Μία καλοκαιρινή ιστορία (Η σούμα)
Δειλινό στον Μάναγρο. Παστέλ και ακρυλικά, 23Χ16 cm.
Στον Δ.Κ
Αποφάσισα να γράψω μία
καλοκαιρινή ιστορία που μου συνέβη παλιά, πάνε δεκαεφτά δεκαοχτώ χρόνια. Το
μεγαλύτερό της προσόν είναι που είναι καλοκαιρινή. Διότι είναι παρατηρημένο,
όσο ανθίσταται ο χειμώνας, τόσο αυξάνονται οι κίνδυνοι να φαγωθούμε μεταξή μας
για την Παναγία των Παρισίων. Γι' αυτό και το αποφάσισα αυτό, να την γράψω,
δηλαδή. Διαφορετικά, δεν έχει και πολλή σημασία.
Ήμασταν λοιπόν στην
Βολισσό. Η Βολισσός είναι στην βόρεια Χίο, αν έχετε ακουστά. Στην Χίο και στην
Κάρπαθο -ίσως και σε άλλα νησιά, δεν ξέρω- συμβαίνει ένα παράξενο πράγμα. Εκεί
που στα νότια γίνεται το έλα να δεις από αρχές Αυγούστου, στα βόρεια δεν πατάει
ψυχή. Η αγαπημένη μου το αποδίδει αυτό που στα βόρεια τα νερά είναι μπούζι.
Αυτό όμως ισχύει μόνο μερικώς, μόνον για την Βολισσό, αλλά για την Κάρπαθο
γιατί; Εκεί τα νερά είναι πολύ ζεστά, τόσο που γεμίζει η θάλασσα σμέρνες. Αν
και άμα δεν τις πειράξεις, δεν σε πειράζουνε κι' αυτές. Αλλά είναι και το
ταξίδι πιο μακρύ, για την Κάρπαθο.
Τέλος πάντων, να μην μακρηγορώ,
η Βολισσός έχει μία παραλία πολύ φαρδιά και σε μήκος πολλά χιλιόμετρα, τον
Μάναγρο. Έχει ψιλό-ψιλό βοτσαλάκι σαν άμμο, και δεν πατάει ψυχή όπως είπα, ούτε
τους βλέπεις ούτε σε βλέπουνε. Μέσα η θάλασσα είναι καθαρή και βαθιά, και ο
βυθός αμμώδης, και οι ελαφρώς χαμηλές θερμοκρασίες του νερού σου δίνουν την
αίσθηση που πετάς ψηλά στους δροσερούς αιθέρες. Έτσι συνηθίζεις στην μονοτονία
του υποθαλάσσιου τοπίου αρκετά μέτρα βάθος αποκάτω σου, φοράς μάσκα και
αναπνευστήρα και βατραχοπέδιλα εύκαμπτα χάισπήντ, ιταλικά πολύ καλής ποιότητος,
οπότε πας μακρινές βόρτες ξεκούραστος, ξεχνιέσαι στον σταθερό σου ρυθμό σαν την
μηχανή του αεροπλάνου σου, και τότε ο πάτος μεταμορφώνεται και σε μεταμορφώνει,
γίνεται η Έρημος της Ζαχάρας, κι' εσύ γίνεσαι Σαιντ-Εξηπερή ξερωγώ, και
υπερίπτασαι, κατεβαίνεις, ανεβαίνεις, και κάθε συστάδα φύκια γίνεται καταπράσινη
όασις, άλλοτε με βεδουίνους στ' άλογα και άλλοτε με τουαρένγκ στις γκαμήλες,
συναντάς καραβάνια ψαριών, και κάθε βραχάκι -αν είσαι τυχερός και ανακαλύψεις
ένα στην πορεία- είναι το Τιμπουχτού, που άγριες φυλές ντουφεκάνε τον κάθε
Ροβύρο τον Καταχτητή, και το αεροσκάφος του τον Άλμπατρο, και τον κάθε Εξηπερή,
και τον κάθε Μικρό Πρίγκηπα, και τον κάθε
οραματιστή, τον κάθε ρωμαντικό κολυμβητή, τον κάθε αφελή φελλό, και τον
κάθε επιπλέοντα βλάκα, το κάθε μεγαλοφυές παιδί σε Θάλασσες και Ουρανούς, οπού
απομένει η ελπίδα στην Οικουμένη...
Φιγούρες στον βυθό. Μάναγρος, Αύγουστος του 2001.
Μετά έβγαινες στο ψιλό
ζεστό βοτσαλάκι να ζεσταθούν τα κοκαλάκια σου. Μέχρι αργά το απόγεμα, που
έπεφτε ο ήλιος στον ορίζοντα. Και με την αχλή της Όστριας, τα χρώματα τα
παστέλ, κόκκινα, πορτοκαλιά, κίτρινα, μωβ. Παίρναμε το δρόμο με τα πόδια για το
σπίτι, δέκα λεφτά ήταν, δεν παίρναμε αυτοκίνητο.
Πίσω ακριβώς από την
παραλία με το βοτσαλάκι, σ' όλο της το μήκος πέρναγε ένας χωματόδρομος. Έκανε
όμως και μερικά ζιγκζάγκ, κι' άμα οδηγούσες εκεί έπρεπε να προσέχεις. Ένας
γερμανός που δεν πρόσεχε είχε χάσει τον δρόμο και πήγε και κόλλησε στο χαλικάκι
με το νοικασμένο το κουρσάκι. Του είπα να φέρω το δικό μου να τον τραβήξω, αλλά
αυτός δεν ήθελε, από αλαζονεία πιο πολύ. Ο γερμανός, σου λέει, δεν κολλάει ούτε
στη Λιβύη, ούτε στο Αλαμέιν, ούτε πουθενά, θα κολλήσει στη Βολισσό; Ή πιθανώς
και να φοβόταν πως θα πάρω το κουρσάκι δεμένο όπως ήταν στο νίβα και θα φύγω.
Αυτοί είμαστε!
Και πίσω από τον δρόμο
ήταν ένας απέραντος ελαιώνας. Τον διασχίζαν άλλοι χωματόδρομοι, φιδωτοί. Σε
πήγαιναν σε μικρά σπιτάκια σπαρμένα εδώ κι' εκεί, κρυμμένα μέσα στις ελιές. Εκεί,
σ' ένα τέτοιο είχαμε πιάσει δωμάτια. Φτηνά, και του κάνανε και παζάρια τα
κορίτσια αποπάνω και τόριξε κι' άλλο ο φουκαράς, εγώ ντρεπόμουν, αλλά δεν
άκουγαν τις διαμαρτυρίες μου. Και μόλις βράδιαζε, πηγαίναμε να φάμε στο χωριό.
Είχε μία πλατεΐτσα που την λέγανε ο Πύθωνας, με ένα ταβερνάκι που είχε απ' όλα,
πανσέτες, μπριζόλες, μαγειρευτά, κοκκινιστό πολύ ωραίο, γεμιστά, πατάτες
τηγανητές, σαλάτες, φέτα, κρασάκι, πολύ ωραία περνάγαμε.
Τέλος πάντων, να μην
μακρηγορώ, αλλά τα λέω κι' αυτά διότι μου έχουν εντυπωθεί. Ένα τέτοιο δειλινό
λοιπόν, γυρίζαμε στο σπιτάκι με τις ελιές μαζί με την αγαπημένη μου να βρούμε
και τους άλλους δια τα περαιτέρω. Είχαμε αφήσει πίσω μας την παραλία, την
έκρυβαν οι ελιές. Και αίφνης ακούω μία μηχανή να ωρύεται από κείνη τη μεριά,
γκάζια φουλ, έπρεπε νάναι μεγάλο αυτοκίνητο. Σταμάτησε μετά. Και μία φωνή
αντρική έφτασε από την μεριά της θάλασσας. Μια φωνή που τραγουδούσε την
θάλασσα. Στα ναπολιτάνικα!
Vide 'o mare quant'è bello
Spira tantu sentimento...
Μετά χάθηκε πάλι η φωνή.
Ξανάρχισε το μαρσάρισμα μετά μανίας. Και μετά σιωπή ξανά. Και μετά, πάλι η
φωνή.
Μας φτάνει μόνο, μας
φτάνει μόνο ένα κύμα στ' ακριγιάααλι
κι' ένα σπιτάκιιι, κι'
ένα σπιτάκι φτωχικό στην αμμουδιά...
Και μετά πάλι το
μαρσάρισμα.
Ωραίος άνθρωπος, είπα
στην αγαπημένη μου. Όχι μόνο δεν γαμοσταυρίζει που κόλλησε στην άμμο, αλλά
τραγουδάει ανέμελος σαν τον Αύγουστο, και έχει και μουσική κουλτούρα
κοσμοπολίτικη, και έχει και ωραία φωνή, τενόρος καλός! Αυτόν αξίζει να πάω να
τον τραβήξω. Η αγαπημένη μου γκρίνιαξε λίγο, κάτσε στ' αυγά σου χριστιανέ μου
που θα τρέχεις να ξεκολλάς τον κάθε κολλημένο, και πότε θα κάνεις μπάνιο, θα
περιμένουν τα παιδιά να πα να φάμε, αλλά εγώ ήμουν ανένδοτος να τον σώσω, και
μια και δυο πήρα το νίβα και κατέβηκα στην παραλία, προς τα κει που άκουγα το
μαρσάρισμα. Σουρούπωνε, δεν είχε φως, τον γύρευα δια της ακοής.
Τον βρήκα μετά από λίγο.
Είχε μια μερσεντές μεγάλη, παλιά, από τις πισωκίνητες, και την είχε χώσει με τη
μούρη σ' ένα βαθούλωμα μέχρι τον προφυλαχτήρα, και οι πίσω δεν πιάνανε στην
άμμο, κι' είχανε βουλιάξει κι' αυτές, γιατί έκανε μπρος πίσω να βγει, και
βούλιαξε περισσότερο, και δεν έβγαινε. Αυτός ήταν ένας οστεώδης άνθρωπος
πατημένα τα εξηντατόσα, φαλακρός αλλά με περιποιημένο μουστάκι και βερμούδα,
σαν κάτι συνταξιούχους πλοιάρχους του πολεμικού ναυτικού, αλλά εκκεντρικός
πολύ.
Καλά, δεν με ξεκόλλησες
ακόμα, είπε μόλις κατέβηκα από το νίβα να εξετάσω την κατάσταση. Έτσι μούρθε
εκείνη τη στιγμή να ξαναμπώ στο νίβα και να φύγω, και να τον αφήσω σύξυλο, το
γαμοπίλαφο, που θα με πει εμένα έτσι. Αλλά φαίνεται πως άλλον περίμενε, και μέσα
στο σύθαμπο δεν έβλεπε καλά, και άλλαξε τόνο, είχε κατέβει να μαζέψει τις
κυρίες από την θάλασσα γιατί κουράστηκαν στο σερφ και βαριόνταν να ανέβουν με
τα πόδια, και να, σε κείνη την λακκούβα χώθηκε με τη μούρη μέσα. Μακριά από την
θάλασσα, που να το περιμένει πως είχε λακκούβα με άμμο εκεί.
Να μην μακρηγορώ, είχα
κάτι ιμάντες για να δένω τις βαλίτσες καλά και ντε, έδεσα τη μερσεντές, τραβάω
εγώ με την όπισθεν, μαρσάρει εκείνος, τίποτα. Ξανά άλλη μία, γκαζώνω κι' άλλο,
γκαζώνει κι' αυτός, πέτρες, χώματα παντού, κραααακ! σκίζονται οι ιμάντες σαν
χασές. Γιατί η μερσεντές η παλαιά ζύγιζε ένα πάτζερ. Ευτυχώς είχα και κάτι
άλλους, πιο ανθεκτικούς, αυτή την φορά βγήκε. Κι' εκεί απάνω φάνηκε το ποιόν
του ως ανθρώπου και των σαλονιών και της πιάτσας, διότι πρώτα με ευχαρίστησε
όπως μόνο ένας παλαιός αστός ξέρει και το κάνει, και μετά μου είπε πες μου που
μένεις -ήξερε τους πάντες στην Βολισσό, όπως φάνηκε- και τι ουίσκι πίνεις να
σου στείλω αύριο ένα κασόνι. Τζέημσον του είπα, τότε όλο το Χαλάντρι Τζέημσον
πίναμε.
Γυρνάω σπίτι, λέω του
Παρεούλη αυτός μούπε θα μας στείλει ένα κασόνι Τζέημσον, πάει καταστραφήκαμε
λέει ο Παρεούλης, να πάρουμε τηλέφωνο να έρθει γρήγορα ο Γιατρός. Όχι να μας
χορηγήσει καμία ένεση να συνέλθουμε μετά, αλλά επειδή ο Γιατρός έπινε πολύ σοβαρά,
οπότε θα έριχνε την κατά κεφαλήν κατανάλωση, ώστε να μην γίνουμε πάρα πολλά
κομμάτια, αν με κατανοείτε τι θέλω να πω. Αλλά ο Γιατρός δεν μπορούσε, είχε
κανονίσει να πάει αλλού.
Φαίνεται πάντως πως
εκείνος ο μυστηριώδης άνθρωπος είχε διαβάσει τους φόβους μας. Διότι την επομένη
κατέφθασε στο σπίτι περπατητός μέσα από τα ελαιόδεντρα, κι' έφερε ένα διαφανές
μπουκάλι χωρίς ετικέτα και μου τόδωσε. Είναι σούμα, μου είπε, την φτιάχνουνε
εδώ, τώρα Τζέημσον θα βρεις όπου και να πας, αυτήν εδώ δεν θα την βρεις ούτε
στη Χίο, ούτε πουθενά στην Υφήλιο, είναι από την κάβα μου. Με ευχαρίστησε ξανά,
και έφυγε.
Εδώ θα ήθελα να ανοίξω
μία παρένθεση και να εξηγήσω τι είναι η σούμα σε όσους δεν γνωρίζουν, διότι
είναι επόμενο άλλοι να γνωρίζουν τι είναι και να έχουν κοπανήσει μάλιστα, και μία
ή και δύο ή και περισσότερες, και άλλοι να μην έχουν ιδέα τι είναι, και να
νομίζουν πως είναι ο λογαριασμός στο μαγαζί ή κάτι τέτοιο. Οπότε οφείλω να
εξηγήσω ώστε να μην υπάρξει καμία παρανόησις. Σούμα λοιπόν είναι μία ρακή την
οποίαν παρασκευάζουν δι' αποστάξεως σύκων, τα οποία αφθονούν στην Χίο, οι
συκιές δηλαδή φύονται, και τα μαστιχόδενδρα. Και μην νομίσετε πως είναι τίποτε ηδύποτον,
ήγουν σα λικέρ, επειδή τα σύκα είναι γλυκά. Ούτε και την αρωματίζουν με
μαστίχα, το οποίον συνηθίζεται στο νησί, αλλά για το ούζο αποκλειστικώς, ή για
καμία σάλτσα, ή έστω μερικοί που βάζουν στον καφέ τον τούρκικο που λέμε, και
μοσχοβολάει. Όχι. Η σούμα αυτή ήταν η ομορφότερη ρακή που έχω πιεί, ήταν φίνα
και ξερή σαν την πιο αδαμάντινη τσικουδιά, και είχε ένα άρωμα λεπτότατο, που
αναστάτωνε σαν πέρασμα γυναίκας αγγίζοντας μ' ένα θρόισμα τον σκυθρωπό διαβάτη
συγκλονίζοντάς τον με ρίγος θεικό, ή σαν βρεμένα αγριόχορτα τη νύχτα. Την
ήπιαμε λοιπόν, με το βρισκούμενο κατά την τοπική έκφραση, ντόπιο χλωρό τυρί,
ελιές, σαρδέλλες του κουτιού και μια ντομάτα τριαντάφυλλο με λίγο αλατάκι. Το
μεσημέρι. Τα μεσημέρια, ο ήλιος πέρναγε ανάμεσα στις φυλλωσιές των ελαιόδεντρων,
κι' έφτιαχνε σκιερές δαντέλλες πάνω στ' άνυδρο χώμα, και χιλιάδες τζιτζίκια του
Ελύτη νανούριζαν έπειτα την σιέστα μας, κι' η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι
από τη σούμα.
Το απόγευμα που
κοιτάζαμε το δειλινό μετά το μπάνιο μας, ήρθε ο δωρητής της σούμας και μας
κάλεσε στο σπίτι του. Ήταν στο ύψωμα πάνω από τη θάλασσα, ένα χαριτωμένο σπίτι
που δεν βλαστήμαγε ελιές και κύματα. Κι' έτσι ήπιαμε κι' άλλη σούμα, από άλλο
μπουκάλι η καθεμία, και μάθαμε παραπάνω γι' αυτόν. Ήταν βολισιανός στην
καταγωγή, αλλά γνήσιος πειραιώτης. Τι ομάδα ήταν, θα το μαντέψατε, μας είπε.
Όπως κάθε γνήσιος πειραιώτης ήταν Εθνικός. Δεν ήταν πλοίαρχος που νόμιζα, ήταν
του Μετσοβίου, πολιτικός μηχανικός. Αλλά ένας ντόπιος μάστορης που τον είχε
φωνάξει δεκαπέντε μέρες τώρα να του κάνει κάτι μερεμέτια όλο τον έστηνε. Και
ξέρετε πως λένε στα χιώτικα το σ' έχω χεσμένο; μας ρώτησε. Δεν ξέραμε εμείς,
που να ξέρουμε. "Θα έρτω, θα έρτω!" το λένε.
Έπιασε να μας λέει κι'
άλλες ιστορίες για το χωριό και τους ανθρώπους του, ήταν ένας γέρος, περασμένα
τα ενενήντα, που πολέμησε στη Μέση Ανατολή, κι' ήτανε μετά στην εξέγερση της
Ταξιαρχίας που τους βάλανε στο Σύρμα. Στην Νυχτερίδα αυτό, διευκρίνισε. Και μας
περιεργαζόταν διερευνητικά αν καταλαβαίναμε για τι πράμα μιλάμε . Κι' εμείς
είπαμε ναι, την είχαμε διαβάσει, και τον Φάνη ξέραμε, και τον Σιμωνίδη, και τη
Χήρα, και τη Νάνση, και το Ανθρωπάκη. Ε, λοιπόν αυτός ο γέρος ζούσε λοιπόν
ακόμα, εκεί στη Βολισσό. Που είχε γνωρίσει -ο γέρος- τον Γιάννη τον Σαλά. Που ο
Σαλάς ήταν ο Φάνης του Τσίρκα. Και τα αρβυλάκια που φόραγε στην Σάμο, στον
Εμφύλιο, ε, αυτός ο γέρος του τάχε χαρίσει, όχι ο Παράσχος που λέει το
μυθιστόρημα (για τις ανάγκες του μύθου.) Που όταν τον σκότωσαν τον Φάνη στο
Κοκκάρι στη Σάμο το σαρανταεννιά, τάχε βγάλει να κοιμηθεί και τάχε βάλει
μαξιλάρι τα αρβυλάκια. Που του τα περάσανε μετά στον λαιμό από τα κορδόνια,
όταν του κόψαν το κεφάλι και το περιφέρανε από χωρίου εις χωρίον να το δει ο
κόσμος. Προς απόδειξιν της ρωσσικής βοηθείας ήντινα ελάμβανον οι
κομμουνιστοσυμμορίται.
Το τραγούδι: Μας φτάνει μόνο. Του Φίλωνα Αρία, με τον Τώνη Μαρούδα και την Κούλα Ευστρατοπούλου. Του 1947.
Καθε φορα ενθουσιαζομαι!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα εισαι καλα ρε Βασιλη...
Δεν γνωριζόμαστε, αλλά σ' ευχαριστώ πάρα πολύ!
Διαγραφή