IX. Πως τα περάσαμε μετά. (Ο Εικονολήπτης, τέλος.)

Δειλινό το Φθινόπωρο. Μελάνι, παστελ, ακρυλικά, σε μπλοκ ιχνογραφίας, 18Χ15 cm, 2017

Με το απογευματινό καράβι που γυρνάει Πειραιά φύγανε τα ντάτσουν. Αφού αδειάσανε το νησί απ' όλες τις παλιατσαρίες που είχε μαζέψει η χρονιά ολόκληρη για ανακύκλωση. Μπαταρίες, πλαστικά, αλουμίνιο, κουζίνες, λεκάνες αποπάτων, γκαζοντενεκέδες, καλαπόδια, γρανάζια από εξωλέμβιες, αμπαζούρ, εκδραματίσεις, κουρτινόξυλα, και άλλα.
Ο Ηρόδοτος Τσιρκινίδης ανέβασε τον Κανδαύλη αμέσως μετά τον Δεκαπενταύγουστο. Πρωταγωνίστησε η Τζίνα. Ήρθε πάλι κόσμος από την Νέα Υόρκη, Παρίσι, Μπουένος Άιρες και τα λοιπά. Πιο πολύς, νομίζω. Είχε φέρει και πυροτεχνήματα, ο Ηρόδοτος. Αλλά την προηγούμενη φορά ήταν καλύτερη, η  Τζίνα. Τέλος πάντων, έκανε πάταγο. Τα άλλα είναι δευτερεύοντα.
Ο παιδοβούβαλος τόσκασε με το πλοίο. Διχόνοια και ανταρσία ξέσπασε στο στρατόπεδο του Ζανζάκ Μεσσί, ψυχαναλυτού, φιλοσόφου και προφήτη. Οι καυγάδες ήταν δημόσιοι, τα κουτσομπολιά πρόσθεσαν πιπεράτες πινελιές. Δυσαρέσκειες και μουρμούρες, φιλοδοξίες και απληστία έκαναν από χρόνια πάρτι στο Παιδικό Ποδήλατο. Η καναδέζα με τις ανθρωπολογικές προσεγγίσεις έβαλε φωτιά στα τόπια. Επιπλέον, ήταν χρόνιος και ο καυγάς που ο Μεσσί μίκραινε συνέχεια τις συνεδρίες του κι' ανέβαζε τις αμοιβές του ιλιγγιωδώς. Τελευταίως ερχόταν ο αναλυόμενος στο γραφείο, άφηνε τον παχυλό φάκελο με τα λεφτά κι' έφευγε χωρίς να πει κιχ. Τον καυγά αυτόν τον είχαν αφήσει στο Παρίσι, δεν τον φέραν διακοπές, αλλά ήρθε από μόνος του με το τρακτ του γιγαντάκου, και γίνανε μαλλιά κουβάρια για το πόση ώρα πρέπει να είναι οι συνεδρίες -τρία τέταρτα, λιγότερο ή καθόλου- και πάνω στον νέο καυγά μαθεύτηκε πως οι διαφωνούντες φραξιονιστές ήταν που πλήρωσαν τον παιδοβούβαλο να κάνει σαματά στην διάλεξη του Μεσσί και να τον απαγάγει, να τον εξαναγκάσουν σε παραίτηση από την προεδρία της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παιδικού Τρικύκλου. Ο οποίος είχε αποσυρθεί μετά τον Διθύραμβο στην Γυναίκα του Δεκαπενταύγουστου, που ανασκεύασε το Γλωσσοθεσμικό, κοίταγε και δεν μίλαγε σε κανέναν.
Ο Χανς γύρισε κι' αυτός από την εξορία στο ξερονήσι την επομένη της Παναγίας. Κατέβηκε από την βάρκα, πήγε στης Μαργαρίτας και πήρε μία μπύρα από το ψυγείο. Μετά πήρε και πολλές άλλες.
Προς το τέλος του μηνός, ο Δύτης μου είπε να πάμε κολυμπώντας στα νησάκια να δει κάτι κιούρτους που είχε βάλει. Τον είχε πάει ο Γενναίος να τους ρίξει την προηγουμένη με το καλαμένιο καταμαράν. Πήγαμε με μάσκα και βατραχοπέδιλα. Κατέβηκε ο Δύτης μέχρι που χάθηκε, πέρναγαν τα λεπτά, είχα αρχίσει να ανησυχώ. Τι διάολο, λακρεντί ψιλό έπιασε με τον ροφό, ο φακίρης; Ώσπου να βγει κόντεψα να σαλτάρω. Μόλις ανέβηκε κι' ανάσανε, ανάσανα κι' εγώ. Δεν είχε πιάσει τίποτα. Αλλά και νάχε πιάσει, έπρεπε να αφήσει τον ροφό να ξασκατίσει νηστικός, και να τον τραβήξει την επομένη, να καθαρίσει η κοιλιά του. Ο γυρισμός ήταν ταλαιπωρία, είχαμε τον απογευματινό ήλιο στα μάτια, φοβόμασταν όταν ακούγαμε κανένα σκάφος, γιατί το ακούγαμε αλλά δεν βλέπαμε από που έρχεται. Εγώ ξεπατώθηκα, αυτός όχι. Φτάσαμε στο Κατσούνι, βγάλαμε τις μάσκες, η πρώτη κανονική αναπνοή χωρίς μάσκα είναι υπέροχη, κι' ας μυρίζει λάστιχο. Ή ακριβώς επειδή μυρίζει λάστιχο. Κάτσαμε πλάι στο κυματάκι και τα λέγαμε.
-Ο Θύμιος μ' έβαλε να τον μάθω κολύμπι, είπε ο Δύτης. "Ποιός ξέρει τι καημό το είχε! Τούδειξα, σε δέκα λεφτά κολυμπούσε άφοβα ο αθεόφοβος, με αναπνοές, τα πάντα. Πήγαινε στα άπατα κρόουλ, και βάραγε με τα χέρια του την θάλασσα να σηκώσει αφρό, έκανε σαματά, αλάλαζε ευτυχισμένος για ώρα. Μετά πήγαινε βαθύτερα, και πάλι τα ίδια, αλαλαγμοί, αφροί.  Και ξέρεις που πήγαμε, από την στάνη, εκεί βόρεια, στον γκρεμό τον σκυλοπνίχτη από κάτω, αλλά ήτανε λάδι προχτές. Του χρόνου θα δεις, θα έρχεται ψαροντούφεκο."
Η Άννα έκατσε λίγες μέρες ακόμα. Γίναμε παραπάνω από φίλοι μετά, γίναμε συνένοχοι, είχαμε μυστικά που δεν θα λέγαμε σε κανέναν. Μια φορά με είδε η μητέρα μου που της μίλαγα και γελάγαμε. "Νοστιμοτάτη η αιτούσα," μου είπε μετά, κι' εγώ συμφώνησα. Δεν της είπα που παντρεύεται άλλον. "Η νύφη όταν γεννηθεί στην πεθερά της μοιάζει" ξανάπε με νόημα. Η αλήθεια είναι πως έμοιαζαν σε κάτι, που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Μοιάζανε όταν η μάνα μου ήταν νέα, όπως στο όνειρο, εξυπακούεται. "Θα δούμε, μητέρα," της είπα να μην της συντρίψω τις ελπίδες μονομιάς. Κι' έβαλε αυτή τα γέλια, κατάλαβε που την κορόιδευα.
Η Ζολί έμεινε κι' αυτή καμπόσο. Δεν ξαναμίκρυνε, αλλά εγώ δεν μπορούσα να την δω πια ως ενήλικη. Αυτά συμβαίνουν άμα παραγνωρίζεσαι με κάποιαν. Γινόσαστε φίλοι, και πάνε οι παλαβομάρες. Τραγούδησε με την γιαγιά της στο Παρίσι το 2001. Γ'εμισε μανούς το Σταντ ντε Φρανς, ήρθαν κι' άλλοι απ' όλη την Ευρώπη, και διανοούμενοι, και καλλιτέχνες, και αχτοβιστές, και οι πάντες.
Ο Φράνσις Θουκυδίδης Μπόρεγκαρντ με το ξεπλυμένο γαλανογκρί βλέμμα και η χρυσαφένια Ζλάτα με τα υπέροχα γαλάζια μάτια τα φτιάξανε περιπαθώς. Φύγανε, πήγανε Νέα Ζηλανδία τον χειμώνα, και μετά Πολυνησία. Είναι μία φυλή εκεί, σ' ένα νησί, που αυτοί οι άνθρωποι δεν ξέρουν τον αληθινό λόγο που γκαστρώνονται οι γυναίκες. Ούτε οι γυναίκες, ούτε οι άντρες το ξέρουνε, κι' όπως είναι πολύ φυσικό, ούτε τα ίδια τα παιδιά. Όλοι πιστεύουν πως το γαμίσι είναι μόνο για απόλαυση. Βέβαια, αυτό δεν εμποδίζει τις γυναίκες να γκαστρώνονται με το γαμίσι, αλλά νομίζουν πως αυτό συμβαίνει με την έλευση του πνεύματος των προγόνων όταν μία γυναίκα μπαίνει στην θάλασσα την συγκεκριμένη εποχή και λέει κάτι προσευχές. Οπότε ο πατέρας δεν είναι πατέρας κανονικός, αλλά ο γκόμενος της μάνας, που φροντίζει τα παιδιά, τους μαθαίνει παιχνίδια, τους κάνει δώρα, τον αγαπάνε, αλλά όχι με πολύ σεβασμό, ούτε αγριάδες κάνει και τέτοια. Το κυρίαρχο αρσενικό, ο αφέντης στο σπίτι, ο αυστηρός να πούμε, που συντηρεί κιόλας την οικογένεια, είναι ο εκ μητρός πρωτότοκος θείος, ο αδελφός της μαμάς. Αλλά δεν μένει μαζί στην ίδια καλύβα με την οικογένεια, ούτε επιτρέπεται να έχει σεξουαλικά μπερδέματα με την αδελφή του, είναι ταμπού. Τα συζητάγαμε αυτά τα σχέδια που κάνανε να πάνε κεικάτω στην Πολυνησία, στης Μαργαρίτας που πίναμε καφέ. Ήτανε και η Κλαίρ στην συζήτηση, η οποία είπε πως σ' αυτήν την φυλή δεν υπάρχει μπαμπάς τελικώς, διότι ο πραγματικός μπαμπάς δεν το ξέρουνε πως είναι ο μπαμπάς, και ο αυστηρός θείος δεν μπορεί να κάνει τον γιό να ζηλέψει διότι δεν έχει σχέσεις με την μαμά, γιατί είναι αδελφή του. Άρα εν προκειμένω δεν υπάρχει και οιδιπόδειο, κι' άμα δεν υπάρχει οιδιπόδειο, αυτοί οι άνθρωποι έχουν ξεμπερδέψει με την ψυχανάλυση. Αν και, πρόσθεσε η Κλαίρ, είναι δυνατό να δημιουργούνται άλλα προβλήματα με τον αυστηρό θείο, που εμείς δεν τα φανταζόμαστε. Δηλαδή απλώς θα χρειάζονται ενός άλλου είδους ψυχανάλυση, χωρίς Οιδιπόδειο, επί της ουσίας. Οπότε η Ζλάτα είπε πως δεν υπάρχει κανένας στην μυθολογία που να σκότωσε τον θείο του, και ρώτησε πως θα λέγεται το νέο σύμπλεγμα. Διότι δεν μπορεί να λέγεται πάλι Οιδιπόδειο, δεν είναι λογικό. Είπα τότε εγώ πως μπορεί εκεί να έχουν αυτοί άλλον μύθο, για κάποιον που σκότωσε τον θείο του.  Και δεν θα υπάρχει ψυχαναλυτής, αλλά σ' αυτούς τους αγρίους θα είναι κανένας μάγος, σαμάνος ξερωγώ, ο οποίος θα ερμηνεύει τον μύθο. Ο Μπόρεγκαρντ ήταν της γνώμης πως σε μια τέτοια περίπτωση και ο ψυχαναλυτής κάτι σαν σαμάνος είναι, μόνο που ο μάγος μιλάει, ενώ ο ψυχαναλυτής ακούει κυρίως. Ναι, συμπλήρωσε η Κλαίρ, γαιτί και οι δύο προσπαθούν να θεραπεύσουν έναν άρρωστο, που ίσως να γίνει καλά άμα πιστέψει τον μύθο. Και για να πιστέψει τον μύθο πρέπει να πιστέψει πως ο σαμάνος είναι σαμάνος, και ο ψυχαναλυτής είναι ψυχαναλυτής. Και για να πιστέψει ο άρρωστος  στον σαμάνο πρέπει πρώτα να πιστέψει η φυλή στην μαγεία. Και για να πιστέψει ο αναλυόμενος τον αναλυτή πρέπει πρώτα η κοινωνία να πιστέψει στην ψυχανάλυση. Οπότε δεν έχουμε μεγάλη διαφορά από τους αγρίους, διότι η κοινωνία μας στηρίζεται σε μία κοινή πίστη, όπως και η δικιά τους. Και συνήθως πιστεύουμε κάτι άμα το πιστεύουν και οι άλλοι, αλλιώς, άμα δεν πιστεύουμε ότι και οι άλλοι, γινόμαστε άπιστοι θωμάδες. Και τότε δεν θεραπευόμαστε. Και πως όλες οι επιστημονικές θεωρίες στην βάση τους έχουν μία αυθαίρετη παραδοχή, που τη λέμε αξίωμα. Και για να σταματήσουμε να το πιστεύουμε, το αξίωμα, πρέπει προηγουμένως να βρούμε ένα άλλο αξίωμα, αλλιώς όλα γίνονται μπάχαλο. Λοιπόν, άμα ήταν στις καλές του, ο Μπόρεγκαρντ ήταν σκέτη διάνοια.
Οι γονείς μου περνούσαν υπέροχα. Είχαν έρθει για πεντέξι μέρες κι' έμειναν δεκαπέντε. Ο πατέρας μου έπιασε φιλίες με κάτι συναδέλφους του Μεσσί, κι' έκανε συζητήσεις για το γλωσσοθεσμικό και το Οιδιπόδειο. Μια φορά που τρώγαμε, άρχισε την αγόρευση. "Το παν στην ψυχολογία είναι ο πατέρας" έλεγε. "Διότι όλη η κοινωνία είναι  συμβολικώς μία οικογένεια, υπάρχει αρχηγός, αρχές, κανόνες, πειθαρχία, καταμερισμός της εργασίας, παραγωγικότητα. Αλλά! Τι νομίζατε!" Μου ήρθε να του πω για τα παλούκια στον ωκεανό, τον τρελό οπλαρχηγό με τις μπύρες, την παραγωγικότητα του καουτσούκ, τι ωραία η πατριαρχική κοινωνία! Αλλά είπα άσε καλύτερα, θα τσαντιστεί και θα φωνάζει, θα χαλάσει την βραδιά. Η μάνα μου ξανάνιωσε. Παρά την προχωρημένη ηλικία της, κολυμπούσε ατέλειωτες ώρες στην θάλασσα. Κατέβαινε πολύ πρωΐ στη θάλασσα, και μετά ξανά το απόγευμα. Μίλαγε με όλον τον κόσμο, όλοι την αγαπούσανε. Έφυγαν τελικώς, με τους τελευταίους.
Μετά από κείνο το καλοκαίρι, δεν ξαναγύρισα στο νησί. Αλλά με τη Σλαβιάνκα (το νίβα) και που δεν πήγαμε, και καλοκαίρια και χειμώνες και άνοιξη και φθινόπωρο γυρνάγαμε την επικράτεια. Αγόρασα και μιαν καλούτσικη μηχανούλα, μια Λάικα, να παίρνει δυνατούς φακούς απάνω, φωτογράφιζα γεράκια πέτρινα στον ουρανό, και αετούς πελώριους, και κουκουβάγιες αστείες με μάτια εκστατικά, και πελαργούς πάλλευκους με πόδια καλαμένια, και τσίχλες τοσοδούλες, απανταχού εις Ελληνίδα Γης. Άμα δεν γύρναγα με την Σλαβιάνκα, έβραζα στο ζουμί μου στην Αθήνα. Έβαλα ίντερνετ και παρακολουθούσα τι γίνεται στην Αφρική με μιαν προσήλωση άρρωστη θάλεγα, επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Είχα αφήσει ανοιχτούς βερεσέδες κεικάτω, προφανώς, μέσα μου. Ώσπου σε λίγο ξέσπασε πόλεμος στο Κονγκό, όλες οι γύρω γύρω χώρες μπλέχτηκαν στον πόλεμο ένα κουβάρι. Με πήραν τηλέφωνο να ξαναπάω. Ξαναπήγα, δεν άντεχα εδώ. Να καταλάβω επιτέλους το βαθύτερο γιατί μου, να γεμίσω το κενό. Άρχισα να παίρνω συνεντεύξεις για δικό μου λογαριασμό. Μιλάγανε όλοι, ο καθένας για τους λόγους του. Οπλαρχηγοί, παιδιά, κανίβαλοι, αντάρτες, ατζέντηδες, βιασμένες χωριάτισσες, κυανόκρανοι, πρόσφυγες, ιεραπόστολοι, τον τάδε υπουργό, τον δείνα διοικητή, τον πρόεδρο του Μετώπου Εθνικής Απελευθερώσεως του Δεξερωγωπού, σπάνια μεταλλεύματα, πλοκαμωτές πολυεθνικές, όζοντα κυκλώματα, δυτικές και μη κυβερνήσεις, γεωστρατηγική, όλα παίρναν μια θέση στο μωσαϊκό, άρχισε το κουβάρι να ξετυλίγεται. Βρήκα μετά έναν ανεξάρτητο παραγωγό, αυστριακό, γύριζα με μια κάμερα και ξετύλιγα τον μίτο της Αριάδνης Ευρώπη και Αμερική, θα με φάει ο Μινώταυρος, έλεγα, εκεί που πάω και χώνω την μύτη μου. Γιατί τα διακυβεύματα ζόρικα, δεν μπορείτε να διανοηθείτε τα μεγέθη. Τελικώς έγινε το ντοκιμαντέρ, βραβεύτηκε στο φεστιβάλ της Γλασκώβης. Αλλά από διανομή, κόκαλα. Το θέμα δεν τράβαγε την αγορά. Δεν πειράζει, είπα. Αρκεί που είχα δώσει ένα κάποιο νόημα στο χάος. Άλλωστε, κάτι που έχει παρασταθεί, μπορεί κάποτε και να αλλάξει.
Με την Κλαίρ τα λέγαμε πότε πότε στης Μαργαρίτας. Την είδε η μάνα μου, ξίνισε τα μούτρα της. Είχε μία οξύτατη αίσθηση της βαθειάς ερωτικότητας, η μάνα μου. Αλλά εμένα με ήθελε μακριά από το κακό, την ενοχλούσε η ιδέα πως εγώ μ' αυτό το γύναιο, και τα λοιπά. Τα δικά της, τα ξέχασε. Αλλά εμένα αυτό δεν με ενοχλούσε, γέλαγα. Πιο ενοχλητική ήταν η απανταχού παρουσία του Παιδικού Τρικύκλου, που κουτσομπολεύανε ασφαλώς, κάτι είχαν μυριστεί, θα μας μπλέχαν στις πλεχτάνες τους. Ενοχλητική επίσης υπήρξε και η αναχώρηση του Λιμπούντα, που άφησε το διακριτικό δωματιάκι στο περιβόλι με τις λεμονιές, κι' ήρθαν άλλοι.
Η Κλαίρ έφυγε τέλη Αυγούστου, μαζί με τον Ζανζάκ Μεσσί και τους μεσσιανιστές. Με το ίδιο πλοίο που έφυγαν και οι γονείς μου.
Μου άφησε ένα φάκελλο στης Μαργαρίτας. Έναν απ' αυτούς του ψιλικατζίδικου στο λιμάνι. Μέσα είχε ένα γράμμα, δύο χειρόγραφες σελίδες, κι είχε έναν σταθερό γραφικό χαρακτήρα λίγο λοξό με ενωμένα γράμματα που σε κάνουν να διστάζεις λίγο διαβάζοντάς τα. Με πένα, σε χαρτί πολυτελείας που δεν εύρισκες στο νησί. Είχε στάξει λίγες σταγόνες από το άρωμά της. Νάτο:

Αγαπημένε μου Ασσασίνε,
Πάνε δεκαπέντε μέρες που με δολοφόνησες άσπλαχνα στο δωματιάκι με την λάμπα και τον λεμονόκηπο.
Ο φόνος είναι φυλαχτό.
Δεν ξέρω αν παρακολουθείς τα δικά μας. Ο Ζανζάκ έχει διαγνωστεί με άνοια από τις αρχές του χρόνου. Εγώ νομίζω πως απλώς κουράστηκε πρώτα να μιλάει και μετά να σκέφτεται. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε το θέμα μακριά από την δημοσιότητα, αλλά εις μάτην. Ήδη τα όρνεα μαζεύονται, θα το διαπίστωσες και μόνος σου. Σκέπτεται να διαλύσει την Εταιρεία του Παιδικού Τρικύκλου. Έγραψε ήδη την επιστολή για τον τύπο. Ξέρω, θα πεις πως εγώ πάλι έδωσα νόημα στους χρησμούς, και τα λοιπά. Ξέρω, βλέπεις σ' εμένα την δαιμόνια Μισέλ στην "Λέσχη". Μα μια αξιόλογη ηθοποιός δεν ταυτίζεται ποτέ με έναν ρόλο. Αν και τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως νάχεις δίκιο. Ίσως να μην ήμουν ποτέ αξιόλογη ηθοποιός.
Δεν σου γράφω ωστόσο για να σου διηγηθώ τα καθέκαστα με τον Ζανζάκ. Να δικαιολογηθώ θέλω, που οι συνθήκες δεν μου επέτρεψαν να σε χαρώ όπως πόθησα.
Πως ο άνθρωπος έπαψε να είναι ζώο; Δεν ξέρω. Πως το ματωμένο κρέας έγινε φουάγκρά και οι γρυλλισμοί εξελίχθηκαν ως στον απέραντα αισθησιακό πληθυντικό ευγενείας; Πάλι δεν ξέρω. Ξέρω πως ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον στο σύμπαν που ορίζει τον εαυτό του, το νόημά του. Δεν τρώει πια για να μην πεθάνει. Και δεν γαμιέται για να αναπαραχθεί.
Ξέρω λοιπόν να πω για τον άνθρωπο. Γεννιόμαστε με αλυσίδες που μας δένουν με την ζωή. Αυτή είναι η φύση της, μεγαλώνουμε μέσα στον πόνο, την στέρηση, την υποταγή, την ματαίωση και την  ταπείνωση. Κι' εκεί ξεκινάει ο αγώνας: να ελευθερωθούμε ή να συνηθίσουμε. Υπάρχει και τρίτος δρόμος βέβαια. Να αυτοκτονήσουμε. Τον δοκίμασα κάποτε, και ευτυχώς απέτυχα.
Μερικοί ξεχνάνε τα δεσμά της ζωής χωρίς να το θέλουν. Οι περισσότεροι προσποιούνται πως ξεχνάνε. Δεν είναι σωτηρία να ξεχνάς. Υπάρχει πάντα ένα κομμάτι μας που συνεχίζει να θυμάται, φωνάζει κι' εμείς ακούμε την ηχώ του να μας τρελαίνει. Κι' άλλωστε ο τύραννος έχει πολλά ονόματα: γονιός, κύριος διευθυντής, τροχονόμος, σύζυγος. Νομίζεις πως απαλλάχτηκες από τον ένα και κάποιος άλλος περιμένει να σε κάνει να υποφέρεις ξύνοντας τις πληγές που έξυνε ο προηγούμενος που άνοιξε ο πρώτος. Δηλαδή η ίδια η ζωή. Δεν είναι σωτηρία να ξεχνάς (δις.)
Μερικοί ανοίγουν άλλο δρόμο. Ξορκίζουν τον πόνο και την υποταγή, την κάνουν επιθυμία, και την επιθυμία την κάνουν ηδονή, τελετή, θέαμα, παράσταση, παιχνίδι, θέατρο, ή καλύτερα τσίρκο. Γιατί το τσίρκο έχει ακροβάτες και ακροβάτιδες με κορμιά λαστιχένια και σχοινιά για ίλιγγο, έχει θηριοδαμαστές και θηριοδαμάστριες, έχει κλουβιά, κι' ανθρώπινες τίγρεις με νύχια και δόντια, κι' άλλοι πετάνε μαχαίρια, καταπίνουν σπαθιά και φτύνουν φωτιά, κι' είναι και κλόουν που ρίχνουν μάπες και κλωτσιές ο ένας του άλλου, και μπουγελώνονται με χρώματα, και γελάνε και κλαίνε, και το κοινό τους γελάει και κλαίει μαζί, είναι οι άνθρωποι του θεσπέσιου τσίρκου. Κι' είναι από μόνοι τους μαζί και το κοινό κι' ο θεατρίνος, όπως λέει ο ποιητής. Και στο τέλος ο πόνος φεύγει από πάνω τους, το λέμε κάθαρση αυτό, ο Άνθρωπος στα μέρη σας πρωτόμαθε να το κάνει, αυτό που λέμε κάθαρση, δεν ξέρω πως εξηγείται αυτό το φαινόμενο. Ό,τι αναπαραστάθηκε πονάει λιγότερο, μπαίνει σ' ένα κουτί.
Ξέρω ακόμη πως όταν σβήνουν οι προβολείς, όλα αυτά τα θηρία της ηδονής  μαζεύονται στο ίδιο τραπέζι, μοιράζονται ένα πιάτο φαί, γεμίζει ο ένας το ποτήρι του άλλου, συζητάνε, λένε αστεία, πειράζονται. Δεν αποκλείεται, μερικές φορές πάνε για μεταμεσονύκτιο μπάνιο στην θάλασσα.
Ύστερα χωρίζουν. Δεν ορκίζονται για πάντα, γιατί το για πάντα είναι ήδη αυτή στιγμή που μας ακολουθεί σ' όλο το υπόλοιπο ταξίδι.
Γέμισες το κορμί μου άστρα κλεμμένα από τα όνειρα, γλυκέ μου εραστή. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ.
                                                                   Σ' ευχαριστώ
                                                                          Κλαίρ

 Άδειασε το Νησί τον Σεπτέμβρη, κάποιες συντροφιές μόνο συναντούσες εδώ κι' εκεί, και έναν δυο ξένους, κάτι καθυστερημένα πουλιά με περίεργα επαγγέλματα, παίρνουν άδεια το φθινόπωρο και γράφουν με πολύχρωμες πένες σε παιδικά τετράδια, μόνοι τους στα τραπεζάκια. Ο Χανς φόρεσε ένα πουλόβερ. Τον χειμώνα είχε έκθεση. Κάπου αλλού, όχι Γερμανία. Νέα Υόρκη, θαρρώ. Ο Δύτης βρήκε καλή δουλίτσα στον Ηρόδοτο Τσιρκινίδη που τάχε πιάσει χοντρά όλο το καλοκαίρι να ζωγραφίσει τον τοίχο πίσω από το μπαρ τον μύθο του Κανδαύλη με όλες τις λεπτομέρειες. Ο Γενναίος μάζεψε το καταμαράν και το έδεσε στη στέγη μιας αποθήκας που ήταν στο Κατσούνι. Ρώτησε τον ιδιοκτήτη και αυτός είπε εντάξει, δηλαδή. Του χρόνου τον Ιούνιο το ξαναβρήκε, συμπλήρωσε κάτι μπουκάλες, κάθε χρόνο παίρνει μερικές ο καιρός, το ξανάριξε πάλι στην θάλασσα. Την μηχανούλα την έβαλε να δουλέψει σε γλυκό νερό απ' το πηγάδι, την γράσωσε, και την έκρυψε κι' αυτήν στην αποθήκα, να είναι προστατευμένη. Η Μαργαρίτα έστειλε τα παιδιά στην Αθήνα μόλις άνοιξαν τα σχολεία, κι' έμεινε με τον άντρα της στο μαγαζί. Ήθελαν να ξαναβάψουν τον τοίχο και να κάνουν μερικά μερεμέτια. Μετά θα πήγαιναν να ταβρουν για τον χειμώνα. Η Ειρήνη έκλεισε πιο νωρίς, πως να δουλέψει κουζίνα, δεν έφτανε η πελατεία. Κι' εγώ έπιασα δωμάτιο στον λεμονόκηπο, με είχε φάει η άμμος, η υγρασία και το αλάτι.
Με τα μπουφάν στην βεράντα. Μελάνι, παστελ, ακρυλικά, σε μπλοκ ιχνογραφίας, 28Χ19 cm, 2017
Γλυκαίναν τα χρώματα, καθαρίζαν, έχει κάτι πολύ εκτυφλωτικές μέρες αυτή η εποχή, κι' η θάλασσα είναι ακόμα χλιαρή, όμως μετά το μεσημέρι λίγωνε η ψυχή μου στην ησυχία, κι' έπαιρνε το νησί κάτι χρώματα από το φιστικοβούτυρο μέχρι την στάχτη της χτεσινής θράκας που κρύωσε, κάτι μ΄ έπιανε πότε-πότε μέσα μου και ούρλιαζε, θυμόμουν την Κλαίρ, μετά ησύχαζε πάλι εντελώς. Το δειλινό ερχόταν νωρίς, κι' έκανε ψυχρούλα. Αλλά κάλτσες δεν φοράγαμε, τοιουτοτρόπως πενθούσουμε το τέλος της θερινής σεζόν. Μαζευόμασταν οι εναπομείναντες με τα μπουφάν στην βεράντα, στο άδειο μαγαζί της Μαργαρίτας, βλέπαμε τον ήλιο στα τελευταία του, καπνίζαμε. Ψήναμε παϊδάκια και λουκάνικα ντόπια και παρηγοράγαμε την φθινοπωρινή μελαγχολία μας με ιστορίες και ρακή. Ο Ηρόδοτος Τσιρκινίδης που ήταν και γεωλόγος έλεγε για τα έγκατα του νησιού, ριζωμένα στον πάτο της θάλασσας διακόσια εκατομμύρια χρόνια, τα οποία βαστάνε τον γρανιτικό βράχο της Καλαμιώτισσας μαζί με το Μοναστήρι στον αέρα, θρονιασμένο απάνω στην Πελαγονική, μιαν υποθαλάσσια οροσειρά του Αιγαίου, η οποία δημιουργήθηκε πριν κάτι δις χρόνια στην Αφρική, και ταξίδεψε εδώ, ως μετανάστης. Και η οποία ρίζωσε σε τέτοια βάθη που κανένας μας δεν πρόκειται να βουτήξει και να κατανοήσει, δε πα να προσπαθεί σ' όλη του την ζωή. Του Δύτη μη εξαιρουμένου. Οπότε εμένα μου ήρθε μια ιδέα εντελώς παλαβή εκείνη την ώρα, πως τα έγκατα του νησιού κι' η οροσειρά η Πελαγονική και τα βάθη της θάλασσας, όλα εκείνα τα ερέβη ήταν μία κούτα άπειρα χιλιόμετρα με φιλμάκι, που περίμενε να γίνει εικόνες και γλώσσα, μα και γραμμένο δεν θα ήταν σταθερό, συνεχώς γραφόταν κι' άλλο φιλμάκι καθ' ότι άπειρο, το φιλμάκι, όπως το απρόσιτο Βιορμητικό του Ζανζάκ Μεσσί.
Μ' αυτά και με κείνα έμεινα στο νησί μέχρι την εθνική επέτειο.
Ξημερώματα της εικοστής ογδόης Οκτωβρίου είδα ένα όνειρο.
Ήμασταν πάλι προς τα τέλη Αυγούστου. Ήταν μεσημέρι με ανεπαίσθητο νοτιά, μπροστά στην άδεια προβλήτα, πλήθος, αυτοκίνητα, ο συνηθισμένος χαμός της επιστροφής Είχα κατεβάσει στο λιμάνι τον πατέρα μου και τη μάνα μου που θα φεύγαν. Ξεφόρτωσα τις βαλίτσες τους από την Σλαβιάνκα, ύστερα ρώτησα τη μάνα μου αν θα μου το άφηναν το αμάξι στο νησί. Το δικό μου αμάξι, σημειωτέον. Κάτι μου έγνεψε, μάλλον ναι, ήταν κάπως μουτρωμένη, αλλά δεν ξέρω και γω γιατί. Μπήκε μετά μια ακταιωρός στο λιμάνι, με μεγάλη ταχύτητα. Έκανε ξαφνικά ανάποδα τις μηχανές, μούγκριζε σα πολλά μοσχάρια  συγχρόνως, γέμισε αφρούς τη θάλασσα. Είχε στο κατάρτι την καταπράσινη και λευκή σημαία της Αλγερίας με το φίνο το κόκκινο μισοφέγγαρο και τ' αστέρι. Ξαφνικά είδα τον πατέρα μου να κολυμπάει προς την αλγερινή ακταιωρό που έδενε στο μουράγιο. Κολυμπούσε με πολύ καλό στυλ, ύπτιο. Καλά, πότε έμαθε; αναρωτήθηκα, σαν τον Θύμιο κι' αυτός, μέσα σε δεκαπέντε μέρες. Γιατί δεν κολυμπούσε και πολύ καλά, όπως σας είπα. "Τι κάνει;" ρώτησα μετά τη μάνα μου. Μου εξήγησε πως δεν μπορούσε να ξεχρεώσει κάποιο δάνειο που είχε πάρει, και ήθελε να ρωτήσει αν υπήρχε δυνατότης να πάρει άλλο δάνειο, ίσως από κάποιο αλγερινό πιστωτικό ίδρυμα ή οργανισμό, ώστε να ξεπληρώσει το παλιό. Εξεπλάγην, γιατί ο πατέρας μου ήταν μάλλον φρόνιμος άνθρωπος, συντηρητικός, τίμιος πασόκος, δεν ανοιγόταν σε χρέη και τέτοια. "Μα τι τόθελες το δάνειο που πήγες κι' έβαλες στο κεφάλι σου;" τον ρώτησα όταν επέστρεψε. Μου απάντησε με ασυνήθιστη γι' αυτόν συστολή πως "Να! το πήρα, τι να κάνουμε, κι' ύστερα φοβόμουν πως αν δεν το ξεπλήρωνα θα σου έκαναν κακό."
Ήρθε το πλοίο της γραμμής και χάθηκαν μέσα του πριν το καταλάβω. Μα και το καράβι είχε χαθεί μόλις κοίταξα, κι ούτε η γραμμή του ορίζοντα φαινόταν στην νοτισμένη ατμόσφαιρα.  Έμεινα στην άκρη της προβλήτας, στην πιο απόλυτη άπνοια, στο απόγευμα που έστυβε τον ιδρώτα, στην πιο αρυτίδωτη και νεκρική αρμύρα. Τρία βραχάκια ήταν μόνο μέσα στο νερό, σαν τρεις τελείες, σαν αποσιωπητικά, σαν ύστατη προέκταση του νησιού να συναντήσει την άλλη στεριά. Στο πέρα-πέρα, κάποιος καθόταν. Φορούσε μία  λευκή φανέλα. Έβλεπα την πλάτη του στο φως, και την λίγη σκιά που έριχνε στον βράχο. Είχε πετονιά και πλατύ καπέλο σαν το δικό μου, και περίμενε.

ΤΕΛΟΣ


 Είχε πετονιά και πλατύ καπέλο σαν το δικό μου, και περίμενε. Στυλό μελάνης, παστέλ, ακρυλικά σε mix media, 21X30 cm, 2017

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ου παντός πλειν ες Κόρινθον

Τον Νίκο τον γνώρισα ακουσίως.

Επί Δικαίου και αδίκων