IV. Francis Thucydides Beauregard (Ο Εικονολήπτης, συνέχεια.)
Εγώ κι' ο Μπόρεγκαρντ, στην Πάνω Μερά. Ξύπνησα νωρίς, ο ήλιος δεν είχε σκάσει ακόμη στην παραλία. Έριξα μια βουτιά να ξυπνήσω και πήρα το μονοπάτι που πάει προς την Χώρα, και πιοπριν στρίβει προς την στάνη του Θύμιου, στην Πάνω Μερά. Ήθελα να δω τι ζωγράφιζε τελευταίως, και να του μιλήσω για το Άλμπατρος . Ο Φράνσις Τ. Μπόρεγκαρντ με περίμενε σε μια πεζούλα με λιόδεντρα, εκεί που κάνει φουρκέτα το μονοπάτι για να πάρει μετά τον ανήφορο. Είχε φτιάξει καφέ και με περίμενε. Φορούσε το ίδιο γαλανογκρί χιτώνιο με τον κίτρινο ξεθωριασμένο πέτο, τα κεντήματα στα μανίκια και τα αγυάλιστα μπρούτζινα κουμπιά. Ίδιος όπως τον είχα πρωτοσυναντήσει, ακούρευτος κι αξύριστος, ένα κεχριμπαρένιο κουβάρι μαλλιά και γένια, δεν είχε ασπρίσει. Είχε το ίδιο ανέκφραστο γαλανογκρί βλέμμα, δύο τόνους λιγότερο ξεβαμμένο από το χιτώνιο του στρατού της Συνομοσπονδίας. Φόραγε τις ίδιες πεταλωμένες μπότες με τα σπιρούνια. Πιο κει κούναγαν την ουρά τους δύο άλογα. Στην σέλα του ενός κρεμόταν η σπάθ...