Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από Ιούνιος, 2017

IX. Πως τα περάσαμε μετά. (Ο Εικονολήπτης, τέλος.)

Εικόνα
Δειλινό το Φθινόπωρο. Μελάνι, παστελ, ακρυλικά, σε μπλοκ ιχνογραφίας, 1 8Χ15 cm, 2017 Με το απογευματινό καράβι που γυρνάει Πειραιά φύγανε τα ντάτσουν. Αφού αδειάσανε το νησί απ' όλες τις παλιατσαρίες που είχε μαζέψει η χρονιά ολόκληρη για ανακύκλωση. Μπαταρίες, πλαστικά, αλουμίνιο, κουζίνες, λεκάνες αποπάτων, γκαζοντενεκέδες, καλαπόδια, γρανάζια από εξωλέμβιες, αμπαζούρ, εκδραματίσεις, κουρτινόξυλα, και άλλα. Ο Ηρόδοτος Τσιρκινίδης ανέβασε τον Κανδαύλη αμέσως μετά τον Δεκαπενταύγουστο. Πρωταγωνίστησε η Τζίνα. Ήρθε πάλι κόσμος από την Νέα Υόρκη, Παρίσι, Μπουένος Άιρες και τα λοιπά. Πιο πολύς, νομίζω. Είχε φέρει και πυροτεχνήματα, ο Ηρόδοτος. Αλλά την προηγούμενη φορά ήταν καλύτερη, η  Τζίνα. Τέλος πάντων, έκανε πάταγο. Τα άλλα είναι δευτερεύοντα. Ο παιδοβούβαλος τόσκασε με το πλοίο. Διχόνοια και ανταρσία ξέσπασε στο στρατόπεδο του Ζανζάκ Μεσσί, ψυχαναλυτού, φιλοσόφου και προφήτη. Οι καυγάδες ήταν δημόσιοι, τα κουτσομπολιά πρόσθεσαν πιπεράτες πινελιές. Δυσαρέσκειες ...

VIIΙ. Μακρινές Μητέρες, σκοτεινοί πατέρες (Ο Εικονολήπτης, συνέχεια.)

Εικόνα
Μπαρμπούνια με ουζάκι. Στυλό μελάνης, παστέλ, ακρυλικά σε mix media, 21X30 cm, 2017 Της μητέρας άρεσαν τα μπαρμπούνια τηγανιτά με ουζάκι που τόπινε πολύ αραιωμένο. Σε τέτοιες περιστάσεις θυμόταν και την δική της μαμά, η οποία καθάριζε το μπαρμπούνι κι' άφηνε τα κόκαλα για το μάθημα της φυσικής ιστορίας, τόσο καλά τα έγλυφε τα κόκαλα. Επίσης ήξερε κολύμπι η γιαγιά, γεγονός σπάνιο για την εποχή της. Αυτή με είχε μάθει κολύμπι στην αρχή, και μακροβούτια. Αλλά κρόουλ με είχε μάθει η μάνα μου αργότερα. Και μάλιστα καλό κρόουλ, έφευγα μακριά, δεν φοβόμουν την θάλασσα. Ο πατέρας μου δεν κολυμπούσε καθόλου καλά. Κλώτσαγε τη θάλασσα λες και τούφταιγε σε κάτι, άφριζε η θάλασσα, και δεν τον άφηνε να πάει παραμέσα. -Είχαν έρθει κάτι γιαπωνέζοι κάποτε στην Εταιρία, είπε ο πατέρας μου, "και τους πήγανε στο Πασαλιμάνι για ψάρι. ¨Οταν είδαν τα τηγανητά μπαρμπούνια φρίξανε, τέτοια φρέσκα ψάρια τηγανισμένα, βαρβαρότης! είπαν, και ζήτησαν και τους τα φέραν ωμά και τα φάγαν, έτσι τα τρών...

VIΙ. Έρχονται οι πεδιάδες της Βοημίας και της Αμερικής με τον κύριο Αντόνιν Ντβόρζακ, έρχονται οι τσιγγάνοι, η μπάντα του Ναυτικού, ένα βυζαντινό αντιτορπιλλικό και οι γονείς μου. Πως χάσαμε τον Ζανζάκ Μεσσί.(Ο Εικονολήπτης, συνέχεια.)

Εικόνα
Μπάνιο τη νύχτα. Μελάνι, παστέλ, ακρυλικά σε mix media, 10X7 cm, 2017 Βρεθήκαμε στην αμμουδιά ξεβράκωτοι . Το πλαγκτόν φωσφόριζε μέσα στο νερό, ήταν σαν να κολυμπάμε μέσα στον γαλαξία, και τα κορμιά φαίνονταν κάπως μπλε στο φεγγάρι. Ξαπλώσαμε να στεγνώσουμε στην έρημη άμμο. -Κι' από που ήταν η γιαγιά σας, Ζολί; ρώτησα. -Τσιγγάνα από την Σλοβακία. Έφτιαχνε τραγούδια. Στον πόλεμο, όλη της η οικογένεια πνίγηκε μέσα στα παγωμένα νερά. Σε ποτάμι, σε λίμνη, δεν ξέρω. Τους έβαλαν πάνω στον πάγο οι φασίστες. Ανθρώπους, άλογα κάρα, όλα μαζί, και άναψαν κύκλο μια φωτιά, έλιωσε ο πάγος, πάνε. Η γιαγιά μου μόνο γλύτωσε. Γλύτωσε μετά κι' από τους γερμανούς. Μέχρι που ήρθαν οι ρώσοι. Όταν τέλειωσε ο πόλεμος, την ανακάλυψε ένας διάσημος ποιητής, τσεχοσλοβάκος. Ήταν κομμουνιστής αυτός, μέλος του Κόμματος, ήθελε να μάθει η Τσεχοσλοβακία και όλος ο σοσιαλιστικός-προοδευτικός-δημοκρατικός κόσμος την τσιγγάνικη ποίηση και την μουσική. Όμως με τις εκκαθαρίσεις του Στάλιν τον ντουφεκί...