Ο Βασίλης, η τουρίστρια και οι τσούχτρες
Ο Βασίλης. Μολύβι πενάκι, παστέλ, γκουάς. 17Χ14 cm, 2017.
Αυτός ο Βασίλης όπως καταλαβαίνετε δεν πρόκειται
περί εμού, συνωνυμία. Διότι κατάγεται εκ Καλαμών, Καλαμάτα που λέμε.
Αυτός ο Βασίλης είναι χρυσό παιδί, τα παιδιά με τα
μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα, φέρνουνε μηνύματα για μιαν αγάπη πούχα, πολύ
γνωστό τραγούδι. Για ποιόν είναι γραμμένο το τραγούδι, οι γνώμες ερίζουν, άλλοι
λένε τόνα, άλλοι τ' άλλο, άλλοι λένε για τους μοναχούς στο Άγιο Όρος, άλλοι για
τον Αστέρα Εξαρχείων, τρέχα γύρευε. Αλλά εμείς λέμε πως είναι για τον Βασίλη.
Τώρα λένε πολλά για τους καλαματιανούς, δεν ξέρω
τον λόγο, παλαιότερα μάλιστα η Καλαμάτα είχε σηροτροφία πολύ ανεπτυγμένη, αλλά
και τώρα βγάζει πολύ καλό ελαιόλαδο, σύκα εξαιρετικά, χασίσι, και άλλα προϊόντα.
Οπότε δεν ξέρω τι τους πιάνει με τους Καλαματιανούς και τους άλλους Ηλείους
γενικότερα.
Βεβαίως, άμα βρούνε κανέναν αγαθούτσικο δράττονται
της ευκαιρίας, αλλά όχι προς εκμετάλλευσιν και χειραγώγησιν του συνανθρώπου, όπως
ο Αντώνης, ο οποίος μάλλον δεν ήταν γνήσιος Καλαματιανός. Ο γνήσιος Καλαματιανός,
ο Ορίτζιναλ να πούμε, δουλεύει το θύμα από χόμπι του, από ιδεολογία, όχι για να
αποκομίσει οφέλη. Αυτός λοιπόν ο Βασίλης πήγε διακοπές με μια φίλη του σ' ένα νησί.
Αυτή η φίλη του ήταν από την Ευρώπη, μου είπε από ποιό μέρος αλλά δεν θυμάμαι.
Πάντως βόρεια. Οπότε φτάνουνε σε μία παραλία, αράζουνε.
Αλλά της κοπέλλας της ήρθε να κάνει τσίσα, είχανε
πιει μπύρες πιο πριν φαίνεται. Ανεβαίνει λοιπόν την πλαγιά να βρει μια ωραία θέση,
πάει από δω είχε ένα σπίτι, πάει από κει, είχε μια βάρκα από κάτω, φαινόταν. Να
μην τα πολυλογώ, γυρνάει πίσω πολύ ανήσυχη. Το και το, λέει του Βασίλη, δεν βρήκα
θέση. Τι να πει ο Βασίλης, τίποτα δεν είπε. Αλλά σου λέει οχτακόσα στρέμματα
πλαγιά κι' αυτή δεν βρήκε να κατουρήσει; Μετά από λίγο η κοπέλλα δεν άντεχε, πήγαινε
να σκάσει. Οπότε λέει του Βασίλη να μπω να κατουρήσω στη θάλασσσα; Γουρλώνει τα
μάτια του ο Βασίλης, τι λες μωρή, της λέει, σε παρακαλώ μη ξαναπείς τέτοιο πράμα
γιατί θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες, γίνονται αυτά στη χώρα σου; κατουράτε
στη θάλασσα, τις λίμνες, τέλος πάντων τι έχετε; Τι να πει η κοπέλλα, ντράπηκε.
Πέρασε καμιά ωρίτσα, της λέει ο Βασίλης δια πρώτην
και τελευταίαν φοράν, πήγαινε στην θάλασσα και αμόλα την, και δεν θα ξαναμιλήσουμε
γι' αυτό το θέμα, ούτε θα το αναφέρεις πουθενά. Διότι εμείς εδώ έχουμε
περιβαλλοντική συνείδηση, είμαστε πολύ ευαίσθητοι μ' αυτά.
Πήγε κατόπιν τούτου η κοπέλλα στη θάλασσα, ανακουφίστηκε
από τις μπύρες. Έλα όμως που ο καιρός είχε βγάλει τσούχτρες! Να μην τα πολυλογώ,
την τσιμπήσανε την καψερή, βγήκε με κάτι κοκκινίλες που τσούζανε και φαγουρίζανε
ανυπόφορα.
Οπότε ο Βασίλης της λέει: Στόπα εγώ να μην κατουρήσεις
τη θάλασσα; Στόπα. Δεν στόπα; Στόπα. Ιδού τ' αποτελέσματα!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου