Aντικρουόμενες αφηγήσεις, εικασίες και φήμες για τα έργα και τις ημέρες των προέδρων Πωλ Καγκάμε της Ρουάντας, Γιοουέρι Μουσεβένι της Ουγκάντας, Λωράν Ντεζιρέ Καμπιλά του Κονγκό, και μερικά πράγματα ακόμα.
Κανείς
δεν ξέρει τι ακριβώς είναι οι χούτου και οι τούτσι.
Ούτε κι' αυτοί οι ίδιοι καλά-καλά.
Αυτόχθονες δεν είναι. Αυτόχθονες είναι μόνο οι τουά, οι πυγμαίοι,
κυνηγοί και συλλέκτες.
Ύστερα έφτασαν από την λεκάνη του Νίγηρα -γύρω στον 11ο πΧ αιώνα-
οι γεωργοί. Ξεχέρσωσαν, έσπειραν, έφτιαξαν μικρά κρατίδια, κι' έδιωξαν τους
πυγμαίους πιο βαθιά στη ζούγκλα. Μάλλον ήταν ιεραρχημένες κοινωνίες, αυτά τα
πριγκηπάτα, με ηγεμόνα, αρχηγούς, και λαό.
Τελευταίοι -γύρω στον 14ο αιώνα- έφτασαν οι αγελαδοτρόφοι.
Ίσως από την Αιθιοπία ή την Κένυα, όμως μπορεί κι' από άλλα μέρη της ανατολικής
Αφρικής. Ίσως και να μην ανήκαν σε ένα μεταναστευτικό κύμα, αλλά σε πολλά,
διαδοχικά, και διαφορετικής προελεύσεως. Με την κοινή τους όμως ασχολία, την
κτηνοτροφία, τα φύλα αυτά των αγελαδοτρόφων μπερδεύτηκαν μεταξύ τους, κι'
έγιναν μία ενιαία κοινωνική ομάδα. Με τους δικούς της πια ηγεμόνες και
πριγκηπάτα.
Η επαφή των αγελαδοτρόφων με τους γεωργούς ήταν ειρηνική. Αντάλλασσαν
τα προϊόντα τους, γάλα με μπανάνες και φασολάκια. Μίλαγαν την ίδια γλώσσα και
πίστευαν τον ίδιο θεό, τον Ιμάνα.
Τούτσι λέγονταν οι αγελαδοτρόφοι. Χούτου λέγονταν οι γεωργοί.
Όμως το γάλα σπάνιζε και οι μπανάνες περίσσευαν. Οι τούτσι ήταν λίγοι
και οι χούτου πολλοί.
Έτσι, αντικείμενο της ανταλλαγής έγινε και η εργασία. Οι χούτου έβοσκαν
τα κοπάδια των τούτσι και λάβαιναν την αμοιβή σε γάλα. Και οι τούτσι έγιναν σιγά
σιγά αφεντικά και οι χούτου κολίγοι. Χούτου στα ρουαντέζικα λέγεται επίσης ο
υπηρέτης, ή ο φτωχός. Όμως οι χούτου δεν ήταν όλοι φτωχοί. Είχε -όπως είπαμε- και
αρχηγούς χούτου, ηγεμόνες και τσιφλικάδες.
Μερικές φορές, ο αυθέντης τούτσι χάριζε μερικά μοσχάρια στον κολίγο
χούτου ως ανταμοιβή. Τότε ο κολίγος έφτιαχνε δικό του κοπάδι και με τον καιρό
γινόταν και αυτός τούτσι. Κι' αν οιοσδήποτε τούτσι έχανε τα ζώα του -αν του
ψοφούσαν, λόγου χάριν- γινόταν χούτου, αλλά όχι οπωσδήποτε. Υπήρχαν δηλαδή τούτσι από μεγάλα τζάκια και
τούτσι από ταπεινά. Οι μικτοί γάμοι δεν αποκλείονταν. Οπότε, τα παιδιά γίνονταν
ό,τι κι' ο πατέρας. Αλλά αυτό που τελικά καθόριζε την κοινωνική θέση στο
σύστημα, ήταν ο πλούτος.
Επίσης, οι αγελάδες γέννησαν στρατιωτική ισχύ. Κάποιος ηγεμόνας τούτσι
σκέφτηκε να δώσει σε μερικούς αρχηγούς χούτου κοπάδια με αντάλλαγμα στρατό. Οι
αρχηγοί έγιναν υποτελείς του, και με έναν πολυάριθμο και πειθαρχημένο στρατό
από χούτου -οι γεωργοί χούτου ήταν πάντα πολύ περισσότεροι από τους
αγελαδοτρόφους τούτσι-, ο δαιμόνιος τούτσι ηγεμών έγινε πανίσχυρος. Αλλά και οι
αρχηγοί των χούτου που συναλλάχθηκαν μαζί του βγήκαν κερδισμένοι, αφού τώρα
μπορεί να μην ήταν εντελώς ανεξάρτητοι, αλλά με τις αγελάδες είχαν γίνει
τούτσι μεγαλοτσέλιγκες.
Με τον πολυάριθμο και πειθαρχημένο στρατό των χούτου, ο δαιμόνιος
ετούτος ηγεμών των τούτσι κατέκτησε αρκετά γειτονικά κρατίδια, που άλλα ήταν
των τούτσι και άλλα των χούτου. Οι διάδοχοί του συνέχισαν την κατακτητική αυτή
πολιτική και τους επόμενους αιώνες.
Αυτή η ηγεμονία που καταβρόχθιζε τους γειτόνους της έγινε το βασίλειο
της Ρουάντας. Ο μακιαβελικός ηγεμών και οι διάδοχοί του πήραν το όνομα μουάμης.
Για τους ηττημένους ηγεμόνες, ο μουάμης -όπως κάθε κατακτητής- δεν είχε
έλεος. Τους ξεπάστρευε, και τα γεννητικά τους όργανα αποξηραμένα κουνιόνταν
κρεμάμενα στο ιερό τύμπανο Καλίνγκα,
που συμβόλιζε την θεϊκή του εξουσία. Ωστόσο, οι μουάμηδες δεν στόλισαν το ιερό
τύμπανο Καλίνγκα πέραν του πολιτικώς και
αισθητικώς αποδεκτού μέτρου. Αντιθέτως, εδραίωσαν διπλωματικότατα την εξουσία
τους αφομοιώνοντας τους κατακτημένους -και ειδικότερα τις οικογένειες των
ισχυρών- στις δομές του καθεστώτος.
Ο μουάμης διοικούσε τη χώρα με τους συμβούλους του. Αυτοί προέρχονταν
από μιαν ελίτ που περιλάμβανε τούτσι, χούτου και τουά. Υπό τον μουάμη και τα
ποικίλα συμβούλιά του -η κεντρική εξουσία, ούτως ειπείν- βρισκόταν μία πυραμίδα
από τοπικούς άρχοντες και αρχηγίσκους με ξεχωριστές αρμοδιότητες ο καθένας. Η
χώρα ήταν χωρισμένη σε τοπαρχίες. Και στην κάθε τοπαρχία, άλλος ήταν ο αρχηγός για
τα βοσκοτόπια, άλλος για τους αγρούς, κι άλλος για τους ανθρώπους και τον
στρατό. Οι άρχοντες των βοσκοτόπων, των ανθρώπων και του στρατού ήταν συνήθως
τούτσι. Όμως οι άρχοντες των αγρών ήταν συνήθως χούτου, μέχρι κάποια εποχή
τουλάχιστον.
Όμως έτσι που η φυσική τους ηγεσία είχε απορροφηθεί στην κυβερνώσα τάξη του βασιλείου, η μεγάλη
μάζα των χούτου, η βάση της πυραμίδας, από πρώην εταίροι μιας ανταλλακτικής
οικονομίας, κατάντησαν είλωτες. Ζούσαν οικογενειακώς σ' ετούτο τον λόφο ή τον
παραδίπλα, η καθεμιά φάρα στον δικό της. Κατά κάποιο τρόπο, είχαν -οι εξ
αίματος συγγενείς συλλογικώς- κληρονομικό δικαίωμα πάνω στην πτυχή εκείνη της
γής όπου ζούσαν όλη τους την ζωή. Καλλιεργούσαν τους αγρούς ενός τοπάρχη
γαιοκτήμονα χούτου, έβοσκαν τα κοπάδια ενός τοπάρχη τσέλιγκα τούτσι, πλήρωναν
τα οφειλήματα του καθενός σε είδος, κι' έστελναν τα παιδιά τους στον στρατό και
στις αγγαρείες του μουάμη.
Όσο το βασίλειο της Ρουάντας μεγάλωνε και γινόταν ισχυρότερο, τόσο
σκληρότερη γινόταν η ζωή της μεγάλης μάζας των χούτου. Τα παλιά χρόνια, η
Ρουάντα ζούσε μεταξύ μύθου και προφορικής παράδοσης, γραπτή γλώσσα δεν είχαν.
Και σύμφωνα με την προφορική παράδοση, οι φρουροί που περιστοίχιζαν την
αιμοσταγή βασιλομήτορα Κανζονγκέρα
είχαν καρφωμένα στα δόρατά τους βρέφη. Έτσι εξασφαλιζόταν η κοινωνική υπακοή
των αποκάτω, στο βασίλειο της Ρουάντας.
****
Στα 1897 έφτασαν από την Τανγκανίκα
ενενήντα γερμανοί με δύο πολυβόλα. Ο επικεφαλής τους -ένας κόμης Αδόλφος φον
Γκέτζεν- έπιασε το χέρι του μουάμη και το κούναγε πάνω-κάτω. Σύμπασα η Αυλή
πανικοβλήθηκε με την χειραψία, γιατί όλοι ήταν βέβαιοι πως θα γίνει σεισμός
λόγω του ταρακουνήματος του μουάμη, μεσολαβητή μεταξύ Θεού και των επί της γης.
Η Ρουάντα άφησε τον μυθικό και εισήλθε
στον ιστορικό χρόνο.
Οι γερμανοί βοήθησαν τον μουάμη να
υποτάξει μερικούς ακόμη ηγεμόνες των χούτου που έκαναν τον ζόρικο, και επίσης
να καταπνίξει μερικές εξεγέρσεις.
Ύστερα, το 1916 -με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο-
ήρθαν οι βέλγοι και έδιωξαν τους γερμανούς.
Οι βέλγοι ανέλαβαν να οργανώσουν εκ νέου
την Ρουάντα. Ήταν τότε του συρμού η Ανθρωπομετρία
και οι θεωρίες περί ανώτερης και
κατώτερης φυλής. Τους βόλευε, λοιπόν, να χωρίσουν τους ρουαντέζους σε
φυλές, ώστε να τους κατανοήσουν καλύτερα. Και να τους διοικούν, εξυπακούεται.
Τούτσι, λοιπόν, ήταν οι ψηλοί με την
ίσια μύτη, που μοιάζανε με ευρωπαίοι μόνο που είχαν μαύρο δέρμα, οι συνήθως
έχοντες αγελάδες. Αυτοί εθεωρούντο οι φυλετικά ανώτεροι, οι πιο έξυπνοι και οι
με ηγετικά προσόντα εκ των ιθαγενών. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίστηκαν πως ήταν οι
κάτοικοι της χαμένης Ατλαντίδος. Όμως κάτι τέτοιο είναι απίθανο, διότι δεν
ξέρουμε που ήταν η Ατλαντίδα.
Χούτου ήταν οι κοντοί με την πλατιά μύτη
που δεν είχαν αγελάδες. Αυτοί εθεωρούντο αφελείς και απλοϊκοί, βιολογικώς και
οντολογικώς ήταν υποδεέστεροι των τούτσι, γι' αυτό και δικαίως οι τούτσι τους
υπέταξαν.
Οι βέλγοι έβγαλαν και ταυτότητες σ' όλο
τον κόσμο, που έγραφε την φυλή του
καθενός, για να μην μπερδεύονται μεταξύ τους. Αυτούς που είχαν κάτω από δέκα
αγελάδες τους έβαλαν με τους χούτου, κι' όσους είχαν δέκα και πάνω με τους
τούτσι. Υπήρχαν βέβαια και αυτοί που είχαν πάνω από δέκα αγελάδες και είχαν
πλατειά μύτη. Δεν ξέρουμε πώς ακριβώς έλυσαν αυτό το πρόβλημα, οι βέλγοι.
Πάντως, κανείς δεν μπορούσε να αλλάξει αυτό που του είχαν γράψει οι βέλγοι
αστυνομικοί ως φυλή. Εκτός από τους
ίδιους τους βέλγους.
Ο μουάμης έγινε ανδρείκελο της
αποικιακής διοίκησης. Οι βέλγοι κατάργησαν το σύστημα με τους τρεις άρχοντες,
κι έβαλαν στη θέση του έναν και μοναδικό τοπάρχη, που σχεδόν πάντα ήταν τούτσι.
Έτσι τα πράγματα απλοποιήθηκαν. Ο ένας τοπάρχης έγινε παντοδύναμος έναντι των
ιθαγενών, άρα και πιο αυθαίρετος. Αντιθέτως, ήταν εντελώς εξαρτημένος από τους
βέλγους, αφού ήταν ο μόνος υπεύθυνος απέναντί τους για την διοίκηση της
περιφερείας του.
Οι βέλγοι κατάργησαν επίσης την
οικογενειακή κολλεγιά. Κι' αφού οι χούτου έχασαν τα δικαιώματα στη γη που
οικογενειακώς καλλιεργούσαν από γενιά σε γενιά, η γη απαλλοτριώθηκε υπέρ των
τούτσι. Όχι όλων των τούτσι εννοείται, αλλά των λίγων που είχαν τα παρεδώσε με
τους βέλγους.
Οι χούτου -η μεγάλη μάζα των αγροτών
δηλαδή- έγιναν ακτήμονες εργάτες που πια έκαναν αγγαρείες για δύο αφεντικά: τον
μουάμη και τον βέλγο διοικητή.
Παράλληλα με το ιδιοκτησιακό και το
διοικητικό, οι βέλγοι ασχολήθηκαν με το πνευματικό νοικοκύρεμα της αποικίας.
Τους βάφτισαν όλους χριστιανούς.
Οι φρέρηδες που ήρθαν από το Βέλγιο
άνοιξαν σχολεία και κατηχητικά.
Εκεί σπούδαζαν οι εκλεκτοί της
αποικιακής διοίκησης, στην συντριπτική τους πλειοψηφία γόνοι των τούτσι.
Μέχρι που ήρθε ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Που τέλειωσε κι’ αυτός,
γεμίζοντας την Ευρώπη συντρίμμια και την Οικουμένη ελπίδες και ανεξαρτησίες.
Οι τούτσι ξεσηκώθηκαν πρώτοι, φυσικό ήταν. Οι μορφωμένες ελίτ που είναι
πιο κοντά στην εξουσία ξεσηκώνονται πρώτες.
Κι’ επειδή οι σοβιετικοί στήριζαν όλα τα αντιαποικιοκρατικά κινήματα,
μεταξύ των οποίων και εκείνο των τούτσι, οι βέλγοι αποφάσισαν πως οι τούτσι
ρέπουν στον κομμουνισμό. Οι φρέρηδες τότε σκέφτηκαν να επιτρέψουν σε
περισσότερους χούτου να μορφωθούν στα σχολεία. Οι χούτου ένοιωσαν ευγνωμοσύνη,
και δεν έγιναν κι’ αυτοί κομμουνιστές. Περίμεναν υπομονετικά την ανακήρυξη της
ανεξαρτησίας και τις εκλογές που μαγείρευε η βελγική διοίκηση. Οπότε, ως
πλειοψηφία -ήταν το 85% του πληθυσμού- θα έπαιρναν την εξουσία οπωσδήποτε, και
μάλιστα με δημοκρατικές διαδικασίες.
Έτσι, οι χούτου έγιναν ο κυρίαρχος λαός, η δημοκρατική πλειοψηφία των
γηγενών, των αληθινών ρουαντέζων. Οι τούτσι έγιναν ο ξένος δυνάστης, τα
παράσιτα, επειδή κάποτε είχαν έρθει από την Αιθιοπία ή την Κένυα. (Λες και οι
χούτου δεν είχαν έρθει κάποτε από αλλού, και δεν είχαν διώξει τους πυγμαίους.)
Ανάλογα με την εποχή και τις συνθήκες, οι χούτου και οι τούτσι αλλάζαν
νόημα και ουσία λες και ήταν στάμνες, απόξω μένουν ίδιες, σαν τις ταυτότητες,
χούτου και τούτσι, κι’ από μέσα βράζουν ξέχειλες με κάτι που μεταλλάσσεται
συνεχώς με τον καιρό, γίνεται μούστος, κρασί, ξύδι και Ιστορία.
Στα τέλη του 1959 ξέσπασαν οι φασαρίες. Χιλιάδες τούτσι σκοτώθηκαν,
χιλιάδες καλύβες κάηκαν, χιλιάδες πρόσφυγες βρέθηκαν στις γύρω χώρες. Την
Ουγκάντα, το Μπουρούντι, το Κονγκό.
Αυτή ήταν η ρουαντέζικη επανάσταση.
Οι πρόσφυγες έγιναν αντάρτες. Οι αντίπαλοί τους τούς έλεγαν κατσαρίδες.
Έκαναν απελπισμένες επιδρομές στην πατρίδα, πάντα χωρίς αποτέλεσμα. Την νύφη
την πλήρωναν αιματηρότατα οι τούτσι που είχαν μείνει μέσα στην Ρουάντα.
Η Ρουάντα έγινε επισήμως ανεξάρτητη το 1962. Ο πρώτος της πρόεδρος ήταν
ο Γκρεγκουάρ Καϊμπάντα. Τον ανέτρεψε το 1972 ο αρχηγός του στρατού, ονόματι
Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα.
«Τούτσι είναι ο καλλιεργημένος, αυτός που έχει καλούς τρόπους, αυτός
που ντύνεται κομψά. Χούτου είναι ο αγροίκος, ο άξεστος, ο αμόρφωτος. Τούτσι ή
χούτου σε κάνει το επάγγελμά σου, οι παρέες ή το κόμμα σου. Όλα τα άλλα, είναι
ανοησίες.» Αυτά μου τα είπε κάποιος -ένα ξύπνιο παιδί από μικτό γάμο που
δούλευε για μία μη κυβερνητική οργάνωση- όταν πήγα εκεί. Εκεί πήγα το 1995,
πέντε αιώνες μετά την άφιξη των αγελαδοτρόφων, εννιά αιώνες από την άφιξη των
γεωργών.
Ο Γκρεγκουάρ Καϊμπάντα ήταν χούτου. Ο Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα ήταν
χούτου.
Ο Πωλ Καγκάμε -ο τωρινός- είναι τούτσι.
Ελπίζω να σας έδωσα μιαν ιδέα για το τι είναι οι χούτου και οι τούτσι.
Α΄
Τα παιδιά δεν παίρνουν
το επώνυμο του πατέρα εκεί. Κάθε παιδί
έχει το δικό του επώνυμο. Όπως ακριβώς έχει το δικό του όνομα. Ο γιος του
Ντεογκράσιους και της Αστέρια Ρουταγκάμπουα, που γεννήθηκε το 1957 κοντά στην
Γκιταράμα, ονομάστηκε Πωλ Καγκάμε, και είχε τέσσερις αδελφές κι’ έναν αδελφό. Ο
Πωλ ήταν ο μικρότερος. Από τη μεριά του πατέρα του είχε συγγένεια με την
οικογένεια του μουάμη, του βασιλιά δηλαδή, η δε μητέρα του ήταν στενή φίλη της
βασίλισσας. Έφυγαν στις ταραχές του 1959 μ’ ένα αυτοκίνητο, είκοσι χιλιάδες
τούτσι σφάξανε τότε, η οικογένεια περιπλανήθηκε για λίγο στο Κονγκό και το
Μπουρούντι, μετά προσπάθησαν να γυρίσουν στη Ρουάντα, αλλά εις μάτην. Τελικώς
το 1960 κατέληξαν σ’ έναν προσφυγικό καταυλισμό στην Ουγκάντα, ο πατέρας πέθανε
λίγο μετά, οι αδελφές έφυγαν στην Ιταλία, κι' ο άλλος αδελφός σκοτώθηκε σε
αυτοκινητιστικό, λένε. Στην Ουγκάντα τους βάφτισαν "οι
πενηνταενιάρηδες" λόγω του ότι οι περισσότεροι είχαν έρθει με τις φασαρίες
του πενηνταενιά. Ήταν καλός μαθητής, αλλά επειδή ήταν ξένος δεν τον άφηναν να
σπουδάσει δωρεάν. Κάποιος φίλος της οικογένειας έστελνε χρήματα από το Βέλγιο.
Άλλοι λένε πως τα έστελνε η ίδια η βασίλισσα, η σύζυγος του μουάμη. Έτσι πάντως
τέλειωσε το γυμνάσιο στην Καμπάλα. Το 1976 ταξίδεψε για λίγο στη Ρουάντα, τότε
που με τον Χαμπιαριμάνα είχαν καλυτερέψει για ένα διάστημα τα πράγματα. Έψαχνε
τις ρίζες του, χωρίς να είναι σίγουρος τι θέλει να τις κάνει ακριβώς.
Ο Εμμανουέλ Γκίζα
γεννήθηκε κι' αυτός το 1957, επίσης στην Γκιταράμα κι' επίσης από βασιλικό σόι.
Το 1960 βρέθηκε όπως ο Πωλ στα προσφυγικά, κι' ύστερα πήγε στο ίδιο σχολείο που
πήγε ο Πωλ. Είχε όμως μεγάλη διαφορά με
τον Πωλ στον χαρακτήρα και την εμφάνιση, γιατί ο Πωλ ήταν κοκαλιάρης, άσκημος
και εσωστρεφής, κι' ο Εμμανουέλ εύρωστος, ωραίος και δημοφιλέστατος. Όταν ο Εμμανουέλ
τέλειωσε το γυμνάσιο έφυγε στην Τανζανία, μιας και για τα ανήσυχα προσφυγάκια
του πενηνταεννιά, η Τανζανία με τις αριστερές ιδέες ήταν η Γη της Επαγγελίας.
Για τον Γιοουέρι
Μουσεβένι εικάζεται πως ήταν κι' εκείνος γεννημένος στη Ρουάντα το 1944, και
πως οι γονείς του ήταν επίσης τούτσι. Για το πότε ακριβώς και για ποιόν
λόγο βρέθηκε με τη μάνα του στην
Ουγκάντα, δεν υπάρχουν πληροφορίες. Το επώνυμό του το πήρε από τον ουγκαντέζο
πατριό του, θα πεί "ο γιός του άντρα του εβδόμου", γιατί ο πατριός
του είχε πολεμήσει με το έβδομο σύνταγμα των αφρικανών τυφεκιοφόρων στον δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο. Το 1967 έφυγε κι' αυτός στην Τανζανία να σπουδάσει πολιτικές
επιστήμες, Μαρξ, Λένιν και Φραντζ Φανόν. Έπειτα, το 1970, μπήκε στις μυστικές
υπηρεσίες του Ομπότε, του νέου σοσιαλιστή προέδρου της Ουγκάντας. Όμως ένα
χρόνο μετά ήρθε το πραξικόπημα του Αμίν Νταντά, αγαλλίασαν Ουάσινγκτον και
Λονδίνο και Τελ Αβίβ, και ο Ομπότε με τον Μουσεβένι έφυγαν πάλι στην Τανζανία.
Αυτός ο Αμίν -που λέγανε πως ήταν και ανθρωποφάγος- άλλαξε στην συνέχεια
πολιτική, παράτησε τους δυτικούς και συντάχθηκε με τον Καντάφι και τους
σοβιετικούς. Ήταν ιδιόρρυθμος άνθρωπος. Μέγας οργανωτής θεαμάτων. Έβαζε τους
λευκούς -επιχειρηματίες, συμβούλους κλπ- να του υποβάλουν γονατιστοί τα σέβη
τους, ή να τον περιφέρουν στις πλάτες τους -σα λατέρνα- προς τέρψιν της Αυλής
του, ώστε να συνηθίσουν οι μαύροι στην ιδέα πως οι λευκοί δεν ήσαν ανώτεροι
εκείνων. Εκεί εξηντλείτο ο αντιαποικιακός αγώνας του Αμίν Νταντά. Τελικώς έγινε
περιβόητος με την αεροπειρατεία του PLO στο Έντεμπε, τότε που έκαναν επιδρομή
οι ισραηλινοί και απελευθέρωσαν τους ομήρους. Στην επιχείρηση εκείνη σκοτώθηκε ο
αδελφός του Νετανιάχου, αυτού που είναι τώρα πρωθυπουργός του Ισραήλ. Ήταν ο
διοικητής των κομάντος.
Στην Τανζανία, ο
Γιοουέρι Μουσεβένι γνώρισε τον Εμμανουέλ Γκίζα. Τον πήρε μαζί του στην Μοζαμβίκη
να εκπαιδευτούν στα όπλα με τους κομουνιστές του FRELIMO. Εκεί, λοιπόν, στη
Μοζαμβίκη, ο Εμμανουέλ Γκίζα βαφτίστηκε από μόνος του Φρεντ Ρουϊγκέμα. Αυτό
διάλεξε για πολεμικό του ψευδώνυμο, και μ' αυτό έμεινε στην Ιστορία.
Τελικώς ο Ίντι Αμίν Νταντά
έβγαλε τα μάτια του μόνος του γιατί άνοιξε πόλεμο εναντίον της Τανζανίας,
επειδή ο Νυερέρε έδινε άσυλο στους ουγκαντέζους αντιπάλους του. Μαζί με τους
τανζανούς πολέμησαν και οι ουγκαντέζοι αντικαθεστωτικοί, πρώτοι και καλύτεροι ο
Ομπότε με τον Μουσεβένι που είχε από κοντά του και τον Φρεντ. Ο Αμίν ηττήθηκε,
παρανοϊκός ήταν και υποπτευόταν τους πάντες, είχε διαλύσει και τον στρατό με
την ζούρλα του. Ανατράπηκε το 1979 κι’ έφυγε στην Σαουδική Αραβία. Μόλις όμως
οι αντάρτες κατέλαβαν την εξουσία τσακώθηκαν μεταξύ τους. Ο Ομπότε έγινε πάλι
πρόεδρος -νόθεψε τις εκλογές- και ο Μουσεβένι, που ήταν αντίθετος, ξαναβγήκε αναγκαστικά
πάλι στο κλαρί.
Ο Γιοουέρι Μουσεβένι μάζεψε χιλιάδες
πενηνταενιάρηδες από τα αζήτητα της Ιστορίας. Ετούτοι οι απόκληροι απετέλεσαν
την ραχοκοκαλιά του στρατού του. Ο Φρεντ ήταν το δεξί του χέρι. Πολλοί άλλοι
τούτσι έγιναν αξιωματικοί. Ανάμεσά τους κι' ο Πωλ Καγκάμε. Μάλιστα ο Φρεντ
Ρουϊγκέμα δεν τον είχε ξεχάσει τον παλιό του συμμαθητή, έτσι ο Πωλ βρέθηκε στις
μυστικές υπηρεσίες, θέση που του άρμοζε οπωσδήποτε περισσότερο από τα πεδία των
μαχών, λόγω ιδιοσυγκρασίας και σωματικής κατασκευής. Ξεκίνησε λοιπόν το
αντάρτικο κατά του Ομπότε, το οποίο
αναφέρεται στην Ιστορία ως ο πόλεμος των
θαμνοτόπων. Σ’ αυτόν τον πόλεμο μεσουράνησε το άστρο του Φρεντ. Γιατί εκτός
από ικανότατος στρατιωτικός ηγέτης φαίνεται πως ήταν και άνθρωπος με ψυχή.
Αντίθετα, ο Ομπότε απέδειξε πως δεν ήταν πιο ανθρωπιστής του Αμίν, διότι για να
ξεκόψει τους αντάρτες από τις φίλα προσκείμενες φυλές, ξεπάστρεψε κατ΄ άλλους
εκατό, κατ΄ άλλους διακόσιες και κατ΄ άλλους τριακόσιες χιλιάδες αμάχους. Αν
και αυτά είναι συνήθη φαινόμενα στους πολέμους, ειδικά στους εμφύλιους.
Το 1986 οι αντάρτες του
Μουσεβένι μπήκαν τελικώς στην Καμπάλα. Ο Ομπότε -με την σειρά του- έφυγε στην
εξορία, κι’ ο Μουσεβένι ορκίστηκε πρόεδρος μπροστά σ’ έναν αρχιδικαστή με
ασημένιο περουκίνι και κόκκινη τήβεννο, έναν γνήσιο εγγλέζο που είχε πάρει την
ουγκαντέζικη ιθαγένεια. Μα περνούσαν σαν αστραπή εκείνα τα χρόνια, άλλαζαν τα
πράγματα πριν υποψιαστούμε προς τα που, ο Μουσεβένι αποκήρυξε τους Μαρξ,
Ένγκελς και Λένιν, έβαλε την Ουγκάντα στα προγράμματα του Διεθνούς Νομισματικού
Ταμείου, πήγε στον Λευκό Οίκο, έσφιξε το χέρι του Ρήγκαν, και πήρε όπλα και
αμερικάνικη βοήθεια.
Μόνο που οι
πενηνταενιάρηδες που τον έσπρωξαν στην εξουσία τώρα τον ανησυχούσαν. Ο στρατός
λάτρευε τον Φρεντ, οι τούτσι ήταν ένας στρατός μέσα στον στρατό, μία παράλληλη
οργάνωση μουσαφιραίων που είχαν γίνει φορτικοί, διότι οι πρόσφυγες είναι πάντα
πρόσφυγες και εγκυμονούν την αποσταθεροποίηση. Αν και για την ακρίβεια, την
αποσταθεροποίηση την εγκυμονούσαν εξ ίσου και οι ντόπιοι ουγκαντέζοι, που είχαν
παραγκωνιστεί από τους τούτσι, και ο Μουσεβένι φοβόταν βασίμως πως θα στραφούν
εναντίον του να τον ανατρέψουν. Ευτυχώς, το 1987 οι παρείσακτοι ίδρυσαν το
Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντας, το FPR, με σκοπό να γυρίσουν πίσω σε μια
πατρίδα που άφησαν νήπια και περισσότερο φαντάζονταν παρά θυμόνταν. Αυτή η ιδέα
της επιστροφής στην φαντασιακή πατρίδα ένωσε την όπου γης διασπορά των τούτσι:
πολεμοτραφείς, αριστεροί, ιδεαλιστές, δημοκράτες, σκληροπυρηνικοί, ρεβανσιστές,
ρομαντικοί, βασιλόφρονες, όλοι χώρεσαν στο ίδιο σακί για τον κοινό σκοπό. Στο
οποίο σακί μπήκαν -αληθεύει- και μερικοί
χούτου, απολωλότα του χαμπιαριμανικού κατεστημένου. Ήταν μετρημένοι στα
δάχτυλα, οι χούτου του FPR. Αν και τους δώσαν εύηχα και διακοσμητικά πόστα, και τούτο προς επίρρωσιν των επισήμων
διακηρύξεων του κινήματος περί ελευθερίας, ισότητος και αδελφότητος των
ρουαντέζων, χούτου και τούτσι ομού και άνευ διακρίσεων.
Ο Μουσεβένι δεν
εναντιώθηκε στα οράματα του FPR. Μάλιστα όσοι δεν τον χωνεύαν, διέδιδαν πως
δικιά του ιδέα ήταν το FPR, και των φίλων του των αμερικάνων.
Kαι τι συμφέρον είχαν οι αμερικάνοι εκεί
πέρα; Να προωθούν ένα απελευθερωτικό κίνημα;
(Μερικές φορές οι απαντήσεις
έρχονται όταν οι ερωτήσεις έχουν πια ξεχαστεί. Θα τα πούμε όλα, σιγά σιγά.)
Τα χαράματα της πρώτης
Οκτωβρίου του 1990 ο Φρεντ Ρουϊγκέμα πέρασε τα σύνορα και μπήκε στην Ρουάντα
μαζί με τέσσερις χιλιάδες τούτσι που είχαν λιποτακτήσει από τον στρατό του
Μουσεβένι κι' είχαν λεηλατήσει τις αποθήκες με τον βαρύ του οπλισμό. Λιποταξίες,
λεηλασίες, ως εκ θαύματος όλα έγιναν χωρίς να ανοίξει ρουθούνι. Οι αντίπαλοι
του FPR κατήγγειλαν την εισβολή ως μασκαράτα του Μουσεβένι βέβαια, αλλά φωνή
βοώντος, εκείνες τις μέρες ο κόσμος ήταν απασχολημένος με την επανένωση της
Γερμανίας, προγραμματισμένης για τις τρεις του μηνός.
Τον ίδιο καιρό, ο Πωλ
Καγκάμε ήταν χιλιάδες μίλια μακριά. Μετεκπαιδευόταν μαζί με άλλους αξιωματικούς
του ουγκαντέζικου στρατού σε μια σχολή στρατηγικών σπουδών του Πενταγώνου, στο
Φορτ Λέβενγουορθ του Κάνσας. Πολύ αργότερα, από την CIA δήλωσαν πως δεν είχαν
ιδέα για την παρουσία του Πωλ στην Αμερική. Μπορεί κιόλας, τι να πω.
Η Γερμανία επανενώθηκε
σύμφωνα με το πρόγραμμα, στις τρεις Οκτωβρίου. Την ίδια μέρα που σκοτώθηκε ο Φρεντ
Ρουϊγκέμα. Τρεις μέρες πρόλαβε να πατήσει στην πατρίδα του, και μετά πάτησε και
μία νάρκη. Έτσι είπαν από το FPR. Αλλά πιο μετά ξαναείπαν πως τον χτύπησε
ελεύθερος σκοπευτής. Τελικώς επικράτησε μία τρίτη εκδοχή. Την μάθαμε από έναν
αυτόμολο του κινήματος, αρκετά χρόνια πιο ύστερα.
Εκείνη την μέρα ο Φρεντ είχε σύσκεψη με τους
υπαρχηγούς του, τον Πήτερ Μπαϊνγκάνα, τον Κρίς Μπουνιένζι και τον Στέφεν
Ντουγκούτε. Ο Φρεντ ήθελε μία αργή προέλαση, η στρατηγική του θεμελιωνόταν στην
υποστήριξη της μεγάλης αγροτικής μάζας των χούτου, λίγα χρόνια πριν θα την
λέγαμε στρατηγική λαϊκού αγώνα. Έπρεπε λοιπόν να γίνει ιδεολογική δουλειά σε
βάθος, να διαφωτιστούν οι χωρικοί -χούτου στην μεγάλη τους πλειοψηφία- στους
στόχους και στο πρόγραμμα του FPR και να τους υποστηρίξουν. Έτσι έλεγε ο Φρεντ.
Ο Μπαϊνγκάνα και ο
Μπουνιένζι διαφωνούσαν με την ιδεολογική προσέγγιση του λαϊκού ήρωα. Ήθελαν μία
επίθεση - αστραπή στο Κιγκάλι, να αιφνιδιάσουν τον αντίπαλο, και τόσο το
χειρότερο για τους χωριάτες που θα 'βρισκαν στον δρόμο. Ο Ντουγκούτε
παρακολουθούσε. Η συζήτηση άναψε, και ξαφνικά ο Μπαϊνγκάνα έβγαλε το περίστροφο
κι' έπαιξε του Φρεντ στον κρόταφο. Μέσα στην αναμπουμπούλα, ο Ντουγκούτε έφυγε
να προλάβει τα νέα στην Καμπάλα.
Προ του -ούτως ειπείν-
κενού εξουσίας ο από μηχανής Πωλ Καγκάμε γύρισε εσπευσμένως από το Φορτ
Λέβενγουορθ για να αναλάβει τα ηνία του κινήματος. Εδώ που τα λέμε, για το πότε
το έμαθε, το πότε πρόλαβε και γύρισε, και το ποιοί αποφάσισαν πως αυτός θα ήταν
ο νέος ηγέτης κι' όχι κάποιος άλλος, οφείλουμε να έχουμε κάποιες απορίες, τις
οποίες παρακάμπτουμε χάριν της αφηγήσεως. Για νάχει και αγωνία. Πήγε, λένε, να
βρει τον Μπαϊνγκάνα και τον Μπουνιένζι στην ζώνη των επιχειρήσεων, αλλά εδώ
υπήρξε μία εμπλοκή, γιατί αυτοί αρνήθηκαν να του παραδώσουν την ηγεσία, αφού
και ανώτεροί του ήταν, και πολεμική πείρα είχαν απείρως μεγαλύτερη από έναν
ανακριτή αιχμαλώτων που ήταν ο Πωλ. Ο Πήτερ Μπαϊνγκάνα μάλιστα του είπε ευθέως
-του Πωλ δηλαδή- πως ήταν -ο Πωλ δηλαδή- σωματικά και διανοητικά ανεπαρκής για
την δουλειά, και πως αν ο Μουσεβένι επέμενε να διορίσει εκείνος τον αρχηγό του
FPR -διότι ο Πήτερ νόμιζε πως ο Μουσεβένι από μόνος του είχε αποφασίσει να
σπρώξει τον Πωλ Καγκάμε-, μπορούσε να διαλέξει οποιονδήποτε φαντάρο του
ουγκαντέζικου στρατού αντί για τον Πωλ, το ίδιο θάκανε. Ο Πωλ έκανε γαργάρα τις
προσβολές, κι' έφυγε. Επέστρεψε λίγες μέρες μετά με τον ετεροθαλή αδελφό του
Μουσεβένι -τον Σαλίμ Σαλέχ- και μία ντουζίνα τζιπ της προεδρικής φρουράς. Ο
Μπαϊνγκάνα και ο Μπουνιένζι συνελήφθησαν, ανακρίθηκαν ή δικάστηκαν ή κάτι
τέτοιο, και εκτελέστηκαν. Κανένας δεν αντέδρασε μέσα στο FPR, το οποίο
ανακοίνωσε επισήμως πως οι δύο αξιωματικοί έπεσαν ηρωικώς μαχόμενοι στο πεδίο
της τιμής, όπως ακριβώς ο Φρεντ Ρουϊγκέμα.
Χωρίς τον Ρουϊγκέμα, τον
Μπαϊνγκάνα και τον Μπουνιένζι, η εισβολή κατέληξε σ' ένα αιματηρότατο φιάσκο.
Όσοι αντάρτες επέζησαν γύρισαν κακήν κακώς να γλειφτούνε στην Ουγκάντα.
Τώρα που η φυσική
ηγεσία του κινήματος είχε εκλείψει, ο Πωλ Καγκάμε έδρεψε αβρόχοις ποσί την
ηγεσία του FPR .
Με τις πλάτες και τα
όπλα της Ουγκάντας, το FPR ανασυγκροτήθηκε γρήγορα και ξανάρχισε τον πόλεμο.
Έναν πόλεμο χαμηλής έντασης, που λένε οι αναλυτές. Με τον οποίο δεν ασχολήθηκαν
ιδιαίτερα τα διεθνή μέσα.
*****
Στη μέση της δεκαετίας
του ογδόντα, η Ρουάντα περνούσε κρίση. Είχαν πέσει οι τιμές του καφέ, έμεινε
μόνο η διεθνής βοήθεια για σαβούριασμα, και δεν είχε για όλους. Την μερίδα του
λέοντος την καταβρόχθιζαν οι συμπατριώτες του προεδρικού ζεύγους από το Γκισένι.
Κι’ όχι ο ίδιος ο Χαμπιαριμάνα, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανένας άσχετος.
Γιατί στο κέντρο του χαμπιαριμανικού καθεστώτος δεν ήταν ο πρόεδρος
Χαμπιαριμάνα, ήταν η γυναίκα του. Μάλλον για την ακρίβεια, τα αδέλφια της. Και
ο περί αυτών πυρήνας των ακραίων χούτου, γνωστός και ως "η κλίκα της Μαντάμ" ή αλλιώς ως ακαζού, που θα πει σπιτάκι. Το ακαζού ήλεγχε τον στρατό, την
προεδρική φρουρά και την χωροφυλακή, τους νομάρχες και την τοπική αυτοδιοίκηση,
τον μηχανισμό του μοναδικού κόμματος της χώρας, του MRND, τις υπηρεσίες
ασφαλείας και τα οικονομικά πόστα. Το ακαζού ήταν το κράτος, το παρακράτος και
οι ομάδες θανάτου, οι εκτελεστές του καθεστώτος. Το ακαζού ήταν η κομματική
πολιτοφυλακή, οι ιντεραχάμουε. Το ακαζού ήταν συγχρόνως και η εκ
δεξιών προβοκατόρικη αντιπολίτευση στον Χαμπιαριμάνα. Το ακαζού ήταν μια μαφία που διαχειριζόταν την
διεθνή αναπτυξιακή βοήθεια, έπαιρνε μίζες από παντού, έκανε λαθρεμπόριο αγρίων
ζώων, και δολοφονούσε όποιον της κόλλαγε, όπως την Νταιάν Φόσσεϊ, την ζωολόγο
που προστάτευε τον ορεινό γορίλλα του Ρουενγκέρι, και που στο σινεμά την
παρίστανε η Σιγκούρνι Γουήβερ.
Ύστερα από τους
συμπατριώτες του Γκισένι, σερβίρονταν οι υπόλοιποι χούτου του βορρά, από το
Ρουενγκέρι. Για όλους τους άλλους, τους χούτου του κέντρου και του νότου,
κόκαλα. Και οι δυσαρεστημένοι αυξάνονταν. Και το καθεστώς κλυδωνιζόταν. Και
αυτό ανησυχούσε τον επιστήθιο φίλο και παραστάτη της οικογένειας Χαμπιαριμάνα,
τον Φρανσουά Μιτεράν, για λόγους που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε. Ο
οποίος Φρανσουά Μιτεράν πίεζε τον πρόεδρο Χαμπιαριμάνα να σταθεροποιήσει το
καθεστώς δια της αναδιανομής της πίττας στην εντόπια πολιτική σκηνή.
Έτσι, τον Ιούλιο του
1990, λίγο πριν αρχίσει η εισβολή του FPR, ο πρόεδρος της Ρουάντας Ζουβενάλ
Χαμπιαριμάνα ανακοίνωσε την μετά βαΐων και κλάδων έλευση του πολυκομματισμού
στην χώρα. Στο εφεξής, το κόμμα του προέδρου Χαμπιαριμάνα, το κόμμα που είχε
κυβερνήσει χωρίς ανταγωνιστές επί μιαν εικοσαετία, το Επαναστατικό Εθνικό
Κίνημα για την Ανάπτυξη (MRND), το κόμμα των χούτου του βορρά, των αυθεντικών
χούτου δηλαδή, έπρεπε, προκειμένου να επιβιώσει, να μοιραστεί την εξουσία και
τις χάρες της με τους όχι και τόσο αυθεντικούς χούτου του νότου, κι΄ ακόμα
χειρότερα, με τους τούτσι. Το οποίον MRND προσέθεσε άλλο ένα D στα αρχικά του
και έγινε MRND(D), ήγουν Επαναστατικό Εθνικό Κίνημα για την Ανάπτυξη και την
Δημοκρατία. Αλλά δεν ξεμπέρδεψε.
Πριν περάσει ένας
χρόνος, μια πλειάδα κομμάτων εμφανίστηκε στο πολιτικό στερέωμα. Το Σοσιαλδημοκρατικό
Κόμμα (PSD) μάζεψε στις τάξεις του, ανεξαρτήτως εθνίας, τους μετριοπαθείς και τους
μορφωμένους, τους δασκάλους, τους υπαλλήλους και τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Το Φιλελεύθερο Κόμμα (PL) με τον δυσώδη πρόεδρο, εξέφραζε τις απόψεις κάποιων
επιχειρηματικών κύκλων, αν και -λόγω του ότι το χρήμα δεν ξέρει χούτου και
τούτσι- η πελατεία του περιλάμβανε αρκετά μέλη μικτών οικογενειών, τους
λεγόμενους χούτσι. Στους αντίποδες, η
Συμμαχία για την Άμυνα της Δημοκρατίας (CDR) προπαγάνδιζε απροκάλυπτα την
ρατσιστική της ιδεολογία. Οι αρχηγοί του κόμματος ήταν εξτρεμιστές χούτου με
στενές διασυνδέσεις στον στρατό, την κρατική μηχανή και το στενό περιβάλλον της
συζύγου του προέδρου. Κοντολογής, το CDR ήταν η πιο ακραία έκφραση του
καθεστώτος, το μικρό αδίσταχτο αδερφάκι του MRND(D), τα παιδιά για τις βρώμικες δουλειές.
Μεταξύ των νεοπαγών
ετούτων κομμάτων και μακράν το πολιτικώς δεσπόζον, το κόμμα της αξιωματικής
αντιπολίτευσης δηλαδή, ήταν το Δημοκρατικό Ρεπουμπλικανικό Κίνημα, το MDR.
Συγκέντρωνε πίσω του την μεγάλη μάζα των χούτου της κεντρικής και νότιας
Ρουάντας. Το MDR ήταν ο μέγας εσωτερικός αντίπαλος του προέδρου Χαμπιαριμάνα και
του MRND(D).
Τα στελέχη όλων
ετούτων των κομμάτων δεν διακρίνονταν πάντα για το άσπιλο παρελθόν τους.
Δικαίως ή αδίκως, μέσα σ' ένα κράτος αυθαίρετο και τυρανικό, είχαν βρεθεί όλοι
τους κάποια στιγμή στη στενή. Ο πρόεδρος του MDR, ο Φαουστέν Τουαγκιραμούνγκου,
πρώην διευθυντής μιας κρατικής εταιρίας για την διαχείριση των μεταφορών, είχε
συλληφθεί στο παρελθόν για δωροδοκία, αν και αφέθηκε ελεύθερος μόλις
διευθετήθηκαν κάποιες οικονομικές διαφορές του με ανθρώπους του περιβάλλοντος
του προέδρου. Ο ηγέτης του Φιλελεύθερου Κόμματος Ζυστέν Μουγκένζι, διαβόητος
για την διαφθορά του, είχε δολοφονήσει την γυναίκα του, εν συνεχεία είχε
καταδικαστεί, αλλά αργότερα είχε εκμεταλλευτεί τις καλές του διασυνδέσεις για να τύχει της προεδρικής
χάριτος. Ακόμα και ο Φελισιέν Γκαταμπάζι, ο γενικός γραμματέας των
σοσιαλδημοκρατών, είχε βρεθεί ένα φεγγάρι στην φυλακή. Τον είχαν κατηγορήσει
πως είχε καταχραστεί κονδύλια της αναπτυξιακής βοήθειας. Απελευθερώθηκε κι'
αυτός γρήγορα, μόλις έγιναν οι κατάλληλες διευθετήσεις με τους ιθύνοντες. Στην
Ρουάντα του Χαμπιαριμάνα, ενοχή και αθωότης υπήρχαν μόνον κατά τας βουλάς του
προεδρικού περιβάλλοντος.
Ο πολυκομματισμός και
η δημοκρατία δεν ήταν το ρεμέδιο της κάθε νόσου και μαλακίας του παρελθόντος.
Άσε που συγχρόνως με
τον πολυκομματισμό γινόταν και πόλεμος. Στον πόλεμο, ο πληθυσμός είναι εφοδιασμός,
πληροφορίες και πηγή στρατολόγησης. Ως εκ τούτου, οι σφαγές, η λαφυραγωγία, η
τρομοκρατία και οι βιασμοί δεν είναι παράπλευρες απώλειες, είναι όπλα. Εξυπηρετούν
τους σκοπούς του αγώνα και ψυχαγωγούν το
στράτευμα. Αυτή την αντίληψη του ανορθόδοξου πολέμου την είχαν διατυπώσει με
εξαιρετική διαύγεια οι γάλλοι, ήδη από τον καιρό της Αλγερίας. Έκτοτε, το δόγμα
εφαρμόστηκε σχεδόν σ’ όλες τις συρράξεις του μεταπολεμικού κόσμου. Η Ρουάντα
δεν θα έκανε την εξαίρεση. Και οι δύο πλευρές -πρωτίστως οι κυβερνητικοί σ’
εκείνη τη φάση, αλλά και το FPR
όταν το έκρινε επωφελές- εξόντωναν αμάχους, για διαφορετικούς η καθεμιά
λόγους.
Και δεν πήγαινε καλά,
ο πόλεμος. Ο Μιτεράν έστελνε όλο και περισσότερα όπλα, μα οι χιλιάδες
ανταρτόπληκτοι που έφταναν στις πόλεις διωγμένοι από την αγριότητα του πολέμου,
όξυναν τα άλυτα κοινωνικά προβλήματα της χώρας κι' έκαναν ολοένα και πιο
επιτακτική την ανάγκη για μια ειρηνική επίλυση της κρίσης, που λένε και οι
πολιτικοί. Η αντιπολίτευση -πλην λακεδαιμονίων του CDR- ζητούσε πιεστικά
κυβέρνηση συνασπισμού και έναρξη διαπραγματεύσεων με το FPR. Και με τις πιέσεις
του Μιτεράν, μαζί με πενήντα χιλιάδες κόσμο που κατέβηκε στους δρόμους του
Κιγκάλι στις αρχές του 1992, ο Χαμπιαριμάνα ενέδωσε. Τον Απρίλιο του ίδιου
έτους ορκίστηκε η πρώτη πολυκομματική κυβέρνηση, και τον Ιούλιο έγινε ανακωχή
και άρχισαν οι διαπραγματεύσεις με το FPR στην Αρούσα της Τανζανίας.
Έτσι που είχαν έρθει
τα πράματα, δεν ήξερε από πού να πρωτοφυλαχτεί, ο Χαμπιαριμάνα, με ποιους να
πάει και ποιους ν’ αφήσει. Κινδύνευε στρατιωτικώς από την εισβολή του FPR, που
κατείχε το ένα τέταρτο της χώρας. Κινδύνευε πολιτικώς από την αντιπολίτευση.
Και το χειρότερο, κινδύνευε οικογενειακώς. Γιατί ο πιο μεγάλος κίνδυνος
βρισκόταν μέσα στο σπίτι του. Η κλίκα τη
Μαντάμ θεωρούσε λίγο-πολύ πως ο πρόεδρος τους πούλησε, με τον
εκδημοκρατισμό και τον πολυκομματισμό. Κι’ ούτε να ακούσουν θέλανε περί
επιστροφής των προσφύγων και μοιρασιάς της εξουσίας με το FPR ή με κανέναν
άλλον. Κι’ αν τους γυρεύανε τον λογαριασμό για όσα κάνανε τόσα χρόνια;
Μεθόδευσαν, λοιπόν, σφαγές προκειμένου να τινάξουν τις διαπραγματεύσεις στον
αέρα. Πράγματι, με τις νέες σφαγές των τούτσι το FPR διέκοψε τις
διαπραγματεύσεις και ξανάρχισε τον πόλεμο.
Όπως πάντα συμβαίνει
με τα εντελώς σάπια καθεστώτα, ούτε τις ένοπλες δυνάμεις είχε αφήσει ανέπαφες η
διαφθορά. Απλήρωτοι και πεινασμένοι, οι φαντάροι του ρουαντέζικου στρατού είχαν
καταληστέψει τον πληθυσμό που υπό κανονικές συνθήκες έπρεπε να προστατεύουν.
Πως να πολεμήσουν, δηλαδή; Το 1993 οι αντάρτες έφτασαν τριάντα χιλιόμετρα έξω
από το Κιγκάλι. Τότε ο Μιτεράν μπλέχτηκε εκ του συστάδην στην υπόθεση, έστειλε
την Λεγεώνα των Ξένων και τους πεζοναύτες να σώσει τον φίλο του τον Χαμπιαριμάνα.
Kι' επειδή το FPR δεν ήθελε να εμπλακεί ευθέως με τους γάλλους, έκανε πίσω. Ο
αγών πήγαινε για ισοπαλία. Οι εμπόλεμοι επέστρεψαν εκόντες άκοντες στην τράπεζα
των διαπραγματεύσεων, και υπέγραψαν τελικώς την συνθήκη της Αρούσα, τον
Αύγουστο του 1993. Η συνθήκη προέβλεπε επιστροφή των προσφύγων που είχαν φύγει
από το 1959, μεταβατική κυβέρνηση ευρείας βάσεως με συμμετοχή του MRND(D), του
FPR και των κομμάτων της αντιπολίτευσης, συγχώνευση των αντιπάλων στρατών, και
εκλογές. Το κερασάκι της δημοκρατίας είναι οι εκλογές.
Μερικές φορές ο
πόλεμος είναι προτιμότερος από την ειρήνη, γιατί ο πόλεμος εξασφαλίζει
μεγαλύτερη σταθερότητα. Ξέρεις τι περιμένεις και τι σε περιμένει, στον πόλεμο.
Η Ειρήνη είναι καλό κορίτσι, αλλά απρόβλεπτη. Ετοιμάζονταν όλοι για την
εφαρμογή της συνθήκης, έφτασε στο Κιγκάλι η αντιπροσωπεία του FPR και ένα
σύνταγμα πεζικού να την φυλάει. Οι επίλεκτες γαλλικές δυνάμεις απεχώρησαν,
έμεινε μόνο μια μικρή ομάδα, η τεχνική
βοήθεια, καμιά πενηνταριά άτομα συνολικά, να επιτηρεί και να συμβουλεύει.
Ήρθαν οι κυανόκρανοι να επιβλέψουν, αλλά αυτοί, όπως πάντα, δεν ήταν διαιτητές,
θεατές ήταν. Και μέσα σ’ αυτό το κλίμα της πιο απρόβλεπτης ρευστότητας, η χώρα
έπρεπε ν’ αποφασίσει πως θα μπει το FPR στην κυβέρνηση και πως θα επιστρέψουν
οι πρόσφυγες του πενηνταεννιά. Η χώρα διχάστηκε, με τους σκληροπυρηνικούς να
υπονομεύουν την συνθήκη της Αρούσα και τους μετριοπαθείς να πασκίζουν να την
σώσουν. Ώσπου το πολιτικό στερέωμα σκίστηκε στα δύο. Καθώς υπέρμαχους και πολέμιους
η συνθήκη είχε σ’ όλα σχεδόν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, σχεδόν όλα τους
διχάστηκαν σε δύο θανασίμως αλληλομισούμενες τάσεις. Γλύτωσαν από αυτήν την
άτυπη διάσπαση μόνο οι σοσιαλδημοκράτες, που τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ της
συνθήκης, και το CDR που κήρυττε από ραδιοφωνικού άμβωνος -τον ιδιωτικό σταθμό
του- την τελική λύση κατά των τούτσι και των συνοδοιπόρων τους. Κοντολογής, η
Ρουάντα γλίστραγε κατά διαόλου, στο Κιγκάλι διαδηλωτές συγκρούονταν με αντιδιαδηλωτές
κάθε λίγο και λιγάκι, μετρούσαν νεκρούς στους δρόμους, κι' από πάνω ήταν και οι
δολοφονίες εκ προσωπικοτήτων, που
λένε. Τον Φεβρουάριο του 1994 κάποιοι έστησαν ενέδρα στον Φελισιέν Γκαταμπάζι, τον
πρόεδρο των σοσιαλδημοκρατών, και τον εκτέλεσαν καθώς γυρνούσε με το αυτοκίνητό
του από μία συγκέντρωση. Την επομένη, νεολαίοι του κόμματος του Γκαταμπάζι
έκαναν κομμάτια τον Μαρτέν Μπουσιάνγκα, τον πρόεδρο του CDR. Εκ πρώτης όψεως, οι
δολοφονίες έμοιαζαν με ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ άσπονδων πολιτικών
αντιπάλων, αν και μία υστερότερη μαρτυρία -του ίδιου αποστάτη του FPR, που
λέγαμε πριν- βεβαιώνει πως πράκτορες του Μετώπου είχαν διεισδύσει στα κόμματα
της αντιπολίτευσης να σπείρουν παντού το χάος και τον πανικό. Πράγμα που, αν
αληθεύει, σημαίνει πως το FPR είχε κρυφή ατζέντα να καταλάβει την εξουσία δια
της βίας.
Αρχές Απριλίου του
1994 επρόκειτο να γίνει μία σύσκεψη κορυφής στο Νταρ ες Σαλαάμ. Θα συμμετείχαν
ο Γιοουέρι Μουσεβένι της Ουγκάντας, οι πρόεδροι της Τανζανίας και του
Μπουρούντι, και φυσικά ο Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα. Επισήμως, επρόκειτο να
συζητήσουν γενικώς την κατάσταση στην περιοχή. Ανεπισήμως, θα τα σούρνανε του
Χαμπιαριμάνα, που κωλυσιεργούσε με την εφαρμογή της συνθήκης. Και πώς να μην
κωλυσιεργεί, δηλαδή; Όπως ήταν στριμωγμένος, εκτός από το να κερδίζει χρόνο, τι
άλλο να κάνει;
Ο Μομπούτου Σέσε Σέκο,
ο πρόεδρος του Ζαΐρ, τον οποίο κάποιος κάποτε είχε αποκαλέσει λογαριασμό
τραπέζης με σκούφια λεοπάρδαλης, παλιός ευνοούμενος της Δύσης και καλός φίλος
του Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα, ανακοίνωσε την τελευταία στιγμή πως δεν θα
παρευρεθεί.
Είχε ένα προαίσθημα, ο
Μομπούτου Σέσε Σέκο.
Β΄
Για το ποιος κατέρριψε
το αεροπλάνο του Χαμπιαριμάνα, 6 Απριλίου του 1994, στις οχτώ η ώρα το βράδυ,
πάνω από το αεροδρόμιο του Κιγκάλι, καθώς επέστρεφε από το Νταρ ες Σαλαάμ,
κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί με βεβαιότητα.
Οι πύραυλοι ήταν
ρωσικής τεχνολογίας, μάλλον SAM-16, ένα εύχρηστο όπλο που κρύβεται και
μεταφέρεται εύκολα, διότι ζυγίζει δέκα κιλά και έχει μήκος ενάμισι μέτρο.
Τέτοιους πύραυλους είχε η Ουγκάντα, αλλά μπορούσες να τους προμηθευτείς άνετα
σε καμιά τριανταριά άλλες χώρες του κόσμου, χώρια οι μαϊμούδες που κατασκεύαζαν
οι κινέζοι. Το όπλο δεν δείχνει πάντα τον δολοφόνο.
Άλλοι τώρα λέγανε πως δολοφονία
και Γενοκτονία ήταν μέρος ενός και ενιαίου σχεδίου. Σύμφωνα μ' αυτή την εκδοχή,
τον Χαμπιαριμάνα τον σκότωσαν οι δικοί του, κείνο το κρατικοδίαιτο, μαφιόζικο
περιβάλλον, το γνωστό και ως ακαζού ή
"το σόι της Μαντάμ". Ύστερα
πήραν την εξουσία με πραξικόπημα, φόρτωσαν την δολοφονία στο FPR, και με την
δολοφονία για πρόσχημα βάλθηκαν να απαλλαγούν από τους τούτσι ως γένος δια
παντός.
Μια άλλη εκδοχή έλεγε
πως ήταν έργο του Πωλ Καγκάμε: τώρα που οι αλεξιπτωτιστές του Μιτεράν είχαν
αποχωρήσει, θα μπορούσε να κερδίσει τον πόλεμο εύκολα, αρκεί να έβρισκε μια
αφορμή να τον ξαναρχίσει. Δολοφόνησε λοιπόν τον Χαμπιαριμάνα, ώστε οι άλλοι ν΄
αρχίσουν τις σφαγές, οπότε αυτός επενέβη στρατιωτικώς για να τις σταματήσει
δήθεν, αλλά στην πραγματικότητα για να πάρει την εξουσία..
Άλλοι πάλι λέγανε οι
βέλγοι. Άλλοι λέγανε οι γάλλοι. Άλλοι οι ουγκαντέζοι και οι αμερικάνοι. Γιατί όμως οι βέλγοι; Και
προπάντων, γιατί οι γάλλοι ή οι αμερικάνοι; Τι όφελος θα είχαν από την αποτυχία
της ειρηνευτικής διαδικασίας; Οι αναλύσεις θόλωναν σ’ εκείνο το σημείο, τι
κίνητρα δηλαδή είχαν οι γάλλοι ή οι αμερικάνοι;
Σαν να μην έφτανε αυτή
η θολότης των αναλύσεων, στις 7 Απριλίου, την επομένη της κατάρριψης, ο
Φρανσουά ντε Γκροσούβρ, στενός συνεργάτης του προέδρου Μιτεράν και νονός της
νόθας κόρης του Μαζαρίν, γιατρός, αντιστασιακός επί Κατοχής, βιομήχανος, πρώην
στέλεχος της γαλλικής αντικατασκοπίας και παλιότερα υπεύθυνος της Gladio στην
Λυών, αυτοκτόνησε στο προεδρικό μέγαρο των Ηλυσίων.
Τις επόμενες μέρες τρείς
γάλλοι -δύο ειδικοί στις ηλεκτρονικές υποκλοπές, μαζί και η σύζυγος του ενός-
δολοφονήθηκαν από το FPR στο σπίτι τους στο Κιγκάλι. Άγνωστο το γιατί και το
πως βρίσκονταν ακόμα εκεί, ανάμεσα στους άλλους της τεχνικής βοήθειας.
Και στα τέλη του
Ιουνίου, ο Πωλ Μπαρίλ, πρώην αξιωματικός των ειδικών δυνάμεων της Χωροφυλακής,
πρώην στέλεχος του γραφείου του Μιτεράν σε θέματα αντιτρομοκρατίας, νυν
ιδιοκτήτης ιδιωτικής εταιρίας αμυντικών εφαρμογών -γράφε όπλα, μισθοφόροι,
ξέπλυμα- τον οποίο είχε προσλάβει η οικογένεια Χαμπιαριμάνα να εξιχνιάσει την
υπόθεση, βγήκε στην γαλλική τηλεόραση και κατήγγειλε τον Πωλ Καγκάμε ως ηθικό
αυτουργό της δολοφονίας. Αυτός ο Πωλ Μπαρίλ ισχυρίστηκε ακόμη πως κατείχε τα
μαύρα κουτιά του μοιραίου αεροπλάνου τα οποία αποδείκνυαν την ενοχή του Καγκάμε,
και πως ο ντε Γκροσούβρ δολοφονήθηκε
γιατί είχε προειδοποιήσει τον Χαμπιαριμάνα μέσω του Μομπούτου Σέσε Σέκο να μην
κάνει το μοιραίο ταξίδι στο Νταρ ες Σαλαάμ. Αντίθετα, οι αγγλικές μυστικές
υπηρεσίες κατηγόρησαν τον Μπαρίλ πως αυτός όπλισε και εκπαίδευσε τους
εξτρεμιστές χούτου στους πυραύλους που χρησιμοποιήθηκαν για την δολοφονία. Και
το μαύρο κουτί που επέδειξε στην κάμερα ήταν εξάρτημα του αυτόματου πιλότου.
Έτσι αποδείχθηκε.
Το Κιγκάλι κάθε
πρωΐ ξυπνάει βουτηγμένο σε μιαν πυκνή
ομίχλη, ίδια το μαλλί της γριάς. Δεν διακρίνεις τίποτα. Ακούς μόνο, κελαϊδίσματα
πουλιών, και τον αντίλαλό τους στους λόφους.
Τι να λένε;
****
Μετά την κατάρριψη του
αεροπλάνου, η προεδρική φρουρά και η πολιτοφυλακή άρχισαν τις σφαγές. Με τις
σφαγές, το FPR ξανάρχισε τον πόλεμο.
Οι σφαγές απλώθηκαν σ' όλη την χώρα μέχρι να
μπει ο Μάϊος.
Αλλά και η προέλαση
του FPR ήταν επίσης πολύ γρήγορη. Στις
11 Απριλίου, οι αντάρτες έφτασαν στο Κιγκάλι, κι’ άρχισαν οι μάχες μέσα στην
πόλη. Στα τέλη του μηνός ο ΟΗΕ τα μάζεψε και έφυγε. Μείνανε μόνο ένα τάγμα
καναδοί με τον στρατηγό Ρομέο Νταλαίρ, αυτόν που μετά έξι χρόνια είπαν πως
έκανε απόπειρα αυτοκτονίας με αντικαταθλιπτικά και ουίσκι. Επίσης, έμειναν
λίγοι υπάλληλοι του ΟΗΕ και μερικοί στρατιωτικοί παρατηρητές. Ανάμεσά τους ήταν
και ο Μπάγιε Ντιάνε. Αλλά οι περισσότεροι -στρατιωτικό και πολιτικό προσωπικό- έφυγαν, με τις σφαίρες να σφυρίζουνε γύρω, μέσα σε τογιότες με
εγγλέζικο τιμόνι, που τις παρατήσανε μετά, νύχτα στο αεροδρόμιο.
Από τον Απρίλιο μέχρι
τον Ιούνιο του 1994 πέρασαν κακήν κακώς τον Αχέροντα κοντά στο ένα εκατομμύριο
τούτσι, και μαζί και κάθε λογής χούτου της αντιπολίτευσης, γνωστοί για την
ένταξή τους στο ειρηνόφιλο στρατόπεδο. Στο τέλος, ακόμα κι' οι οργανωτές της
Γενοκτονίας είχαν χάσει κάθε έλεγχο, οι δολοφόνοι αλληλοκατηγορούνταν για
συνεργάτες του FPR, ξεπάστρευαν οι μεν τους δε, για τέτοια φρενίτιδα επρόκειτο.
Δεν ήταν μόνο ο ρουαντέζικος στρατός -οι FAR- και η κομματική πολιτοφυλακή του MRND(D) -οι ιντεραχάμουε- που μετείχαν σ' εκείνο το μακάβριο όργιο. Ήταν όλο
μαζί το κράτος, το παρακράτος και οι κομματικοί μηχανισμοί, και οι νομάρχες και
οι κοινοτάρχες και οι υπάλληλοι, και οι διανοούμενοι, οι καθηγητές, οι
δημοσιογράφοι, οι γιατροί και οι παπάδες, κι' οι χειραγωγούμενοι, οι πειθήνιοι
χωριάτες, οι εξαθλιωμένοι παρίες των πόλεων, τα αποβράσματα, οι άνεργοι, οι
μικροαπατεώνες, κι' όσοι είχαν διώξει από τα σπίτια τους τα τέσσερα χρόνια του
πολέμου, ένα ανθρώπινο αμάλγαμα σε διονυσιασμό, καταργημένα υπερεγώ με το
ελεύθερο των αρχών, την μαριχουάνα, το μπανανόκρασο και τις μπύρες, έριχναν τις
χειροβομβίδες από τα παράθυρα, εκεί που στριμώχνονταν τα θύματα κατά
εκατοντάδες να σωθούν, κι' έμπαιναν μετά με τις μασέτες να αποτελειώσουν
ανθρώπους με ανοιγμένα κρανία, κομμένα πόδια και χυμένα άντερα. Κι' όπως οι
μισές οικογένειες στην Ρουάντα είναι ανάκατοι χούτου και τούτσι με τον ένα ή
τον άλλο τρόπο, άλλοι σκότωσαν την
γυναίκα τους, κι ' άλλοι σκότωσαν κάποιον άλλον για να εξαγοράσουν τη γυναίκα
τους, κι΄ άλλοι σκότωσαν τα παιδιά τους, κι' άλλοι τα ξαδέρφια τους ή τα
πεθερικά τους. Κι' άλλοι σκότωσαν τους άλλους που αρνιόνταν να σκοτώσουν τους τούτσι,
κι’ άλλοι απλώς έκλεβαν αγελάδες και κατσίκες και παπλώματα, κι’ άλλοι έκρυβαν
τους τούτσι σε σκουπιδότοπους, τις νύχτες τους πήγαιναν μπανάνες και νερό, κι’
άλλοι τους έκρυβαν στα πατάρια των σπιτιών τους, κι' άλλοι εκεί που πρώτα τους
έκρυβαν μετά φοβήθηκαν και τους καταδώσανε, κι' άλλοι έδωσαν τους γειτόνους
τους κι' έκρυβαν τους συγγενείς τους, κι' άλλοι έσωσαν όσους είχαν να
πληρώσουν, κι' άλλοι βίαζαν τα κορίτσια πριν τους ανοίξουν την κοιλιά, κι' ήταν
μαζί και οι θορυβοποιοί, και οι παρατρεχάμενοι, και οι άβουλοι, και οι θεατές,
και τα γυναικόπαιδα, κι' αυτοί που δεν έφταιγαν σε τίποτα απολύτως, αλλά απλώς
επειδή ήταν χούτου έτρεμαν το FPR, γιατί το FPR προήλαυνε συγχρόνως με τις
σφαγές, και το προελαύνον FPR επιδιδόταν σε συστηματική εθνοκάθαρση. Αυτά τα
αποκάλυψε μια μυστική έκθεση της Αρμοστείας για τους Πρόσφυγες που την θάψανε
νύκτωρ διότι ο ΟΗΕ τάχε κάνει σκατά, και τώρα που είχε βρεθεί το FPR να
αναλάβει το ξασκάτισμα, ή έτσι φαινόταν τουλάχιστον στα τηλεοπτικά μάτια της
υφηλίου, κανείς δεν έπαιρνε την ευθύνη να το κατηγορήσει για εγκλήματα πολέμου.
Το FPR, λοιπόν, ξεπάστρεψε μεταξύ εικοσιπέντε και σαρανταπέντε χιλιάδες άμαχους
εκείνους τους μήνες. Και βεβαίως όλο αυτό το μακελειό δεν ήταν η αυθόρμητη
αντίδραση νεαρών φαντάρων, που έλεγε ο Πωλ Καγκάμε στα μέσα. Η εθνοκάθαρση ήταν
σκόπιμη και σχεδιασμένη. Το FPR έσπερνε τον πανικό στους χούτου, και τους χούτου
ο πανικός τους σκούπισε επίτηδες σαν η σκούπα τα βρομόνερα, και κείνο το ποτάμι
του πανικού κύλαγε στο Ζαΐρ. Το FPR ετοιμάστηκε να τους κυνηγήσει κι' εκεί, να
τους στείλει στον αγύριστο, αφού το FPR είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και το Ζαΐρ ήταν ένα σκορποχώρι μεγάλο όσο
η Ευρώπη, το ξέφραγο αμπέλι του Μομπούτου Σέσε Σέκο, μπάτε σκύλοι αλέστε κι’
αλεστικά μη δώστε.
Όμως πρόφτασαν οι
γάλλοι. Ξαναπήγαν αρχές Ιουνίου του 1994 στο ανατολικό Ζαΐρ, και από κει
πέρασαν στη Ρουάντα. Με τεθωρακισμένα και ελικόπτερα και μαχητικά και εντολή
του Συμβουλίου Ασφαλείας, εκεί όπου τελικώς πήραν μιαν απόφαση, είχαν αλλάξει
οι συσχετισμοί. Και τους γλύτωσαν, αθώους κι' ένοχους συλλήβδην, όπως κι’ αν
μπορούσε να οριστεί εκείνη η ενοχή και η αθωότητα για την καθεμιά ανθρώπινη
μονάδα ξεχωριστά, την χαμένη μέσα στην πελώρια και συγχυσμένη μάζα των φυγάδων.
Οι γάλλοι απεχώρησαν μετά έναν μήνα,
μόλις έληξε η εντολή τους. Ωστόσο, οι FAR και οι ιντεραχάμουε ήταν ανακατεμένοι
με τους πρόσφυγες, και τους πρόσφυγες τους προστάτευε ο ΟΗΕ. Κι΄ ο ΟΗΕ ούτε τα
τρόφιμα δεν μπορούσε να μοιράσει στους πρόσφυγες χωρίς την διοικητική δομή
-νομάρχες, κοινοτάρχες, κομματάρχες κλπ- του εξόριστου πλέον καθεστώτος
Χαμπιαριμάνα, όχι να πιάσει τους δολοφόνους. Υπό διεθνή κάλυψη, λοιπόν, οι
πρώην καθεστωτικοί έμπαιναν μέσα στη Ρουάντα, σκότωναν, σκόρπαγαν νάρκες και
γύριζαν στους καταυλισμούς. Το FPR, φοβούμενο την διεθνή κατακραυγή ή μια νέα
γαλλική επέμβαση, δεν επιχείρησε να περάσει την ρουαντοζαϊρινή μεθόριο.
Απάντησε όμως στην δική του πλευρά των συνόρων με μαζικά αντίποινα. Ολόκληρα
χωριά ξεκλήρισε για να εξασφαλίσει τα νώτα του και μην βρίσκουν έρεισμα οι
επιδρομείς από το Ζαΐρ. Δύο χρόνια μετά, οργάνωσε και υποχρεωτικές μετακινήσεις
πληθυσμού. Μάζευαν τους χωριάτες από τις φυτείες και τις πλαγιές τους σε
χωριά-καταυλισμούς που ήλεγχε ο στρατός, να αποκόψουν τους αντάρτες. Αυτή ήταν
η Εθνική Οικιστική Πολιτική του Πωλ
Καγκάμε από το 1997 και μετά.
****
Πήγα στην Ρουάντα τον Φεβρουάριο του 1995,
όταν είχε ήδη επιστρέψει εκεί ο ΟΗΕ. Αυτή είναι η ταυτότητά μου, παρατηρητής με
την αποστολή της Αρμοστείας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, έχει την φωτογραφία
μου επάνω, είμαι χαμογελαστός κι' αξύριστος, φοράω ένα μπλουζάκι με τον Φίντο
Ντίντο, πολύ αντισυμβατικό καρτούν και διαφημιστικό της Σέβεν Απ, τότε στα μέσα
της δεκαετίας.
Η νέα Ρουάντα
διαφήμιζε την νέα της κυβέρνηση, εκείνες τις μέρες. Εκλεγμένη δεν ήτανε, αλλά
έδειχνε αντιπροσωπευτική. Ο πρόεδρος Παστέρ Μπιζιμούνγκου, ο πρωθυπουργός
Φαουστέν Τουαγκιραμούνγκου, ο υπουργός εσωτερικών Σεθ Σεντασόνγκα και οι
περισσότεροι του υπουργικού συμβουλίου ήταν χούτου. Ο Μπιζιμούνγκου και ο
Σεντασόνγκα ήταν μάλιστα υψηλόβαθμα
-πλην διακοσμητικά, είπαμε- στελέχη του FPR από το 1990. Οι υπόλοιποι
προέρχονταν από τις πολιτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης που δεν είχαν
αναμιχθεί στην Γενοκτονία. Σ' εκείνη την κυβέρνηση, ο Πωλ Καγκάμε κρατούσε
χαμηλό προφίλ, ήταν αντιπρόεδρος και υπουργός αμύνης. Πρόεδρος έγινε πολύ
αργότερα, το 2000 συγκεκριμένα, τότε που έχωσε τον Μπιζιμούνγκου στη φυλακή.
Για υποκίνηση εθνοτικού μίσους ήταν η
κατηγορία.
Τοποθετήθηκα σε μικρή
πόλη στα νότια, το Μπουτάρε, πρωτεύουσα του νομού που φέρει το ίδιο όνομα, με
όμορφα χαραγμένους και πλατείς χωμάτινους δρόμους, χαμηλά τούβλινα σπίτια, και κήπους κρυμμένους
από ψηλούς, καταπράσινους φράχτες. Κι' όπου να δει το μάτι δεντροστοιχίες με
ευκάλυπτους, ένα déjà vu των παιδικών μου χρόνων. Αν και τώρα που κοιτάω το
Μπουτάρε σε φωτογραφίες, διαπιστώνω πως δεν έχει και τόσους ευκάλυπτους. Γιατί
μου έκανε τότε τόση εντύπωση; Γιατί λαχταρούσα με τόση νοσταλγία τα πρώτα μου
χρόνια, σε σημείο να μεταμορφώνω την Ρουάντα στο χαλανδρέικο τοπίο της παιδικής
μου ηλικίας; Ποτέ δεν θα καταλάβω εντελώς. Μπορεί όλη μας την ζωή να θέλουμε να
επιστρέψουμε εκεί πίσω. Μπορεί το νόημα της ζωής μας να είναι αυτό.
Η ομάδα της Αρμοστείας
είχε καμιά δεκαριά παρατηρητές για όλο τον νομό, στο σύνολο. Κάθε πρωί
χωριζόμασταν και γυρίζαμε από κοινότητα σε κοινότητα. Ερευνούσαμε καταγγελίες
για εξαφανίσεις και δολοφονίες. Και για τις συλλήψεις. Χιλιάδες συλλήψεις για
συμμετοχή στην Γενοκτονία. Κάθε κοινότητα είχε από ένα κρατητήριο. Συχνά τα κρατητήρια
ήταν πρώην κοινοτικές αποθήκες, χωρίς παράθυρα. Έτσι, οι κρατούμενοι έβλεπαν
φως μόνο αν άνοιγε η πόρτα. Αλλού τριάντα, αλλού πενήντα, αλλού διακόσιοι, οι υπόδικοι
για συμμετοχή στις σφαγές πέθαιναν από τα βασανιστήρια, την δυσεντερία, την
πείνα και το σκοτάδι. Στην πραγματικότητα -φταίγαν δε φταίγαν, αδιάφορο- ήταν
κιόλας πεθαμένοι. Δεν είχαν χώρο να ξαπλώσουν, δεν είχαν αέρα να αναπνεύσουν,
έχεζαν και κατούραγαν σ' έναν κουβά, έπιναν νερό από έναν άλλο, η πόρτα άνοιγε
μόνο μια φορά τη μέρα, άδειαζαν τον ένα κουβά, γέμιζαν τον άλλο κάτω από την
κάνη του καλάζνικοφ και τη χλεύη του φρουρού, γύριζαν μέσα, κι’ η πόρτα έκλεινε
ξανά. Στο απόλυτο σκοτάδι.
Εμένα, δουλειά μου
ήταν να επισκέπτομαι αυτά τα κρατητήρια. Άνθρωπος δεν άντεχε πάνω από δύο-τρία
λεπτά εκεί μέσα από την μπόχα και την φρίκη. Από την θέα μισότρελων και
ετοιμοθανάτων. Μόλις συνήθιζαν τα μάτια σου στο σκοτάδι δηλαδή, μόλις άφηνες
έξω από την κόλαση το τροπικό φως.
Πρέπει ακόμη να
προσθέσω πως οι ψευδείς καταγγελίες είχαν γίνει το εθνικό σπορ της Ρουάντας.
Δύο μάρτυρες ήταν αρκετοί για να βρεθεί κάποιος στην φυλακή και να του πάρουν
οι μάρτυρες τις μπανανιές και τα ζώα. Μερικές μάλιστα φορές είχε συμβεί και
τους μάρτυρες να τους καταδώσουν ύστερα κάποιοι άλλοι μάρτυρες, κι΄ όλοι μαζί
οι μάρτυρες να βρεθούν στο ίδιο μέρος προς τέρψιν των φυλάκων. Οι καυγάδες ήταν
συχνοί, στην φυλακή. "Δεν φταίμε σε τίποτα", μου έλεγαν οι υπεύθυνοι
με ύφος παναγιώτατο, "μόνοι τους σακατεύονται στο ξύλο." Σκάγανε μετά
στα γέλια, "τι θέλετε να κάνουμε εμείς;" μου λέγανε.
Η Μεγάλη Εβδομάδα του
1995 με βρήκε λοιπόν στο Μπουτάρε, κι απ’ το Μπουτάρε το Κιμπέχο απέχει κάπου
είκοσι χιλιόμετρα. Εκεί, στο Κιμπέχο, είχαν μαζευτεί κάπου εκατό χιλιάδες
χούτου της περιοχής που δεν πρόλαβαν να περάσουν στο Ζαΐρ την προηγούμενη
χρονιά. Ο Καγκάμε ισχυριζόταν πως στον καταυλισμό ήταν κρυμμένα όπλα. Την
Μεγάλη Τρίτη λοιπόν, 18 Απριλίου, έστειλε στρατό να τα ξετρυπώσει. Κύκλωσε ο
στρατός τον καταυλισμό, μερικοί πρόσφυγες έριξαν φαίνεται πέτρες στους
φαντάρους, οι φαντάροι πυροβόλησαν στο πλήθος, το πλήθος πανικοβλήθηκε, και
μέσα στην σύγχιση καμιά δεκαριά άνθρωποι, παιδιά κυρίως, τσαλαπατήθηκαν από τον
όχλο μέχρι θανάτου. Ο Σεθ Σεντασόνγκα, ο υπουργός εσωτερικών, έτρεξε στο
Κιμπέχο να προλάβει τα χειρότερα. Ύστερα, μαζί με τον Μπιζιμούνγκου, τον
πρόεδρο, κατάφεραν να πείσουν τον ΟΗΕ να οργανώσει την εκκένωση του στρατοπέδου
από τους άμαχους, ώστε να μείνουν εκεί μόνο οι ένοπλοι -που ήταν και οι κατά
τεκμήριον υπαίτιοι της Γενοκτονίας. Ο Πωλ Καγκάμε δεν μπορούσε να φέρει
αντιρρήσεις, κι’ έτσι από την Πέμπτη και μετά άρχισε η επιστροφή των προσφύγων
στα σπίτια τους. Άλλοι με τα πόδια, άλλοι με τα καμιόνια των κυανοκράνων, κι'
άλλοι με κάτι λεωφορεία της Αρμοστείας για τους πρόσφυγες -κάτι αστικά
λεωφορεία με πόρτες ακορντεόν, μια παράταιρη εικόνα στους λασπωμένους
χωματόδρομους του Μπουτάρε- όλοι εκείνοι οι τρόφιμοι του καταυλισμού γυρνούσαν
στα μέρη που είχαν αφήσει ένα χρόνο πριν. Με την άφιξη, οι τοπικές αρχές έκαναν
ένα πρόχειρο ξεσκαρτάρισμα. Όσοι θεωρούνταν ύποπτοι ή επικίνδυνοι, έπαιρναν την άγουσα για το
κρατητήριο. Σε λίγες μέρες δεν είχαν πια που να τους βάλουν. Στο κρατητήριο της
Ρουσατίρα ήταν τόσο πατικωμένοι που μια νύχτα πέθαναν τριάντα εκεί μέσα από
ασφυξία.
Τις επόμενες μέρες το
FPR απαγόρευσε τον ανεφοδιασμό του καταυλισμού σε νερό, κι έσφιξε τον κλοιό
ακόμα περισσότερο. Ήθελαν να διαλύσουν το Κιμπέχο για λόγους ασφαλείας, έτσι
ισχυρίστηκαν. Άλλοι βέβαια είπαν πως δεν ήθελαν απλώς να στείλουν τους
πρόσφυγες στα χωριά τους, και πως εξ αρχής στόχο είχαν το μακελειό. Τελικώς οι
πρόσφυγες -για την ακρίβεια οι εσωτερικώς εκτοπισθέντες, όπως ορίζονται κατά το
διεθνές δίκαιο- στριμώχτηκαν στην κορφή ενός λόφου πατείς με πατώ σε, τα κάνανε
εκεί που κάθονταν, η βρώμα ήταν αφόρητη. Ήταν κι’ ένα τάγμα κυανόκρανοι από την
Ζάμπια εκεί, κι' ένας λόχος αυστραλοί του υγειονομικού, και δημοσιογράφοι
επίσης, τα είδαν όλα, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα.
Το Μεγάλο Σάββατο
λοιπόν, 22 Απριλίου του 1995, ήμουνα μαζί με έναν ισπανό, τον Αλφόνσο, λίγα
χιλιόμετρα μακριά από το στρατόπεδο, στην καθημερινή περιπολία. Έβρεχε
καταρρακτωδώς εκείνο το πρωί, με βροντές και αστραπές. Ο ραδιοασύρματος είχε
πιάσει φωτιά. Τα καμιόνια του ΟΗΕ πηγαινοέρχονταν, οι στρατιωτικοί παρατηρητές
πηγαινοέρχονταν, εμείς πηγαινοερχόμασταν, κι' όλοι μιλούσαμε με όλους στην ίδια
συχνότητα. Ήταν μέσα από κείνο τον σαματά, γύρω στις δέκα το πρωί, που ακούσαμε
τα νέα από το Κιμπέχο. Το FPR είχε χτυπήσει εκείνο το στοιβαγμένο πλήθος στο
ψαχνό, το πλήθος όρμησε να σπάσει τον κλοιό, κι' έπεσε πάνω στα αγκαθωτά
συρματοπλέγματα. Υπήρχαν τουλάχιστο εκατό νεκροί μπροστά σε κάποια πύλη.
Οδηγούσα αργά μέσα στην λάσπη με τα αυτιά καθηλωμένα σε μια φωνή που ερχόταν από
δέκα χιλιόμετρα μακριά. Σε λίγο οι νεκροί έγιναν διακόσιοι. Δεν βγάζαμε μιλιά.
Μόνο ο ραδιοασύρματος ακουγόταν, κοφτές πληροφορίες, παραμορφωμένες φωνές των VHF, πότε ένα καμιόνι
πρόσφυγες που ντεραπάρησε, πότε ένα άλλο που έφτασε στο τάδε μέρος, οι βροντές
και οι χοντρές σταγόνες της τροπικής μπόρας στην λαμαρίνα της τογιότα. Ύστερα,
πάλι η φωνή από το Κιμπέχο.
Το μεσημέρι έγινε ένα
διάλειμμα. Η βροχή είχε σταματήσει, στεγνώναμε στην λιακάδα κοιτώντας τους
τελευταίους τυχερούς που πρόλαβαν να φύγουν από τον καταυλισμό να φτάνουν στο
κοινοτικό κατάστημα της Μαράμπα. Γιατί λίγο αργότερα το πανηγύρι ξανάρχισε. Όχι
της βροχής. Ακούγαμε τον ραδιοασύρματο. Το FPR μπήκε στο νοσοκομείο και σκότωσε
όλους όσους βρήκε εκεί. Το FPR χτύπησε τον όχλο με ρουκέτες, όλμους και
πολυβόλα. Αργά το απόγευμα, ο ραδιοασύρματος έκανε τον απολογισμό της μέρας. Μέσα
απ' τα παράσιτα μια φωνή από το Μπουτάρε -ένας καναδός, ο συντονιστής της
ομάδας μου- ζητούσε επιβεβαίωση: "Four thousand, no hundred". Και η άλλη από το Κιμπέχο
-ένας έλληνας που ήξερα- απάντησε: "Affirmative. Four thousand dead".
Την επομένη, Κυριακή
του Πάσχα, βγήκα μόνος μου. Αυτό ήταν αντίθετο με τον κανονισμό για λόγους
ασφαλείας, αλλά δεν ήμασταν αρκετοί να καλύψουμε όλα τα χωριά. Όλη μέρα μοίραζα
παξιμάδια και μάζευα τραυματίες και άρρωστους που έφταναν χιλιάδες από τους
χωματόδρομους του Κιγκέμπε, τους πήγαινα σηκωτούς στον γιατρό ενός
σενεγαλέζικου φυλάκιου που ήταν κοντά, ένα παλιό κοινοτικό κτίσμα θαμμένο πίσω
από σακιά με άμμο και συρματοπλέγματα. Ανάμεσά τους θυμάμαι και μία γυναίκα,
έκλαιγε, κάτι έλεγε, δεν καταλάβαινα λέξη ρουαντέζικα εγώ, είχε ένα νεκρό μωρό
στην αγκαλιά, το μωρό είχε τσαλαπατηθεί στο Κιμπέχο πάνω στον πανικό, αυτό όμως
μου το εξήγησε κάποιος στα γαλλικά, ένας κοινοτικός σύμβουλος νομίζω, όμως
έλεγε όχι στο Κιμπέχο, μέσα στο καμιόνι πέθανε το μωρό, στο στριμωξίδι, αλλά δεν
τον πίστεψα βέβαια, δεν ήταν εφικτό κάτι τέτοιο, ήθελε να κρύψει τι είχε γίνει
στο Κιμπέχο, ο σύμβουλος, κι’ εκεινής την φωνή την ακατανόητη μες τους λυγμούς θυμάμαι αποσβολωμένος έκτοτε,
πρώτη φορά εγώ τουρίστας στην Αφρική, εκτεθειμένος στην ελονοσία και στον
κίνδυνο και στον πανικό. Μια ένοπλη συμμορία γυρνούσε εκεί κοντά και σκότωνε πρόσφυγες που
επέστρεφαν στα μέρη του Κιγκέμπε, να προσέχω, έτσι με ειδοποίησε ο
ραδιοασύρματος λίγο πριν χάσω την επαφή, και χωρίς γλώσσα δική μου σε κείνα τα μέρη. Μόνος μου...
Είχε νυχτώσει όταν ξεκίνησα
να γυρίσω στο Μπουτάρε. Νυχτώνει απότομα στον Ισημερινό, πήρα πάλι τους
χωματόδρομους, η επαφή στον ραδιοασύρματο πάντα χαμένη, οι συνάδελφοι θα μ’ έψαχναν,
τα δελτία ειδήσεων όλου του κόσμου είχαν πρώτη είδηση την σφαγή στο Κιμπέχο
εκείνο το βράδυ, κι' εγώ τραγουδούσα στον δρόμο, "στην αγκαλιά μου απόψε σαν άστρο κοιμήσου, τώρα στον κόσμο δεν
μένει ελπίδα καμιά", ξαφνικά ήμουν χωρίς εξήγηση λυτρωμένος στ' απόνερα
μιας φρίκης μου με άγγιζε μόλις περνώντας ξυστά και ξεμάκραινε τώρα μέσα στην
νύχτα, χωρίς να την βλέπω καν, και κανένας δεν ήξερε που ήμουν, πήγαινα λοιπόν πανάλαφρος
κι' εντελώς μόνος κι' ευάλωτος κι’ ευτυχής, κι' από τότε μου έχει μείνει το
κουσούρι να οδηγάω στους χωματόδρομους τις νύχτες, ειδικά πριν το Πάσχα, να
πιάνω τις ερημιές, θέλω να είμαι μόνος μου, να μυρίζει σκοτάδι, χώμα και
ευκάλυπτους, να βαράνε βεγγαλικά στην καρδιά μου, να τραγουδάω έτσι ελεύθερος
με μια ρίγη από φόβο, και βραδυνή ψυχρούλα, και θάνατο. Και -το λέω αυτό με πραγματική ενοχή- ναι, γεμάτος ζωή.
Νόμιζα πως είχα χαθεί.
Αλλά περιέργως ήμουν στον σωστό δρόμο. Εκεί που πήγαινα είδα φώτα από την
απέναντι μεριά του δρόμου. Σταμάτησα. Σταμάτησαν και κείνοι. Δεν ήξερα τι ήταν,
ούτε και τι διαθέσεις είχαν. Ούτε κι’ αυτοί. Δεν είχα ούτε σουγιά Πλησίασα αργά παράθυρο με παράθυρο. Ήταν μια
περίπολος σενεγαλέζοι, τελικώς. Φοβόνταν. Κι’ ας ήταν οπλισμένοι σαν αστακοί.
Δώσαμε τα χέρια με τον επικεφαλής τους, πληροφορήσαμε αλλήλους πως ο δρόμος
μπροστά ήταν ελεύθερος, και φύγαμε στις αντίθετες κατευθύνσεις.
Βρήκα τους υπόλοιπους
της ομάδας στο εστιατόριο του Ιμπίς, το καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης, πάνω
στον κεντρικό δρόμο που ξεκινάει από το Κιγκάλι, περνάει έξω από την Γκιταράμα,
διασχίζει το Μπουτάρε, και φεύγει νότια, προς την Μπουζουμπούρα, στο
Μπουρούντι. Ανησυχούσαν τι είχα γίνει τόσες ώρες.
Είδα πολλά εκείνες τις
μέρες, αλλά να μην επεκταθώ, άλλο είναι το θέμα μου. Άλλωστε, όσο πιο πολλά
βλέπεις τόσο πιο δύσκολα τα περιγράφεις, ο αυτόπτης είναι ο πιο βαρετός
αφηγητής, ο πιο μπερδεμένος επίσης, δεν μπορεί να βάλει τα πράγματα σε μια
σειρά. Ούτε και λογοτεχνικό τάλαντο διαθέτω. Ό,τι γράφω είναι σαν υπηρεσιακή
αναφορά, γεμάτο λεπτομέρειες και χωρίς βασικό άξονα, να πούμε. Παρ' όλα αυτά
συνεχίζω να γράφω, δεν θέλω ό,τι έζησα να πάει χαμένο.
Ποτέ δεν μαθεύτηκε
πόσοι σκοτώθηκαν στο Κιμπέχο και στα γύρω μέρη εκείνες τις μέρες. Ο Πωλ Καγκάμε
δεν ήταν παρών στο Κιμπέχο. Την σφαγή την χρεώθηκε ο τοπικός διοικητής, το
στρατοδικείο του FPR του έριξε αρκετούς μήνες φυλακή, να μάθει. Τελικώς όπλα
δεν βρέθηκαν στον καταυλισμό, κάτι μασέτες και μερικά καλάζνικοφ κι' ο κόσμος
όλος. Το FPR παραδέχτηκε μόνο δυο-τρεις εκατοντάδες νεκρούς, και δήλωσε πως οι
φαντάροι του ήταν σε νόμιμη άμυνα. Τους ρίχναν πέτρες, ίσως.
Για τον Σεθ
Σεντασόνγκα και τους άλλους χούτου της κυβέρνησης, το Κιμπέχο ήταν η Αποκάλυψη.
Δεν χώραγε πια αμφιβολία πως ο Πωλ Καγκάμε τους χρησιμοποιούσε για μόστρα του
καθεστώτος, πως πραγματική εξουσία στην Ρουάντα ήταν ένας στενός κύκλος τούτσι
του FPR, όλοι σχεδόν γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην Ουγκάντα, και πως τα περί
εθνικής συμφιλίωσης και τα τοιαύτα ήταν φούμαρα προοριζόμενα για τους
πάλλευκους χορηγούς της ανθρωπιστικής βοήθειας και τους διεθνείς οργανισμούς. Η
ρήξη μέσα στην κυβέρνηση δεν άργησε να έρθει. Ο Σεντασόνγκα, ο πρωθυπουργός και
κάνα δυο άλλοι της κυβέρνησης απολύθηκαν τον Σεπτέμβρη του 1995. Τον
Σεντασόνγκα τον άφησαν να φύγει από την Ρουάντα, αλλά μερικά χρόνια αργότερα
-το 1998 για την ακρίβεια- δολοφονήθηκε στην Ναϊρόμπι από πράκτορες του FPR.
Ετοιμαζόταν να ιδρύσει νέο κόμμα, είπανε, και με τον Σεντασόνγκα αρχηγό, οι
χούτου θα αποκτούσαν πολιτική εκπροσώπηση απαλλαγμένη από τον λεκέ της
Γενοκτονίας, πράγμα που προβλημάτιζε το Κιγκάλι περισσότερο από τους φυγάδες
στο Ζαΐρ. Κατ’ άλλους, ετοιμαζόταν να καταθέσει στο Διεθνές Δικαστήριο της
Αρούσα εναντίον του Πωλ και των πρώην συντρόφων του για τα εγκλήματα του FPR ή
την κατάρριψη του αεροπλάνου. Η μια εκδοχή δεν αποκλείει, βέβαια, την άλλη.
Παρ' όλα αυτά, το 1995
αρκετοί από εμάς -ανάμεσά τους ο Γκράχαμ Τέρνμπουλ, ο Κεν Κόεν κι’ εγώ-
πιστεύαμε ακόμη πως οι σφαγές κι’ οι δολοφονίες κι’ οι εξαφανίσεις και οι
χιλιάδες συλλήψεις αθώων ήταν κατά ένα τρόπο φυσικό επακόλουθο της Γενοκτονίας,
ένα νοσηρό σύμπτωμα που το κατά βάσιν υγιές FPR προσπαθούσε να ελέγξει. Πίσω
από τα μυωπικά γυαλιά, το απρόσιτο βλέμμα του Πωλ Καγκάμε ενέπνεε το όραμα για
μια καλύτερη Αφρική, για μια Ρουάντα που μελλοντικά θα βάδιζε με σιγουριά στον
δρόμο της προόδου και της ανάπτυξης, ενωμένη και ειρηνική. Όμως να, κάποιοι απομονωμένοι
ρεβανσιστές μέσα στο κίνημα, μαζί και η δίκαιη λαϊκή αγανάκτηση αμαύρωναν την
εικόνα της νέας κυβέρνησης στα διεθνή μίντια και φόρα. Έτσι νομίζαμε.
Σ' αυτή την φωτογραφία
είναι ο Κεν με την υπέροχη πράσινη
αφρικάνικη ενδυμασία που του κάναμε δώρο όταν μας είπε πως θα έφευγε οριστικά
από την Ρουάντα. Ο Κεν είχε κάνει πολλές αποστολές, Σομαλία, μετά εδώ, Αϊτή
μετά, πάλι εδώ ξανά, και τώρα πάλι Αϊτή, είχαν ηρεμίσει τα πράγματα στην Αϊτή,
εδώ χειροτέρευαν, το βλέπαμε. Στην ουσία, τίποτα χρήσιμο δεν μπορούσαμε να
κάνουμε, εδώ. Οπότε ο Κεν θα επέστρεφε να αράξει στην Αϊτή. Τον Ιούνιο του 1995 γύρισα πίσω κι' εγώ.
Τον Μάρτιο του 1996 οι
κυανόκρανοι αποχώρησαν οριστικώς από την Ρουάντα, και έμεινε στην Ρουάντα μόνο το
πολιτικό σκέλος της αποστολής. Τον Νοέμβριο το FPR εισέβαλε στο Ζαΐρ και διέλυσε
τους καταυλισμούς με την ίδια μέθοδο που είχε δοκιμάσει επιτυχώς στο Κιμπέχο.
Οπότε, εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες που γλύτωσαν επέστρεψαν θέλοντας και μη στα χωριά τους.
Ένα χρόνο πιο πριν, ο
Γκράχαμ είχε μετατεθεί στο Τσιανγκούγκου και είχε μερικές σημαντικές επιτυχίες
στο νέο του πόστο. Ανακάλυψε έναν ομαδικό τάφο με κάπου τριάντα πτώματα, και τα
πτώματα ανήκαν στους τρόφιμους του τοπικού κρατητηρίου. Ο Γκράχαμ είχε δέσει
πολύ καλά τις αποδείξεις του, γιατί μέσα από κείνο το κρατητήριο, μόνο οι
άνθρωποι του FPR που το φύλαγαν μπορούσαν να βγάλουν τους κρατούμενους έξω και
να τους καθαρίσουν. Αργότερα, στην Αθήνα, έμαθα πως μετά το γεγονός αυτό είχε αλλάξει πολύ, ο Γκράχαμ, σταμάτησε να τρέφει αυταπάτες για τον Πωλ Καγκάμε και το καθεστώς του. Από
συνήγορος μετετράπη σε δριμύτατο κατήγορό του, κι' έγινε στενός κορσές του FPR
ξετρυπώνοντας πτώματα. Αυτό δεν σχετίζεται αναγκαστικά με τον θάνατό του, αν
και κάτι τέτοιο είναι πολύ-πολύ περισσότερο από πιθανό, σχεδόν βέβαιο, κατά την γνώμη μου. Ο Γκράχαμ σκοτώθηκε
σε ενέδρα, τον Φεβρουάριο του 1997. Τον είχαν καλέσει σε μία εκδήλωση για την
τρίτη επέτειο της Γενοκτονίας, σε κάποιο χωριό, εκεί πέρα στο Τσιανγκούγκου που
είχε μετατεθεί. Πήγαινε παρέα μ’ έναν καμποτζιανό και τρεις ρουαντέζους, τον
οδηγό και δύο διερμηνείς. Οι πάντες ήξεραν από πού θα πέρναγαν. Τους γάζωσαν
μέσα στο αυτοκίνητο, δεν έμεινε κανείς ζωντανός να πει ποιος και γιατί και τι έγινε ακριβώς και μετά βεβαιότητος. Ο
καμποτζιανός βρέθηκε μάλιστα αποκεφαλισμένος.
Μετά από αυτό, όλη η αποστολή
της Αρμοστείας μαζεύτηκε κακήν κακώς στο Κιγκάλι για λόγους ασφαλείας, χάσανε
κάθε επαφή με την αληθινή Ρουάντα. Κι’ έτσι, δεν μάθαμε ποτέ πόσοι ακριβώς πρόσφυγες γύρισαν
από το Ζαΐρ. Ούτε για την τύχη τους μετά την επιστροφή, μάθαμε.
Γ΄
Στα σύνορα της
Ρουάντας με το Ζαΐρ βρίσκεται η λίμνη Κιβού. Πέρα από την λίμνη, στο ανατολικό
Ζαΐρ, είναι μια περιοχή που έχει το όνομα της λίμνης, λέγεται κι’ αυτή Κιβού. Το
Κιβού έχει έκταση λίγο μικρότερη από την Ελλάδα. Εκεί ζουν πολλοί ρουαντόφωνοι.
Είχαν μεταναστεύσει προ αμνημονεύτων χρόνων, πριν την άφιξη των ευρωπαίων, από
τότε που το εν λόγω Κιβού ανήκε στο ανεξάρτητο βασίλειο της Ρουάντας. Στα τέλη
της δεκαετίας του τριάντα, οι βέλγοι είχαν στείλει κι' άλλους ρουαντέζους εκεί,
να δουλέψουν εργάτες. Ύστερα, με τους διωγμούς του Καϊμπάντα, ήρθαν και πολλοί
ακόμη να γλυτώσουν. Έτσι, στην δεκαετία του ενενήντα, επί συνολικού πληθυσμού
τριάμισι εκατομμυρίων της επαρχίας του Βόρειου Κιβού πάνω από το ένα
εκατομμύριο είχαν ρουαντέζικη καταγωγή και γλώσσα. Στην πλειοψηφία τους ήταν
τούτσι. Η συμβίωση με τους ντόπιους νάντε, χούντε και νιάνγκα δεν ήταν πάντα
αρμονική. Η παλαβή τριακονταετία του Μομπούτου είχε φροντίσει να μπολιάσει με
έριδες και ζιζάνια όλο το μέρος.
Στο Νότιο Κιβού πάλι,
σ΄ ένα οροπέδιο τρεις χιλιάδες μέτρα υψόμετρο, ζούσαν από τον 17ο αιώνα οι
μπανιαμουλέγκε, μία συμπαγής μειονότητα αγελαδοτρόφων, ένα παρακλάδι των τούτσι, κάπου εξήντα χιλιάδες ψυχές. Οι
μπανιαμουλέγκε δεν ανακατεύονταν στα πολιτικά. Ώσπου το 1965 έφτασαν εκεί οι
Σίμπα -τα λιοντάρια του νεκρού πια Λουμούμπα- κυνηγημένοι από τους μισθοφόρους
του Ζαν Σραμ, του βέλγου γαιοκτήμονα που έγινε πολέμαρχος. Εξαθλιωμένοι από την
πείνα, οι Σίμπα έπεσαν με τα μούτρα στα κοπάδια των μπανιαμουλέγκε, οπότε οι
μπανιαμουλέγκε πήραν τα όπλα που τους έδωσε ο Μομπούτου και ένωσαν τις δυνάμεις
τους με την κυβέρνηση μέχρι την τελική εξόντωση των ανταρτών. 'Oμως οι Σίμπα
ήταν στην πλειοψηφία τους της φυλής των μπέμπε, και οι μπέμπε ήταν αυτόχθονες
κογκολέζοι, γείτονες των μπανιαμουλέγκε. Από τότε, οι πληγές και οι μνησικακίες
δεν έλεγαν να επουλωθούν.
Το ένα εκατομμύριο
χούτου που έφτασε στο Κιβού τον Ιούνιο του 1994 χτύπησε την περιοχή σαν
σεισμός. Κι’ όλες οι παλιές έχθρες αναβίωσαν. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν σε
τρεις ντουζίνες καταυλισμούς, σ’ ολη την ζαϊρινή όχθη της λίμνης, από την Γκόμα
ως την Ουβίρα, άμα μπεις στον κόπο να δείς έναν χάρτη. Ψάχνοντας για κείνο που
κάποιοι κάποτε το είπαν ζωτικό χώρο,
οι λιμασμένοι νεόφερτοι ξέσπασαν πάνω στους παλιούς κατοίκους της περιοχής. Έκαναν
επιδρομές στα χωριά των ντόπιων, λεηλατούσαν, βίαζαν και σκότωναν. Τα θύματα
βέβαια ήταν κυρίως οι τούτσι, και προπάντων οι μπανιαμουλέγκε με τα ωραία
γελάδια. Δέχθηκαν, λοιπόν, με ευγνωμοσύνη την χείρα βοηθείας που τους έτεινε ο
Πωλ Καγκάμε στέλνοντας τους όπλα και κάμποσους δικούς τους που είχαν υπηρετήσει
στο FPR να βοηθήσουν. Όμως η ρουαντέζικη ανάμειξη στα εσωτερικά του Ζαΐρ τους
κακοφάνηκε των ζαϊρινών ιθυνόντων, οι οποίοι θεώρησαν πως αίτιοι για όλα τα
κακά ήταν οι ξένοι, δηλαδή οι
μπανιαμουλέγκε. Κι’ αφού ήταν ξένοι,
μπορούσαν να τους ξεκάνουν ή τουλάχιστον να τους διώξουν πίσω στη Ρουάντα. Τον
Σεπτέμβρη του 1996 τα λόγια γίνανε έργα. Οπότε η πολιτοφυλακή των
μπανιαμουλέγκε ανταπέδωσε τις φιλοφρονήσεις, η κρίση κλιμακώθηκε, και στο τέλος
το FPR εισέβαλε στο Ζαΐρ να προστατέψει τους απειλούμενους ομοεθνείς.
Βέβαια, η εισβολή δεν
έγινε για την χάρη των μπανιαμουλέγκε, ούτε επειδή οι ιντεραχάμουε απειλούσαν
της σταθερότητα του νέου ρουαντέζικου καθεστώτος. Όπως αποδείχτηκε τα επόμενα
χρόνια, ο Πωλ Καγκάμε και οι δικοί του έριχνε τα μάτια του πολύ πέρα από το
Κιβού, μέχρι την μακρινή Κινσάσα. Και η κατάσταση στο Κιβού ήταν θαύμα
πρόσχημα, πρώτα να μπούνε στο Κιβού, και μετά για να απλώσουν το χέρι τους ως
εκεί.
Επίσης, ο Πωλ δεν ήταν
ο μόνος με προβλήματα στα σύνορά του με το Ζαΐρ. Ούτε ο μόνος που κοίταζε
μακριά.
Ο Μομπούτου είχε
ανοιχτούς λογαριασμούς με την Ανγκόλα, τον πρόεδρο Ντος Σάντος και τους
κομμουνιστές του MPLA, που μετά τον αιματηρότατο εμφύλιο ήταν τώρα στα
πράγματα. Από την δεκαετία του εβδομήντα, ο Μομπούτου υπέθαλπε το αντάρτικο της
UNITA, τον Τζόνας Σαβίμπι δηλαδή, τον οποίο υποστήριζαν οι αμερικάνοι. Όμως μετά
την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, οι αμερικάνοι έμειναν χωρίς σοβαρό ανταγωνιστή
στην Αφρική, κι’ αυτό τους έφερε πιο
κοντά στο MPLA, διότι είτε με τον Ντος Σάντος είτε με τον Σαβίμπι η Ανγκόλα
έχει πετρέλαιο και οι δουλειές είναι δουλειές, οπότε ο Σαβίμπι περίσσευε. Ο Ντος Σάντος λογάριαζε, λοιπόν, να μπει στο
Ζαΐρ και να τελειώνει και με δαύτον και με τον Μομπούτου, τώρα που τους είχε
αφήσει και τους δύο σύξυλους η Μόνη Υπερδύναμη.
Ύστερα, ήταν και ο
Γιοουέρι Μουσεβένι που είχε πρόβλημα με τον Μομπούτου. Και τούτο διότι ο
Μομπούτου άφηνε τον σουδανέζικο στρατό και τους ουγκαντέζους αντικαθεστωτικούς
να επιχειρούν από το ζαϊρινό έδαφος εναντίον της Ουγκάντας, επειδή η Ουγκάντα
υπέθαλπε τους σουδανούς αντικαθεστωτικούς στο νότιο Σουδάν, του οποίου τα
πετρέλαια οι ισλαμισταί του Χαρτούμ τα
είχαν παραχωρήσει στους κινέζους και όχι στους αμερικάνους.
Στο τέλος της λίστας
βρισκόταν και το δίδυμο αδερφάκι της Ρουάντας, το μικρό Μπουρούντι. Ο εμφύλιος κρατούσε
εκεί από το 1993, όταν ο ελεγχόμενος από τους τούτσι στρατός έκανε πραξικόπημα
και σκότωσε τον πρώτο εκλεγμένο πρόεδρο της χώρας, τον χούτου Μελχιόρ
Νταντάγιε. Τότε, οι χούτου ξεσηκώθηκαν και ξέσπασαν στους άμαχους τούτσι, οπότε
ο στρατός ανταπέδωσε με σφαγές επίσης αμάχων χούτου. Σε κείνη την διένεξη, ο
Μομπούτου υποστήριζε τους χούτου, φιλοξενούσε τους πρόσφυγες που κατέφευγαν στο
ζαϊρινό έδαφος και όπλιζε τους αντάρτες.
Τέλος πάντων, οι
πάντες είχαν κάποιο λόγο να ξεφορτωθούν τον Μομπούτου. Μόνο που έπρεπε να βρουν
κάποιον να βάλουν στη θέση του.
****
Πάντως, αν ολόκληρος ο
εικοστός αιώνας στην Αφρική μπορούσε να λάβει ανθρώπινη υπόσταση, θα γινόταν
-με σάρκα και οστά- ο Λωράν Ντεζιρέ Καμπιλά αυτοπροσώπως, ο επονομασθείς
αργότερα Μζέε, δηλαδή ο Σεβάσμιος. Αυτός ο καταστρόγγυλος άνθρωπος γεννήθηκε το
1939 στην Κατάνγκα, στο τότε Βελγικό Κονγκό που έγινε έπειτα Κονγκό, και πιο
έπειτα -επί Μομπούτου- Ζαΐρ, και ανήκε στην φυλή λούμπα. Αν και δεν ήξερε καλή
μπάλα, ήθελε να παίζει κυνηγός για να βάζει γκολ. Σπούδασε πολιτική φιλοσοφία
στο Παρίσι, το Νταρ-ες-Σαλαάμ και την Τασκένδη, αν και για πολλούς αυτό ήταν
εντελώς αδύνατον, αφού τον ίδιο καιρό ήταν σημαίνον στέλεχος της νεολαίας του
Λουμούμπα, με πλούσια δράση στην καταστολή της βελγοκίνητης εξέγερσης του
Τσόμπε. Κατάφερε μετά -όταν σκότωσαν τον Λουμούμπα- να φτιάξει το δικό του
μαρξιστικό-μαοϊστικό κράτος στο ανατολικό Ζαΐρ, στο Κιβού για την ακρίβεια, κι'
έτσι απέκτησε τους τίτλους Καμπιλά-Ιδρυτής, Καμπιλά-Φως, Καμπιλά-Φρουρός, ως
και το επουράνιο Καμπιλά-Δημιουργός, το τελευταίο πιθανώς γιατί υπήρξε αυτοδημιούργητος
και ικανότατος επιχειρηματίας, πρόκοψε στις παράνομες εξαγωγές ελεφαντόδοντου,
δερμάτων λεοπαρδάλεως, ορυκτών και πολύτιμης ξυλείας. Μέχρι και ο Ερνέστο
Γκεβάρα, που τον γνώρισε την δεκαετία του εξήντα, τότε που ο αργεντινός
προσπάθησε να στήσει αντάρτικο στην περιοχή, έγραψε γι' αυτόν πως ήταν πιο πολύ
λαθρέμπορος παρά επαναστάτης. Επί Μομπούτου, ο Καμπιλά εξαφανίστηκε από το
πολιτικό προσκήνιο μαζί με το κράτος του, αν και με τις άλλες του
δραστηριότητες απέκτησε διαμερίσματα στο Παρίσι, βίλες στο Νταρ ες Σαλαάμ και
την Καμπάλα, και πολλά παιδιά με διαφορετικές γυναίκες.
Ο Γιοουέρι Μουσεβένι
γνώριζε τον καταστρόγγυλο άνθρωπο Λωράν Ντεζιρέ Καμπιλά από την Καμπάλα, όπου ο
Λωράν Ντεζιρέ πηγαινοερχόταν για τις επιχειρήσεις του. Αργότερα, τον σύστησε και
στον Πωλ Καγκάμε. Οι δύο πρόεδροι διέκριναν στο πρόσωπο του Μζέε τον ιδανικό
αντικαταστάτη του Μομπούτου για πολλούς λόγους. Πρώτον, ο Μζέε ήταν
τυχοδιώκτης. Δεύτερον, ήταν μεγαλομανής. Τρίτον, ήταν πολιτικά ξοφλημένος, άρα
χειραγωγήσιμος. ΄Η τουλάχιστον έτσι νόμιζαν.
Τον Οκτώβριο του 1996, λίγο πριν ή λίγο μετά
την επέμβαση του FPR στο Νότιο Κιβού, ένα νέο κίνημα είδε το θαμπό τροπικό φως
του Κιβού: η Συμμαχία Δημοκρατικών Δυνάμεων για την Απελευθέρωση του Ζαΐρ, και
για την συντομία AFDL. Πολιτικώς, το AFDL ήταν μια συμμαχία πέντε σφραγίδων, εκ
των οποίων η μία ανήκε στον -ποιόν λες εσύ;-
εκλεκτό των προέδρων Ρουάντας και Ουγκάντας, Λωράν Ντεζιρέ Καμπιλά.
Στρατιωτικώς πάλι, η μόνη αξιόμαχη δύναμη που διέθετε το AFDL ήταν μερικές
εκατοντάδες μαχητές του Αντρέ Κισάσε Νγκάντου, ενός λουμουμπιστή από την
Κατάνγκα, ο οποίος δεν καλόβλεπε βέβαια την ανάμιξη των ρουαντέζων στο Ζαΐρ,
καταλάβαινε όμως πως χωρίς αυτούς ο Μομπούτου δεν έφευγε ούτε με σφαίρες. Που
λέει ο λόγος, γιατί με τις ρουαντέζικες σφαίρες έφυγε τελικώς, για να κάνω κι’
εγώ ένα λογοπαίγνιο. Εν ολίγοις, το AFDL ήταν το φύλλο συκής του FPR, που χάρη
στην αμερικάνικη βοήθεια είχε τώρα εξαίρετο επικοινωνιακό υλικό, περισσότερα
αυτοκίνητα και βαρύ οπλισμό από τα μεταχειρισμένα του πρώην ανατολικού μπλόκ,
και μπορούσε να επέμβει πιο αποτελεσματικά εκτός των συνόρων της Ρουάντας.
Η Επανάστασις, λοιπόν, κατά του Μομπούτου δια την επάνοδο της
Δημοκρατίας στην μαρτυρική γη του Ζαΐρ-πρώην-Βελγικό-Κονγκό άρχισε με τον
βομβαρδισμό των προσφυγικών καταυλισμών του Κιβού από το βαρύ πυροβολικό του
FPR. Οι πρώην FAR και η πολιτοφυλακή αντιστάθηκαν όπως-όπως, κι' ύστερα
υποχώρησαν για να ενώσουν τις δυνάμεις τους με συνονθύλευμα των απλήρωτων
ληστών που ονομαζόταν ζαϊρινός στρατός. Εν
όψει τοιαύτης επιχειρησιακής δυσπραγίας, ο Μομπούτου ζήτησε από τον
Ντομινίκ ντε Βιλπέν -αρχιγραμματέα του προέδρου Σιράκ τον καιρό εκείνο- να του
πέψει μερικούς μισθοφόρους σαν εκείνους που έκαναν θραύση την δεκαετία του
εξήντα, όπως ο διαβόητος ιρλανδός Μάϊκ
"Μαντ Ντογκ" Χόαρ, ο Μπομπ Ντενάρ και άλλοι. Μα το μόνο που βρήκαν
κι' έστειλαν οι γάλλοι -καθόλου φορμαρισμένοι μετά την ρουαντέζικη σπαλιόρα του
1994- ήταν όλοι κι' όλοι δυο εκατοντάδες σερβοβόσνιοι νταήδες, ικανότατοι
βεβαίως για επιχειρήσεις εθνοκάθαρσης στην Σρεμπρένιτσα, οπωσδήποτε όμως ανίκανοι
μέχρι απελπισίας στην μάχη.
Έμειναν μες στη μέση
οι πρόσφυγες, οι χούτου που άφησαν την Ρουάντα το 1994, μια δυσκίνητη σάρκινη
μάζα στο έλεος των οβίδων, κοπάδι που σκόρπισε να σωθεί στη ζούγκλα. Λένε πως
τους εντόπιζαν στην ζούγκλα δύο αμερικάνικα Λόκχηντ που επιχειρούσαν από το
Έντεμπε. Ύστερα, έφταναν ειδικές μονάδες του FPR να τους ξεκάνουν. Με σφυριά,
λέει μία αξιόπιστη πηγή, για περισσότερη διακριτικότητα και οικονομία. Από τους
επιζήσαντες άλλοι πέθαναν από την πείνα και τις αρρώστιες, άλλοι βρέθηκαν στην
κονγκολέζικη ενδοχώρα, κι΄ άλλοι γύρισαν δια της βίας στη Ρουάντα, στις μαζικές
δολοφονίες, τις εξαφανίσεις και την θλιμμένη της ομορφιά. Ο ΟΗΕ έστειλε μια
επιτροπή να ερευνήσει επιτοπίως την κατάσταση, όμως ο Μζέε δεν ενέκρινε την
ιδέα. Πάντως, σύμφωνα με την Ύπατο Αρμοστή για τους Πρόσφυγες Σαγκάτο Ογκάτα,
περίπου τριακόσιες χιλιάδες άμαχοι χούτου ξεπαστρεύτηκαν σ΄ εκείνη την εισβολή,
στα τέλη του 1996.
Η Ουγκάντα, η Ανγκόλα
και το Μπουρούντι εισέβαλαν επίσης στο Ζαΐρ, με τον νέο χρόνο. Εν τω μεταξύ, ο
Καμπιλά εδραίωνε την θέση του στην ηγεσία του AFDL. Εμφανιζόταν ως ο πρόεδρος
του κινήματος, παρά τις διαμαρτυρίες του Κισάσε Νγκάντου. Οι οποίες δεν
διήρκεσαν για πολύ. Λίγο μετά, οι πέντε συνιστώσες του AFDL έγιναν μία, και ο
Κισάσε Νγκάντου δολοφονήθηκε από τους τούτσι που του είχε δώσει το FPR να τον
φυλάνε υποχρεωτικώς αντί για τα δικά του παιδιά. Έτσι ο Μζέε επεβλήθη ως αρχηγός
της Επαναστάσεως και επισήμως.
Η συμμαχία νίκησε
εύκολα τους ξυπόλυτους ζαϊρινούς. Τον Μάϊο του 1997, ο Μζέε μπήκε στην Κινσάσα,
ορκίστηκε Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και ξανάδωσε στη χώρα το παλιό όνομα που
είχε επί Λουμούμπα: Κονγκό. Ή πιο επίσημα, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Η
σύνθεση της νέας κυβέρνησης είχε κάποιο ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ο υπουργός
υγείας, για παράδειγμα, ήταν θαυμαστής του Κιμ Ιλ Σουνγκ, και ο συνάδελφός του o των
εξωτερικών έλεγε πως ήταν ψυχαναλυτής γιατί είχε χρηματίσει σωφέρ του διασήμου
Ζακ Λακάν στο Παρίσι. Ωστόσο, στις επιτελικές θέσεις του κογκολέζικου στρατού
τα πράγματα ήταν πιο σοβαρά. Ο πολύς Τζέιμς Καμπαρέμπε, φερ' ειπείν -ρουαντέζος
τούτσι, πρώην πρόσφυγας στην Ουγκάντα όπως ο Πωλ Καγκάμε, του οποίου υπήρξε
υπασπιστής στον πόλεμο του 1994, επικεφαλής της εισβολής στο πρώην Ζαΐρ νυν Λαϊκή
Δημοκρατία του Κονγκό και οργανωτής της σφαγής των προσφύγων χούτου- έγινε
αρχηγός του επιτελείου και εξ απορρήτων του Λωράν Ντεζιρέ Καμπιλά.
Ο Μομπούτου τόσκασε,
αλλά όχι για πολύ. Πέθανε λίγο αργότερα
στο Μαρόκο.
****
Παρά τον θρίαμβο της Επαναστάσεως, το Κιβού κόχλαζε ακόμη. Οι
ντόπιοι τούτσι είχαν πάρει παντού τ΄ απάνω χέρι ελέω FPR και οι άλλες φυλές
είχαν μπει στο περιθώριο, δεν καταλάβαιναν τι σόι επανάσταση ήταν αυτή με το
FPR στο κεφάλι τους, και δυσανασχετούσαν. Το ίδιο γινόταν και στον καινούργιο
στρατό. Οι μονάδες στις οποίες πλειοψηφούσαν οι κιβουσιάνοι τούτσι και οι
μπανιαμουλέγκε είχαν περάσει στον έλεγχο του πολύ Τζέιμς Καμπαρέμπε. Κι’ όποιος
κάνει κουμάντο στον στρατό, κάνει και στο σκανδαλωδώς πλούσιο υπέδαφος της
χώρας. Αυτά όλα στάθηκαν η αιτία που τον Αύγουστο του 1998, ο Μζέε αποφάσισε
πως καλά ως εδώ, αλλά η προστασία που του παρείχαν οι ρουαντέζοι και
ουγκαντέζοι σύντροφοι ούτε ακίνδυνη ήταν, ούτε επωφελής. Άσε που θα έχανε την
υποστήριξη των εντοπίων, έτσι που πήγαινε η κατάστασις. Τους ευχαρίστησε
λοιπόν, τους ρουαντέζους και ουγκαντέζους συντρόφους, και τους ζήτησε να πάνε
στο καλό μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες.
Όταν ο Τζέιμς
Καμπαρέμπε πήγε να αποχαιρετήσει τον Μζέε, ο επικεφαλής της φρουράς -ο Μζέε είχε
εξασφαλίσει να τον φυλάνε άνθρωποι της εμπιστοσύνης του, όχι όπως ο Νγκάντου-
ζήτησε του Τζέιμς ν' αφήσει το μπιστόλι του έξω από το γραφείο. Ο Τζέιμς
συμμορφώθηκε, αλλά εκεί που έκανε να περάσει μέσα, ο επικεφαλής σκέφτηκε να τον
ψάξει, κι' ευτυχώς γιατί βρήκαν στην αρβύλα του ένα τριανταδυάρι και του το
πήραν επίσης, οπότε κατόπιν τούτου ο Τζέιμς ξανάκανε να μπει, αλλά την
τελευταία στιγμή ο επικεφαλής φώναξε του Τζέιμς να βγάλει το μπερέ του, εις
ένδειξιν σεβασμού στον Μζέε δηλαδή, αλλά ο Τζέιμς δεν ήθελε να το βγάλει, οπότε
ψάξανε και το μπερέ με το ζόρι, και μέσα ήταν ένα μικρούλι μπιστολάκι των
εικοσιδύο. Μετά κι' απ' αυτό ο Τζέιμς μπήκε άοπλος, χαιρέτησε κι' έφυγε για το
Κιγκάλι. Λίγες μέρες αργότερα, μεγάλη εξέγερση των προσκειμένων στον Καμπαρέμπε
μονάδων ξέσπασε στο στράτευμα, το οποίο έγινε από δυο χωριά χωριάτες εν μία
νυκτί, κι' όσοι βρέθηκαν σε λάθος στρατώνα την λάθος στιγμή τους έφαγε το μαύρο
φίδι. Το FPR εισέβαλε στο Κιβού να βοηθήσει και πάλι τους ομοεθνείς
κιβουσιανούς.
Στο σημείο αυτό πρέπει
να κάνω μια παρένθεση για να διευκρινίσω πως για τα εσωτερικά της ηγετικής
ομάδας του FPR γνωρίζουμε λιγότερα απ' ό,τι για τις σχέσεις
Παπαδόπουλου-Ιωαννίδη λίγο πριν το πραξικόπημα στην Κύπρο. Ωστόσο, θεωρείται
βέβαιη η ύπαρξη στους κόλπους της ομάδας δύο φατριών με συμπλέοντα και
συγχρόνως αντικρουόμενα συμφέροντα, ήτοι της των ακραίων του Πωλ Καγκάμε και
της των πάρα πολύ ακραίων του Τζέιμς Καμπαρέμπε. Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις πως
η έξωση του FPR από την Κινσάσα έθεσε επί τάπητος ένα ζήτημα εκτενώς ήδη συζητημένο,
αλλά μέχρι τούδε μόνον υπό την μορφήν υποθέσεως εργασίας, το οποίο θα μπορούσε
να διχάσει μέχρις αλληλοεξοντώσεως τις δύο φατρίες, και επί του οποίου η φατρία
του Τζέιμς Καμπαρέμπε ίσως να είχε την ανεπίσημη πλην σθεναρή υποστήριξη των μυστικών
υπηρεσιών του αμερικανικού στρατού ή έστω κάποιων σημαινόντων στελεχών του. Το
ζήτημα αυτό θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής:
"Αν ο Καμπιλά μας δώσει πόδι, μασάμε ταραμά ή τρώμε τον
Καμπιλά;"
Όταν λοιπόν ο αποπεμφθείς Τζέιμς Καμπαρέμπε
γύρισε στο Κιγκάλι εκτός εαυτού, το ξέκοψε του Πωλ πως αν ήθελε να συνεχίσει να
είναι ο αρχηγός τους -αυτό το είπε με νόημα-, να τον αφήσει -τον Τζέιμς- να το
κανονίσει αυτός το ζήτημα. Εξυπακούεται πως τέτοιες κουβέντες η πειθαρχία του FPR
δεν τις σήκωνε, κανονικά. Εν προκειμένω όμως, οι συσχετισμοί ήταν τέτοιοι, ώστε
αντί να εκτελεστεί επί τόπου, ο Καμπαρέμπε έφυγε για την Γκόμα, όπου επίταξε
τρία ξένα μπόϊνγκ που βρήκε να βόσκουν στο αεροδρόμιο μαζί με τα πληρώματα,
φόρτωσε μια ταξιαρχία του FPR, και απογειώθηκε για την Κιτόνα, χίλια τριακόσια
μίλια μακριά, στο νοτιοανατολικό Κονγκό. Στο αεροδρόμιο της Κιτόνα τον
περίμεναν μερικές χιλιάδες κονγκολέζοι με όλμους, πολυβόλα και κακές προθέσεις.
Ήταν παραταγμένοι στον διάδρομο προσγείωσης, και μόλις το μπόϊνγκ του Τζέιμς
προσγειώθηκε, του έριξαν στα λάστιχα και τα έκαναν κομμάτια ώστε να μην μπορεί
να το σκάσει. Αν και ο Τζέιμς δεν είχε έρθει για να φύγει, οπότε άρχισαν οι
διαπραγματεύσεις, κι' αφού κουβέντιασαν κανένα μισάωρο για προμήθειες, πυρομαχικά
και πλιάτσικο, ρουαντέζοι και κονγκολέζοι έφυγαν αδελφωμένοι να πάρουν την
Κινσάσα για δεύτερη φορά μέσα σε δύο χρόνια.
Αυτή τη φορά η ρουαντόθεν
εισβολή τους ξίνισε τους ανγκολέζους, γιατί τελευταίως το καθεστώς του Πωλ
Καγκάμε κόρταρε με τον -πρώην εκλεκτό της CIA- Τζόνας Σαβίμπι, την UNITA και τα διαμάντια που διακινούσαν.
(Εκείνη την εποχή, ο Σαβίμπι ζούσε ακόμη, και ήλεγχε τις αδαμαντοφόρες περιοχές
της Ανγκόλας.) Αν λοιπόν οι ρουαντέζοι έδιωχναν τον Μζέε από την εξουσία, το κόρτε
μπορούσε να εξελιχθεί σε στρατηγική συμμαχία Ρουάντας, Κονγκό και UNITA
εναντίον τους. Επιπλέον, με τον σάλτο μορτάλε στην Κιτόνα, ο Τζέιμς Καμπαρέμπε
είχε έρθει επικίνδυνα κοντά στις πετρελαιοπηγές τους, των αγκολέζων. Και παρά
τις επίσημες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της ρουαντέζικης πλευράς, ποιος
εμπιστευόταν ανθρώπους σαν τον Καμπαρέμπε και τον Καγκάμε; Γι' αυτό και
έσπευσαν να σταματήσουν την εισβολή με ρώσικα τανκς, αεροπλάνα και ελικόπτερα.
Στρατεύματα κατά της
εισβολής έστειλε και η Ζιμπάμπουε, η οποία ανησυχούσε για τις οικονομικές της
συμφωνίες με τον Καμπιλά. Η Ναμίμπια βοήθησε επειδή -όπως η Ανγκόλα- είχε
πρόβλημα με τις διεισδύσεις της UNITA στο έδαφός της κι' επειδή οι συγγενείς
του προέδρου της χώρας έκαναν δουλειές με φούντες στο Κονγκό του Καμπιλά. Το
Σουδάν συνέτρεξε επίσης τον Καμπιλά επειδή είχε τα γνωστά προβλήματα με την
Ουγκάντα, στρατηγικό σύμμαχο της Ρουάντας. Οι φαντάροι του Τσαντ έφτασαν κι'
εκείνοι εις επικουρίαν του Μζέε άρον-άρον επειδή στο Τσαντ μιλάνε γαλλικά, όπως
στο Κονγκό. Πέταξαν μάλιστα με αεροπλάνα του Καντάφι, επειδή οι αμερικάνοι
υποστήριζαν το FPR και την Ουγκάντα, κι' επειδή ο Καντάφι μισούσε τους
αμερικάνους και όλους τους συμμάχους τους ανά την υφήλιο. Κι' ήρθε μ’ αυτά και
μ’ εκείνα όλη η Αφρική κι' έμπλεξε ένα κουβάρι, εκεί στην Λαϊκή Δημοκρατία του
Κονγκό.
Μέσα σε λίγες μέρες,
τα ανγκολέζικα ελικόπτερα είχαν ξεκάνει τους μισούς άντρες του Καμπαρέμπε. Τους
άλλους μισούς τους έσωσαν οι αμερικάνικες υπηρεσίες, που ναύλωσαν μερικά
αεροπλάνα να τους πάρουν απ' το Ματάντι ενόσω οι ανγκολέζοι έκαναν τα στραβά
μάτια να μην δυσαρεστήσουν πολύ τους αμερικάνους, που τους είχαν και πελάτες.
Ωστόσο, κάποια τμήματα εκείνου του καθημαγμένου σώματος -κυρίως κονγκολέζοι
στρατολογημένοι στην Κιτόνα- άρχισαν μιαν απελπισμένη πορεία προς την Κινσάσα,
προς το αεροδρόμιο της πρωτεύουσας συγκεκριμένα, όπου πίστευαν πως θα τους
μάζευαν τα αεροπλάνα που τους έταξε ο Τζέιμς για να τους ξεφορτωθεί. Τους
τυχερούς τους πρόλαβαν τα ανγκολέζικα ελικόπτερα. Γιατί τους υπόλοιπους τους
περίμενε ο όχλος. Τους φόραγαν μια σαμπρέλα βρεγμένη με πετρέλαιο στο λαιμό και
τους έβαζαν φωτιά. Φρίκη.
Εκόν άκον, το FPR
περιορίστηκε στην κατοχή του Κιβού, εκεί που είχε επικρατήσει λόγω της στήριξης
των τούτσι της περιοχής. Αμέσως ένα νέο κίνημα στήθηκε πάλι από το μηδέν, ο
Κογκολέζικος Συναγερμός για την Δημοκρατία -το RCD- ώστε να νομιμοποιηθεί η
ρουαντέζικη παρουσία. Εκτός από τους εγκάθετους του Κιγκάλι, το νέο κίνημα διακοσμήθηκε
με ένα σωρό τοπικούς παράγοντες, τυχοδιώκτες, επίδοξους πολέμαρχους, πρώην αριστερούς
και ντόπιους βαρόνους, ώστε να δοθεί κάποια επίφαση λαϊκής συναίνεσης σ’ αυτήν
την αχυροκαλύβα. Όμως παρ' όλα τα μασκαραλίκια του FPR, το Κιβού ήταν υπό κατοχή, κι' αυτό δεν μπορούσαν να το
κρύψουν από κανέναν. Το Κιγκάλι είχε βέβαια την καραμέλα των γενοκτόνων πρώην
FAR και ιντεραχάμουε, οι οποίοι σε μία πραγματικά εντυπωσιακή αλλαγή των
συμμαχιών είχαν επιστρέψει επί σκηνής
στο πλευρό του προ δύο ετών θανάσιμου εχθρού τους, του Καμπιλά. Μάλιστα, για να
ξεβγάλουν την δυσοσμία της πτωμαΐνης από πάνω τους, είχαν αλλάξει όνομα κι'
είχαν γίνει Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Ρουάντας και
Απελευθερωτικός Στρατός Ρουάντας, ακρωνυμικώς FDLR και ALIR αντιστοίχως. Οι
οργανώσεις αυτές στρατολογούσαν αθρόως μεταξύ των προσφύγων που είχαν σωθεί από
τις εκκαθαρίσεις των καταυλισμών το 1996. Συχνά οι νεοσύλλεκτοι ήταν μικρά
παιδιά κι έφηβοι χωρίς άλλη ελπίδα επιβίωσης παρά το καλάζνικοφ, και οι οποίοι -λόγω
ηλικίας- δεν γινόταν να είναι οι γενοκτόνοι του 1994 όπως ήθελε να τους
παρουσιάζει ο Πωλ. Άλλωστε, παρά τις ιερεμιάδες, το FPR άλλοτε ανεχόταν την
συνύπαρξη με το FDLR και το ALIR, άλλοτε έκανε συμφωνίες και μπίζνες μαζί τους,
και όλο και σπανιότερα τα πολεμούσε. Από την άλλη, οι μιξοεξαγνισμένες αυτές
περιστερές έλυναν τις μεταξύ τους διαφορές με τα όπλα, ενώ συνεργάζονταν με τα
ποικιλώνυμα αντάρτικα των αδελφών χούτου του Μπουρούντι τα οποία είχαν τις
βάσεις τους στο Κονγκό: τις Δυνάμεις Αμύνης της Δημοκρατίας ή FDD, που είχαν
διασπαστεί από το Εθνικό Συμβούλιο Αμύνης και Δημοκρατίας (το CNDD δηλαδή) το
οποίο δεν είχε σχέση με τις Εθνικές Δυνάμεις Απελευθερώσεως (το FNL) και το
οποίο δεν πρέπει να συγχέεται με τις Εθνικές Απελευθερωτικές Δυνάμεις (το FLN). Όλα αυτά τα αντάρτικα τα κυνηγούσε
μέσα στο Κονγκό ο σύμμαχος του FPR και ελεγχόμενος από τους τούτσι εθνικός
στρατός του Μπουρούντι. Τον ωραίο και μοντυπαϊθονικό αυτόν πίνακα συμπλήρωναν
οι διάφορες εντόπιες και γραφικότατες συμμορίες των πολεμιστών μάϊ-μάϊ. Αυτοί
δεν ήταν μία ενιαία οργάνωση, ήταν πολλές, κι' άλλαζαν κάθε τόσο συμμαχίες.
Στην αρχή ήταν εναντίον των προσφύγων χούτου που τους ρήμαζαν τα χωριά. Ύστερα,
όταν οι καταυλισμοί διαλύθηκαν, συμμάχησαν με τους πρόσφυγες -το FDLR και το
ALIR- εναντίον του FPR και των προστατευομένων του, δηλαδή του RCD, των
κιβουσιάνων τούτσι και των μπανιαμουλένγκε. Εξαιρετικά βίαιοι και με παντελή
έλλειψη πειθαρχίας, οι μάϊ-μάϊ κατάντησαν να αλληλοσκοτώνονται στο τέλος μεταξύ
τους. Οι μπανιαμουλένγκε πάλι οργανώθηκαν σε διαφορετικών ειδών πολιτοφυλακές
και στράφηκαν εναντίον του εκ Ρουάντας προστάτη τους, όταν η προστασία που τους
προσέφερε έγινε ασφυκτική μέχρις εκμεταλλεύσεως. Τότε το FPR έστειλε τα νεοαποκτηθέντα
μαχητικά ελικόπτερά του για να καταπνίξει την αποστασία των προστατευομένων του
στο αίμα.
Οι ουγκαντέζοι, μετά
την έξωσή τους από την Κινσάσα, κάνανε κατοχή στο βόρειο Κονγκό, στο Ιτούρι,
όπου βάλανε τους χέμα που ήταν βοσκοί να φαγωθούν με τους λέντου που ήταν
γεωργοί και είχαν πάντοτε ανοιχτούς λογαριασμούς μεταξύ τους για τα
λιβαδοχώραφα. Ύστερα στήσανε δικό τους κίνημα-βιτρίνα, το Κίνημα για την
Απελευθέρωση του Κονγκό, το MLC, με πρόεδρο τον βαθύπλουτο επιχειρηματία
Ζαν-Πιερ Μπέμπα, το οποίο ήρθε σε σύγκρουση με το RCD των ρουαντέζων, το οποίο ως
εκ τούτου διασπάστηκε κι' έγινε RCD-G (ρουαντοφίλων) και RCD-ML (ουγκαντοφίλων).
Το RCD-ML (ουγκαντοφίλων) είχε πρόεδρο τον Ερνέστ Βάμπα ντία Βάμπα, έναν
πολιτικό επιστήμονα, πρώην καθηγητή του Χάρβαρντ και του Νταρ ες Σαλαάμ. Αργότερα,
από το RCD-ML (ουγκαντοφίλων) αποσπάστηκε η φράξια του Αντύπα Μπούσα Νυαμουΐσι.
Αυτός ο Αντύπας κατάφερε τάζοντας προς πάσα κατεύθυνση να τον υποστηρίζουν και η
Κινσάσα και η Καμπάλα εναντίον του εσωκομματικού του αντιπάλου -του καθηγητή- επί του οποίου τελικώς επεκράτησε
μετά από σκληρές μάχες. Όμως στην σύγκρουση του MLC υπό τον Μπέμπα με τον Νυαμουΐσι
που ακολούθησε, ο Μουσεβένι ενίσχυσε με πυροβολικό τις δυνάμεις του πρώτου,
οπότε ο δεύτερος άλλαξε στρατόπεδο και στράφηκε στην Κινσάσα για υποστήριξη. Η
κατάστασις περιεπλάκη ακόμη περισσότερο καθώς ο Νυαμουΐσι είχε να αντιμετωπίσει
και τους μάϊ-μάϊ, που ήταν σύμμαχοι μεν της Κινσάσα αλλά όχι και δικοί του.
Παρ’ όλα ταύτα, ο Αντύπας Μπούσα Νυαμουΐσι τα βόλεψε. Μερικά χρόνια μετά
βρέθηκε υπουργός εξωτερικών του Κονγκό, το πως είναι μεγάλη ιστορία και να μην
επεκταθώ. Μάλιστα, στις 18 Οκτωβρίου του 2008 συναντήθηκε στο Κεμπέκ του Καναδά
με τον Γιάννη Βαλινάκη, υφυπουργό εξωτερικών της Ελλάδος, ο οποίος και τον
ενημέρωσε για το φλέγον θέμα της ονομασίας των Σκοπίων και άλλα ζητήματα
ζωτικού ενδιαφέροντος στις ελληνοκονγκολέζικες σχέσεις. Ο Αντύπας Μπούσα
Νυαμουΐσι διαβεβαίωσε τον Γιάννη Βαλινάκη πως όσο καιρό εκκρεμεί το ζήτημα της
ονομασίας των Σκοπίων, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό θα αναφέρεται στο
γειτονικό κρατίδιο με το όνομα FYROM, τόσο στις διμερείς όσο και στις διεθνείς
σχέσεις, εφαρμόζοντας απαρεγκλήτως τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας. Τόσο μεγάλη επιτυχία, η ελληνική διπλωματία
είχε να επιδείξει από τον καιρό του Ελευθερίου Βενιζέλου. Τότε που πήραμε
εντολή και πήγαμε στην Σμύρνη.
Τελικώς ο πόλεμος των
παρενθέτων πήρε σβάρνα και τους παρενθέσαντες. Ο Καγκάμε βρέθηκε να πολεμάει με
τον παλιό του μέντορα και στρατηγικό εταίρο, τον Μουσεβένι. Τον αχερώνα τον
έλεγαν Κισανγκάνι, πρώην Στανλεϊβίλ, εκεί που είναι τα πολλά διαμάντια. Στείλανε
τον Χόλμπρουκ οι υπερπόντιοι προστάτες, τους επανέφεραν στην τάξη, γιατί έτσι
γίνεται πάντα, εκείνος που σου δίνει τα όπλα είναι το αφεντικό. Κι' έτσι, ο
πόλεμος Ρουάντας-Ουγκάντας στο Κονγκό περιορίστηκε ξανά στους παρενθέτους. Και
οι παρένθετοι συνέχιζαν να πολλαπλασιάζονται σαν λερναίες ύδρες με φράξιες και
διασπάσεις. Από το RCD-G (ρουαντοφίλων) προήλθαν το RCD-Authentique
(Αυθεντικό), το RCD-Original (Ορίτζιναλ) και το RCD-Kongolais (Κογκολέζικο).
Αντιστοίχως, το RCD-National (Εθνικό) αποσπάστηκε από το RCD-ML (ουγκαντοφίλων)
και προσέγγισε το επίσης προσκείμενο στην Ουγκάντα MLC. Θέλω να διευκρινίσω πως
δεν χρειάζεται να αποστηθίσουμε όλα αυτά τα κόμματα, τα ένοπλα γκροπούσκουλα και τα αρκτικόλεξα τα οποία
αυξάνονται και πληθύνονται επικίνδυνα καθώς ετούτη μου η αφήγηση πλησιάζει στο
τέλος της. Εγώ τα αναφέρω πάντως, προσδίδουν κύρος. Και της αφήγησης, και εμού
του αφηγητού.
Εν ολίγοις, όλοι είχαν ανοίξει πόλεμο εναντίον
όλων. Κι΄ ολονών οι ορέξεις είχαν ανοίξει με τον πόλεμο. Κάθε είδους ορέξεις.
Οικονομικές, σεξουαλικές, γαστρονομικές. Όσοι είχαν όπλα λήστευαν, σκότωναν και
βίαζαν αδιακρίτως και πέραν του πολεμικού σκοπού, δηλαδή όχι πάντα τους αμάχους
των άλλων, αλλά ενίοτε και τους δικούς τους. Έτρωγαν επίσης αδιακρίτως
αγελάδες, γορίλλες κι' ανθρώπους. Κρούσματα κανιβαλισμού -με θύτες αντάρτες του
Μπέμπα και θύματα πυγμαίους- συντάραξε την δυτική κοινή γνώμη εκείνο τον καιρό,
αν και δεν θα έπρεπε, διότι την ίδια περίπου εποχή κάποιος γερμανός έφαγε έναν
συμπατριώτη του, γερμανό επίσης. Είχαν γνωριστεί μέσω διαδικτύου επί τούτου,
δηλαδή με σκοπό να γίνουν ερασταί και να φάει ο ένας τον άλλον. Αρχικώς
προσπάθησαν από κοινού να φάνε το πέος του ενός εξ αυτών τηγανητό με
αλατοπίπερο και σκόρδο, αλλά χωρίς
επιτυχία γιατί ήταν πολύ σκληρό. Ο ακρωτηριασθείς πέθανε τελικώς από
αιμορραγία, οπότε ο άλλος τον γευμάτισε με την ησυχία του.
Ο Καμπιλά είχε
στρατολογήσει στο AFDL αρκετούς ανήλικους από το Κιβού, ορφανά κυρίως και
αλητάκια που τα λέγανε καντόγκο,
δηλαδή πιτσιρίκια, και δικαίως, αφού τα μικρότερα ήταν δεν ήταν δέκα χρονών.
Όταν ο κογκολέζικος στρατός χωρίστηκε στα δύο, οι καντόγκο ακολούθησαν θέλοντας
και μη τους αξιωματικούς τους, κι' έτσι βρέθηκαν να αλληλοσκοτώνονται με τους
παλιούς τους συντρόφους. Όταν τα παιδιά σκοτώνουν παιδιά είναι γιατί
χρειάζονται πατέρα. Οι καντόγκο λοιπόν
είχαν τον Καμπιλά για πατέρα, κι' αυτός τους είχε σαν παιδιά του, ιδιοκτησία
του δηλαδή, γεγονός που του επέτρεψε να εκτελέσει τον αρχηγό τους που τον
φοβόταν, ύστερα τριανταέξι απ' αυτούς σε μια εξέγερση στην Κινσάσα, μετά να
τους διατάξει να σκοτώσουν τους τραυματίες συμπολεμιστές τους μετά από μια
αποτυχημένη επίθεση στην Κατάνγκα, και πιο μετά -το χειρότερο- να τους
αποκαλέσει δειλούς. Ύστερα απ' όλα αυτά, η σχέση πατέρα-γιών περνούσε βαθιά
κρίση, πράγμα που διέφυγε της προσοχής του μπουνταλά Καμπιλά.
Στις αρχές λοιπόν του
2001, την ώρα που ο μπουνταλάς Καμπιλά εργαζόταν στο προεδρικό γραφείο, μπήκε ένας
σωματοφύλακάς του, ένας μπανιαμουλέγκε δεκάξι χρονών, κάτι να του πει. Κι' όπως
έσκυψε να του ψιθυρίσει το κάτι, έβγαλε ο μικρός ένα περίστροφο και του έπαιξε
δύο στο κεφάλι, και πάει, πέθανε ο Μζέε. Το δεκαεξάχρονο βέβαια το σκότωσε επί
τόπου ο συνταγματάρχης Έντυ Καπέντ, υπασπιστής του Καμπιλά, κι' έτσι δεν
μαθεύτηκε τίποτε σχετικά με το ψυχαναλυτικό κίνητρο του πατροκτόνου. Φαίνεται
όμως πως εντολέας της δολοφονίας ήταν ο ίδιος ο εκτελεστής του σωματοφύλακα, ο
Έντυ Καπέντ δηλαδή, που του έκλεισε με τον τρόπο αυτόν το στόμα δια παντός, του
σωματοφύλακα. Ο Καπέντ δικάστηκε σε θάνατο με άλλους εικοσιπέντε για τον φόνο
του Μζέε, οι ποινές όμως δεν εκτελέστηκαν ποτέ. Μερικά χρόνια αργότερα οι
κατάδικοι εξαφανίστηκαν από την φυλακή, και κανείς δεν τους ξανάδε. Μερικοί
εμφανίστηκαν σ’ ένα ντοκυμαντέρ, χρόνια μετά, στην Σουηδία, αλλά κράτησαν
κλειστά τα χαρτιά τους. Έτσι δεν ξέρουμε περισσότερα για την υπόθεση, ούτε αν
σ' αυτήν ήταν ανακατεμένοι ο Πωλ με το
FPR, ή αν πίσω από την δολοφονία του Λωράν Ντεζιρέ Καμπιλά ήταν οι δικοί του, συγκεκριμένα
η φιλοανγκολέζικη φράξια του καθεστώτος και το MPLA, επειδή ο μακαρίτης ξέπλενε
διαμάντια στη ζούλα για λογαριασμό του Τζόνας Σαβίμπι, ο οποίος -τόπαμε αυτό-
συνέχιζε να ελέγχει εκείνο τον καιρό κάποιες αδαμαντοφόρες περιοχές στην
Ανγκόλα, και να ερωτοτροπεί -κι' αυτό το είπαμε- με το Κιγκάλι. Για τον Σαβίμπι
λέγεται πως τελικώς τον καθάρισαν ισραηλινοί πράκτορες μαζί με νοτιοαφρικανούς
μισθοφόρους, νομίζω το 2002. Είχε καταντήσει περιττός, ο Τζόνας Σαβίμπι, με την
λήξη του ψυχρού Πολέμου..
Μετά την δολοφονία του
Λωράν Ντεζιρέ Καμπιλά ανέλαβε ο γιός του, ο Ζοζέφ, τούτσι από την μεριά της
μάνας του, γεγονός που δεν επηρέασε σε κάτι τις εξελίξεις, αφού οι εχθροπραξίες μεταξύ κογκολέζικου στρατού, FAR και
ιντεραχάμουε που έγιναν FDLR και ALIR, μιας ποικιλίας οργανώσεων μάι-μάι, FPR,
RCD-G, μπανιαμουλένγκε, RCD-ML, MLC, FDD, CNDD, FNL, FLN, ενόπλων δυνάμεων της
Ουγκάντας, της Ζιμπάμπουε, της Ναμίμπιας και του Τσαντ, πολιτοφυλακών χέμα,
λέντου και άλλων συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση. Ασχέτως αν τα αρκτικόλεξα
αλλάζουν ιλιγγιωδώς...
Μέχρι σήμερα έχουν
πεθάνει τέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι. Κι’ εγώ δεν σας έχω ακόμη εξηγήσει γιατί
αμερικάνοι και γάλλοι ανακατεύονται συνεχώς σ’ αυτή την ιστορία.
Δ΄
Στην Ρουάντα
επικοινωνούσαμε με κάτι γουόκι-τόκι σαν εκείνα των τροχονόμων, τα είχαμε
συντονισμένα μονίμως σε μία συγκεκριμένη συχνότητα, τα υπόλοιπα κανάλια ήταν
αποκλειστικά για τους κυανόκρανους. Ο λόγος προφανής: εκτός εργασίας, τα
χρησιμοποιούσαμε για τις κοινωνικές μας συναναστροφές, δίναμε ραντεβού για καφέ,
για φαΐ, κάναμε πλάκες, οι κυρίες της αποστολής της Ύπατης Αρμοστείας για τα
Ανθρώπινα Δικαιώματα μιλούσαν για αφρικανικά υφάσματα και μανικιούρ, έβγαινε
ένα απερίγραπτο κομφούζιο στον αέρα, δεν μπορούσαν οι άλλοι να κάνουν τη
δουλειά τους, μας δώσανε λοιπόν ένα κανάλι να μας ξεφορτωθούν. Οι ακροάσεις
ήταν ανοιχτές για όλους, και όλοι σχεδόν γνωριζόμασταν μεταξύ μας. Θέλω να πω
γνωριζόμασταν όχι μόνο με τα ονόματα αλλά και με τους κωδικούς του
ραδιοασυρμάτου που μας υποχρέωναν να χρησιμοποιούμε δήθεν για ασφάλεια. Έτσι,
μπορούσες να πληροφορηθείς, λόγου χάριν, πως η Χοτέλ Ρόμεο τρία Άλφα πέντε θα
περνούσε την νύχτα της στο σπίτι του Χοτέλ Ρόμεο τέσσερα Μπράβο οκτώ, όμως την
συζήτηση την άκουσε δυστυχώς και η Χοτέλ Ρόμεο τέσσερα Μπράβο τρία που ήταν η
μόνιμη συνοδός του Χοτέλ Ρόμεο τέσσερα Μπράβο οκτώ, και πήγε πνέοντας μένεα στο
σπίτι του μασκαρατζίκου, και καθώς δεν είχε την λεπτότητα να ειδοποιήσει πριν,
έγινε της κακομοίρας.
Την ώρα που εμείς
παλεύαμε με τα κανάλια, τα παράσιτα και τις αδιακρισίες των υψηλών συχνοτήτων,
ο κανονικός κόσμος έμπαινε στον πυρετό της κινητής τηλεφωνίας, των έξυπνων
οπλικών συστημάτων και του Νιντέντο.
Εκείνα τα χρόνια, η
ζήτηση ενός άγνωστου σ' εμάς τους αδαείς ορυκτού, του κολομβοτανταλίτη,
εκτοξεύτηκε στο διάστημα. Και κολομβοτανταλίτης -άλλως κολτάνιο για τους
μυημένους στα γεωπολιτικά της περιοχής- υπήρχε άφθονος στο ανατολικό τότε Ζαΐρ
και νυν Κονγκό, στο Κιβού δηλαδή, εκεί όπου ο Πωλ Καγκάμε μπήκε -αρχές του
1996- να ξεκάνει τους πρόσφυγες και με την ευκαιρία έμεινε επ' αορίστω.
Από τότε κι’ ύστερα, τα
Αντόνοφ πάνε κι' έρχονται στο αεροδρόμιο της Γκόμα και του Μπουκαβού,
προσγειώνονται, φορτώνουν κι' απογειώνονται ξανά, Καζακστάν, Κίνα, εκεί γίνεται
η επεξεργασία, κι' από εκεί πάει στην βιομηχανία των ηλεκτρονικών. Το FPR είναι
στρατός και συγχρόνως εμπορική επιχείρηση, έχει ειδικό λογιστήριο για το
κολτάνιο, φέρνει και τους φυλακισμένους από την Ρουάντα να σκάβουν στις
εξορύξεις δωρεάν.
Μία εταιρία από το
Οχάϊο, η Ηγκλ Γουίνγκς, θυγατρική του κολοσσού Τρίνιτεκ Ιντερνάσιοναλ, διατηρεί
αγαθότατες σχέσεις με τον Πωλ Καγκάμε και τους εκλεκτούς του καθεστώτος του,
και αγοράζει σχεδόν όλο το μετάλλευμα που εξορύσσεται στην ελεγχόμενη από το
FPR περιοχή.
Το κολτάνιο κάνει παράξενα ταξίδια, περνάει
τράνζιτ, για παράδειγμα, μέσω Νοτίου Αφρικής με πλαστά παραστατικά, ύστερα η
παρτίδα πουλιέται στην Σταρκ, μία θυγατρική της Μπάγιερ στην Ταϊλάνδη, και η
Σταρκ κάνει την πληρωμή σε μία ολλανδέζικη φίρμα που παρέχει λογιστική
υποστήριξη στην Ηγκλ Γουίνγκς. Έτσι, δεν ξέρουμε ποιοι κατασκευαστές στον κόσμο
χρησιμοποιούν τον κογκολέζικο κολομβοτανταλίτη και ποιοι όχι. Κι' ούτε τους
χρειάζεται να μάθουμε. Τα κορίτσια των δημοσίων σχέσεων της Nokia και της Ericsson -ξανθές γαλανομάτες δίμετρες σκανδιναβές, αγγελικά
πλασμένες- δείχνουν τόσο αθώα επίτηδες για να εξάπτουν τις πιο ανώμαλες
φαντασιώσεις σας.
Κολτάνιο σπρώχνουνε
από την δική τους ζώνη και οι ουγκαντέζοι, το στέλνουν με καμιόνια στο Έντεμπε,
κι' από εκεί τα γνωστά, οι ίδιοι παραλήπτες. Βασικός παράγων στην επιχείρηση
είναι ο αδελφός του Μουσεβένι, εκείνος
που έφτασε με τα τζίπ να επιβάλει τον Πωλ στην ηγεσία του FPR το 1990.
Τόσο πολύ κολτάνιο έφυγε από το Κονγκό που
τελικώς δημιουργήθηκε κρίση υπερπροσφοράς, οι τιμές κατέρρευσαν, φαντάζομαι η
Ηγκλ Γουίνγκς να συνέχισε να αγοράζει στις σκοτωμένες τιμές, δεν είναι η τιμή
του στο χρηματιστήριο που μετράει αλλά ο έλεγχος των αποθεμάτων. Η κατάρρευση
των τιμών έριξε λάδι στη φωτιά του Κονγκό, αφού οι αντιμαχόμενοι προσπαθούσαν
να αυξήσουν το κομμάτι τους από την πίτα της εξόρυξης ώστε να κρατήσουν τον
τζίρο τους σταθερό. Αλλά και οι αυστραλοί θα πάθανε νίλα, το υποθέτω αυτό διότι
πριν τον πόλεμο του κολτάνιου, η Αυστραλία ήταν η πρώτη παραγωγός χώρα του
πλανήτη, και τώρα, στο κόστος που δουλεύουνε -μισθοί, ασφάλιση και τα ρέστα-
πάνε να βαρέσουνε κανόνι.
Το καλοκαίρι του 1994, έναν χρόνο πριν πάω στη Ρουάντα, είχα πάει διακοπές στην Ανάφη. Μόνος
μου. Γιατί όταν είσαι μόνος σου, γνωρίζεις κόσμο.
Εκείνο το καλοκαίρι,
λοιπόν, γνώρισα έναν περίεργο άνθρωπο, έναν γάλλο με υπερμετρωπικά γυαλιά και
τεράστια γαλάζια γουρλωτά μάτια, συνεχώς στραμμένα στα αιδοία των γυμνιστριών
που λιάζονταν στην αμμουδιά. Έλεγε πως ήταν πυρηνικός φυσικός και πως δούλευε
σε κάποιο ερευνητικό ινστιτούτο, και πως η κρίση στην Ρουάντα προκλήθηκε για τα
κοιτάσματα ενός μετάλλου, του τανταλίου, που λιώνει στους τρεις χιλιάδες
βαθμούς Κελσίου, και με το οποίο φτιάχνουμε κράματα υψηλής αντοχής στην
θερμοκρασία, δηλαδή πυκνωτές. Χωρίς πυκνωτές δεν υπάρχουν υπολογιστές, κινητή
τηλεφωνία και βηματοδότες, οπλικά συστήματα και διαστημική. Και το κυριότερο,
χωρίς ταντάλιο δεν θα υπάρξει ασφαλής ατομική ενέργεια, τώρα που το πετρέλαιο
τελειώνει. Οι μεγάλες συγκρούσεις του μέλλοντος, έλεγε, εκτός από το νερό, θα
είναι και για το ταντάλιο, κι' εκεί κάτω βρίσκεται το ογδόντα τοις εκατό των
παγκοσμίων αποθεμάτων.
Δεν θυμάμαι αν ανέφερε
ακριβώς το όνομα του ορυκτού από το οποίο βγαίνει το ταντάλιο, τον
κολομβοτανταλίτη ή αλλιώς κολτάνιο, αλλά δεν έχει σημασία. Αν υποπτευόμουνα
-αλλά πώς;- ότι οκτώ μήνες μετά θα ξαναβρισκόμουν παρατηρητής στην Ρουάντα, θα
έδινα πιθανόν περισσότερη προσοχή στα λόγια του. Τότε όμως, που μυαλό. Ήθελα την ησυχία μου και να είμαι αραχτός, κι’ άλλωστε είχαμε εδώ τον εμφύλιο της Γιουγκοσλαβίας, τα περί
πυκνωτών και κραμάτων και ορυκτών τα άκουγα βερεσέ, έπληττα να τον ακούω μαζί
με τον φλοίσβο των κυμάτων, τα θεωρούσα όλα αυτά λίγο Τζων Λε Καρέ ανακατεμένο
με επιστημονική φαντασία, είναι και ψωνισμένος ο λιγούρης, σκεφτόμουν.
Κι' έκοψα τα
πολλά-πολλά μαζί του με την χαρακτηριστική συγκατάβαση που δείχνουμε στους κάπως
ιδιόρρυθμους.
Δύο Επίλογοι
Η Καρδιά του
Σκότους
Μεσημεριάτικος ύπνος,
έβλεπα εφιάλτη. Ξυπνώντας, κάθησα να τον γράψω. Τα κενά στο όνειρο τα
συμπλήρωσα στο χαρτί για πλάκα.
Είχαν περάσει τα
χρόνια, η κρίση είχε κυλήσει πιο πέρα, στο Κονγκό, γης μαδιάμ. Δεν υπήρχε πια
ΟΗΕ, είχα μείνει άνεργος, και περπατούσα σε μία συνοικία, λασποκαλύβες με
τσίγκινη σκεπή, χωρίς λεφτά, χωρίς χαρτιά, χωρίς αυτοκίνητο, χωρίς ταυτότητα,
τίποτα. Συνάντησα ένα κορίτσι.
-Ποιανού είσαι; το
ρωτάω.
-Κανενός, μου λέει. «Ο
πατέρας μου βίασε τη μάνα μου, και τώρα δεν με θέλει κανένας γιατί είμαι του
εχθρού.»
Αργότερα με πλησίασαν άνθρωποι της Εταιρίας
να πάω να βρω κείνο τον πράκτορά τους που είχε ιδρύσει στις Λίμνες ιδιωτικό
κράτος και να τον εξουδετερώσω πριν πάρει το θέμα έκταση. Ποιος ήταν πραγματικά
ή άλλες λεπτομέρειες, δεν μου είπαν. Στις Βρυξέλλες γνώρισα τους βοηθούς μου,
πέντε τον αριθμό. Ένας κοντός που φόραγε φανέλα με το νούμερο εννιά της εθνικής
Αγγλίας -του Γουέιν Ρούνεϊ- ειρωνεύτηκε, "εσύ είσαι που θα γίνεις ο Κούρτζ
στη θέση του Κούρτζ;" Οι άλλοι γέλασαν και μπήκαμε σ’ ένα αρχαίο Αντόνοφ.
Ούτε διαβατήριο, ούτε τίποτα, μόνο τη φωτογραφία του Κούρτζ. Στην απογείωση
κοίταζα τα φώτα σ’ ένα αυτοκινητόδρομο. "Μην ανησυχείς", είπε πάλι ο
κοντός, "εκεί στο Κονγκό είναι πανεύκολο, το δύσκολο ήταν στο
Αφγανιστάν". Τον ρώτησα τι έκανε στο Αφγανιστάν. "S.A.S", είπε,
"ειδικές αποστολές, προετοιμάζαμε το έδαφος. Όμως εδώ είμαστε ελεύθεροι
επαγγελματίες, ακριβώς όπως εσύ". Προσγειωθήκαμε χαράματα. Μού δώσαν λεφτά
για το ποταμόπλοιο, χρωματιστά μερμήγκια, άντρες με φορτωμένα ποδήλατα,
γυναίκες με μπόγους στο κεφάλι, αλητάκια που ζητιάνευαν, “donnez-moi petit monnaie, donnez-moi petit monnaie”.
–Εσύ βρίσκεις τον Κούρτζ, κι’ εμείς εσένα, ο
Δούρειος Ίππος, είπε ο κοντός κι’ εξαφανίστηκε.
Το πλήθος άλλαζε σε
κάθε σταθμό καθώς ανεβαίναμε το ποτάμι. Ήμουν ο μόνος λευκός, κι’ όλοι στρέφαν
απάνω μου τα πελώρια μάτια τους. Την τρίτη μέρα -κατά τας γραφάς- ένας πελώριος
μαύρος με κουστούμι Αρμάνι με πλησίασε και μου είπε πως ο κύριος Κούρτζ
ανυπομονούσε να με γνωρίσει. Κατεβήκαμε στην επόμενη σκάλα. Το πλήθος των
γυναικών με περικύκλωσε κι’ άρχισε να με σπρώχνει και να με τραβάει γελώντας
και να μου χουφτώνει τα τέτοια. Μού πήραν όσα λεφτά μου είχαν απομείνει, τα
ρέιμπαν, το ρολόι και το πουκάμισο. Έπεσα κάτω, εμφανίστηκαν τότε κάτι
πολεμιστές από έργο του εξήντα, κι’ άρχισαν να με χτυπάνε με καδρόνια και
πέτρες. Μ' έσωσαν οι σωματοφύλακες εκείνου του πελώριου ανθρώπου. Φύγαμε σε δύο
τογιότα πατρόλ, ψηνόμουνα στον πυρετό για χιλιόμετρα, άσφαλτος στην αρχή, μετά χωματόδρομοι,
ζούγκλα, λόφοι, μπανανοφυτείες, πρέπει να έβλεπα εφιάλτη πως βούταγα στη
θάλασσα, δεν μπορούσα να βγω στην επιφάνεια, πνιγόμουν. Παράξενος ύπνος, μέσα
στον εφιάλτη μου έβλεπα έναν άλλο εφιάλτη. Στο τέλος εμφανίστηκε κι' εκείνος.
Ένας λιπόσαρκος ευρωπαίος με φωνή σαν την βελόνα της σύριγγας. Ο Κουρτζ.
-Από που είσαι,
ρώτησε. Μετά, δεν θυμάμαι.
****
-Κοίτα γύρω σου, είπε
ο Κούρτζ. "Επί Γης Ειρήνη"…
Ξύπνησα πεταμένος στον
λάκκο της εξόρυξης. Γυναίκες και άντρες γυμνοί έσκαβαν ή ασελγούσαν στη λάσπη.
Ποιάς Κίρκης γουρούνι ήμουνα;
-Τα Ηνωμένα μου Έθνη,
φώναξε.
Γύρω, το συνοθύλευμα
της συνοδείας του: ιντεραχάμουε και χούτου των πάλαι ποτέ FAR, αντάρτες
μπανιαμουλέγκε, μάϊ-μάϊ αιμοδιψείς, κογκολέζοι λιποτάκτες και τούτσι βετεράνοι
του FPR, χέμα και λέντου με τόξα και ακόντια, στρατηγοί της Ρουάντας, της
Ουγκάντας, του Μπουρούντι, της Ανγκόλας, της Ζιμπάμπουε και της Ναμίμπιας,
ατζέντηδες υπερακτίων, οροθετικές πόρνες, η χήρα ενός πρώην αυτοκράτορα,
οπλαρχηγοί, πρόεδροι, όλοι παιδιά, πολλά παιδιά με καλάζνικοφ και
χειροβομβίδες...
-Φυλές που
υποκινήσαμε. Κινήματα που κατασκευάσαμε. Μπίλιες του μπιλιάρδου, χτυπάς τη μία,
χτυπάει την άλλη, να πέσει μία άλλη στη μαύρη τρύπα. Τα κράτη που διαλύονται
στο ψέμμα που τα γέννησε, πια δεν εξυπηρετούν…Ένας Θεός, ο Φόβος… Ένας
Προφήτης, Εγώ…
Από αιχμάλωτος είχα
βρεθεί προστατευόμενος. Υποψιαζόταν γιατί με είχαν στείλει; Ήταν ερωτευμένος
πάντως με την φωνή του, τον άκουγα χωρίς να διακόπτω.
-Ο Μομπούτου, ο
Τσόμπε, ο Καζαβούμπου, όλους τους γνώρισα, ήμουν εδώ πριν από αυτούς. Ο Λουμούμπα! Ένας μανιακός! Είτε το πιστεύετε
είτε όχι, αυτός πρώτος το ξεκίνησε το μπουρδέλο, είναι στην ανθρώπινη φύση,
έστειλε τον στρατό στη Μπακουάνγκα το εξήντα, έπνιξε την αποστασία στο αίμα, τι
νομίζετε πως ήταν; ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης; χε-χε,
ο Άγιος Φραγκίσκος με ρώσικα αεροπλάνα, καταλαβαίνετε γιατί τον
περιποιήθηκαν τόσο όταν τον έστειλε ο Μομπούτου πακέτο στην Κατάνγκα; Τέλος
πάντων, ο Ψυχρός Πόλεμος ανήκει στο παρελθόν, οι φασουλήδες των κομμουνιστών
έγιναν θεσμικοί εταίροι των αμερικάνων, ακούς εκεί θεσμικοί εταίροι! Ο Καγκάμε,
ο Μουσεβένι, ο Καμπιλά, ο Ντος Σάντος, άπαντες προϊόντα αυτής της μετάλλαξης,
ας έρθουμε όμως στο θέμα μας, εγώ το είχα πει στην Εταιρία από το ενενήντα, πως
χωρίς την απειλή των σοβιετικών ο Μομπούτου ήταν πια άχρηστος, ή χειρότερα
ακόμη, για την ακρίβεια ήταν ασύμφορος, πουλούσε πολύ ακριβά. Οι γάλλοι ήταν
αρνητικοί, ο Μομπούτου ήταν η μόνη εγγύηση για όση επιρροή τους απέμενε εκεί
πέρα, αντιδρούσαν στην προοπτική της αντικατάστασής του. Αντίθετα οι αμερικάνοι
ενθουσιάστηκαν. Θα σας φανεί παράξενο, αλλά το σχέδιο γεννήθηκε ως λύση σε ένα
άλλο πρόβλημα, τους τούτσι, που είχαν γίνει ο πονοκέφαλος του φίλου τους, του
Μουσεβένι. Διατυπώθηκε η σκέψη να διοχετευθούν στην Ρουάντα, την χώρα
προέλευσής τους. Βιαίως, αναγκαστικά. Είναι αυτονόητο πως κάτι τέτοιο θα
αποσταθεροποιούσε όλη την περιοχή, η κρίση θα έφτανε μέχρι το Ζαΐρ. Και το
ετοιμόρροπο Ζαΐρ του Μομπούτου θα κατέρρεε. Αυτό όμως δεν ήταν μια ευκαιρία να
διαπραγματευθούμε τα κοιτάσματα με τους νέους ιδιοκτήτες του Ζαΐρ; Που θα τους
επιλέγαμε εμείς, φυσικά. Με απείρως ευμενέστερους όρους. Αυτή έπρεπε να είναι η
νέα στρατηγική της Εταιρίας. Μία κυλιόμενη κρίση, κάτι σαν αλυσιδωτή αντίδραση,
ελεγχόμενη βεβαίως, αυτή ήταν η άποψή μου…
****
-Στην αρχή η
επιχείρηση πήγε θαυμάσια. Η ανταρσία των τούτσι του ουγκαντέζικου στρατού, η
εισβολή, η εξουδετέρωση του Ρουϊγκέμα, ο Ρουϊγκέμα ευαγγελιζόταν την συνύπαρξη
χούτου και τούτσι, αν τα κατάφερνε, αντίο η κυλιόμενη κρίση, οπότε βγήκε από τη
μέση και προωθήσαμε τον Καγκάμε στην
ηγεσία των ανταρτών, γνωρίζετε τις λεπτομέρειες, χε-χε. Ο Μιτεράν λύσσαξε
φυσικά που η Εταιρία δρομολόγησε τέτοιες εξελίξεις ερήμην του, έστειλε λοιπόν
την Λεγεώνα στην Ρουάντα, ισορρόπησε την κατάσταση προς στιγμήν, αλλά ήταν
φανερό, η Λεγεώνα ήταν κάτι προσωρινό, η Γαλλία δεν μπορούσε να εμπλακεί σε μια
νέα Ινδοκίνα. Εφηύρε λοιπόν εκείνη την συνθήκη στην Αρούσα, ήταν ό,τι καλύτερο
μπορούσαν να πετύχουν οι βατραχοφάγοι, στην εφαρμογή της συνθήκης θα
επικρατούσε ένα απερίγραπτο χάος, κάτι σαν λιβανέζικη σαλάτα, φατούς την λένε, την τρώνε και στην Κύπρο νομίζω,
φατούς, διαπραγματεύσεις, βόμβες, δολοφονίες, εκλογές, εθνοκαθάρσεις, ξανά
διαπραγματεύσεις, μικρά-μικρά κομματάκια, όλα ένα καλό ανακάτεμα, ωστόσο έτσι
όλα μένουν μέσα στην γεωγραφικώς περιορισμένη σαλατιέρα της Ρουάντας, αδιέξοδο,
όλα κολλάνε στο τέλμα, μέσα στη σαλατιέρα, δεν υπάρχει νικητής, με εννοείτε,
οπότε στο Ζαΐρ -όσον καιρό οι ρουαντέζοι θα ασχολούνταν με τα δικά τους- στο
Ζαΐρ, λοιπόν, ο Μομπούτου θα κοιμόταν ήσυχος, με το κεφάλι του πάνω σ' αυτό το
ρουαντέζικο μαξιλαράκι από αδιέξοδα και πούπουλα, χε-χε, λαμπρό μυαλό ο Μιτεράν,
λαμπρό. Και ο Μομπούτου, τι κλέφτης, θεέ μου, ο προϋπολογισμός του Ζαΐρ και ο
λογαριασμός του στην Ελβετία, ένα και το αυτό! Υπήρξε στο παρελθόν χρήσιμος
αναμφίβολα, τότε υπήρχαν οι κομμουνιστές, αλλά τώρα; Ας είμεθα σοβαροί, ο
Μομπούτου να διαπραγματεύεται ίσοις όροις με την Εταιρία, ανήκουστο, ειδικά
τώρα, την κρίσιμη στιγμή, ακριβώς στο μπουμ των ηλεκτρονικών, καταλαβαίνετε...
****
-Έτσι
φτάσαμε στο σχέδιο με τις ρώσικες ρουκέτες. Για να τιναχτεί η λιβανέζικη σαλάτα
του Μιτεράν στον αέρα. Δεν ήταν δουλειά των γαλλικών υπηρεσιών, είναι
αυτονόητο, δεν ήταν, δεν τους συνέφερε τους γάλλους, αλλά συγχρόνως ήταν, κατά
κάποιο τρόπο, χε-χε, στο Παρίσι κάποιοι δικοί μας γνώριζαν, άνθρωποι χωρίς τις
γνωστές εθνικιστικές καθηλώσεις των γάλλων, καταλαβαίνετε, το ευρωπαϊκό
κλιμάκιο της Εταιρίας χτίστηκε πάνω στα ερείπια της Gladio. Και δεν ήταν λίγοι,
όσοι ήξεραν! Α! σχετικά με τον Γκροσούβρ! Βέβαια, με την λήξη του Ψυχρού
Πολέμου ο Γκροσούβρ ήταν πλέον παροπλισμένος, κανείς δεν τον χρειαζόταν πια,
είχε διατηρήσει ωστόσο κάποιες επαφές στην Εταιρία μέσω της Gladio η γριά
αλεπού, κάτι έμαθε για τις ρώσικες ρουκέτες. Καθώς λοιπόν έψαχνε μιαν υπαρξιακή
κολυμπήθρα να εξαγνιστεί πριν βγει στην αιώνια σύνταξη, χε-χε, σκέφτηκε να
ειδοποιήσει τον Χαμπιαριμάνα να μην πάει το Νταρ ες Σαλαάμ, φοβόταν όμως πως ο
Χαμπιαριμάνα μέσα στον πανικό να σώσει το τομάρι του θα αποκάλυπτε την πηγή της
διαρροής, δηλαδή τον ίδιο τον Γκροσούβρ, οπότε ο Γκροσούβρ ανέθεσε στον
Μομπούτου να ενημερώσει εκείνος τον Χαμπιαριμάνα πως του σκάβαν τον λάκκο χωρίς
να φανεί ο ίδιος. Μεταξύ ψυχροπολεμικών βροντοσαύρων αλληλεγγύη, καταλαβαίνετε,
έτσι πίστευε, χε-χε, αλλά μόλις ο Μομπούτου έμαθε για το σχέδιο πανικοβλήθηκε
αυτός αντί του Χαμπιαριμάνα, ταλαντευόταν, υπερήλικας πια και άρρωστος, ούτε
είχε συνηθίσει στην ανθρώπινη αλληλεγγύη, υποπτεύθηκε πως ο Γκροσούβρ είχε
αλλάξει στρατόπεδο, πως στα γεράματα πούλησε τον Μιτεράν και ερωτεύτηκε ξανά τους
αμερικάνους, και του έλεγε παραμύθια να μποϋκοτάρει την σύσκεψη στο Νταρ ες
Σαλαάμ. Γιατί ο Μομπούτου πίστευε πως η σύσκεψη ήταν δουλειά του Μιτεράν,
παρασκηνιακώς δηλαδή, προκειμένου να πιεσθεί ο Χαμπιαριμάνα από τους γείτονές
του να εφαρμόσει την συνθήκη-σαλατιέρα, καταλαβαίνετε. Αλλά πάλι αν ο Γκροσούβρ
έλεγε την αλήθεια; Κι’ αν υπήρχε πράγματι σχέδιο να ρίξουν το αεροπλάνο του
Χαμπιαριμάνα, γιατί να μην ρίξουν τότε και το δικό του το αεροπλάνο, του
Μομπούτου δηλαδή, μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, που ήταν κι’ αυτός καλεσμένος στο
Νταρ ες Σαλαάμ; Ο Μομπούτου ζούσε στην κόλαση ενός κόσμου χωρίς πίστη σε
τίποτα. Σκέφτηκε λοιπόν να μην πει τίποτα του Χαμπιαριμάνα, μα από την άλλη δεν
μπορούσε να αγνοήσει εντελώς τον Γκροσούβρ, καταλαβαίνετε, ακόμη τον θεωρούσε
καθοριστικό παράγοντα των Ηλυσίων, χε-χε. Έπρεπε λοιπόν οπωσδήποτε να
τηλεφωνήσει του Χαμπιαριμάνα. Πράγματι του τηλεφώνησε, αλλά δεν του είπε τίποτα
συγκεκριμένο, μόνο αοριστίες, οι καιροί είναι πονηροί και χρειάζεται προσοχή
και οι καταστάσεις είναι κρίσιμες και δεν έπρεπε να φεύγει από την Ρουάντα για ασήμαντες
συναντήσεις και μπλαμπλαμπλά. Kι’
ο Χαμπιαριμάνα τον αγνόησε, ίσως δεν κατάλαβε, ίσως δεν τον πίστεψε. Οπότε,
αποτέλεσμα όλης αυτής της παλινωδίας, χε-χε, ο Ζουβενάλ Χαμπιαριμάνα πήγε στο
Νταρ ες Σαλαάμ, αλλά ο Μομπούτου Σέσε Σέκο δεν πήγε, χε-χε, προσποιήθηκε
αδιαθεσία.
****
-Όταν
τσακίστηκε το αεροπλάνο, ο Μομπούτου Σέσε Σέκο συνειδητοποίησε τις τραγικές
συνέπειες της έλλειψης εμπιστοσύνης στους παλιούς φίλους. Τι θα έλεγε τώρα στον
Γκροσούβρ; Που θα τον ρωτούσε αν είχε ειδοποιήσει τον Χαμπιαριμάνα να μην πάει στο
Νταρ ες Σαλαάμ; Έσπευσε λοιπόν να καλύψει την γιγαντιαία γκάφα του με μιαν
γιγαντωδέστερη. Τηλεφώνησε τα καθέκαστα στην μαντάμ Αγκάτ Χαμπιαριμάνα και της
είπε συντετριμμένος πως τον είχε ειδοποιήσει, προσωπικώς και εν πάση
μυστικότητι, τον Πρόεδρο και σύζυγό της, ακριβέστερα τον είχε εκλιπαρήσει να
μην πάει στο Νταρ ες Σαλαάμ, αλλά αλλοίμονο! εκείνος δεν τον πίστεψε -vous exagerez, cher President! του απάντησε ο Ζουβενάλ. Κι’ ο Ζουβενάλ δεν πρέπει
να είχε μιλήσει σε κανέναν, σκεφτόταν ο Μομπούτου, ούτε στην σύζυγό του, που σίγουρα
θα την υποπτευόταν πως του έσκαβε τον λάκκο μαζί με τ’ αδέρφια της. Εt comment est-ce possible, chére Madame! προσποιήθηκε ο πρόεδρος του Ζαΐρ σε γαλλικά λοχία των
αποικιακών δυνάμεων του Βελγίου. Τι γενναία απερισκεψία! Ω! Το λάθος ήταν όλο
δικό του, του Μομπούτου δηλαδή, έπρεπε να την είχε ειδοποιήσει αμέσως εκείνος
την μαντάμ Χαμπιαριμάνα, μεμψιμοιρούσε ο Μομπούτου τηλεφωνικώς, αυτή και η γυναικεία της πειθώ θα τον
είχαν σώσει τον Πρόεδρο, δεν θα τον είχε αφήσει να μπει στο μοιραίο αεροπλάνο!
Δεν παρέλειψε βεβαίως ο Μομπούτου να κατονομάσει και τον Γκροσούβρ, αλλά
εμπιστευτικώς, ναι, ο Γκροσούβρ ήταν η πηγή του, αυτός τον είχε ειδοποιήσει για
την μιαρή ενέδρα, δουλειά του Μουσεβένι και του Καγκάμε…
****
- Η
Αγκάτ Χαμπιαριμάνα (ξανάρχισε ο Κουρτζ στον εφιάλτη μου) έσπευσε να ενημερώσει
τους αδελφούς της για το τηλεφώνημα του Γκροσούβρ. Κι’ αυτοί ενημέρωσαν πάραυτα
τον Μπαρίλ, τον σούπερ χωροφύλακα των Ηλυσίων. Με τον χωροφύλακα, η κλίκα της μαντάμ είχε στενές σχέσεις
από το ενενήντα, διότι ο χωροφύλακας ήταν άνθρωπος του στενού περιβάλλοντος του
Μιτεράν, τους πουλούσε μάλιστα και όπλα, των
ρουαντέζων φίλων μας, από την μαύρη αγορά, χωρίς να φαίνεται η γαλλική
κυβέρνηση. Του είχανε εμπιστοσύνη. Λοιπόν, να τι είχε συμβεί κάτι μήνες πριν
την δολοφονία, ο Μπαρίλ είχε πεταχτεί στο Κιγκάλι για να μιλήσει με τους
κουνιάδους του Χαμπιαριμάνα. Τους είχε ιστορήσει πως αν ο Καγκάμε είχε κατά νου
να βγάλει από τη μέση τον προδότη τον γαμπρό τους, τον αίτιο που είχε φέρει πίσω
τους τούτσι και το FPR
μέσα στο σπίτι τους, ε, λοιπόν τόσο το καλύτερο, γιατί στην περίπτωση αυτή ο
λαός -οι χούτου δηλαδή- θα επαναστατούσαν όπως το πενηνταεννιά -ειδικά άμα τους
τσιγκλάγανε κομμάτι, πράγμα που δεν ήταν δύσκολο με τις οργανώσεις του κόμματος
και το ραδιόφωνο του CDR- και θα τέλειωναν αυτή τη φορά οριστικά με τους
τούτσι, και δικαίως αφού η ύπουλη αυτή ράτσα θα είχε δολοφονήσει τον πρόεδρό
τους -που αίφνης δεν θα ήταν πια προδότης αλλά μάρτυρας- εν ψυχρώ και δολίως. Αν
μάλιστα το FPR έβρισκε πρόφαση να επιτεθεί ξανά -τους διαβεβαίωσε τους κουνιάδους
ο Μπαρίλ- εν τοιαύτη περιπτώσει, ο πρόεδρος Μιτεράν θα βρισκόταν προ
τετελεσμένων, και συνεπώς θα ήταν υποχρεωμένος να στείλει την Λεγεώνα στην
Ρουάντα, αυτή τη φορά pour du bon, μαζί
με αεροπλάνα και άρματα και ελικόπτερα κι' όλα, χε-χε, κι' έτσι θα τέλειωναν
και με το FPR
οριστικώς, μ' έναν σμπάρο δυο τρυγόνια! Κι' έτσι τόχαψαν το παραμύθι περί
βεβαίας γαλλικής επεμβάσεως, οι κουνιάδοι...
****
-Διότι
εκείνο που δεν ήξεραν -και δεδομένης της νοητικής τους κατάστασης ήταν ανίκανοι
να προσεγγίσουν ως βάσιμη υπόθεση- ήταν πως ο χωροφύλακας τραγουδούσε για την
Εταιρία. Τον είχαν προσεγγίσει από τότε που άφησε τις γαλλικές υπηρεσίες και
άνοιξε το δικό του μαγαζί στην Αφρική. Οπότε, ο διοικητής της προεδρικής φρουράς
-άνθρωπος της κλίκας της μαντάμ, βεβαίως-
είπε στις περιπόλους του να κάνουν τα στραβά μάτια εκείνο το βράδυ, και οι εκτελεστές -τρεις κομάντος του FPR- έφτασαν σαν κύριοι έξω
από το αεροδρόμιο, ντυμένοι με τις βελγικές στολές που είχαν εξαφανιστεί λίγο
καιρό πριν από το πιο σικ ξενοδοχείο του Κιγκάλι, χε-χε, όπλισαν τις ρώσικες
ρουκέτες -δεν τις είχε φέρει ο χωροφύλακας όπως πιστεύουν κάτι άγγλοι
κολλεγιόπαιδες της ΜΙ6, είχαν έρθει από την Ουγκάντα, χωμένες σ’ ένα φορτίο
καυσόξυλα για τους φαντάρους του FPR, πρέπει να σας διευκρινίσω- και τώρα περίμεναν ήσυχα ήσυχα
την άφιξη του Φάλκον. Τον Γκροσούβρ τον καθάρισαν τις επόμενες ώρες, δουλειά
του χωροφύλακα όπως καταλαβαίνετε, μην συνεχίσει να ξερνάει κι' αλλού, ο
ξεμωραμένος. Όσο για τον Μιτεράν, ελάχιστα ενδιαφέρθηκε για τα του οίκου του.
Ήταν πολύ άρρωστος πια.
****
-Α! δεν σας είπα το πιο
κωμικό: η χήρα ανέθεσε του χωροφύλακα να αποκαλύψει το σκοτεινό σχέδιο του
Καγκάμε στην κοινή γνώμη, χε-χε, κι’ ας γνώριζε τον ρόλο των αδελφών της στην
δολοφονία του συζύγου της. Έτσι, ο χωροφύλακας εμφανίστηκε στην τηλεόραση και
έδωσε μία παράσταση, La Comédie-Française, cher
monsieur! Kατήγγειλε
για την δολοφονία το FPR,
πράγμα που ήταν τεχνικώς μόνον ορθό, και είπε ακόμη πως τον Γκροσούβρ τον
έφαγαν γιατί μαρτύρησε το σχέδιο με τις ρουκέτες, που ήταν βεβαίως αλήθεια κι'
αυτό, ασχέτως του ότι δολοφόνος του ήταν ο ίδιος o καταγγέλλων. Ο οποίος καταγγέλλων μετά
έβγαλε το μαραφέτι με τα καλώδια, το κουνούσε στην τηλεόραση πως είναι το μαύρο κουτί, χε-χε, όμως οι κατασκευαστές
του κουτιού βγήκαν την επομένη και είπαν δημοσίως πως δεν ήταν το μαύρο κουτί, το μαραφέτι, αλλά ένα κομμάτι
από τον αυτόματο πιλότο. Κι’ έγινε ντόρος, κι’ όλος ο κόσμος έμαθε πως το μαύρο κουτί είναι πορτοκαλί, και βγήκε και
η Ντασσώ και δήλωσε πως τα Φάλκον της δεν έχουν μαύρο κουτί, έτσι κι’ αλλοιώς. Ε ναί, ποιος να πιστέψει μετά τις
τερατολογίες του χωροφύλακα. Μεγαλοφυής κίνηση! Ο χωροφύλακας είχε ξεβρακωθεί
επίτηδες, καταλαβαίνετε, με τις αυτοδιαψευδόμενες μαλακίες του, είχε κάψει τα
χαρτιά του σκοπίμως, οι πληροφορίες είναι όπως τα μήλα, βάζετε ένα σάπιο στο
πανέρι και σαπίζουν όλα, εν ολίγοις ο χωροφύλακας έκανε όλο αυτό το τσίρκο ώστε
να λέει την αλήθεια για την δολοφονία και να μην τον πιστεύουν, κι’ όλες οι
υποψίες να πέσουν πάνω στις γαλλικές υπηρεσίες. Και ο Καγκάμε βγήκε λευκή
περιστερά. Και η χήρα και οι κουνιάδοι δεν κατάλαβαν τίποτε. Για το πως ακριβώς
τους πούλησε ο χωροφύλακας. Ποτέ τους!
****
-Ενώ ο χωροφύλακας
έδινε σόου στην τηλεόραση, οι κουνιάδοι είχαν βάλει μπροστά το μεγαλεπήβολο
σχέδιο να απαλλαγούν απ' τους τούτσι, και περίμεναν και τον γαλλικό στρατό,
αλλά είχαν βγάλει τα μάτια τους μόνοι τους δηλαδή, γιατί το FPR είχε φτάσει ήδη στο Κιγκάλι, και ο
γαλλικός στρατός ήρθε, όπως είχε υποσχεθεί ο χωροφύλακας, αλλά όχι τον Aπρίλιο, ούτε τον Μάϊο, ήρθε
τον Ιούνιο, με τρεις μήνες καθυστέρηση, γιατί τόσο χρειάστηκε στην γαλλική
διπλωματία να μεταστρέψει τις ισορροπίες στο Συμβούλιο Ασφαλείας και στο FPR να
πετάξει τους κουνιάδους μαζί με δύο εκατομμύρια χούτου στο Ζαΐρ, χε-χε, τι σας
έλεγα; χτυπάς την μία μπάλα, χτυπάει την άλλη κι' αυτή την άλλη, χε-χε,
αλυσιδωτή αντίδραση, το μπουρδέλο είχε φτάσει στο Ζαΐρ, μεγάλος μαιτρ ο
χωροφύλακας...
****
-Πάντως, τι σημασία
έχει αν είναι έτσι ή αλλιώς; Μπορώ να σας ξεφουρνίσω τριάντα τέτοιες ιστορίες
σαν κι' αυτή, και μαζί τις αντίθετές τους σε όσες παραλλαγές θέλετε, πιθανόν ο
Γκροσούβρ όντως να αυτοκτόνησε, ή να τον σκότωσαν για άλλους λόγους, ήταν
μπερδεμένος και στις μεγαλοαπάτες του χρηματιστήριου, ξέρετε, για κατάχρηση πληροφοριών. Κι' άλλωστε, ο
Γκροσούβρ μπορεί και να δούλευε για την Εταιρία τελικώς -όπως οι περισσότεροι
της Gladio-, ίσως να
μην ειδοποίησε ποτέ τον Μομπούτου, αντιθέτως, ίσως αυτός να έστησε το σχέδιο με
τις ρουκέτες, αλλά μετά τον ξετρύπωσε ο χωροφύλακας, πάντα πιστός στην Μαριάννα, και τον έβγαλαν από τη μέση οι
βατραχοφάγοι, κάπως άκομψα είναι αλήθεια, αλλά τι λειτουργούσε σωστά στο
βασίλειο της Μιτερανίας; Αλλά και αυτή η εκδοχή μπορεί να είναι μπούρδες, ο
χωροφύλακας να μην είχε ιδέα για το σχέδιο με τις ρουκέτες, κι' εκείνο το
τηλεοπτικό σόου με τον αυτόματο πιλότο, χε-χε, τι τα θέλετε, το κέρδος, το
κέρδος, να κοστολογήθηκε μερικές χιλιάδες δολάρια στην τεθλιμμένη και αφελή
πελάτιδά του, την χήρα Χαμπιαριμάνα. Που πίστευε στην διεθνή συγκίνηση και το
ρεύμα συμπαράστασης που θα προκαλούσαν οι αποκαλύψεις του χωροφύλακα, να
μεταστραφεί το κλίμα, να μοιραστούν την εξουσία με το FPR στην ανάγκη, να επιστρέψουν
στην Ρουάντα, τέλος καλό, όλα καλά …
****
-Κι' άλλωστε είναι πιθανόν
το αεροπλάνο να το έριξαν οι εσκιμώοι. Ή πιθανόν ο Χαμπιαριμάνα να μην ήταν
μέσα. Και τώρα να πίνει μαργαρίτες στο Ακαπούλκο. Πρέπει να καταλάβετε,
αγαπητέ, πραγματικότης δεν υπάρχει, η πραγματικότης είναι το φαίνεσθαι, η
πραγματικότης είναι τα όνειρα και οι εφιάλτες μας, πραγματικότης είναι η βεβαιότης
ότι συνέβη ή δεν συνέβη κάτι, και τέλος πάντων, κάποιος πρέπει να την επινοεί
συνεχώς αυτήν την βεβαιότητα, διότι η βεβαιότης αύριο θα είναι κάτι
διαφορετικό, οι τούτσι χτες ήταν κομμουνιστικά σκατά και σήμερα είναι μάρτυρες
της Γενοκτονίας, η Γη κινείται γιατί αλλάζει αυτή η βεβαιότης, τι σημασία έχει
-για τ' Όνομα του Υψίστου!- τι σημασία έχει ποιανού ήταν το σχέδιο με τις
ρουκέτες και ποιος το διεκπεραίωσε, το θέμα είναι αλλού, το μπουρδέλο έπρεπε να
μετακινηθεί, έπρεπε να βρεθεί τρόπος να κυλήσει από την Ρουάντα ως εδώ, στο
Ζαΐρ, στο Κονγκό, στο Κιβού, στην μαύρη τρύπα με το κολτάνιο, οι μπάλες του
μπιλιάρδου που σας έλεγα, δεν σας μιλώ για το αμερικανογαλλικό καυγαδάκι, δεν
διαφωνώ, το αμερικανογαλλικό καυγαδάκι πρέπει να διευθετηθεί, δεν συμφέρει
κανέναν, πρέπει να βρεθεί ένα modus
vivendi τέλος πάντων, οι κινέζοι καιροφυλακτούν, βλέπετε τι συμβαίνει στο
Νταρφούρ, το μπουρδέλο όμως είναι άλλο θέμα, το μπουρδέλο πρέπει να διαφυλαχθεί
ως κόρη οφθαλμού, είναι μια δημιουργική αντίθεση, κρατάει τις τιμές του
κολομβοτανταλίτη χαμηλά, εξοργίζομαι με τους αυτόκλητους, τους αλτρουιστές κι’
όλους αυτούς τους νάρκισσους που θέλουν να βάλουν εδώ πέρα κάποια τάξη, και
ποιος τους είπε πως το μπουρδέλο δεν έχει τάξη, η ασφαλέστερη εφικτή σταθερότης
είναι η διαρκής αποσταθεροποίηση...
****
-Σκηνοθετώ,
αντιλαμβάνεστε; σκηνοθετώ, δεν είναι απλώς ίντριγκα, είναι η Τέχνη του
Αμοιβαίου Φόβου, χρησιμοποιείστε το μυαλό σας, τι απαιτήσεις θα έχει αυτός ο
άγριος αν αύριο -υποθετικώς πάντα- εξέλιπε το δέος του αντιπάλου αγρίου, αυτές
οι συμμορίες που εκτρέφω, αρκτικόλεξα δίχως έννοια, μονομάχοι στην αρένα της
Υφηλίου, καλέ μου κύριε, σπέρνουν τα ζιζάνια και διατηρούν την ισορροπία... Τα
παιδιά, τα παιδιά, δεν ξέρετε τι θαύματα μπορούν να κάνουν με τις χειροβομβίδες
τα παιδιά, δεν σκέπτονται, δεν έχουν υπερεγώ, τα ζηλεύω, η πρωτόπλαστη
ελευθερία στην φυσική της αφέλεια, τα ζηλεύω τα παιδιά, πεθαίνουν χωρίς να πάνε σχολείο, συνεχές σκασιαρχείο, τι
ομορφιά! όλο σκανταλιές, θες να λιώσεις το κεφάλι σ’ ένα νεογέννητο; να γαμήσεις
πεντάχρονη; ω! τα κομμένα κεφάλια στα παλούκια, καμία σημασία, είναι το laissez
faire, laissez passer στην πιο καθαρή του μορφή, καλό, κακό, προσχήματα των
αδυνάτων, πόλεμος και ασθένεια, ο έλεγχος των γεννήσεων στο χαμηλότερο κόστος…
****
-Φυσική επιλογή είναι η βούληση των
ανωτέρων, χρειαζόμαστε ζωτικό χώρο, έχετε διαβάσει Μάλθους; Νίτσε; Δαρβίνο; Χάιντεγκερ;
Ταράχτηκαν οι Φαρισσαίοι, ουαί! ουαί! λέγω υμίν, ταράχτηκαν από τον σκοπό χωρίς
προσχήματα, από το κορμί χωρίς ηθική, από το σπέρμα το πατροκτόνο, ενοχλήθηκε η
Εταιρία επειδή τα γράφω στο μπλόγκ, τι υποκριτές, ο Λεοπόλδος, ο Λεοπόλδος,
μόνον αυτός είχε καταλάβει...Στείλαν εσένα…Ένας μπακαλόγατος να εισπράξει τον
λογαριασμό…Στην θυσία μου η αλήθεια θα
λάμψει, δεν υπάρχει αλήθεια, η αρμονία μου θα φωτίσει ένα Νέο Πολιτισμό…
Μου μίλαγε με την
τσιριχτή φωνούλα του καθώς κοιτιόταν σ’ ένα καθρέφτη.
-Αν τον γυρίσω πάνω
σου, το είδωλό μου θα δεις, εσύ είσαι κανένας. Η ευμάρειά σου, το λάϊφστάϊλ
σου, το σέρφινγκ στο ίντερνετ, το πλεϊστέϊσιον για τα Χριστούγεννα, τα
διαμαντένια σκουλαρίκια της γυναίκας σου, η πολεμική τεχνολογία και η Επιβίωση
της Φυλής είμαι Εγώ, γενοκτονία και γενοκτονία συνεχώς, τι εννοούν μ' αυτό;
Υφίστασαι γιατί Είμαι…
Έτσι παραληρώντας
έβαλε μπροστά μου ένα πιάτο γλυκάδια με καφτερές πιπεριές.
-Σ’ άρεσαν; είπε μετά.
«Είναι ανθρωπινά… η Φρίκη…Η Φρίκη…Ή την παίρνεις μαζί σου ή πάει εναντίον
σου…Και επί Γης Ειρήνη…»
Την άλλη μέρα ο
κοντός-φανέλα-με-το-εννιά μου έφερε το κεφάλι του σερβιρισμένο σε φύλλα
μπανανιάς. Του είχαν γεμίσει το στόμα με την μαύρη λάσπη του κολτάνιου. Μ’
έβγαλαν βίντεο να το κρατάω με μια μασέτα ματωμένη στο άλλο χέρι και φόντο τα
αρχικά κάποιας επινοημένης οργάνωσης. Δεν ήταν το δικό του αίμα, είχε ξεραθεί,
σφάξαν μια κότα επί τούτου.
–Μην ανησυχείς για το βίντεο, μάλλον δεν θα το
χρειαστούν ποτέ, είπε ο κοντός. "Αν, βέβαια, δεν αρχίσεις να διαδίδεις
ανοησίες. Σ’ άρεσε το Κονγκό;"
Κύριο Κούρτζ νεκρός.
Τόξερε, τον είχαν
ξεγράψει. Γι' αυτά που έλεγε, όχι γι' αυτά που έκανε.
Σε αντίθετη πορεία τώρα εγώ, κατέβαινα πάλι το ποτάμι, ξύπναγα από ομόκεντρους
εφιάλτες, ρώσικες κούκλες με την μορφή του Γκροσούβρ, του χωροφύλακα, του
Καγκάμε, του Χαμπιαριμάνα, της χήρας, η μια μέσα στην άλλη, δεν τέλειωναν,
δώστου πάλι απ’ την αρχή, ξανάβγαιναν μ’ άλλη σειρά, ο Καγκάμε, ο χωροφύλακας,
η χήρα, ο Γκροσούβρ, ο Χαμπιαριμάνα...
Συνένοχος τώρα,
Ρουάντα, στην παιδική σου αγριότητα.
Τα πηγαινέλα και παρεδώσε του λοχαγού Μπάγιε Ντιάνε από
την Σενεγάλη
(Κιγκάλι,
7 Απριλίου - 31 Μαΐου 1994)
Η Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα
ήταν χούτου. Είχε γεννηθεί από αγρότες γονείς κοντά στο Μπουτάρε, το 1953. Ήταν
καθηγήτρια μαθηματικών, και ανήκε στην μετριοπαθή τάση του MDR, του κόμματος
της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα ήταν ελάχιστα συμπαθής
στο προεδρικό περιβάλλον. Ως υπουργός παιδείας της πρώτης πολυκομματικής
κυβέρνησης είχε καταργήσει τις ποσοστώσεις στην εισαγωγή των τούτσι στο
πανεπιστήμιο, κι' είχε περιορίσει την σκανδαλωδώς προνομιακή μεταχείριση στις
εξετάσεις των μαθητών από το Γκισένι, ιδιαιτέρα πατρίδα του προέδρου Χαμπιαριμάνα.
Ωστόσο, τον Ιούλιο του 1993, η Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα διορίστηκε πρωθυπουργός από
τον Χαμπιαριμάνα τον ίδιο, μετά από εισήγηση του προέδρου του κόμματός της Φαουστέν
Τουαγκιραμούνγκου.
Ορίστε η εξήγηση του
πολιτικού αυτού παραδόξου:
Ο πρόεδρος της
Δημοκρατίας και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχαν συμφωνήσει στην
επιλογή της νέας πρωθυπουργού για διαφορετικούς λόγους. Ο Τουαγκιραμούνγκου
πήγαινε για πρωθυπουργός της κυβέρνησης ευρείας βάσεως που θα προέκυπτε από την
εφαρμογή της συνθήκης της Αρούσα. Προς τούτο έπρεπε να αποφύγει τις αντιδράσεις
των ακραίων, που βρίσκονταν και μέσα στο ίδιο του το κόμμα. Έψαχνε, λοιπόν,
κάποιον ενδιάμεσο πρωθυπουργό να φορτωθεί το κόστος της υπογραφής της συνθήκης
πριν αναλάβει ο ίδιος την δουλειά. Από την άλλη, ο Χαμπιαριμάνα έλπιζε πως η
επιλογή της Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα θα ξεσήκωνε άγριες φουρτούνες ανάμεσα στις δυο
αλληλοσπαρασσόμενες τάσεις του MDR, που ήταν και ο βασικός πολιτικός του
αντίπαλος. Και δεν έπεσε έξω. Λίγο μετά, οι εσωκομματικοί αντίπαλοι του
Τουαγκιραμούνγκου -οι ορκισμένοι πολέμιοι της συνθήκης, οι τουτσιφάγοι, οι
σκληροπυρηνικοί χούτου- στρίμωξαν την πρωθυπουργό μέσα στο σπίτι της και την
υποχρέωσαν να υπογράψει την παραίτησή της. Όμως την επομένη, η Αγκάτ
Ουιλιιγκιμάνα βγήκε και είπε τι είχε ακριβώς συμβεί. Η παραίτηση έμεινε σ'
εκείνο το χαρτί που είχε υπογράψει δια της βίας, κι' έτσι η πρώτη γυναίκα
πρωθυπουργός της Ρουάντας έμεινε στη θέση της μέχρι που δολοφονήθηκε, τα
χαράματα της 7ης Απριλίου του 1994.
Να πως έγιναν όλα:
μερικές ώρες μετά την κατάρριψη του προεδρικού Φάλκον, η πρωθυπουργός ζήτησε
από τον στρατηγό Νταλαίρ την προστασία των κυανοκράνων για να πάει στον κρατικό
ραδιοσταθμό. Ήθελε να στείλει σε όλες τις πλευρές το μήνυμα πως η κατάσταση
ήταν υπό έλεγχο, πως η χώρα είχε νόμιμη κυβέρνηση, και πως η συνθήκη της Αρούσα
ήταν ακόμη σε ισχύ. Ο Νταλαίρ έστειλε στο σπίτι της τρία τζιπ με έντεκα βέλγους
αλεξιπτωτιστές της ειρηνευτικής δύναμης. Καθώς όμως ο στρατός και οι
ιντεραχάμουε είχαν αποκλείσει με οδοφράγματα τους δρόμους, οι βέλγοι έκαναν
τρεις ώρες να φτάσουν στον προορισμό τους. Όταν έφτασαν, στο σπίτι βρίσκονταν ήδη
οι άντρες της προεδρικής φρουράς. Καθώς οι ακραίοι του καθεστώτος είχαν
διαδώσει πως οι βέλγοι ήταν πίσω από την
δολοφονία του Χαμπιαριμάνα, οι ρουαντέζοι άνοιξαν πυρ στους αλεξιπτωτιστές.
Ακινητοποιήθηκαν αυτοί, κανείς δεν έστελνε ενισχύσεις να τους ξελασπώσει, και
μην έχοντας σαφείς διαταγές τι έπρεπε να κάνουν σ' αυτή την περίπτωση,
παραδόθηκαν. Είχε ξημερώσει όταν τους πήγαν σ' ένα στρατόπεδο των FAR εκεί
κοντά. Δύο τους λύντσαραν στον δρόμο. Πέρασε ο Νταλαίρ από εκεί και είδε τα
πτώματα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει και πολλά, και τόκανε γαργάρα το επεισόδιο.
Όπως και όλα τα άλλα που επακολούθησαν. Ωστόσο, έμεινε στο Κιγκάλι. Κι΄ όποιος
δεν κολύμπησε απέναντι να μην περιγελάει αυτόν που πνίγηκε, λέει μια αφρικάνικη
παροιμία. Τους υπόλοιπους βέλγους τους πήραν μέσα στο στρατόπεδο και τους
παρέδωσαν στον όχλο των φαντάρων. Μερικοί κατάφεραν να σκοτώσουν έναν στρατιώτη
και να του πάρουν το όπλο, οχυρώθηκαν σ' ένα κτίριο και αντιστάθηκαν μέχρι που
τους τέλειωσαν οι σφαίρες. Μετά τους σκότωσαν κι' αυτούς. Τους πέντε γκανέζους
που φύλαγαν το σπίτι της πρωθυπουργού, τους άφησαν ελεύθερους.
Η Αγκάτ Ουιλιιγκιμάνα,
ο άντρας της και τα παιδιά τους προσπάθησαν να κρυφτούν στο γειτονικό σπίτι
ενός υπαλλήλου του ΟΗΕ, καθώς όμως τους κυνήγησαν κι' εκεί, το ζευγάρι
φανερώθηκε προκειμένου να γλιτώσει τα παιδιά. Τους εκτέλεσαν και τους δύο
αμέσως.
Τα καθέκαστα
μαθεύτηκαν από κείνους που κατέφυγαν στο ξενοδοχείο του Μπάγιε τις επόμενες
ώρες.
****
Ο λοχαγός Μπάγιε
Ντιάνε υπηρετούσε στους στρατιωτικούς παρατηρητές, το σώμα των άοπλων
αξιωματικών της ειρηνευτικής δύναμης που επιτηρούσε τις κινήσεις των δύο υπό
συγχώνευση στρατών. Ήταν ευσεβής μουσουλμάνος, παιδί μιας πολυμελούς
οικογένειας από την Ντακάρ, κι' ο μόνος από τα αδέλφια του που σπούδασε στο
πανεπιστήμιο. Ύστερα κατατάχτηκε στον σενεγαλέζικο στρατό. Ήταν παντρεμένος με
δύο παιδιά. Πρέπει να ήταν κάτι παραπάνω από τριάντα χρονών.
Μόλις ο Μπάγιε έμαθε
τον θάνατο της Αγκάτ Ουιλιγκιιμάνα, εξαφανίστηκε. Επικοινώνησε αργότερα με έναν
συνάδελφο και συμπατριώτη του, και του είπε πως είχε βρει τα παιδιά της
πρωθυπουργού, και πως θα προσπαθούσε να τα πάρει από την κρυψώνα τους, γιατί αν
οι ιντεραχάμουε γύριζαν θα τα σκότωναν οπωσδήποτε. Εκείνος του είπε πως θα του
έστελνε κάλυψη, αλλά αυτό ήταν ανέφικτο, γιατί μετά την σφαγή των βέλγων
οι κυανόκρανοι κλείστηκαν στους
στρατώνες τους με διαταγή του Νταλαίρ. Τότε, ο Μπάγιε πήγε και βρήκε τα παιδιά,
τα έκρυψε στο αυτοκίνητό του -ένα τετρακίνητο λευκό πικ απ, Νισσάν ή Τογιότα,
με τα τεράστια αρχικά UN που βλέπουμε στις ειδήσεις- και περνώντας τα εικοσιέξι
οδοφράγματα που ήταν στημένα στην διαδρομή, τα έφερε στο ξενοδοχείο του.
Μερικές μέρες αργότερα τα έβαλε σ' ένα αεροπλάνο του ΟΗΕ που θα πέταγε για
Ελβετία.
Καθώς οι σφαγές
γενικεύτηκαν στο Κιγκάλι κι' άρχισαν και οι μάχες των κυβερνητικών με το FPR,
οι μοναχικές εξαφανίσεις του Μπάγιε άρχισαν να γίνονται όλο και πιο συχνές. Από
τους ανθρώπους όμως που εμφανίζονταν φουρνιές-φουρνιές στην πίσω αυλή κι'
ύστερα εξαφανίζονταν για να δώσουν τη θέση τους σε άλλους, οι ελάχιστοι πελάτες
του ξενοδοχείου, όλοι μέλη διεθνών οργανισμών και δημοσιογράφοι που είχαν το
τσαγανό να μείνουν στο Κιγκάλι εκείνο τον Απρίλιο, έβγαλαν το συμπέρασμα πως ο
Μπάγιε Ντιάνε -κι' αυτό αντίθετα με τις διαταγές που απαγόρευαν στο προσωπικό
της ειρηνευτικής δύναμης να ανακατεύεται στις ξένες δουλειές- φυγάδευε τούτσι,
κι' ότι από τις περιοχές των κυβερνητικών τους περνούσε στην ζώνη ελέγχου του
FPR. Κανένας δεν μπορούσε όμως να εξηγήσει πως κατάφερνε να κρύβει πέντε κι'
έξι ανθρώπους κάθε φορά στο πικ απ, να περνάει σώος από τις γραμμές των
εμπολέμων και τα μπλόκα των ιντεραχάμουε, και να ξαναρχίζει το ταξίδι, δύο,
τρεις ή και περισσότερες φορές την ίδια μέρα.
Εγώ τον Μπάγιε Ντιάνε
δεν τον γνώρισα ποτέ. Όταν πήγα στην Ρουάντα είχε ήδη σκοτωθεί. Όσα μεταφέρω
εδώ είναι αφηγήσεις άλλων. Φαίνεται πάντως πως ο Νταλαίρ δεν τον είχε διαλέξει
τυχαία για το πόστο του συνδέσμου με την ηγεσία του κυβερνητικού στρατού, γιατί
ο Μπάγιε είχε το εξαιρετικό χάρισμα να κάνει τον οιονδήποτε -βασιλέα ή
στρατιώτη, πλούσιο ή πένητα- φίλο του μέσα σε πέντε λεπτά. Μιλούσε με τους
πάντες, δημοσιογράφους, ανθρώπους των ανθρωπιστικών οργανώσεων, χαρτογιακάδες
του ΟΗΕ, φαντάρους και αξιωματικούς του FPR, απλούς κυανόκρανους και
ρουαντέζους πολιτικούς κάθε παράταξης. Και μιλούσε για τα πάντα: από τις μάχες
που μαίνονταν στην πόλη μέχρι για το φαβορί στο Κόπα Άφρικα. Κατέγραφε τα πάντα
σε μια μικρή βιντεοκάμερα, η οποία βρέθηκε μετά και παραδόθηκε στην γυναίκα
του. Ήταν γενναιόδωρος και συγχρόνως πειραχτήρι, συνήθιζε να σε φυτιλιάζει για
λίγο πριν σου προσφέρει την φιλία του. Επίσης ήταν ψηλός και μονίμως ευδιάθετος
και ανέμελος, πράγμα παράδοξο σ' εκείνες τις συνθήκες.
Προπάντων ευδιάθετος
και ανέμελος. Άμα δείχνεις ανέμελος, περνάς παντού. Κατά κάποιο τρόπο, οι
σφαγείς των δρόμων ήταν πεπεισμένοι πως κάποιος υψηλά ιστάμενος του είχε
επιτρέψει να πηγαινοέρχεται ανεξέλεγκτα, αλλιώς δεν θα ήταν έτσι ανέμελος,
οπότε αν του δημιουργούσαν προβλήματα, εκείνοι θα βρίσκανε τον μπελά τους κι'
όχι ο Μπάγιε. Σ' αυτή την εντύπωση συνέβαλε και το γεγονός ότι ο Μπάγιε είχε
παρτίδες με την ηγεσία τους, συνδιαλεγόταν με στρατηγούς και ταξιάρχους και
συνταγματάρχες των FAR, και με στελέχη της κυβέρνησης και του κόμματος και των
ιντεραχάμουε. Επιπλέον ήταν σενεγαλέζος και οι σενεγαλέζοι ήταν με το μέρος
τους γιατί μίλαγαν γαλλικά, ανήκαν στην μεγάλη οικογένεια της γαλλόφωνης
Αφρικής. Κι' επιπλέον ο Μπάγιε δεν ήταν ψηλομύτης όπως οι άλλοι του ΟΗΕ, άσπροι
και μαύροι. Ήταν -πως το λέμε- δικός τους άνθρωπος, των σφαγέων. Ο Μπάγιε
έπρεπε να ήξερε πολύ καλά τον μηχανισμό αυτής της βουβής - και παράλογης επίσης-
υποβολής και τον χειριζόταν άψογα. Άλλοτε μερικά τσιγάρα και τίποτε ψιλά έδιναν
κάποιο επιπλέον κίνητρο στους εξαθλιωμένους ιντεραχάμουε. Και κανείς δεν έψαχνε
το πίσω κάθισμα ή την καρότσα του πικ άπ, κάτω από καμιά κουβέρτα ή κανένα
μουσαμά. Στο κάτω-κάτω, δεν είναι ευγενικό να μην δείχνεις εμπιστοσύνη σ' έναν
φίλο. Κάπως έτσι πρέπει να γινόταν. Αν και κανένας δεν εξήγησε πλήρως το
μυστικό του Μπάγιε Ντιάνε να κάνει τους ανθρώπους αόρατους.
Όχι πως οι
ταχυδακτυλουργίες του Μπάγιε ήταν χωρίς κινδύνους. Έπαιζε με κατά συρροήν
δολοφόνους, κι' έπαιζε ανάμεσα σε δύο στρατούς που αντάλλασσαν αληθινά πυρά.
Έπαιζε την ζωή του στο τάβλι, σε κάθε διαδρομή και σε κάθε οδόφραγμα, πόρτες και φεύγα, ετούτος ο Χουντίνι.
Ίσως τα λογοπαίγνια να μην αρμόζουν σ' αυτή την αφήγηση, όμως κι’ ο ίδιος ο
Μπάγιε Ντιάνε μετήρχετο των πλέον ευφάνταστων και αιφνιδιαστικών ευφυολογημάτων
προκειμένου να μεταμορφώσει εκείνους τους παράφρονες σε Αγγέλους Κυρίου. Κάποια
φορά τον σταμάτησαν οι παρακρατικοί σε ένα μπλόκο, κι' έτυχε να έχει στο
αυτοκίνητό του τον Μαρκ Ντόιλ, δημοσιογράφο του BBC, τον οποίο ένας έξαλλος
πολιτοφύλακας πέρασε για βέλγο και ήθελε να τον ξεκάνει. Ούρλιαζε ο δολοφόνος,
είχε βάλει το κεφάλι του μέσα στο παράθυρο του αυτοκινήτου, και τον απειλούσε
με μία απασφαλισμένη χειροβομβίδα αιγυπτιακής κατασκευής.
-Όχι, όχι, του είπε πρόσχαρα
ο Μπάγιε, "εγώ είμαι ο βέλγος, ο βέλγος εδώ πέρα είμαι εγώ, να, κοίτα,
μαύρος βέλγος!"
Ο δολοφόνος χαλάρωσε, του φάνηκε αστείο, ο
μαύρος βέλγος, ασυνείδητα ίσως η αναβάθμιση του μαύρου στο επίπεδο του βέλγου να λειτούργησε θετικά. Κολακευόταν.
- Άμα θες να ξέρεις,
του εξήγησε μετά ο Μπάγιε, "αυτός είναι του BBC, είναι εγγλέζος, καμία
σχέση με βέλγο, δες την ταυτότητά του."
Κι' ο άλλος, που
πιθανότατα να μην ήξερε κι' ανάγνωση αλλά να ντρεπόταν να το ομολογήσει
φωνάζοντας κάποιον εγγράμματο συνάδελφό του, τους άφησε να περάσουν.
Ο Μπάγιε Ντιάνε ήταν
δύσπιστος με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
-Γιατί λες συνέχεια
πως οι ιντεραχάμουε σκοτώνουν τους τούτσι; ρώτησε κάποτε τον Ντόιλ.
-Γιατί τους σκοτώνουν,
απάντησε ο Ντόιλ.
-Ναι, αλλά άμα το λες
κάνεις την δουλειά μας δυσκολότερη, του είπε ο Μπάγιε.
Κι' από μία πλευρά
είχε δίκιο. Κανένα λαθρεμπόριο δεν ευνοήθηκε από τα φώτα της δημοσιότητος, και
το λαθρεμπόριο ανθρώπων του Μπάγιε δεν θάκανε εξαίρεση. Τσακώθηκαν ο Μαρκ με
τον Μπάγιε μετά από αυτήν την συζήτηση. Παρέμειναν όμως φίλοι.
Παραδόξως, τον Μπάγιε
Ντιάνε δεν τον σκότωσαν ούτε οι ιντεραχάμουε ούτε οι FAR. Στις 31 Μαΐου, καθώς
επέστρεφε στο στρατηγείο της ειρηνευτικής δύναμης σταμάτησε για λίγο σ' ένα
μπλόκο. Ετοιμαζόταν να περάσει, όταν ένα βλήμα από όλμο του FPR έσκασε πίσω από το αμάξι του. Ένα θραύσμα
πέρασε από το τζάμι και τον πήρε στο κεφάλι.
Το νέο κυκλοφόρησε
αστραπιαία παντού. Στους συναδέλφους του, στους υπαλλήλους του ΟΗΕ, στους
δημοσιογράφους, σ' όλους. Τον βρήκαν στο αυτοκίνητό του λουσμένο στα αίματα. Τα
χάσανε. Ας ήταν το Κιγκάλι γεμάτο πτώματα, μ' αυτόν ήταν αλλιώς, τον ξέρανε,
πριν λίγο τους μίλαγε, μόλις τους είχε χαιρετήσει, ίσως τους είχε πει σε πόση
ώρα θα επέστρεφε. Τώρα γύρευαν την επίσημη στολή του να τον ντύσουν, κι' έναν νεκρόσακκο
να τον βάλουν μέσα, ήθελαν να κάνουν τα πράγματα σωστά, να δείξουν λίγο
σεβασμό, αλλά τέτοιο πράγμα -ο νεκρόσακκος δηλαδή- δεν βρισκόταν σ' όλη την
αποστολή, κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς έπρεπε να γίνει, τελικώς τον τύλιξαν σ'
έναν γαλάζιο μουσαμά της UNICEF, δεν χώραγε, τα πόδια του περίσσευαν, ο Μπάγιε
ήταν μακρυπόδαρος, πολύ ψηλός.
Την άλλη μέρα τον
χαιρέτησαν με αναφιλητά στο αεροδρόμιο.
ΤΕΛΟΣ
Συγκλονιστικό κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό που κάνει τα γεγονότα της Ρουάντα να διαφέρουν από άλλες εμφύλιες συγκρούσεις & σφαγές, είναι η κλίμακα, μ' άλλα λόγια η μαζική συμμετοχή του πληθυσμού (και μάλιστα χωρίς τη χρήση πυροβόλων όπλων, αλλά κυρίως ματσετών κλπ!).
Είχα διαβάσει πως μια αιτία ήταν ότι η Ρουάντα είναι η πιο πυκνοκατοικημένη χώρα της Αφρικής: καθώς ήταν χώρα αποκλειστικά αγροτική, οι κλήροι ήταν μικροί κι επιπλέον (κατάλοιπο της αποικιοκρατίας που διέβρωσε την κοινοτική ιδιοκτησία γης) οι κλήροι μοιράζονταν ίσα σε όλους τους απογόνους του ιδιοκτήτη, με αποτέλεσμα σταδιακά να καταλήγουν σε μεγέθη ανίκανα να συντηρήσουν τους καλλιεργητές τους. Έτσι, οι εθνοτικές διαιρέσεις αποτέλεσαν πρόσχημα για αρπαγές περιουσιών & εδαφών των "άλλων" γειτόνων! Τέτοια φαινόμενα παρατηρούνται σε κάθε εμφύλιο (ο δικός μας χαρακτηριστικό παράδειγμα), αλλά εδώ ίσως ήταν η σπίθα που 'βαλε φωτιά στον κάμπο, λόγω κλίμακας.
Θα μ' ενδιέφερε να μάθω την άποψή σας.
Ο υπερπληθυσμός ήταν ένα πρόβλημα, όμως ασφαλώς όχι καθοριστικό. Το κλίμα και το έδαφος της περιοχής είναι τέτοια που επιτρέπουν δύο τουλάχιστον συγκομιδές τον χρόνο. Πήγα εκεί το 1995, έναν χρόνο μετά την Γενοκτονία. Παρά την τεράστια καταστροφή, ο τόπος δεν είχε σταματήσει να παράγει. Δεν διαπίστωσα ίχνη υποσιτισμού όπου κι' αν πήγα, σε πόλεις και σε αγροτικές περιοχές, και η αγορά του Κιγκάλι και του Μπουτάρε ήταν γεμάτη από κάθε είδους ντόπια αγροτικά προϊόντα, σε επάρκεια, αν και σε τσιμπημένες τιμές για τους ντόπιους. Γι' αυτό και πιστεύω πως η κατάτμηση της γης δεν ήταν ο καθοριστικός παράγοντας της όξυνσης. Από την άλλη, ο έλεγχος του κράτους πάνω στον πληθυσμό είναι πρωτοφανής και βαθιά ριζωμένος στην πολιτική κουλτούρα του τόπου, είτε μιλάμε για την Ρουάντα του Χαμπιαριμάνα, είτε για κείνη του Καγκάμε, είτε για την προαποικιακή Ρουάντα. Έτσι, είναι βέβαιο πως η Γενοκτονία έδωσε την αφορμή σε πάρα πολλούς να οικειοποιηθούν την γη ή την περιουσία των γειτόνων τους, αλλά χωρίς την πρωτοβουλία του κρατικού και κομματικού μηχανισμού του καθεστώτος, οι σφαγές δεν θα είχαν ξεκινήσει, ή θα είχαν περιοριστεί σε μεμονωμένα τοπικά επεισόδια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΓ. Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια!