείλαν να σε συλλάβει, μην επιβαρύνεις την θέση σου."
Κοίταγε καχύποπτα, μια εμένα μια το αντιτορπιλικό που έσιαζε τον εορτινό του σημαιοστολισμό.
-Βυζαντινό είναι, είπε μετά. "Εγώ τα διοικώ, είμαι Αρχιναύαρχος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Τζιοβάνι ντε λο Κάβο."
Βυζαντινό αντιτορπιλλικό τύπου Θηρίο. Μελάνι, παστέλ, ακρυλικά, σε mix media, 10X7 cm, 2017.
-Τι βυζαντινό και μαλακίες, του ξαναλέω. "Σε λίγο θα κάνουν έπαρση σημαίας. Θα το δεις, ελληνικιά θα είναι, μπλε με το σταυρό. Αν είναι βυζαντινό, θα βάζαν τον Δικέφαλο. Αλλά δεν πρόκειται να δεις κανέναν Δικέφαλο στην πρύμνη. Ελληνικό είναι το καράβι, χριστιανέ μου. Να σε πιάσουν ήρθαν, άσε τον άνθρωπο να φύγει, θα μπλέξεις χειρότερα."
-Θα σε γαμήσω ρε καθήκι, ούρλιαξε. Δεν ξέρω αν είχε αντιληφθεί προς στιγμήν το παραλήρημά του ή νόμιζε πως πάω να τον κοροϊδέψω. Πάντως πριν προλάβω να κάνω τίποτα τρώω ένα μπουκέτο στη μούρη που ήταν όλο δικό μου. Βρέθηκα ανάσκελα και εκτός τόπου και χρόνου, στην Νήσο Νέα Ζηλανδία, που είναι ανάποδα στους αντίποδες. "Παιδάκι μουουουουου!" έβγαλε μια φωνή η μητέρα, και θυμήθηκα μικρός που με χτύπησε αυτοκίνητο κι' είχα δει τον ουρανό σφοντύλι όπως τώρα καλή ώρα με την μπουνιά του χοντρού, με την διαφορά που μικρός την μπουνιά την είχα μπροστά εν τω μέλλοντι, είχα ενοχοποιηθεί λοιπόν που είχα κάνει την μάνα μου να υποφέρει, και παρότι ο κόσμος γύριζε εντός και γύρω μου σπειροειδώς ψιθύριζα με κόπο "είμαι καλά, μανούλα μου, μην ανησυχείς, είμαι καλά," και προσπαθούσα να σηκωθώ να δει πως είμαι καλά, και κείνη τσίριζε όπως τώρα, αντί να με καθησυχάσει δέκα χρονών παιδάκι, έπρεπε να την καθησυχάσω εγώ κι' ένοιωθα και φταίχτης αποπάνω που με χτύπησε το κωλοαυτοκίνητο. Αλλά έτσι ήταν πάντα η μάνα μου. Τόσα  χρόνια όλο να ντύνομαι καλά μου έλεγε στο τηλέφωνο, να μην πουντιάσω. Που; στην Αφρική λέμε, με θερμοκρασία τριάντα βαθμούς Κελσίου την κατώτερη.
Σηκώθηκα και κοίταξα στον καθρέφτη της Σλαβιάνκας την μύτη μου μες τα αίματα. Ο χοντρός είχε κόψει το Ζανζάκ Μεσσί στον ώμο κι' είχε γίνει της Αναλήψεως. "Μην ανησυχείτε, να, σταμάτησε το αίμα," είπα στους γονείς μου. Θυμήθηκα που μικρός μου άνοιγε η μύτη, με τρέχανε συνέχεια στον Ωριλά. "Άντε να σας πάω στο δωμάτιο," είπα.
Ήταν μαζεμένη όλη η ακολουθία του ψυχαναλυτή, στης Μαργαρίτας. "Να με παίρνανε τα κύματα, οι άνεμοι, τα σύννεφα..." τραγουδούσε από την βεράντα του δωματίου η μητέρα μου, και ατένιζε με μάτια γλαρά το πέλαγο. Ο πατέρας ξάπλωσε λίγο.
Πήρα την Κλαίρ κατά μέρος και της είπα τα καθέκαστα. "Τουλάχιστον ξέρουμε τι έχει συμβεί," είπε. Κι' αφού ξέραμε θα τον βρίσκαμε, κι' αυτόν και τον γκοντζιλλάκη, δεν υπήρχε αμφιβολία. Ανησυχούσε για την υγεία του άντρα της. "Δεν είναι πια νέος," πρόσθεσε. "Κι' εσύ; Θ' αποκτήσεις μια μύτη μποξέρ; Θα γίνεις ακόμα πιο νοστιμούλης, τα κορίτσια ξετρελαίνονται ξέρεις, μ' αυτά τα σημάδια που αφήνει η ζωή καθώς περνάει." Μου σκούπισε κάτι ξεραμένα αίματα μ' ένα βρεμένο χαρτομάντηλο, και μου χάιδεψε το μάγουλο.
Κατέβηκα στης Ειρήνης, μόλις άνοιγε το μαγαζί. Απάνω στην ώρα, να και ο Δύτης μπαίνει με μια καλαθούνα ψαρούκλες και αστακούς. Η Ειρήνη σκούπισε τα χέρια στην ποδιά της και βγήκε στρογγυλούτσικη από την κουζίνα.
-Την Παναγιά και τον Χριστό στα χέρια σου να κρατάς, βρε Δύτη μου! είπε δυνατά, "Τον Χριστό και την Παναγιά, Μεγάλη η Χάρη Της αύριο γιορτάζει!"
Τα ζύγιασε, τάβαλε στο ψυγείο. Ύστερα κάνανε λογαριασμό με τον Δύτη σ' ένα τεφτέρι. Ο Δύτης είχε παρεδώσε μ' ένα καλύμνικο, τον έπαιρναν μαζί τους πήγαιναν σε κάτι βραχονησίδες κι' έπεφτε εκεί. Ποιός ξέρει, τους βόηθαγε κιόλας, αυτοί ρίχνανε και δυναμίτες, βούταγε τα μάζευε, πειρατές γνήσιοι, οι καλύμνιοι, άλλη φάρα. "Και ξέρεις πως τα ξεχωρίζεις τα καλύμνικα;" έλεγε. "Η πλώρη δεν είναι κυρτή, όπως όλα τα άλλα τα καΐκια, είναι ίσια και λοξή. Άμα δεις πλώρη ίσια και λοξή, είναι καλύμνικο, τέρμα."
Έκλεισα ένα κιλό μπαρμπούνια για το βράδυ, η μάνα μου τα λάτρευε, κι' η γιαγιά μου -η μάνα της- επίσης. Και μία συναγρίδα στα δυόμισι κιλά, για τα κάρβουνα. Και δυο μπουκάλια εμφιαλωμένο λευκό, Οίνος Ονομασίας Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητος, Νυκτέρι Σαντορίνης.
Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε κι' ο Αλφαδύο. Είχανε δει τον Τζιοβάνι ντε λο Κάβο τον παιδοβούβαλο να τρέχει στο λιμάνι  με τον δόκτορα στη πλάτη σαν αρνί, αλλά τον χάσανε ανάμεσα στο πλήθος. Όταν τον ξαναβρήκανε, ήτανε χωρίς τον γιατρό. Καθώς δεν υπήρχε μπάτσος, πήγε ο δήμαρχος στον κυβερνήτη του αντιτορπιλικού να τον παρακαλέσει μπας και του διαθέσει τέσσερις πέντε ναύτες νταβραντισμένους να τον κάνουνε ζάφτι. Αλλά ο κυβερνήτης δεν μπορούσε διότι δεν είχε τέτοιες διαταγές κι' αυτά δεν είναι δουλειά του Ναυτικού τέλος πάντων. Οπότε πήγαν να τον πιάσουν με το καλό.
Κι' όταν τον ρωτήσανε τι τον έκανε τον Ζανζάκ Μεσσί, τους είπε "τον πούλησα στους γύφτους."  Αλήθεια έλεγε.
Γυφτοπούλες χορεύουν υπό τους ήχους της μπάντας του Πολεμικού μας Ναυτικού.Μελάνι, μολύβι, παστέλ, ακρυλικά, σε mix media, 18X14 cm, 2017.

Κι' ακόμα:

Antonín Dvořák: Symphony No. 9, Mvmt. IV "New World Symphony" (City of Prague Philharmonic.)   

https://www.youtube.com/watch?v=9Qi6njHq5D0 


Μαίρη Λίντα, Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου.
https://www.youtube.com/watch?v=CO3x92pnHQg

Η ιστορία της Ζολί είναι παρμένη από το διήγημα Zoli του Colum McCann.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου