Όλες οι αναρτήσεις με την ημερομηνία τους και τον τίτλο

Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

V. Η Άννα με το νυφικό και με τα μαύρα μάτια, ένα μοντέρνο κορίτσι γενιά του '30, τα παιδιά κανίβαλοι και συνεδρία με την Παναγία (Ο Εικονολήπτης, συνέχεια)

Της μητέρας μου οι γνωστοί, ποιητές κι' ονειροπόλοι.
Eίπαμε να παίξουμε αμμογουδόσφαιρα. Ανοίξαμε μια τρύπα στην άμμο, δίπλα στην θάλασσα, χωριστήκαμε σε δύο ομάδες, γδυθήκαμε, και όποια ομάδα έβαζε την μπάλλα στην τρύπα, ήταν γκολ. Λαβές επιτρέπονται όλες, βήματα δεν έχει, γήπεδο η θάλασσα, στη στεριά αν βγείς πλάγιο, η μπάλλα στον αντίπαλο. Τα κορίτσια μαζεύτηκαν, επίσης ξεβράκωτες. Μετρούσαν το σκορ, αλλά κυρίως βαθμολογούσαν τσουτσούνες. Εμάς μας το είπαν το βράδυ πως βαθμολογούσαν, δεν το ξέραμε. Αλλά τους βαθμούς, δεν τους λέγανε.
Εκείνο το βράδυ ήταν και η Άννα στης Μαργαρίτας. Θα παντρευόταν τον Σεπτέμβρη, και είχε παραγγείλει το νυφικό της στο νησί, να το κεντήσουν κάτι κυρίες. Ο μέλλων σύζυγος είχε φύγει στην Αθήνα για τις ετοιμασίες. Αυτή έμεινε λίγες μέρες για να πάρει και το νυφικό.
Είχα κουραστεί απ' όλες τις περιπέτειες της ημέρας, κι έφυγα να ξαπλώσω νωρίς. Στο Κατσούνι δεν είχε ψυχή, όλοι μπεκροπίνανε στης Μαργαρίτας. Έλειπε και ο Χανς. Τον Δεκαπενταύγουστο έφευγε, πλήρωνε μια βάρκα να τον πάει στα νησάκια απέναντι. Έμενε εκεί μια βδομάδα μόνος του, δεν έπινε, δεν κάπνιζε, δεν έτρωγε, ο βαρκάρης μόνο του πήγαινε νερό. Και κάθε βράδυ άναβε μια φωτιά, την βλέπαμε εμείς, λέγαμε εντάξει είναι ο Χανς. Κάθε χρόνο τόκανε αυτό. Μετά ερχόταν πίσω καινούργιος, κατάπινε μπύρες σαν καταβόθρα που στέγνωναν μέσα του αυθωρεί.
Εγώ δεν έμεινα πολύ, στης Μαργαρίτας, νύσταζα. Είχε φεγγαράδα και άπνοια, πήγα πλάι στην θάλασσα, άφησα το σλιπινγκμπαγκ μισάνοιχτο, κι' αποκοιμήθηκα.
Έβλεπα ένα παράξενο όνειρο. Ήταν πρωί, περπάταγα στην παραλία στο Μοναστήρι μόνος μου. Από μακριά είδα μια παρέα στην αμμουδιά. Άντρες οι περισσότεροι, καλοξυρισμένοι, φόραγαν κάτι μαγιώ ολόσωμα, μερικοί ήταν με το φανελάκι ή το πουκάμισο, ένας άλλος είχε μαλλιά κατσαρά και φορούσε ένα κουστούμι λινό εκρού, αλλά είχε βγάλει τα παπούτσια του. Ήταν και μια κοπέλλα, θάταν γύρω στα είκοσι, εικοσιδύο, όχι παραπάνω, είχε καστανά σκούρα μαλλιά που τάπαιρνε το αεράκι πότε εδώ πότε εκεί, κι' όλο τα διόρθωνε με μιαν κομψή χειρονομία, και με κοίταγε σαν να με ήξερε, χαμογελαστή. Δεν είχα δει πιο ωραία μαλλιά. Ούτε πιο ωραία κοπέλλα. Μου 'ρχόταν να τα χαϊδέψω, τα μαλλιά. Δεν είχα νοιώσει ξανά τέτοια έντονη επιθυμία να χαϊδέψω τα μαλλιά μιας κοπέλλας. Κι' ας μην την ήξερα. Πλησίασα κι' άλλο. Με κοίταξε, και μου φάνηκε πως με γνώριζε από παλιά.
-Βρε μπάσταρδε! φώναξε. "Που βρέθηκες εδώ, δεν ήρθε η ώρα σου ακόμα!"
Και τότε κατάλαβα πως ήταν η μητέρα μου. Η μητέρα μου πάρα πολύ νέα, πριν γεννηθώ. Μόνο αυτή με προσφωνούσε με αυτό το κολακευτικό παρατσούκλι το μπάσταρδε. Γιατί ως κολακευτικό το εκλάμβανα, να μην είμαι ο γιός του πατέρα μου.
-Καλά βρε μάνα, είπα. "Δεν είπαμε πως θα τηλεφωνήσετε άμα είναι να έρθετε; Και που διάολο θα σας βρω δωμάτιο τώρα, παραμονή Δεκαπενταύγουστο; Και πούναι ο πατέρας;
-Βρήκαμε δωμάτιο, είπε εκείνη ανέμελα. "Ο πατέρας σου πήγε να ξεκουραστεί, τον ξέρεις, τον έπιασε πάλι η γκρίνια τόσες ώρες με το καράβι.
-Καλά, κι' όλοι αυτοί ποιοί είναι, την ρώτησα. Ανησυχούσα, γιατί ο πατέρας μου ζήλευε, στην πραγματικότητα, αυτές τις νεανικές παρέες της μάνας μου. Ακόμη και όταν γέρασαν ζήλευε, όχι τώρα που ήταν νεοτάτη.
-Σου έχω μιλήσει, τους ξέρεις, είπε σιγανά να μην ακούνε. "Εκείνος ο ασχημούλης με το μεγάλο κεφάλι, ο Γιώργος, ποιητής από τους πιο σπουδαίους, τέλειωσε φιλοσοφία στην Ιταλία, αλλά δεν πρόλαβε να γράψει πολλά, πέθανε στον πόλεμο. Κι' εκείνος ο φαλακρός, που κοιτάει λίγο σαν εκστασιασμένος, θα πάει κι' αυτός στον πόλεμο, ανθυπολοχαγός, επέστρεψε όμως ζωντανός αυτός, γιατί επέπρωτο να πάρει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο ψηλός εκεί, ο Νίκος, ποιητής επίσης, κι' ο άλλος με το λινό και τα κατσαρά μαλλιά, ποιητής και ζωγράφος, και φαρμακοποιός είναι, Νίκο τον λένε κι' αυτόν, να σε πάει σ' όλες τις εκκλησίες της Θεσσαλονίκης, να μην χορταίνεις να ακούς, δεν υπάρχει καλύτερος ξεναγός, ο πιο βαθύς γνώστης της βυζαντινής τέχνης. Εκείνο το παχουλό παιδί με το γλυκό πρόσωπο, το βλέπεις; Παίζει πιάνο, γράφει μουσική, ενδιαφέρεται γι' αυτά τα τραγούδια των χασικλήδων, ποιός ξέρει γιατί, είναι και τοιούτος, αλλά δεν έχει καμία σημασία αυτό, είναι σπουδαίος, θα πάρει Όσκαρ με την μουσική του. Όλοι αυτοί με θαύμαζαν τότε, τρελοί και παλαβοί, και μακάρι να μπορούσα να τους εκτιμήσω κι' εγώ πόσο σπουδαίοι ήταν! Αλλά πως; Ποιός να μου τα μάθει εμένα όλα αυτά να ξέρω; Μου μίλαγαν, εγώ χαμπάρι, το ζώον. Ποιός να μου τα εξηγήσει; Εγώ δεν είχα κάποια παιδεία από την  οικογένειά μου. Μόνη μου, ό,τι έκανα.
-Και κείνος εκεί, ποιός είναι; ρώτησα κοιτώντας έναν που δεν μου τον είχε συστήσει ακόμη.
-Αυτός παρ' ολίγο να ήταν ο πατέρας σου, μου είπε χαμηλώνοντας ακόμη την φωνή της.
Μου είχε μιλήσει παλιά για κείνον τον δεσμό της, τον μεγάλο έρωτα της ζωής της. Ήταν ένας καλλιεργημένος δανδής που χόρευε θαυμάσιο τανγκό.  Ήξερα επίσης πως είχε γίνει διάσημος γιατρός. Είχε προσβληθεί τότε από φυματίωση, νοσηλευόταν. Φαγώθηκε η γιαγιά μου να τον παρατήσει, αυτός θα πεθάνει, της έλεγε. Την έπιασαν ανασφάλειες, την μάνα μου, φοβήθηκεμην μείνει στο ράφι, ξερωγώ, τον άφησε. Παντρεύτηκε τον πατέρα μου. Αλλά ο άλλος επέζησε τελικώς, μαζί κι' ο έρωτας ο μουγγός τους έκτοτε.
Κάτι πήγα να πω, μυριζόμουν ντράβαλα, ο πατέρας θα το μάθαινε οπωσδήποτε πως ήρθε κι' ο γιατρός στο νησί, αλλά η μάνα μου εντωμεταξύ σηκώθηκε, κι' άρχισε τις χορευτικές φιγούρες στην άμμο τραγουδώντας "να με πέρνανε τα κύμματα, οι άνεμοι, τα σύννεφα, να με πάνε σ΄ ένα έρημο νησίίί..." Ύστερα έπεσε στη θάλασσα και με γρήγορες απλωτές ανοίχτηκε στα βαθιά. Ήταν πολύ καλή κολυμβήτρια, προπονιόταν εκείνη την εποχή στον Πανελλήνιο, με κάποιον διάσημο τσέχο προπονητή. Σίμιτσεκ νομίζω τον λέγαν. Έκανε και λίγο ξιφασκία. Βαρέθηκε μετά, τα παράτησε όλα, της έμεινε το σπαθί, είκοσι χρόνια μετά το ζώστηκα εγώ, Ζορρό στις απόκριες. Ο Νίκος με το λινό κουστούμι και τα κατσαρά μαλλιά, ο φαρμακοποιός, σηκώθηκε, μπήκε στο νερό ως τους αστραγάλους, σαν νάθελε να την ακολουθήσει. Ύστερα, άρχισε να απαγγέλλει, κι' όσο απάγγελνε, τόσο η μάνα μου ανοιγόταν στα βαθιά, ξεμάκραινε, σε λίγο δεν διακρινόταν παρά η ελάχιστη ταραχή των ποδιών της στην επιφάνεια του νερού, και τα χέρια που σηκώνονταν κι' έπεφταν ρυθμικά, κι' ο άλλος απάγγελνε, απάγγελνε με φωνή ήρεμη και ρυθμική:

Το χέρι μου στον ήλιο σηκώνεται, λυγίζει μετά σαν ιτιά
να πέσει λοξά στο νερό σχεδόν με το βάρος του σαν τον γλάρο
Οι μύες του σφίγγουν στην υδάτινη έκταση αρπάζουνται
όσο χρόνο τ' άλλο μου χέρι την ίδια ακριβώς κίνηση προετοιμάζει.
Ξανά και ξανά, με διπλούς τους χρόνους μετρώντας ακριβώς απ' τους μηρούς
τα πόδια στροβίλους πλάθοντας στην επιφάνεια, κι' όλο πρόσω, πρόσω
με βαθιές ανάσες την Ζωή σπρώχνει, της ύπαρξης την πλώρη, την αρμύρα
Σπρώχνει το σώμα μου η ανάγκη που είναι σκοπός μου, σπλάχνο σκοτεινό
Ζωή το στήθος μου. Ζωή το γάλα μου. Ζωή το βρέφος
Μόνη μου Θέληση, και Δέος μου, κι' Ορμή.

Ταράχτηκα. Αυτός ο Νίκος ανάγγελνε την γέννησή μου! Έβλεπε την μάνα μου πέρα από κει που  η ίδια μπορούσε να δει τον εαυτό της! Ξύπνησα φωνάζοντας. Η μάνα μου, οι παράξενοι εκείνοι άντρες, ο Νίκος που απάγγελνε ποιήματα, όλα χάθηκαν μονομιάς. Κοίταξα το σκοτάδι τρομαγμένος. Δίπλα μου ήταν ξαπλωμένη η Άννα και με κοίταζε. Φορούσε το άσπρο της νυφικό.
-Παραμιλούσες στον ύπνο σου, είπε. "Φώναζες την μάνα σου, να μην πηγαίνει προς τον βράχο, έχει σμέρνες, ρουφήχτρες. Ποιόν βράχο εννοούσες;"
-Του Μοναστηριού μάλλον, απάντησα. "Πως βρέθηκες εδώ;"
-Σε είδα που κατέβηκες και ήρθα. Πως σου φαίνεται το νυφικό μου;
Θα ονειρεύομαι, σκέφτηκα. Απλώς άλλαξα όνειρο. Η Αννούλα ακούμπησε το μάγουλό της τον ώμο μου. Αισθάνθηκα εκεί κάτι υγρό, τα μάτια της ήταν γεμάτα δάκρια.
-Φοβάμαι, είπε. "Νυφικό, δουλειά, παιδιά, πεθερικά, δέκα μέρες διακοπές τον χρόνο, κι' άντε πάλι μετά τα ίδια, την φοβάμαι μια ζωή άντε τα ίδια, δεν αντέχω..."
Κι' εγώ φοβόμουν, είχε δυο μάτια τεράστια, μαύρα, και τα φρύδια της δεν τα πείραζε όπως οι περισσότερες, μοιάζαν με γιαταγάνια, κι' ήταν η μύτη της ολόισια, και τα χείλη της έτσι φτιαγμένα που πάντα να χαμογελάει με λίγη μελαγχολία στην άκρη τους, περπατούσε και γινόταν στάχυ στο αεράκι, κι' είχε ένα δέρμα σαν πορσελάνη, μα τώρα στο φεγγαρόφωτο φαινόταν γαλάζια κι' ασημένια, φοβόμουν μαζί της κι' εγώ, τόσο που άπλωσα το κουλό μου στην τιράντα του νυφικού, και δεν το φόραγε, το κρατούσε μόνο πάνω της, κι' έφυγε τώρα το νυφικό κι' ήταν γυμνή, κι' εγώ ήμουν γυμνός, φοβόμουν μαζί της, και φοβόμασταν τόσο που αρχίσαμε να τρέμουμε, και είχε ένα πολύ μικρό κυματάκι που ερχόταν ρυθμικά και μας κούναγε, και αρχίσαμε να πετάμε πάνω απ' το νησί, και το νυφικό ανέμιζε, γιατί την άλλη τιράντα την είχε περασμένη στο χέρι της, να φαίνεται πως το φόραγε το νυφικό, και το νυφικό μας ακολουθούσε κυματίζοντας, κι' από κάτω φαίνονταν τα φώτα τα χρωματιστά της Μαργαρίτας, και έπαιζαν μουσικές, και πετάγαμε πάνω από το νησί, και φαίνονταν τα βράχια κι' αυτά μαύρα και μπλε κι' ασημένια, κι' η θάλασσα επίσης, και είχε κι' ένα πολύ μικρό κυματάκι που ερχόταν ρυθμικά και μας κούναγε...
και το νυφικό μας ακολουθούσε κυματίζοντας, κι' από κάτω φαίνονταν τα φώτα τα χρωματιστά της Μαργαρίτας...
Ξημέρωσε, κι' η Άννα είχε φύγει. Αισθανόμουν λύπη, κι' αναστάτωση μαζί, ήμουν λυπημένος που έφυγε, κι' ανησυχούσα γιατί την ήθελα πάρα πολύ. Θες τώρα ν' αφήσει τον γάμο που τόσο την τρόμαζε, να καταστρέψει δυό ζωές, να δημιουργήσει τόση στεναχώρια, να εμποδίσει άλλες δυο τρεις ζωές να δημιουργηθούν; Γιατί εγώ μεν τις είχα πάρει τις αποφάσεις μου, δίκιο είχε ο Μπόρεγκαρντ, κατεστραμμένος ήμουν από μόνος μου, παιδιά-σκυλιά δεν είχα, αλλά οι άλλοι τι μου φταίγανε; Θυμήθηκα ξαφνικά το όνειρο με την μάνα μου και τον ποιητή. Κι' η μάνα μου δεν γούσταρε την ελευθερία της; Όλο θαυμαστές είχε, και τελικώς άφησε αυτόν που ήθελε για τι; Για να κάνει εμένα. Κι' εκείνη φοβόταν την ζωή που θαρχόταν, με το μπάσταρδο -πάλι εμένα- να κλαίει και να πεινάει και να θέλει τους γιατρούς του και τρέξιμο και φροντίδα. Γιατί μπάσταρδο μ' ανέβαζε και με κατέβαζε μέχρι που γέρασε. Συμβολικώς, βέβαια. Διότι φυσιογνωμικώς έμοιαζα τόσο του πατέρα μου που δεν ετίθετο θέμα αμφισβητήσεως της πατρότητος.
Αποφάσισα λοιπόν ν' ανέβω στο Μοναστήρι, στην Καλαμιώτισσα. Ξαφνικά, ο ζούρλιακας. Γιατί αν έμενα εδώ φοβόμουν πως θα πάω να την βρω στο Κλεισίδι.
Πήρα μια μπουκάλα νερό μισογεμάτη, την είχα από το προηγούμενο βράδυ και το σλίπινμπαγκ κι' έφυγα. Και το καπέλο το πλατύ μου. Πέρασα πάνω απ' την βίλλα του γιατρού, και συνέχισα στο μονοπάτι, μέσα από τις πεζούλες και τις λιθιές. Ξαφνικά μ' έπιασε μια αλλόκοτη δύναμη, στα πόδια, στους πνεύμονες, παντού. Ανεβοκατέβαινα τις ανηφόρες και δεν καταλάβαινα πως στην πραγματικότητα έτρεχα. Και πως παντού έβλεπα και τρέχαν πηγές, και πότιζαν τις πεζούλες, κι' ήταν οι πεζούλες όλο εξωτικά δέντρα φορτωμένα με φρούτα τροπικά, μάνγκος, αβοκάντος, μπανάνες, ανανάδες, μαρακούζες, που τις λένε και φρούτα του πάθους ή πασιφλόρες, και γέμισε το μονοπάτι χρώματα, πράσινο, κίτρινο, μωβ, κι' αρώματα λεπτά, εκμαυλιστικά, και ήταν το χώμα κόκκινο σαν αίμα, μια νοσταλγία μ' έπιασε, μια νοσταλγία για την Αφρική...
 ...όχι νοσταλγία, άλλο πράμα μ' έπιασε, τα χρώματα τα πρόχειρα τα αλλοιωμένα του ντοκυμαντέρ, ήταν τα φιλμ ακόμα, δεν είχε τα ψηφιακά, το είχα τραβήξει πολύ παλιά, μόλις ξεκίναγα το επάγγελμα, με τους υπουργούς εκείνους μισόγυμνους, δεμένους στα παλούκια, και πίσω ο ωκεανός, ήρεμος και αινιγματικός και γαλαζοπράσινος, ένα κοπάδι φαντάροι χειρονομώντας ανήσυχα στ’ απερίγραπτο χάος αυτοσχεδίαζαν την εκτέλεση, και πλήθος χαρούμενο θεατών, χωρίς κάποιος να έχει εξουσία ή το γενικό πρόσταγμα σ’ αυτή την τελετή, όπως τα μερμήγκια κουνάνε τις κεραίες τους να τρέχουν νευρικά πάνω κάτω για ώρα άσκοπα μ’ έναν τρόπο ανεξήγητο και μυστηριώδη, να τραβάει το μαρτύριο σε μάκρος,  καθώς οι ριπές διέλυσαν κάθε έννοια, καθώς οι δεμένοι στα παλούκια με σπασμωδικές εκτινάξεις έμειναν ύστερα από κανά λεπτό ορυμαγδό ο ένας μετά τον άλλο τελείως ακίνητοι με τα σώβρακα ματωμένα το ίδιο ακίνητοι και όταν ζούσαν ζωντόνεκροι πριν από κανά λεπτό, σκύβαλα το ίδιο ένοχοι, το ίδιο αθώοι, αν ήταν άλλοι στα παλούκια το ίδιο θάταν, τα ίδια θάχαν κάνει, τα ίδια δεν θάχαν κάνει, το ίδιο μοιραίοι, αθύρματα της Ιστορίας, δεν είχε λόγια το φιλμ, και πίσω ο ωκεανός, ήρεμος, αινιγματικός, γαλαζοπράσινος...
...και το άλλο, το πιο κωμικό χωρίς να το θέλω, αν το δεις πολλές φορές στο τέλος σου φαίνεται αστείο κι' αρχίζεις να γελάς, τον έχουν δεμένο τον αιχμάλωτο, και του σκίζουν τη στολή με το μαχαίρι ώσπου μένει γυμνός, και κάθεται ο οπλαρχηγός στο γραφείο και πίνει μπύρα, μιλάει στο γουώκι τώκι με την αμερικάνικη πρεσβεία. Μπορεί και να προσποιείται ότι μιλάει με τους αμερικάνους, οι αμερικάνοι δεν μιλάνε δημοσίως με τους εντολοδόχους τους. Ο οπλαρχηγός ρητορεύει, κουνάει ο γελοίος τα χέρια του, μιλάει στον αιχμάλωτο, γουρλώνει τα μάτια του, μορφάζει, πίνει κι' άλλη μπύρα, συνεχίζει τον εξάψαλμο, από που ξετρύπωσε αυτός ο καραγκιόζης, αναρωτιέσαι αν είναι αληθινός, συνεχίζεις να τραβάς, έχεις την άδεια του οπλαρχηγού που κάθεται στο γραφείο και ρητορεύει, κάποιοι άλλοι με στολές παραλλαγής ρωτάν κάτι τον αιχμάλωτο, του χαϊδεύει κάποιος περιπαιχτικά τα μαλλιά, κι' όλοι γύρω μιλάνε συγχρόνως όλοι μαζί, συγχρόνως γελάνε και φωνάζουνε, μία γκόμενα κάνει αέρα του οπλαρχηγού με μια πετσέτα, κομφούζιο, δεν καταλαβαίνεις τίποτα, απορείς τι ακριβώς θέλουν όλοι αυτοί οι κλόουν με τις στολές, ο οπλαρχηγός μόνο ακούγεται κάπως καθαρά μιαν στιγμή, "να πεις που είναι τα λεφτά του λαού" λέει, κι' ο γυμνός αιχμάλωτος ακούγεται κι' αυτός έντρομος "θα πω, θα πω" τσιρίζει, και δεν ξέρεις τι θα πει, αλλά οι άλλοι ούτως ή άλλως δεν είναι ευχαριστημένοι, τον στρώνουν κάτω, τον πατάνε στον σβέρκο, του κόβουν το αυτί με το μαχαίρι, ουρλιάζει αυτός, αίματα πετιώνται παντού, χαλάει τον κόσμο, κι' ύστερα το άλλο αυτί...
...και νάτην που δεν την αντέχεις τόσην πραγματικότητα, να την που επιστρέφει σε εικόνες, εκεί που δεν έχω σκέψη κι' εγώ, που δεν έχω λόγια, δεν έχω ύπαρξη, δεν ήταν χρόνος τότε, να φύγω να χαθώ, να γίνω φρούτα τροπικά, μάνγκος, αβοκάντος, μπανάνες, ανανάδες, μαρακούζες, που τις λένε και φρούτα του πάθους ή πασιφλόρες, να είμαι το μονοπάτι, τα χρώματα, πράσινο, κίτρινο, μωβ, κι' αρώματα λεπτά πριν γίνουν λέξεις...
-Τρομακτικές σκηνοθεσίες! είπε πίσω μου ο Φράνσις Θουκιδίδης Μπόρεγκαρντ, το ψώνιο με την χαίτη των σέβεντις και την γκριθαλασσί στολή των Νοτίων. "Κι' όταν τραβήξεις τον αόρατο μίτο της Αριάδνης που δεν τυπώθηκε στο φιλμ, η ίδια παλιά ιστορία. Λοιπόν, εκείνο το υπουργικό συμβούλιο, δεμένο στα παλούκια..."
-Ξέρω, είπα. "Οι πρόγονοί τους ήταν σκλάβοι στην Αμερική. Και τους ξεφορτώθηκαν ξανά πίσω στην Αφρική να ιδρύσουν την δική τους δημοκρατία. Μόνο που οι πρώην σκλάβοι ήταν χειρότεροι από τα αφεντικά τους."
-Κι' ωστόσο, οι εποχές είχαν αρχίσει να αλλάζουν, είπε ο Φράνσις. "Ξέρεις γιατί τους στήσαν στα παλούκια;"
-Ξέρω, του είπα. Ήθελα να γυρίσω στις μαρακούζες, που τις λένε και φρούτα του πάθους.
-Ήθελαν να αυξήσουν τις τιμές στο ρύζι, επέμεινε ο Φράνσις πάνω απ' τ' άλογο. "Για να κρατήσουν τους αγρότες στα χωράφια τους, να μην πάνε να μαζεύουν καουτσούκ για την  Φάιρστοουν, τους αμερικάνους. Γι' αυτόν τον λόγο."
-Ήθελαν να αυξήσουν τις τιμές στο ρύζι...γιατί κάποιοι υπουργοί ήταν μεγαλοπαραγωγοί... είχαν την εκμετάλλευση...σε τεράστιους ορυζώνες...οπότε με την αύξηση...θα έβγαζαν πολύ χρήμα, είπα λαχανιασμένος να μην κόψω τον ρυθμό μου. "Αν ήθελαν να κρατήσουν τους αγρότες στα χωράφια τους... μπορούσαν να τους επιδοτήσουν...από τα δικά τους κέρδη... αντί να αυξήσουν τις τιμές στο ρύζι."
-΄Ισως νάχεις δίκιο, είπε στοχαστικά. "Πάντως ήταν δουλειά των αμερικάνων, το πραξικόπημα. Εκμεταλλεύτηκαν την γενική αγανάκτηση, υποκίνησαν τις ταραχές του ρυζιού, έβαλαν μετά εκείνο τον μωρόδοξο τον επιλοχία τον αναλφάβητο να ανατρέψει την κυβέρνηση. Αλλά κι' αυτουνού ήρθε η σειρά του, του έκοψε τα αυτιά ο άλλος ο καραβανάς, τον ξέκανε τελικώς.  Πάλι με εντολή των αμερικάνων."
Έτρεχα έτσι ως την παραλία του Μοναστηριού κι' ούτε κατάλαβα πως έφτασα, είδα μόνο τον τάφο στην παραλία, και πήγα κι' έκατσα κάτω απ' τα ρείκια, πονάγαν τα πόδια μου, να βγάλω τα παπούτσια μου, το νερό είχε γίνει κάτουρο, αλλά το ήπια, τι θάκανα, κι' ο ήλιος έκαιγε, είχε ανεβεί κάθετα αποπάνω.
-Η σκηνή με τα παλούκια στην παραλία ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία σου, μεταδόθηκε σε όλον τον κόσμο, ξανάπιασε το βιολί του ο Φράνσις Θουκιδίδης Μπόρεγκαρντ. "Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί οι αμερικάνοι έδωσαν τόση δημοσιότητα σε κείνη την κτηνωδία; Λοιπόν, η κυβέρνηση εκείνη που εκτελέσανε είχε προσεγγίσει τους ανατολικούς και το κίνημα των Αδεσμεύτων, ήθελε να χαράξει ανεξάρτητη πολιτική, να επαναδιαπραγματευτεί τις συμφωνίες για το καουτσούκ με την Φάιρστουν, τώρα που ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν σε ύφεση. Αλλά οι αμερικάνοι είχαν διαφορετική άποψη. Κι' ήθελαν να περάσουν το μήνυμά τους σ' όλους τους συμμάχους τους στην Αφρική. Η σφαγή των Μηλίων...
-Δεν διαφωνώ, του είπα. Είχα συνέλθει κάπως από το τρέξιμο. "Όμως ένα πράμα δεν κατανοώ: εμένα. Γιατί διάλεξα να κάνω τον εικονολήπτη στην Αφρική; Γιατί επί δεκαπέντε έτη συναπτά τραβούσα με μια κάμερα εκτελέσεις, πτώματα, κομμένα αυτιά και τα τοιαύτα; Τι κάνει να επιστρέφω μαγνητισμένος στην κτηνωδία όπως η μύγα στο σκατό; Και μη μου πεις πως το έκανα για την ενημέρωση του κοινού, και διότι η δημοσιογραφία είναι λειτούργημα. Διότι χέστηκα για την δημοσιογραφία, χέστηκε και όλος ο πολιτισμένος κόσμος, αυτός αρκείται να απολαμβάνει τα αγαθά του ιμπεριαλισμού, χέστηκε και το κοινό που αρέσκεται να καταναλώνει φρίκη στην τηλεόραση, έχει μια ηδονή αυτή η φρίκη, κι' εγώ έχω κατασκευάσει τα αριστουργήματα αυτής της ηδονής, από πρώτο χέρι μάλιστα! Κάποτε, αν θες να μάθεις, τραβούσα κάτι παιδιά κανίβαλους να τρώνε την καρδιά ενός εχθρού που τον είχαν για πεθαμένο. Αλλά αυτός ζούσε ακόμη. Ωμή, πάλλουσα η καρδιά, δεν την είχαν κόψει ακόμα από τις αρτηρίες. Και ξαφνικά αυτός ζωντάνεψε, δεν είχε πεθάνει εντελώς. Αυτοί συνέχισαν να μασουλάνε την καρδιά του, φώναζε αυτός, χάλαγε τον κόσμο μέχρι να πεθάνει κανονικά. Τους ρώτησα μετά γιατί τρώνε τα εντόσθια του εχθρού, συκωτάκια, καρδιές, αμελέτητα. Και μου λένε για να πάρουν την δύναμή του. Και επίσης γιατί είναι νόστιμα. Αλλά εγώ κατάλαβα πως δεν τους άρεσαν και τόσο, αλλά τα τρώγαν πιο πολύ για να τρομάξουν τους άλλους, για να μην είναι έτσι τρομαγμένα τα ίδια, για να τρομάξω εγώ, για να κάνουν το φρικάρισμα φιγούρα τους, για να καταξιωθεί η εικόνα τους στα πέρατα του κόσμου, διεκδικούσαν την δική τους την στιγμή διασημότητας, ήταν η παντοδυναμία τους, η αποθέωσή τους, η ελευθερία τους. Δεν είχαν όριο εκείνα τα παιδιά, δεν πήγαιναν σχολείο, ένα συνεχές σκασιαρχείο, δεν είχαν κάποια φραγή, έκαναν ότι τους καπνίσει, έπαιζαν αληθινό πόλεμο σ' έναν παράδεισο εφιαλτικό, είχε πλάκα, αδιαφορούσαν για τον θάνατο των άλλων επειδή αδιαφορούσαν για τον δικό τους, κι' αυτό ήταν η ηδονή τους, την έβρισκαν, γαμούσαν, σκότωναν, βασάνιζαν, έκλεβαν, και επιπλέον μπορούσαν να την επιδεικνύουν αυτή τους την φρίκη, η οικουμένη κοιτούσε με δέος τα καμώματά τους, και τι είχαν να χάσουν στο κάτω-κάτω; Τι καλύτερο να κάνουν με τις ζωές τους χαραμισμένες εκ γενετής; Τις πετάνε στις χωματερές που δεν υπάρχει συνείδηση, που δεν υπάρχει καλό και κακό, δεν υπάρχει αηδιαστικό κι' άσκημο, τα σιχαμερά σάπια κρέατα που σήπονται δεν είναι πια σιχαμερά και σάπια, δεν υπάρχουν παρά βουνά σκουπίδια μόνο δίχως νόημα, δεν υπάρχουν οι έννοιες και οι λέξεις, δεν υπάρχουν όπως τις ξέρουμε τουλάχιστον, ορίστε αναδύεται η Ελευθερία η βγαλμένη απ' τα κόκκαλα, η φριχτή Ελευθερία του Θανάτου! Μ' αυτήν ερωτοτροπεί ο πιλότος που περνάει το αεροπλάνο του μέσα στην σχισμή του βράχου, αυτήν ακούει ο μαέστρος την ώρα που τον ρουφάει το κύμα, αυτό είναι το  Βιορμητικό του Ζανζάκ Μεσσί που είναι ανέφικτο, για τα παιδιά κανίβαλους δεν είναι καθόλου μα καθόλου ανέφικτο, ούτε για τους καλλιτέχνες και τους αεροπόρους, πρέπει να ζήσουμε αυτή την κακούργα Ελευθερία, πρέπει να δεχτούμε την έλξη της φρίκης μέσα μας, να πιάσουμε στα χέρια μας κείνη την καρδιά την  παλλόμενη, μόνο έτσι θα σταματήσουμε να είμαστε ανθρωποφάγοι, να διαλύσουμε τον μηχανισμό αυτού του σκότους, να περάσουμε παρά τρίχα στο έρεβος, να τραβηχτούμε παρά τρίχα μακριά από τον φόνο, να λυτρωθούμε, να προστατέψουμε τις κοινωνίες μας. Γιατί το χειρότερο στον ιμπεριαλισμό είναι τα εργαλεία του, όχι ο σκοπός του, αν το σκεφτείς. Και τα εργαλεία είμαστε εμείς. Χωρίς εμάς, ο ιμπεριαλισμός καταρρέει."
Ήταν απογεματάκι. Ο ήλιος είχε αρχίσει να πλαγιάζει. Ήταν καλή ώρα να ξεκινήσω. Μην με πιάσει το σκοτάδι. Καθώς τα χρώματα γλύκαναν, το κάτω Μοναστήρι έμοιαζε φτιαγμένο από μαντολάτο. Βρήκα τον καλόγερο. Μου γέμισε το μπουκάλι φρέσκο νερό, και μούδωσε το κλειδί ν' ανάψω ένα κεράκι. Δεν τον κακοκάρδισα. "Το μονοπάτι στην αρχή δεν καλοφαίνεται. Να ακολουθείς τις βιρβιλιές από τις κατσίκες," είπε, "και να πηγαίνεις. Δεν χάνεσαι, έτσι. Και το κλειδί, αν δεν είμαι εδώ όταν κατέβεις, άσε το κάτω από την πέτρα, στην πορτάρα."
...ξανάρχισε το κερατένιο το βίντεο να τρέχει, κείνο το χώμα που θυμάται όταν τόσκαβαν, γεμάτο κρανία και κόκκαλα, και σάρκες και ρούχα που δεν πρόλαβαν να λιώσουν, γιατί μόνο το χώμα θυμόταν, κανένας άλλος. Στην πρώτη επέτειο της Γενοκτονίας ανοίξαν πάλι τους ομαδικούς τάφους, κι' είχαν έρθει κι' οι συγγενείς με τα καλά τους, εκεί φοράν πολύχρωμα και στα πένθη, κόκκινα, πράσινα, γαλάζια, λευκά, όλες κείνες οι γυναίκες, και βγάζαν τώρα μισολιωμένα τα πτώματα, και τους γνωρίζαν οι συγγενείς απ' τα ρούχα, ή από τα χαρτιά τους, που τάχαν στην τσέπη όταν τους σκότωσαν με τα ρόπαλα και τις μαχαίρες που τις λένε μασέτες, κι' ένας ψίθυρος ακουγόταν πότε πότε, "αυτός είναι ο Ζαν Κρισοστόμ, αυτή είναι η Οντίλ, αυτός ο Φελίξ ο ταχυδρόμος..."  και μια κραυγή μοναχή της ήταν μόνο, σαν αστραπή από πόνο, και πάλι σιωπή. Μια νέα γυναίκα πήγε ν' αγκαλιάσει τα κόκκαλα, τι τον είχε τον νεκρό δεν κατάλαβα, έπεσε μέσα στον λάκκο, πήγαν και την έβγαλαν. Συννέφιασε, μπορεί να βρέξει. Και συνεχίσαν να ξεθάβουν νεκρά μέλη με λίγη σάρκα λιωμένη απάνω να κρέμεται, και σκισμένα υφάσματα. Με τα χέρια τα γυμνά, οι υπόδικοι, γιατί είχαν βάλει τους υπόδικους να ξεθάψουν τα θύματά τους, αυτούς τους υπόδικους τους στοίβαζαν σαν ρέγγες μέσα σε αποθήκες χωρίς παράθυρο κανένα, και πέθαιναν τσαλαπατημένοι μεταξύ τους από ασφυξία, πνιγμένοι στο σκατό από την δυσεντερία, αφυδατωμένοι, και κανείς δεν ήξερε αν όλοι αυτοί οι  υπόδικοι ήτανε κανονικοί υπόδικοι, γιατί ήτανε ανακατεμένοι μαζί ένοχοι κι' αθώοι, μερικές φορές ούτε και οι ίδιοι ξέρανε, είχαν τρελαθεί, πλακώνονταν στις μπουνιές μεταξύ τους, μπορεί και όλοι κει πέρα να είχαν τρελαθεί, θύτες και θύματα και δεσμοφύλακες, κι' έτσι δεν υπήρχε πια αλήθεια και ψέματα, δεν υπήρχε έγκλημα και τιμωρία, ούτε δικαιοσύνη, ούτε αδικία, και μόνο το χώμα θυμόταν, γεμάτο κρανία και κόκκαλα, και σάρκες και ρούχα που δεν πρόλαβαν να λιώσουν, μυρίζουν πτωμαΐνη και μαζεύουν μύγες τα πτώματα, μόνο το χώμα θυμόταν, κανένας άλλος, οι ανθρώποι απωθούν αναγκαστικώς, και το χώμα δεν είχε λόγια να πει, δεν είχε λόγια το βίντεο που τράβαγα, ούτε μια μάνα που ήρθε από τον καταυλισμό, κλαίει, έχει ένα βρέφος αγκαλιά, το κεφαλάκι του έπεφτε στο πλάι, σαν να το κοίμιζε τόχε, τυλιγμένο σ' ένα πανί, κι' είπε στην κάμερα αυτή την  ιστορία κλαίγοντας, ότι αρχίσαν να ρίχνουν οι στρατιώτες στο ψαχνό χτες, το πλήθος αφηνίασε, τρέχανε να γλιτώσουν από τις σφαίρες και τις ρουκέτες, έπεσε το μωρό, το τσαλαπάτησαν. Ούτε κατάλαβα πως μ' αφήσαν οι στρατιώτες και την τράβηξα, ούτε κατάλαβα τι έλεγε την ώρα εκείνη, δεν είχα σκέψη, δεν είχα γλώσσα, δεν είχα συνείδηση, ήμουν σ' ένα αδιάβροχο κι' έβρεχε φρίκη...
Πάρα πάνω, το μονοπάτι στενεύει. Από κάτω, ο γκρεμός χάσκει σε βάθος αυξανόμενο καθώς ανηφορίζει. Θέλει πλεμόνια και πόδια και ψυχή να τραβάει τον ανήφορο τον σκαμμένο στην πέτρα. Πολλοί παθαίνουν κρίση υψοφοβίας, άλλοι γυρνάνε πίσω, άλλοι ανεβαίνουν στα τέσσερα, άλλοι ξαπλώνουν κάτω και τρέμουν, δεν πάνε πουθενά. Άλλοι φωνάζουν την μάνα τους, άλλοι την Παναγία. Ένας φώναζε το ελικόπτερο κάποτε, νάρθει να τον μαζέψει. Και σ' αυτόν όλον τον Γολγοθά, Μοναστήρι πουθενά δεν φαίνεται.
Τον άσπρο τρούλο τον βλέπεις στα τελευταία τριάντα μέτρα πριν φτάσεις, χωμένο στα βράχια. Σε κείνο το κομμάτι το τελευταίο, το μονοπάτι έχει γκρεμό κι' από τις δύο μεριές. Αν έχει καθαρό καιρό, διακρίνεις την Κρήτη, την Κάρπαθο, την Ρόδο, την Νάξο, κι' ό,τι υπάρχει ανάμεσα, λένε.
Ήμουν μουσκίδι. Έκατσα στο πεζούλι να ξεϊδρώσω, εκεί που δεν το πιάνει πολύ ο αέρας. Πάντα φυσάει εδώ πάνω, στεγνώνεις αμέσως. Ο στεγνωμένος ιδρώτας είχε ζωγραφίσει άσπρες δαντέλλες στην κοιλιά μου, στο στήθος, στα χέρια, όπως το αλάτι πάνω στους τσιμεντένιους μόλους με τις δέστρες των καϊκιών. Σιγά σιγά η γλυκιά κούραση του δρόμου ξαπλωνόταν μέσα μου και με μαστούρωνε.
Σκοτείνιαζε αργά. Ευτυχώς το θυμήθηκα να μπω ν' ανάψω το κερί του καλόγερου. Έριξα κι' ένα εικοσάρικο στο παγκάρι. Μετά καθόμουν και κοίταγα την Παναγία. Ήταν η μοναδική εικόνα στο εκκλησάκι.
-Σας ακούω, είπε.
-Σας ακούω, είπε.
Έψαχνα έκπληκτος με τα μάτια να δω από που είχε έρθει η φωνή. Κρυφοκοίταγα προς το ιερό.
-Αγαπητέ μου κύριε, ξανάρχισε πρώτη, όλο το μεσημέρι συζητούσατε με ένα πλαστικό στρατιωτάκι, και τώρα εκπλήσσεσθε που σας μιλάω εγώ;
-Δεν είναι αυτό, ξανάπα, "αλλά να, μου φαίνεται περίεργο."
-Περίεργο τι;
-Περίεργο που σας βρήκα εδώ.
-Περίεργο είναι που ανεβήκατε εσείς εδώ. Εγώ είμαι εδώ συνεχώς.
-Κι' εγώ ανέβηκα γιατί κάτι ήθελα να αποφύγω. Και κάτι ήθελα να ξεκαθαρίσω. Αλλά δεν είναι πολύ ξεκάθαρο τι.
-Ακριβώς αυτό εννοούσα. Λοιπόν;
-Λοιπόν δεν ξέρω. Αλλά εν πρώτοις, που ξέρουμε αν υπάρχετε, εσείς;
-Και δεν πρόκειται ποτέ να το μάθουμε με την λογική ή την επιστήμη. Αλλά γιατί βάζετε το ζήτημα επί τάπητος;
-Ποιό ζήτημα έβαλα επί τάπητος; είπα και σήκωσα τους ώμους μου με απορία.
-Της πίστης, αν κατάλαβα καλά, αποκρίθηκε με τον αέρα εκείνου που γνωρίζει κάτι σε βάθος. "Το ζήτημα δεν είναι αν υπάρχω ή δεν υπάρχω. Το ζήτημα είναι γιατί μπήκατε στον κόπο και ήρθατε εδώ, γιατί κάθεστε τόση ώρα και με κοιτάτε."
-Ίσως μου θυμίζετε κάποιαν που είδα λίγο καιρό πριν.
-Θέλετε να μιλήσουμε γι' αυτήν;
-Ήταν μία μητέρα μ' ένα νεκρό μωρό στην αγκαλιά.
-Και γιατί σας την θυμίζω;
-Γιατί έχετε κι' εσείς ένα μωρό στην αγκαλιά.
-Τι αισθανθήκατε για εκείνη την γυναίκα;
-Δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια. Τα συναισθήματά μου είχαν παραλύσει από τον τρόμο, αισθανόμουν τόσο κοντά στον θάνατο που δεν αισθανόμουν λύπη, ούτε συμπόνια. Αλλά δεν μπορούσα να το βάλω στα πόδια. Αισθανόμουν άχρηστος και ένοχος, δεν άντεχα να είμαι και δειλός. Ένας θλιβερός καταγραφέας ήμουνα με μια κάμερα.
-Μπορούσατε να κάνετε κάτι που δεν κάνατε;
-Δεν ξέρω. Εσείς;
-Εγώ ανήκω σ' αυτόν τον χώρο του αγνώστου, σ' αυτό το κενό στην συνείδησή σας, στην ανεξήγητη αγωνία σας απέναντι στην ανυπαρξία, σ' αυτό στο οποίο προσπαθείτε να δώσετε ένα νόημα.
-Θα μπορούσατε να σώσετε εκείνο το παιδί;
-Θα μπορούσα να σώσω το δικό μου;
-Λένε πως κάνετε θαύματα.
-Εσείς τι λέτε;
-Δεν ξέρω. Ίσως, αν κάποιος πιστεύει σ' εσάς.
-Εσείς πιστεύετε;
-Αν το είχατε σώσει, ίσως να το σκεφτόμουν.
-Τόσα παιδιά σώθηκαν σ' εκείνη την σφαγή. Γιατί δεν το σκεφτήκατε;
-Εμείς μιλάμε για το συγκεκριμένο παιδί.
-Επειδή το συγκεκριμένο παιδί σας έβαλε μπροστά στην δική σας αγωνία; Στην δική σας ευθύνη; Την δική σας αδυναμία να κάνετε κάτι;
Με στρίμωχνε συνέχεια, αλλά δεν μου ρχόταν να της θυμώσω. Συνέχεια με ρώταγε, ήταν μια συζήτηση με απαντήσεις που δεν μου έδινε. Αλλά ήταν ήρεμη, εντελώς ήρεμη και λίγο θλιμμένη, ούτε επιβλητική, ούτε υποβλητική, ούτε με φοβέριζε για την ασέβειά μου, για την αρνησιθρησκεία μου, για την ύβρι στην παντοδυναμία της. Με αποδεχόταν όπως ήμουν κατά κάποιο τρόπο. Εντάξει, δεν έδινε απαντήσεις. Αλλά δικαίωμά της. Μου τόχε ξεκαθαρίσει άλλωστε, το θέμα μας ήμουνα εγώ κι' η αγωνία μου, όχι αυτή και η πίστη.
-Τουλάχιστον την αγωνία μου και την ευθύνη μου την κουβαλάω απάνω μου σα γάϊδαρος ίσαμε εδώ, είπα κάπως ανακουφισμένος που έβαλα λίγη τάξη στο μυαλό μου. "Δεν την ξεφορτώθηκα στον δρόμο, να ξεμπερδέψω, δεν την φόρτωσα στον ιμπεριαλισμό, ούτε σ' αυτό το κτήνος που είναι ο Άνθρωπος, ούτε σε κανέναν άλλον. Κουβαλάω την αγωνία μου που δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτά τα παιδιά."
-Πήγατε εκεί κάτω και καταγράψατε αυτή την αγωνία. Κάνατε μια ελεύθερη επιλογή, νομίζω, είπε αυτή. "Ούτε ανώδυνη, ούτε ακίνδυνη ήταν. Παράλληλα με τα άλλα, τα πιο υλικά σας κίνητρα, ίσως να φανερώνει και την θέλησή σας να αντισταθείτε στο κακό. Σ' ό,τι εσείς μόνος σας, με δική σας βούληση, ορίσατε ως κακό. Το οποίο, τελοσπάντων, δεν σας το επέβαλα εγώ, ούτε η πίστη μου, ούτε κάποια ιδεολογία. Ετούτη η ελεύθερη επιλογή σας αποδεικνύει την ύπαρξη της δικής σας, αυτόνομης συνείδησης. Άρα της ύπαρξής σας, σκέτο. Υπάρχετε μέσα στον κόσμο επειδή έχετε συνείδηση και κρίνετε από μόνος σας. Κάτι δεν είναι κι' αυτό;"
Δεν ήξερα τι να πω. Δεν τόχα σκεφτεί. Και τι έγινε, δηλαδή, που είχα συνείδηση; Αισθανόμουν ωστόσο  πως κάτι της χρωστάω γι' αυτές τις διευκρινήσεις, μούχε ανοίξει τα μάτια σε κάτι που δεν είχα σκεφτεί.
-Τι σας χρωστάω; ρώτησα τελικά.
-Πληρώσατε ήδη, είπε εκείνη. "Το κεράκι, κι' ο κόπος σας ν' ανεβείτε ίσαμε εδώ."
-Το κεράκι το είχα τάξει στον καλόγερο, είπα.
-Όλα τα κεράκια είναι ταγμένα κάπου, είπε ξανά.
Κούνησα το κεφάλι μου και βγήκα. Κλείδωσα την πορτίτσα, κι' έβαλα το κλειδί στην τσέπη μου.
Πλέοντας στο δειλινό η άλλη δαντέλλα, όλη χρυσή στο μήκος της η νότια ακτή του νησιού. Τετρακόσια μέτρα είναι αυτός ο βράχος, ο ψηλότερος μονόλιθος σ' όλη τη Μεσόγειο μετά το Γιβραλτάρ. Από κάτω χάσκει ο γκρεμός. Κι' από πάνω ζυγιάζονται οι μαυροπετρίτες, γρανιτένιοι πάνω στον άνεμο, σκοτεινές φιγούρες σκαλισμένες στον ουρανό. Που σκούραινε σιγά σιγά. Κι' αυτοί ζυγιάζονται, για ώρα.
                    Ύστερα βουτάνε στην άβυσσο σαν μετεωρίτες.


 Ύστερα βουτάνε στην άβυσσο σαν μετεωρίτες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου