Απογευματινό όνειρο της 23ης Φεβρουαρίου 2017
Είμαι σε κάτι νεοκλασικά σπίτια στον Αρδηττό,
εσωτερικές αυλές, διάδρομοι και πόρτες, ένας λαβύρινθος απερίγραπτος.
Καθόμαστε όλοι μια παρέα σε πλαστικές καρέκλες,
δυο τρεις νεαροί, ένας οστεώδης τύπος ο οποίος είναι σεφ σε ένα καλό ρεστωράν,
μία μελαχροινή κοπέλλα, και φυσικά οι δύο αδελφοί Αντετοκούνμπο, οι
μεγαλύτεροι, ο Γιάννης κι' ο Θανάσης. Λέμε όλο αστεία, έχουμε πεθάνει στα
γέλια. Σε ένα διάλειμμα σοβαρότητος λέω του Γιάννη και του Θανάση, παιδιά, μας έχετε
κάνει περήφανους μόνο που μας αποδεχτήκατε. Είναι πολύ σεμνά παιδιά, είπαν ένα
ευχαριστούμε που μόλις ακούστηκε,ξαναρχίσαμε μετά την πλάκα, εκκωφαντικά γέλια,
μπούρδες απερίγραπτες, να εκτονωθεί η κρίση σοβαρότητος.
Ύστερα οι Αντετοκούνμπο φύγανε, είπαν συγγνώμη, είχαν
κάποια υποχρέωση να πάνε.
Μείναμε οι υπόλοιποι, είμαστε τώρα σ' ένα αίθριο
ρυθμού αθηναϊκός μοντερνισμός, μπαου-χάους, ντεκώ, ξερωγώ.
Ο σεφ φοράει ένα πουκαμισάκι κοντομάνικο ολόιδιο
με το μωσαϊκό, χρώμα τερακότα με ψιλό πετραδάκι μέσα γκρι ανοιχτό. Είναι τόσο
ολόιδιο το πουκαμισάκι, που το σώμα του δεν ξεχωρίζει από το μωσαϊκό, και
βλέπεις μόνο χέρια, πρόσωπο, λαιμό, να κουνιώντα ασυνάρτητα στον αέρα, Μεγάλε,
του λέω, είσαι και πολύ Μεγάλος, ο Αόρατος Άνθρωπος είσαι, θυμήθηκα ένα Κλασσικό
Εικονογραφημένο με αυτό το θέμα, και τον αγκαλιάζω και τον ταρακουνάω και
ουρλιάζουμε σαν φρενοβλαβείς και γελάμε.
Ύστερα πέσαμε όλη η παρέα κατάχαμα να κοιμηθούμε,
σκεπασμένοι με μια κουβέρτα τεραστίων διαστάσεων, σαν απ' αυτές που δίνουν στο
Πολεμικό Ναυτικά.
Είμαι πλάι στην κοπέλλα, γυρίζουμε ο ένας προς τον
άλλο και κοιταζόμαστε, και ξαφνικά εκεί που δεν λέμε τίποτα αρχίζουμε κάτι
περιπαθή υγρά φιλιά, και μετά έρχεται αυτή αποπάνω, κι' αποκάτω είμαστε γυμνοί,
και καλπάζουμε, είναι θαυμάσια αναβάτρια, έχει εξαίσιο παλμό και πλαστικότητα
στην κίνηση. Και μετά έφυγε.
Θυμάμαι εγώ πως πρέπει να γυρίσω σπίτι, θα φύγουμε
εκδρομή για Καθαρά Δευτέρα. Αλλά θέλω να την χαιρετήσω πρώτα, πάω να την βρω
έτσι γυμνός, αλλά χάνομαι στις αυλές που ανεβοκατεβαίνουν κλιμακωτά με
σκαλοπατάκια και διαδρόμοι. Ανοίγω μια πόρτα τελικώς. Και τι να δω! Είναι καμιά
σαρανταριά κορίτσια γυμνά, και κάνουν πρόβα κάτι τούλια και δαντέλλες, και κάτι
κολλιέ με πέρλες και βάφονται. Με που με βλέπουν έτσι γυμνό κι' αρχίζουν τα
χιχιχι και σούσουρα. Θυμήθηκα εντωμεταξύ πως η κοπέλλα που γύρευα ήταν η γνωστή
σκηνοθέτις Τάδε* και άρα τα κορίτσια ετοιμάζονταν για κάποιο γύρισμα. Και ρωτάω
μήπως είδατε την κυρία Τάδε, και δεν μου λένε, οπότε αρχίζω να ψάχνω σε κείνη
την τεράστια αίθουσα, και τελικώς την βρίσκω, είναι στο βάθος, ξαπλωμένη σε ένα
στρώμα, και δίπλα μισοκοιμάται ένας νεαρός. Με το που με βλέπει μισοσηκώνεται
και μου χαμογελάει, τι γίνεται, μου λέει, δεν με περίμενε μάλλον. Διαπιστώνω
πως δεν είναι τόσο μικρή όσο νόμιζα, τώρα εέχει κάτι μαλλιά σαν μετάξι
κοκκινόξανθα που πέφτουν στον λαιμό της κυματιστά, μόδα του μεσοπολέμου το
χτένισμα. Ήρθα να χαιρετίσω, λέω κι' εγώ, ελπίζω να τα ξαναπούμε. Πολύ
ευχαρίστως, λέει κι' αυτή, κι' ας γίνει καταστροφή. Σιγά να μην γίνει
καταστροφή, λέει κι' ο νεαρός, που παρακολουθούσε μισοκοιμισμένος.
Φεύγω, τέλος πάντων. Είναι απόγευμα κι' εγώ ακόμα
γυμνός. Στέκομαι σ' έναν σταθμό, λίγο έξω από την Κόρινθο, καθώς ο ήλιος
πέφτει, κι' ο ίσκιος από τα κυπαρίσσια ζωγραφίζει κάτι μαύρα δάχτυλα που πάνε
να πιάσουν τις γραμμές. Κουβαλάω έναν στρατιωτικό σάκκο. Τον αφήνω κάτω, να βρω
το παντελόνι μου. Περνάνε κάτι πολύ μοντέρνα τραίνα, δεν σταματάνε, από πάνω
τους κρέμονται τσαμπιά τσαμπιά οι επιβάτες, μερικοί έχουν και τα πιθηκάκια τους
μαζί.
Κάνω να ανοίξω τον σάκκο, πουθενά σάκκος. Τον
πήρανε, λέω, αλλά ποιός τον πήρε, ψυχή ζώσα δεν είναι εδώ στην προβλήτα, μόνος
μου.
Κι' είμαι εγκλωβισμένος μέσα στο δειλινό, γυμνός,
με τους ίσκιους των κυπαρισσιών, τα τραίνα περνάνε, σ' έναν σταθμό έξω από την
Κόρινθο, και δεν μπορώ να ξυπνήσω.
Η ζωγραφιά: Όνειρο στον Αρδηττό. Μολύβι, παστέλ,
ακρυλικά. 20Χ30 cm. 2017.
* Στο όνειρο, υπήρχε κι' ένα όνομα. Αλλά από έναν
μικρό έλεγχο στο διαδίκτυο απεδείχθη πως το όνομα ανήκε σε κάποιο πραγματικό
πρόσωπο. Προσπάθησα να το παραλλάξω, αλλά πάλι τα ίδια, όλα τα ονόματα ήταν
πιασμένα. Οπότε είπα, άσε καλύτερα, μην υπάρξουν υπόνοιες, κι' έβαλα Τάδε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου