Η θεία Βαρβάρα και η θεία Λούλα, εκ Ληξουρίου Παλικής
Η Βαρβάρα, η Μάρμω, κι’ εγώ (δυσφορών στην αγκαλιά της Βαρβάρας,) φθινόπωρο του 1954. |
-Πηλά ο αετός, πηλά!
Η θεία Βαρβάρα με παρίσταινε όταν ήμουν μωρό, κι’
έβλεπα τους αετούς ψηλά στον ουρανό την Καθαρά Δευτέρα, και εκστασιαζόμουν.
Σιγά-σιγά αντελήφθην πως δεν μπορώ ν’ απλώσω τα χέρια μου να τους καβαλήσω, τους
πολύχρωμους, κι’ άρχισα να αδιαφορώ. Το να πάψεις να εκστασιάζεσαι, είναι
ευνουχισμός. Η θεία Βαρβάρα όμως δεν την ξέχασε την έκστασή μου αυτήν, και μου
την θύμιζε, πηλά ο αετός, πηλά! μέχρι που πέθανε, πάνε δεκαπέντε χρόνια, μόλις
μ’ έβλεπε άρχιζε, πηλά ο αετός, πηλά! Μέρος της απωθημένης στο ασυνείδητο
μνήμης μου ανεσύρθη χάριτι θείας Βαρβάρας.
Λοιπόν, όταν γεννήθηκα η μάνα μου έτρεχε με το
Εθνικό Θέατρο ανά τον κόσμο και την επικράτεια, και με παράταγε στης Βαρβάρας,
αυτή με τάιζε, αυτή με κοίμιζε, αυτή με ξεσκάτιζε, αυτή μ’ έπλενε, αυτή όλα, η
άχρηστη η μάνα σου, μούλεγε, ούτε ένα γάλα να βράσει δεν ήταν ικανή, μπα γε!
Η θεία η Βαρβάρα είχε μιαν αδερφή, την θεία Λούλα.
Η θεία Λούλα ήταν γυναίκα του θείου Νικολάκη που
τον λέγαμε και Τοτόλα. Άμα έτρωγε κάτι παραπάνω, η θεία Λούλα τον αγριοκοίταζε
και τούλεγε "Νικολάκη! τι
κάνεις;" και κείνος τσαντιζόταν, αλλά η όρεξη δεν του κοβόταν, γιατί
πήγαινε λαθραίως στο ψυγείο, ώσπου μια μέρα τον συνέλαβε νυχτιάτικα, και τούπε "Νικολάκη! τι κάνεις;" κι'
ήτανε μπουκωμένος και δεν μπορούσε να μιλήσει, και αυτή το κατάλαβε το κόλπο.
Ο Τοτόλας ήταν φωτογράφος και πήγαινε και
εξωτερικές φωτογραφίσεις, γάμους, βαφτίσια, οπότε στο μαγαζί καθόταν η θεία Λούλα,
αλλά επειδή δεν ήξερε φωτογραφία τράβαγε τζούφιες, δεν έβαζε φιλμ, και τους
έλεγε "να περάσετε αύριο στις δέκα,
θα είναι έτοιμες", οπότε δίνανε μπροστάντζα αυτοί, και αύριο ήταν ο
Τοτόλας εντωμεταξύ στο μαγαζί και τους έλεγε "κάτι έγινε, πήρανε φως, έχετε πολύ φωτεινή επιδερμίδα βλέπετε, επίσης
και το λευκό πουκάμισο αντανακλά, καθήστε να σας βγάλω καινούργιες,"
και τράβαγε κανονικά, με φιλμ μέσα, κι' έρχονταν αύριο, πληρώνανε, τις παίρνανε.
Μ' αυτά και με κείνα, δεν τον χάνανε τον πελάτη να πάει αλλού.
Ο πατέρας του Τοτόλα ήταν ο Παππούς μου, -όχι ο Βασίλειος Γιοκουσκουμτζόγλου, ο άλλος, ο Γεωργαλάς- και ήταν από την Πόλη, όπως και ο άλλος ο Παππούς -ο Γιοκουσκουμτζόγλου- που ήταν επίσης κωνσταντινουπολίτης. Ο Παππούς μου λοιπόν αυτός είχε έναν αδελφό, τον θείο τον Γιαννάκη. Κι' αυτοί οι δύο ήταν φωτογράφοι, είχανε φωτογραφείο στην Κωνσταντινούπολη, στην Οδησσό, στο Παρίσι, στο Βουκουρέστι, και φυσικά στην Αθήνα. Στην Σταδίου. Αυτός δε ο θείος ο Γιαννάκης Γεωργαλάς ήταν μεγάλο ταλέντο, φωτογράφος περιζήτητος, πορτρετίστας από τους διασημοτέρους των Αθηνών, μιλάμε για Μεσοπόλεμο τώρα. Και ποιόν επώνυμο δεν είχε αποθανατίσει, ο θείος ο Γιαννάκης! Τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τον μέγα Γερουλάνο τον γιατρό, τον Ευταξία τον πολιτευτή (αυτόν στις Μέρες του '36 του Αγγελόπουλου, που τον έπιασε ο βαρυποινίτης όμηρο, αν το είδατε,) υφασματέμποροι, στρατιωτικοί, την Αμαλία την Φλέμινγκ, και πολλούς άλλους σπουδαίους. Μέχρι και τον Χαϊλέ Σελασιέ, τον Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας είχε φωτογραφήσει, ο θείος Γιαννάκης. Τότε που ήταν στο Στάδιο, μαζί με τον Ναύαρχο τον Κουντουριώτη, που ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Κουντουριώτης, πριν τον Μεταξά αυτό.
Ο Χαϊλέ Σελασιέ, διάδοχος του αιθιοπικού θρόνου με τον ναύαρχο Κουντουριώτη, πρόεδρο της Δημοκρατίας στο Καλλιμάρμαρο, το 1935. Φωτό Ιωάννου Γεωργαλά. (Αρχείο ΕΛΙΑ.)
Παίζανε λοιπόν χαρτιά, στο Φωτογραφείον, ο Παππούς
μου, ο αδελφός του ο Γιαννάκης, κι' ένας ελλαδίτης που δεν τον πολυχωνεύανε.
Οπότε ο θείος ο Γιαννάκης και ο Παππούς μου -ο πατέρας του Τοτόλα, όχι ο άλλος-
τραγουδάγανε στα τούρκικα, αλλά τα λόγια ήταν συνθηματικά για να μην καταλαβαίνει ο ελλαδίτης, λέγανε για
παράδειγμα σε ρυθμό τσιφτετέλι "το
δέκα το σπαθί τόχεις εσύ; κατέβασε. Δεν τόχεις; άρα τόχει αυτός, μη κατεβάζεις".
Οπότε κερδίζανε συνέχεια. Αυτό στα τούρκικα λέγεται "Ικ κιλιτς νταβαραμβέ ογλού", ή κάτι τέτοιο.
Οπότε, το Φωτογραφείον το κληρονόμησε ο Τοτόλας,
διότι ο Γιαννάκης είχε μία κόρη που δεν ενδιαφερόταν. Ο θείος ο Νικολάκης δηλαδή, ο αδελφός της
μητέρας μου. Ο οποίος συνεζεύχθη την θεία Λούλα, εκ Ληξουρίου Παλλικής. Όπως εκ
Ληξουρίου ήταν και η πεθερά της, της Λούλας, δηλαδή η νόννα μου. Γι' αυτό και
το κοινώς λεγόμενον "η νύφη όταν γεννηθή τση πεθεράς της μοιάζει."
Ελπίζω να έγινα κατανοητός.
Τώρα, ο Τοτόλας και η Λούλα είχανε τον ξάδερφό μου
τον Κούρουπα. Αυτός ο Κούρουπας λοιπόν ήτανε νεοσύλλεκτος στην Κόρινθο, στο
Κ.Ε.Ν.Κ. το λέγανε τότε, και η Λούλα τραβιόταν με το Κ.Τ.Ε.Λ. κυριακάτικα να πάει
να τον ταΐσει, και είχε τον μουσακά στο τάπερ και τόβαζε στα μπαλκόνια της να
είναι ζεστό, είχε τεράστια μπαλκόνια η θεία. Κι' άμα την λέγανε "αμάν βρε Λούλα, κοντζάμ άντρας, στρατό
επήγε, δεν θα πάθει τίποτε να φάει καμιά φακή, καμιά φασολάδα", έλεγε
αυτή "Είμαι μάνα εγώ, δεν ξέρετε εσείς
τι είναι μάνα!" και δώστου έσφιγγε τον μουσακά στα βυζιά της και
πήγαινε τέρμα Αγίου Κωνσταντίνου που ήταν τα Κ.Τ.Ε.Λ. Πελοποννήσου τον καιρό
εκείνο, κι' ο πατέρας μου που ήταν ξερόλας έβαζε τα χέρια του τις τσέπες κι'
έλεγε "Οιδιπόδειο!", και
γούρλωνε τα μάτια του, κι' εγώ έλεγα το Οιδιπόδειο θέατρο θα είναι, σαν το
Ηρώδειο, γιατί είχα πάει το 1963 στο Ηρώδειο με την μάνα μου, είχα δει τον
Χριστόφορο Νέζερ, έπαιζε Ειρήνη του Αριστοφάνη, όλο βρώμικα υπονοούμενα λέγανε,
πολύ πλάκα.
Μετά η θεία Λούλα βάλθηκε να βρει δουλειά του
Κούρουπα. Ήταν δυναμική πολύ. Μέχρι τον Ωνάση έφτασε, αυτοπροσώπως,
ευγενέστατος ο Ωνάσης. Τελικώς βρήκανε καλύτερα, στον Ερυθρό, διοικητικός, σε
γραφείο, όχι νοσοκόμος. Διότι είναι γεγονός πως η θεία Λούλα είχε μία κλίση στα
ιατρικά επαγγέλματα, έβγαζε διάγνωση σε δύο δευτερόλεπτα, όλα τα ήξερε απόξω
κι' ανακατωτά, γρίππη, γαστρεντερίτιδα, περιδοντίτηδες, όλα. Είχε εντωμεταξύ
και έναν θείο, από το Ληξούρι κι' αυτός, Λαμπίρης, χειρούργος κορυφαίος για την
εποχή του, που τον έλεγαν και χαϊδευτικά ο θείος ο Πίπης. Η θεία Λούλα ήταν
αρκετά τοπικίστρια, "τι βγάζει το
Ληξούρι;" έλεγε, "γιατρούς
και ρίγανη, μπα γιε, δε βγάζει και τίποτ' άλλο!" κι' ο Τοτόλας έλεγε
πως η θεία Λούλα μαζί με τον θείο τον Λαμπίρη πήρε την ειδικότητα, αλλά αυτό
δεν ήταν βεβαίως αλήθεια, επίτηδες τόλεγε για να την πειράξει, και γελάγανε, άσε
που ο θείος ο Λαμπίρης (ο χειρουργός) έλεγε πως αυτή ήταν απλή συνωνυμία, γιατί
Λαμπίρηδες είχε πολλές οικογένειες, όχι συγγενείς κατ' ανάγκην.
Η Βαρβάρα λοιπόν έφτιαχνε μπακαλιάρο τηγανητό σκορδαλιά για
Νόμπελ. Έτσι δε και άναβες τσιγάρο εκεί κοντά, έπαιρνε φώκο η σκορδαλιά λόγω
του ότι την έκανε δυναμίτη, και γινόταν η κουζίνα Κούγκι. Ήθελε προσοχή με το
τσιγάρο. Ήγουν δεν είναι τυχαίο που ο Νόμπελ μετά ανακάλυψε τον δυναμίτη.
Η Βαρβάρα είχε σύζυγο τον Πέτρο, πρώτο εξάδελφο της
μάνας μου και του θείου Νικολάκη, που ήτανε μαρκόνης στα καράβια, φίλος του
Καββαδία. Αυτός ήταν ανηψιός τση νόννας μου, γιός τση αδερφής της. Τρεις φορές
τον τορπιλλίσανε, τον Πέτρο, στον Πόλεμο οι γιαπωνέζοι, και την γλύτωσε το
θηρίο, αλλά είχε ζούρλα μέσα του μεγάλη. Πριν τη Βαρβάρα είχε άλλη γυναίκα, στο
Πορτσάιντ παντρεύτηκαν, και μετά την εκκλησία κάτι του είπε αυτή και τόνε
σκότισε, και ο Πέτρος της είπε πως "άμα
δεν φύγω αύριο το πρωΐ, να είμαι πούστης," και το πρωΐ έφυγε νωρίς-νωρίς,
μπάρκαρε πάλι σε εμπορικό, και μην τον είδατε. Τις κάλτσες τις έβγαζε τη νύχτα
και τις έβαζε τη μία δεξιά την άλλη αριστερά να τις ξεχωρίζει, διότι δεν ήθελε
να τις ξαναφορέσει την άλλη μέρα στο άλλο ποδάρι, δηλαδή την κάλτσα την
φορεμένη στο δεξιό να την βάλει στο αριστερό. Μάλλον γι' αυτό την γλύτωσε στον
πόλεμο, ήτανε προληπτικός, προλάμβανε και το παραμικρό. Έπαιζε και κιθάρα,
φυσαρμόνικα, καλλίφωνος πολύ, κι' άμα τολμούσε να τραγουδήσει κι' ο πατέρας μου
μαζί, τούλεγε "σκάσε
Γιοκουσκουμτζόγλου", διότι ήτανε φάλτσος ο πατέρας μου. Μικρός
ανέβαινε στο πλυσταριό κι' έκανε προπόνηση στο τραγούδι μόνος του, αλλά δεν
βαριέσαι, εις μάτην οι κόποι. Ευτυχώς, δεν πήρα απ' αυτόν εγώ. Όλοι το
παρατηρούν, συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, όλοι, αυτό το πράμα που είμαι σωστός, σε
σχέση με τον πατέρα μου, εννοείται.
Ο Πέτρος είχε και πολλές πλάκες γραμμοφώνου, Μάριο
Λάτζα, Κάρμεν, Λούη Αμστρονγκ, Κάρλος Καρντέλ, ταγκό, ρούμπες, κεφαλλονίτικα, όπερες,
τσιγγάνικα βιολιά, ό,τι θες, τα φύλαγε η Βαρβάρα στη ντουλάπα από το 1957, που
χήρεψε. Και της κόλλησε βδέλλα ο άλλος μου ο ξάδερφος, ο γιός της Ρέας με τα
μπουκλάκια που λέγαμε τις προάλλες, γιατί τα μάζευε αυτά, έκανε εκπομπές στο
ράδιο, και πες-πες, βδέλλα της έγινε, τον βαρέθηκε στο τέλος η Βαρβάρα, του
τάδωσε, πλάκες, γραμμόφωνο (αυτά που τα λέγανε χισμαστερβόης, με το χωνί),
βελόνες, όλα. Μετά, δεν της ξανατηλεφώνησε, αυτό ήτανε. Της κακοφάνηκε της
Βαρβάρας, κι' άρχισε να τον κακολογεί, "μωρέ,
μπας κι' είναι τοιούτος ο ξάδερφός σου; Είναι ή δεν είναι;" κι εγώ
έλεγα δεν ξέρω, τι να πω, ψέμματα πως ξέρω; Αφού δεν ήξερα. Άμα δεν ξέρεις ιδίοις
όμμασιν, που λένε, καλύτερα βούλωστο.
Χήρεψε η Βαρβάρα, την χρονιά που γεννήθηκα.
Αργότερα, που μεγάλωσα είχε πιάσει μια δουλειά σ’ ένα ξενοδοχείο, σιδερώστρα.
Και τήνε βούρλιζε ο άλλος αδερφός τση μάνας μου και του Τοτόλα, ο θείος Βάγγος,
που ήτανε διάλεμπαμέσατου, πως τάχε ξεζουμίσει όλα τα γκρουμάκια του
ξενοδοχείου, και δώστου τα γέλια!
Είχε και μια ιστορία η θεία Λούλα που δεν την ανέφερνε
ποτέ, αλλά η Βαρβάρα που δεν έβαζε γλώσσα μέσα της την έλεγε ξανά και ξανά και
με λεπτομέρειες. Είχανε έναν αδελφό και πήγε να κολυμπήσει ενώ δεν ήξερε
μπάνιο. Πνιγότανε. Πάει η μάνα να τον σώσει, ούτε κι αυτή ήξερε, μην τα
πολυλογώ, πνιγήκανε κι' οι δύο. Η Λούλα ήταν δώδεκα δεκατριών, καθόταν κι'
έβλεπε. Τους πνιγμένους τους φόρτωσαν σ' ένα γάιδαρο να τους πάνε στο χωριό.
Εξ αιτίας του γεγονότος αυτού η Λούλα φρόντιζε
τόσο πολύ τους άλλους μετά. Υπερπροστατευτική, που λένε. Τη Βαρβάρα σαν μικρότερη,
τον Τοτόλα, τον Κούρουπα...
Υπερπροστατευτική μέχρι αηδίας δηλαδή, μη πάθουν,
τους καταπίεζε κάπως.
Η φωτό: Η Βαρβάρα, η Μάρμω, κι’ εγώ (δυσφορών στην
αγκαλιά της Βαρβάρας,) φθινόπωρο του 1954.
Η μουζική: Η Κορίννα Κίτσα τραγουδάει την Σκληρή καρδιά, τανγκό του 1934,
σε μουσική του Θόδωρου Παπαδόπουλου και στίχους δικούς της.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου