The Night They Drove Old Dixie Down
Ήταν κάποτε ένα μουσικό συγκρότημα καναδοί. Αυτοί είχανε νοικιάσει ένα σπίτι στο Γούντστοκ, εκεί που έγινε το εβέντ και παίξαν κιόλας, το Μεγάλο Ροζ το λέγανε το σπίτι, είχαν κάνει και μια περιοδεία με τον Μπομπ Ντύλαν, ήτανε η μπάντα του Ντύλαν δηλαδή. Εξ ου και το όνομα του συγκροτήματος, αφού αλλάξανε μερικά καταλήξαν να λέγονται The Band. Είχανε φτιάξει κι’ ένα στούντιο στο υπόγειο και γράφανε, πρώτα με τον Ντύλαν, μετά τα δικά τους. Πέρναν και κανά ναρκωτικό, αλλά όχι να γίνουνε χάλια όπως άλλοι. Διότι ο καθένας τους έπαιζε δυο τρία όργανα. Και περνάγανε μέγκλα.
Αλλά αυτός που έγραφε τους στίχους και τις μουζικές ήταν ένας από το Τορόντο που τον λέγαν Ρόμπι, αυτός έπαιζε κιθάρες, και τραγούδαγε, αλλά έπαιζε και πιάνο, διότι το πιάνο αρμονικώς δίνει άλλες διαστάσεις στη σύνθεση, άρα και στην μελωδία όπως δημιουργείται και στους στίχους επίσης, πλαταίνει και βαθαίνει την φαντασία το πιάνο, εκεί απάνω που φτιάχνεις το τραγούδι. Λοιπόν, αυτός ο Ρόμπι είχε στήσει μία περίπου μελωδία απάνω σε μια σειρά ακκόρντα, διότι έτσι δουλεύουν οι τραγουδοποιοί άμα θέλετε να ξέρετε, και την έπαιζε στο πιάνο, την τραγούδαγε χωρίς λόγια, έλεγε νανανά, διότι δεν έβρισκε το θέμα τι θα λέει το τραγούδι. Οχτώ μήνες παιδευόταν, τίποτα, νανανά.Όπως προανέφερα, το συγκρότημα ήταν όλοι καναδοί. Όλοι, πλην ενός. Αυτός λεγόταν Ληβόν, δηλαδή έτσι τον λέγανε οι καναδοί τον Λαβόν για ευκολία, και ήταν αμερικανός του κερατά, από το Άρκανσω, ο οποίος έπαιζε ντραμς κυρίως, αλλά και τραγούδαγε επίσης πολύ ωραία, με γρέζι. Αυτό το Άρκανσω είναι Ντιπ Νότος, που λένε. Και είχε πάρει τον Ρόμπι εκεί στο Άρκανσω, να τον γνωρίσει στην οικογένειά του. Και πάνε εκεί στο Νότο, σ’ ένα χωριό, Μάρβελ Άρκανσω λέγεται το χωριό, και ήτανε μια σπιταρόνα ουάου, το φυσάγανε το δολλάριο η οικογένεια, διότι ο πατέρας του Ληβόν είχε μπαμπακοφυτείες, στρέμματα πολλά. Και είχε γοητευθεί κατά κάποιο τρόπο, ο Ρόμπι ο χιονάνθρωπος από το Τορόντο απ’ αυτούς τους θερμούς ανθρώπους του Νότου, που μιλάγανε τραγουδιστά, σα να χοροπηδάνε πάνω-κάτω, ο ρυθμός ήταν παντού στην ατμόσφαιρα, και γενικώς η μουσική τους τον είχε επηρεάσει πάρα πολύ, και η κάντρη, και η φολκ, και τα μπλουζ, και η τζαζ, και τα γκόσπελ, και τα σπιρίτσουαλ, και τα ρυθμενμπλούζ, όλα, ο Ρόμπι γούσταρε και την άσπρη και την μαύρη μουζική, και δεν είναι περίεργο σκεφτόταν που η ροκεντρόλ βγήκε μέσα από αυτό το χωνευτήριο, άρα και η ροκ κατ’ επέκτασιν, ή ό,τι τέλος πάντων ήταν αυτό που παίζανε, καθ’ ότι και ο Ντύλαν, και ο Ληβόν, και ο Ρόμπι, και όλοι τους από αυτό το χωνευτήριο είχαν βγει, κι’ αν δεν ταιριάζανε δεν θα συμπεθεριάζανε.
Εκείνο που δεν καταλάβαινε ο Ρόμπι τότε ήταν το πέρα από την μουζική. Είχε πιάσει μια συζήτηση με τον πατέρα του Ληβόν τον μπαμπακοπαραγωγό για τον Εμφύλιο και τα ρέστα, και γυρνάει ο γέρος και του λέει σοβαρά «μην ανησυχείς, Ρόμπιν. Ο Νότος θα αναστηθεί.» Και ανατρίχιασε, ο Ρόμπι, εκείνη την στιγμή, που τον προσεφώνησε με το επίσημο όνομά του -Ρόμπιν- και όχι υποκοριστικώς -Ρόμπι- ξερωγώ, που δείχνει κάπως οικειότητα και θερμότητα. Και που κυρίως ο Ρόμπι ήταν μισός ερυθρόδερμος Μοχώκ με Καγιούγκα και μισός εβραίος. Και που αν ήταν και λίγο πόντιος θα ήταν το ανέκδοτο του Χάρη Κλυν που λέει ποιοί είναι οι καλύτεροι ερασταί; Οι ινδιάνοι, οι εβραίοι και οι πόντιοι, λέει εκείνη. Χαίρω πολύ, να συστηθώ, Τρελλή Αρκούδα Κοέν-Καραγιαννίδης! Δεν χώραγε ο νους του το βάθος της σχιζοφρένειας του Νότου, κι’ όλα τα ανεπίλυτα του Εμφυλίου, από την μία η ήττα και η ταπείνωσις που είχε βρυκολακιάσει, ο ρατσισμός και η ακροδεξιά, και από την άλλη ένα ανακάτεμα πολιτισμών και ανθρώπων εν δημοκρατία και αλληλεπιδράσει άνευ ορίων που διέγραφε λαμπρό το μουσικό μέλλον του πλανήτη, και της Οικουμένης γενικότερα, και το δικό του μέλλον, και το μέλλον του Ληβόν, και όλης της μπάντας.Εκεί που γυρίσανε στο Μεγάλο Ροζ σπίτι έπαιξε στο πιάνο την μελωδία την νανανά του Ληβόν. Ωραία, είπε ο Ληβόν. Και μετά του λέει ο Ρόμπι πως θέλει να φτιάξει ένα τραγούδι που να μιλάει για τον Εμφύλιο από την οπτική μιας οικογένειας του Νότου. Και του λέει ο Ληβόν «κάνε ό,τι θες, τον Αβραάμ Λίνκολν μονάχα να μην αναφέρεις, δεν θα το πάρουνε καλά κεικάτω.» Και πήγανε παρέα στο χωριό, στο Γούντστοκ πού είχε μια βιβλιοθήκη, και βάλανε κάτω τα γεγονότα, τις μάχες, τις χρονολογίες, τους χάρτες, κι’ εκείνο που βγήκε ήταν το σενάριο για μια ταινία, ή ένα μυθιστόρημα, σα να λέμε το Όσα παίρνει ο άνεμος, αλλά ο ήρωας δεν είναι πλούσιος και τζέτερμαν σαν τον Άσλεϊ, ούτε κακομαθημένο μυξοπάρθενο σαν την Σκάρλετ, ούτε ρεμάλι και τυχοδιώκτης σαν τον Ρετ. Ο ήρωας του Ρόμπι λέγεται Βέρτζιλ Κέην. Που Βέρτζιλ είναι ο Βιργίλιος, ο μέγας επικός ποιητής της Ρώμης που έγραψε την Αινειάδα. Και αυτό, είναι το τραγούδι του το τραγικό.
Ρέμπελοι
Και
το τραγούδι λέει για τις τελευταίες μέρες της Συνομοσπονδίας.
Συνομοσπονδία
λέμε τους Νότιους, που τους λέμε και Ρέμπελους. (Έτσι τους έλεγε ο θείος ο Νικ
που ήρθε από την Αμερική, εν πάση περιπτώσει.) Και Ομοσπονδία ή αλλιώς Ένωση
λέμε τους Βόρειους, που τους λέμε και Γιάγκηδες. Κατανοητό;
Είχε
λοιπόν μία γραμμή του μετώπου να πούμε, κειπέρα στην Βιρτζίνια, από το Ρίτσμοντ
-την πρωτεύουσα των Νοτίων- μέχρι το Πήτερσμπουργκ, πενήντα χιλιόμετρα νοτίως.
Κι’ ήταν ανατολικώς ο στρατηγός Οδυσσεύς Γκραντ και οι Γιάγκηδες, δυτικώς ο
στρατηγός Ρόμπερτ Ε. Λή και οι Ρέμπελοι. Απέναντι μέσα στα χαρακώματα και οι
δύο. Κι’ όλο το 1864 πέρασε με επιθέσεις, αντεπιθέσεις, κανονιοβολισμούς, μέχρι
λαγούμι σκάψανε και τους βάλαν φουρνέλο, αλλά μετά πέσαν μέσα στον λάκκο οι
ίδιοι, και τους γάμησαν οι άλλοι.. Αλλά και λόρδα άνευ προηγουμένου στο
στρατόπεδο των Νοτίων, διότι οι Βόρειοι κάναν επιδρομές στις γραμμές
ανεφοδιασμού , και καταστρέφαν ό,τι βρίσκανε, τα τραίνα προπάντων. Μ’ αυτά και
μ’ εκείνα φτάσαμε αρχές του 1865, κι’ η κατάσταση είχε γίνει πλέον τραγική. Για
τους Νότιους εννοείται.
Λοιπόν,
αυτός ο Βέρτζιλ Κέην υπηρετούσε στον σιδηρόδρομο Ρίτσμοντ-Ντάνβιλ. Υποχρεωτική
η θητεία, σημειωτέον. Φαντάρος ήταν, στην φρουρά των συρμών ή των σταθμών, ή σε
καμιά γέφυρα, σε κανά φυλάκιο. Το Ντάνβιλ ήταν καμιά διακοσαριά χιλιόμετρα
νοτιοδυτικώς του Ρίτσμοντ. Κι’ είχε μείνει τώρα αυτή η γραμμή η μόνη οδός
ανεφοδιασμού του στρατεύματος των Νοτίων, οι άλλες κομμένες. Ήταν ο ομφάλιος
λώρος, να πούμε, ο οποίος κρατούσε την Συνομοσπονδία εν ζωή, ούτως ειπείν.
Αυτό
μέχρι που τον Μάρτιο του 1865 εμφανίστηκε κειπέρα ο στρατηγός Τζωρτζ Στόουνμαν
με το ιππικό του, πέντε χιλιάδες ιππείς, και τάκανε όλα μαντάρα στα μετόπισθεν
των Νοτίων. Έκαψε δυο τρία χωριά ή και περισσότερα, τρομοκράτησε τον πληθυσμό,
γκρέμισε μερικές γέφυρες, ανατίναξε κάτι ορυχεία, και ξήλωνε τις γραμμές του
τραίνου όπου τις έβρισκε μπροστά του. Μαζί και την γραμμή Ρίτσμοντ-Ντάνβιλ, που
ήτανε και ο Βέρτζιλ. Αλλά βρίσκανε τρόπο να την μπαλώσουνε, την συγκεκριμένη
γραμμή. Με το που μπήκε ο Απρίλης, λειτουργούσε ξανά. Διότι η κυβέρνησις της
Συνομοσπονδίας εφυγαδεύθη από το Ρίτσμοντ σιδηροδρομικώς, όπως θα δούμε στην
συνέχεια.
Τωόντι,
ο Βέρτζιλ θυμάται πολύ καλά την αποφράδα 2α Απριλίου, ημέρα Κυριακή,
όταν έφτασαν τα μαντάτα από τον στρατηγό Ρόμπερτ Ε. Λή στον πρόεδρο της
Συνομοσπονδίας Τζέφερσον Ντέιβις, την ώρα που ηκκλησιάζετο αυτός, ήγουν πως το
μέτωπο κατέρρευσε, και έπρεπε να φύγει η κυβέρνησις άρον-άρον, να μην τους κάνει
τσακωτούς ο Γκραντ. Ο αρχιστράτηγος των Βορείων, που ήτανε.
Χλώμιασε
ο Τζέφερσον Ντέιβις που τ’ άκουσε πως κατέρρευσε το μέτωπο. Κι’ είπε αμέσως να
πακετάρουν τα έγγραφα, και έφυγαν το ίδιο απόγευμα η κυβέρνησις με τον
σιδηρόδρομο του Βέρτζιλ Κέην όπως προείπα, που τους πήγε μέχρι το Ντάνβιλ, κι’
από κει με τ’ αλόγατα. Ο στρατός ομοίως διετάχθη να υποχωρήσει, πλην όμως κάποιος
αξωματικός είχε την φαεινή ιδέα να βάλουνε φώκο στις καπναποθήκες να μην πέσουν
εις τας χείρας του εχθρού τα καπνά βιρτζίνια, που λέμε. Διότι το Ρίτσμοντ ήταν
και βιομηχανικό κέντρο επεξεργασίας καπνού εκτός των άλλων. Αλλά η πυρκαγιά
πήρε έκταση, και εντωμεταξύ κάτι δημοτικοί ιθύνοντες είχαν κι’ άλλη φαεινή
ιδέα, να ανοίξουν τα βαρέλια με το ουίσκη, για του ίδιους λόγους δηλαδή, να μην
πέσουν εις τας χείρας του εχθρού, οπότε χύθηκε το ουίσκη στους δρόμους και
κύλησε απάνω στα καιόμενα καπνά βιρτζίνια, χύθηκε ο τέντζερης και βρήκε το
καπάκι που λένε, και όπως καταλάβατε για να μην μακρηγορώ, έπιασε φωτιά όλη η
βιομηχανική ζώνη του Ρίτσμοντ, και σταματάω εδώ την περιγραφή, για να μην
αναφερθώ που έτρεχε ο λιμασμένος όχλος με τις σέσουλες και τους μαστραπάδες να
μαζέψει τα ουίσκια που έρρεαν αφθόνως στους δρόμους, και πλατειάζω. Και κάνανε
και πλιάτσικα, μούχτι που λένε, ό,τι είχε απομείνει από τρόφιμα και άλλα είδη,
μια ωραία ατμόσφαιρα, πολύ ηρωική. Γενικώς το σκηνικό ήταν πολύ υποβλητικό,
διότι οι ουρανομήκεις φλόγες και οι εκρήξεις που τύλιγαν την πόλη καθρεφτίζονταν
στον ποταμό Τζέημς, και στις ανταύγειες της πυρκαγιάς ζωγραφίζοντας τις μορφές
των καθημαγμένων στρατευμάτων στη γέφυρα πότιζαν την νύχτα στην πυκνή αίσθηση της
φριχτής τραγωδίας.
Την
άλλη μέρα πήγε ο Δήμαρχος στους Βορείους και παρέδωσε την πόλη, ευτυχώς δηλαδή,
διότι ήρθαν οι Γιάγκηδες και σβήσαν την φωτιά, αλλιώς θα γινόταν παρανάλωμα το
σύμπαν. Δηλαδή οι Γιάνκηδες φέρθηκαν κύριοι, μοιράσαν και τρόφιμα στον
λιμοκτονούντα πληθυσμό.
Ερείπια στο Ρίτσμοντ |
Το τραίνο του Βέρτζιλ που πήγε τον Ντέηβις από το Ρίτσμοντ στο Ντάνβιλ |
Τώρα,
αλλιώς την περιγράφει την πτώση του Ρίτσμοντ ο Βέρτζιλ Κέην. Την νύχτα -λέει-
που γονατίσανε τον Νότο βαράγαν οι καμπάνες. Βαράγαν Ανάσταση; βαράγαν Μεγάλη
Παρασκευή; Μυστήριον το οποίο δεν διευκρινίζει ο ποιητής. Και όλος ο κόσμος
τραγούδαγε νανανά νανανά. Και για ποιόν λόγο να τραγουδάει ο κόσμος νανανά; Λες
και ο Ρόμπι δεν εύρισκε στίχους να βάλει στο ρεφρέν, και τ’ άφησε όπως ήταν
στην αρχή, χωρίς στίχους, νανανά.
Καμπάνες,
τραγούδια, και στο τέλος δεν ξέρουμε αν κλαίνε ή γελάνε ο κόσμος. Εγώ νομίζω
πως ο Ρόμπι το έγραψε έτσι το τραγούδι προσπαθώντας να εκφράσει τα συναισθήματα
του Ληβόν που ήταν κάπως μπερδεμένα. Διότι γι’ αυτόν το είχε γράψει να το πει,
ραμμένο στα μέτρα του, που λένε, αφού δικό του ήταν το βίωμα, αυτός ήταν ο
νότιος. Ο κουβαλώντας αναντάν μπαμπαντάν τον προγονικό ρεβανσισμό σαν σταυρό. Που
μέχρι χτες είχαν ξεχωριστούς ψύχτες και αποπάτους για τους μαύρους. Και που
ήθελε ν’ απαλλαχτεί από δαύτον, αλλά που τον είχε και μέσα του. Εντωμεταξύ, ο
Ρόμπι είχε οικογένεια, γιαγιά, μπαρμπάδες, και μένανε αυτοί σε ρεζέρβα ερυθροδέρμων
στον Καναδά, και πηγαίνανε επίσκεψη με την μάνα του. Και του έγραφε έναν ρόλο,
του Ληβόν. Του πλουσιόπαιδου από το Άρκανσω, με το ψυχικό νταραβέρι του, με το οικογενειακό
παρελθόν του, με τον ρατσισμό και την βαριά κληρονομιά της Ήττας να
διαχειριστεί. Νανανά.
Διότι από την αρχή του πολέμου είχαν μαζευτεί
στο Ρίτσμοντ πρόσφυγες, πουτάνες, χαρτοπαίχτες, απατεώνες, κλεφτρόνια,
αληταριό, τα Σόδομα και τα Γόμορρα, πατείς με πατώ σε, συνωστισμός, και ο
αριθμός μεγάλωνε, σπίτια δεν υπήρχαν, τα χρειώδη πανάκριβα, η εγκληματικότης σε
δυσθεώρητα ύψη, η αστυνομία ανύπαρκτη. Είχε συμμορίες ανηλίκων που λήστευε τον
κοσμάκη στον δρόμο, τέτοιο χάλι, σα το σημερινό. Πως δηλαδή όλος αυτός ο άθλιος
και ετερόκλητος συρφετός ομονόησε αιφνιδίως την ώρα που καίγεται το σύμπαν, και
να τραγουδάνε ομοθυμαδόν νανανά-νανανά;
Άσε
που η λειψανδρία του πολέμου είχε στείλει πολλές λευκές γυναίκες στις φάμπρικες,
ως εργάτριες δηλαδή. Πράγμα σκανδαλώδες προπολεμικώς, δεν επιτρεπόταν η γυναίκα
να δουλεύει, η άσπρη, εννοείται. Ράβαν στολές, φτιάχναν πυρομαχικά, όλα για την
πολεμική προσπάθεια. Στις 13 Μαρτίου 1863 έγινε μία έκρηξη σ’ ένα μπαρουτάδικο
που φτιάχναν φουσέκια, σκοτώθηκαν εξήντα εργάτριες. Μάλιστα, κύριε! Εντωμεταξύ
τα πράματα είχα σφίξει λόγω ελλείψεως τροφίμων και αυξήσεως τιμαρίθμου και
πληθωρισμού, ο οποίος ήταν θυελλώδης, και είχε φτάσει στην γιγαντιαία αύξηση 700%!
Επαναστάτησαν λοιπόν οι εργάτριες λίγες μέρες μετά το ατύχημα, 2 Απριλίου αυτό,
του εξηντατρία. Κι’ ας κερδάγανε οι Νότιοι παντού κατά κράτος στο πεδίον των
μαχών μέχρι τότε. Που επικρατούσε πατριωτικό φρόνημα ακμαιότατο, υποτίθεται. Και
μπήκαν μπροστά οι γυναίκες, και ξεσήκωσαν και άλλους κατηραμένους μαζί, πολύς
όχλος, και πήγαν να βρουν τον κυβερνήτη της Βιρτζίνιας, ο οποίος έκανε το βαρύ
πεπόνι και δεν τις δέχτηκε, τις εργάτριες. Οπότε έγινε το Ρίτσμοντ κόλαση,
πλιάτσικα και μούχτι. Έκλασαν πόμολα οι ιθύνοντες, φοβόνταν και τους μαύρους,
σου λέει ώρα είναι να ξεσηκωθούν κι’ αυτοί μέσα στο χάος. Μέχρι που ανέλαβε ο στρατός, φέραν το πυροβολικό κι’
έστησαν τα κανόνια οι πυροβοληταί μέσα στην πόλη, οπότε διελύθησαν οι ταραξίαι και
οι γυναίκες ησύχως κατόπιν τούτου.
Και αναρωτιέμαι, τι να ήταν το νανανά των γυναικών την ώρα που ο στρατός των Ρέμπελων τα μάζευε και ξεκουμπιζόταν από την πόλη. Ήταν ο στρατός των αντρών, των πατεράδων, των αδελφών τους, μάλιστα. Ήταν ο στρατός που τον ράβανε και τον τυλίγαν τα φυσίγγια, βεβαίως. Αλλά ήτανταν επίσης ο στρατός που γύρισε τα κανόνια του απάνω τους, να τα λέμε κι’ αυτά.
Προπολεμικώς,
στο Ρίτσμοντ ζούσαν πολλοί μαύροι, σκλάβοι και απελεύθεροι, και κάναν μία
σχετικώς κανονική ζωή, δηλαδή είχαν ένα σπίτι, ένα επάγγελμα, σύζυγο και
παιδιά. Διότι ήταν ένα πολύ μυστήριο σύστημα εκεί. Ο σκλάβος, να πούμε,
ενοικίαζε τον εαυτό του από τον αφέντη του έναντι ετησίου ενοικίου, κι’ ο
αφέντης του τον άφηνε να κάνει τον ξυλουργό, τον κουρέα, τον καραγωγέα, ό,τι
είχε κλίση τελοσπάντων, να βγάζει το ψωμί του. Να ζει σαν τους απελεύθερος,
δηλαδή. Λοιπόν ο μαύρος πληθυσμός είχε υπογράψει ένα αίτημα στην διοίκηση των Γιάνκηδων
και ζητούσε την απελευθέρωσή του μετά την λήξη του πολέμου, που θα τον κέρδιζε
ο Βορράς. Αυτοί δικαίως τραγουδάγανε τώρα από την χαρά τους.
Υπάρχουν
πολλά νανανά. Μπορεί και το τραγούδι στο ρεφρέν να μην έχει γραφτεί ακόμα.
***
Λέει
κι’ ένα άλλο κουρλό ο Βέρτζιλ μέσα στο τραγούδι: Στις δέκα του Μαΐου, το Ρίτσμοντ είχε ήδη πέσει.
Αλλά
το Ρίτσμοντ είχε πέσει στις δύο Απριλίου, όπως προανέφερα. Τι συνέβη στις δέκα
Μαΐου και το μνημονεύει έτσι ξεκάρφωτα στη ρίμα μέσα ο Ρόμπι; Διότι ενώ
αναφέρει διάφορες ημερομηνίες τι συνέβη, εδώ το αφήνει πολύ αινιγματικό. Είπανε
κάτι ξύπνιοι πως έτσι ακουγόταν καλύτερα, το δύο Απριλίου δεν χώραγε στο μέτρο,
οπότε έβαλε δέκα Μαρτίου που ακούγεται ωραία. Όμως ας πιάσουμε λίγο να δούμε τις
χρονολογίες.
Δύο
Απριλίου πέφτει το Ρίτσμοντ.
Εννέα
Απριλίου ο στρατηγός Ρόμπερτ Ε. Λη παραδίδεται στον Γκραντ, στο Αππόματοξ.
Στις
δεκαπέντε Απριλίου δολοφονείται ο Λίνκολν στην Ουάσινγκτον.
Και
στις δέκα Μαΐου ένα απόσπασμα στριμώχνει τον πρόεδρο της Συνομοσπονδίας -τον
Τζέφερσον Ντέιβις, ντε!- φεύγοντα διωκόμενο από χωρίου εις χωρίον, κάπου στην
Τζώρτζια. Αυτός προσπαθεί να την κοπανήσει λάθρα στο σκοτάδι, μασκαρεμένος το
παλτό της γυναίκας του, και με το σάλι της στο κεφάλι, αλλά συλλαμβάνεται. Η
είδηση φτάνει λίγο παραφουσκωμένη στον Βορρά, πως ο Ντέιβις συνελήφθη ντυμένος
γυναικεία. Το ρεντίκολο, να πούμε! Η χαρά του γελοιογράφου! Την νύχτα που
γονάτισαν τον Νότο.
Κι’
όλα αυτά μέσα στο πρώτο κουπλέ-ρεφρέν.
Γελοιογραφία σε εφημερίδα του Βορρά με την σύλληψη του Τζέφερσον Ντέηβις |
Η
συνέχεια του τραγουδιού διαδραματίζεται στην ιδιαιτέρα πατρίδα του Βέρτζιλ, στο
Τενεσή, όπου και επέστρεψε μετά τον πόλεμο. Μία μέρα, η γυναίκα του τον φωνάζει
«Βέρτζιλ, τρέχα γρήγορα να δεις, έρχεται
ο Ρόμπερτ Ε. Λή» Κι’ αυτό είναι πολύ παράξενο, διότι ο Ρόμπερτ Ε. Λή δεν
πάτησε το πόδι του στο Τενεσή, ούτε στον πόλεμο, ούτε μετά, μέχρι που πέθανε,
στα 1870. Δηλαδή τι; Βγαίνει αβίαστα το συμπέρασμα πως η γυναίκα του Βέρτζιλ
είναι βερεμένη υστερική και διακατέχεται από αχαλίνωτο ρεβανσισμό, και βλέπει
τον στρατάρχη στην φαντασία της να εκδιώκει τους Γιάγκηδες από τον τόπο. Ευσεβείς
πόθοι των νοσταλγών του παλαιού Νότου που βλέπανε στον ύπνο τους τον
αρχιστράτηγο που ερχόταν να διώξει τους αλαζόνες Γιάγκηδες.
Αλλά όχι, τίποτε απ’ όλα αυτά. Αν προσέξουμε το τραγούδι, η γυναίκα του Βέρτζιλ
δεν λέει «έρχεται ο Ρόμπερτ Ε. Λή.» Λέει
καθαρά «έρχεται το Ρόμπερτ Ε. Λή.» Που το Ρόμπερτ
Ε. Λή ήτο ποταμόπλοιο. Ο Άρχων του Μισσισσιπή, έτσι απεκαλείτο. Λοιπόν, το
καλοκαίρι του 1870 έγινε της αγώνας ποταμοπλοίων, το Ρόμπερτ Ε. Λή εναντίον του Νάτσες,
από την Νέα Ορλεάνη ως το Σαιντ Λούις, 1.154 μίλια πάνω στον ποταμό. Η κούρσα του αιώνα, σα να
λέμε. Και η κούρσα πέρναγε από το Τενεσή, που ήταν το σπίτι του Βέρτζιλ. Και
απλώς η έρμη η γυναίκα τον φώναξε να έρθει να δει το Ρόμπερτ Ε. Λή το ποταμόπλοιο που ερχότανε, το οποίο και τελικώς
επεκράτησε του Νάτσες. Ο Ρόμπερτ Ε.
Λη ο στρατάρχης πέθανε κανά δυο μήνες μετά.
Όπως και νάχει, ο Βέρτζιλ δεν τσιμπάει ούτε καν συμβολικώς, με το Ρόμπερτ Ε. Λή το ποταμόπλοιο-στρατάρχη.
Δεν τον νοιάζει που όλα είναι ρημαδιό και κόβει ξύλα για να επιβιώσει. Ούτε ο
πληθωρισμός τον νοιάζει, που καλπάζει εκτός εαυτού, που μαστίζει αλύπητα της
πολιτείες του Νότου. Πάρε ότι χρειάζεσαι, λέει, κι’ άσε τα υπόλοιπα στην τύχη.
Στον αγώνα για την επιβίωση. Το μόνο που τον νοιάζει είναι που ο πόλεμος πήρε της
πιο καλύτερους. Σαν τον πατέρα του πιο πριν, θα δουλέψει τη γη. Σαν τον αδερφό
του στους ουρανούς, που τάχθηκε με της Ρέμπελους. Ήταν δεκαοχτώ χρονών, γενναίος
και περήφανος, αλλά ένας γιάνκης τον έστειλε στον τάφο. Κι’ ορκίζεται ο Βέρτζιλ
στη λάσπη που πατάει, ένας ηττημένος Κέην δεν ανασταίνεται επ’ ουδενί. Κανών
απαράγραπτος.
Ο
Βέρτζιλ έχει αποδεχτεί την ήττα, και κλαίει τον αδερφό του.
Διότι
τώρα ο Νότος ζει την ιστορική περίοδο της Ανασυγκροτήσεως,
λένε τα βιβλία. Τελεί υπό στρατιωτική κατοχή, δεν υπάρχει οικονομία, δεν
υπάρχει υποδομές, δεν υπάρχει τίποτα. Η δουλεία καταργείται με συνταγματική
τροποποίηση. Ιδρύεται η Κου Κλουξ Κλαν. Οι μαύροι λυτζάρονται αθρόως και
κτηνωδώς, ελεύθεροι πια. Μετά την δολοφονία του Λίνκολν ανέλαβε ο αντιπρόεδρος
ο Τζόνσον, μαζί οι εργολάβοι, οι πολιτευταί, οι κερδοσκόποι και οι απατεώνες. Σκοπός
της Ανασυγκροτήσεως του Τζόνσον δεν ήταν η Ισότης. Ήταν η επικράτησις
του καπιταλιστικού Βορρά επί του φεουδαρχικού Νότου. Να επανεντάξουμε την λευκή
ελίτ στις δομές της Ένωσης. Οι μαύροι να κάνουν υπομονή. Κανάν αιώνα, και
βλέπουμε.
Να συγχωρέσουμε τον Βέρτζιλ Κέην που δεν τα διηγείται όλα αυτά. Ας τον αφήσουμε
ήσυχο στον δικό του θρήνο. Κάθε πράμα στον καιρό του.
Αιχμάλωτοι Νότιοι |
Το
τραγούδι κυκλοφόρησε το 1969, σαρανταπεντάρι βήτα πλευρά και μετά μπήκε και στο
άλμπουμ, και πήγε σφαίρα.
Αλλά
πιο σφαίρα πήγε το 1971, που το τραγούδησε η Τζοάν Μπαέζ. Αυτή η Τζοάν έκανε
και κάποιες αλλαγές στο στίχο από μόνη της. Δηλαδή δεν λέει που ο Βέρτζιλ
υπηρετεί στο τραίνο φαντάρος. Λέει πως ήταν μηχανοδηγός. Διότι άλλο ο
σιδηροδρομικός που φέρνει τα εφόδια, κι’ άλλο ο στρατιώτης που έχει ντουφέκι.
Επειδή ο μηχανοδηγός δεν σκοτώνει, καταλάβατε; Δεν λέει που ήρθε το ιππικό του
Στόουνμαν και ξήλωσε της γραμμές, λέει «ήρθε
πολύ-πολύ ιππικό και ξήλωσε της γραμμές.» Αυτό δηλαδή το έκανε με καλό σκοπό, για
να γελοιοποιήσει το ιππικό. Τέτοιες στρατιωτικές λεπτομέρειες τις λένε τα
αγοράκια, που εκπαιδεύονται και γίνονται στρατόκαβλα, ενώ τα κοριτσάκια που
είναι πιο ώριμες τα σνομπάρουν τα στρατοκαβλοϊστορικά. Και δεν λέει για τις
δέκα Μαΐου, που είχε πέσει ήδη το
Ρίτσμοντ. Διότι τι σημασία έχει αν έπεσε στις δέκα ή της τριανταμία, ποιος ο
λόγος να μπερδεύουμε τον ακροατή με λεπτομέρειες άνευ σημασίας; Τοιουτοτρόπως
το τραγούδι έγινε και πιο αντιπολεμικό, και πιο ευκολόπεπτο. Ήτανε και ο
πόλεμος του Βιετνάμ τότε, οπότε καταλαβαίνετε, η Τζοάν δεν ήθελε να μιλήσει για
τον Εμφύλιο, ήθελε να διαμαρτυρηθεί για το Βιετνάμ. Και δεν το βρίσκω επιλήψιμο
αυτό, το τραγούδι διαμαρτυρίας δηλαδή. Απλώς αυτό που έγραψε ο Ρόμπι μου
φαίνεται καλύτερο επειδή εξυπηρετεί κάτι παραπάνω από την διαμαρτυρία. Αλλά τι
να πω, ίσως να είμαι κι’ εγώ λιγάκι στρατόκαβλος και ανώριμος. Η μητέρα μου
πάντα το έλεγε αυτό, πως είμαι ανώριμος.
Μια άλλη αλλαγή που έκανε αυτή η Τζοάν
Μπαέζ είναι που δεν λέει που ο Βέρτζιλ λέει πως θα δουλέψει τη γη όπως ο πατέρας
του πριν απ’ αυτόν. Λέει πως είναι εργαζόμενος όπως ο πατέρας του πριν απ’ αυτόν. Αλλά κι’ αυτό το λέει για καλό σκοπό,
διότι ο εργαζόμενος είναι ο πραγματικός προοδευτικός και δημοκράτης, ενώ ο
αγρότης είναι ένας αντιδραστικός κολλημένος στην ιδιοκτησία του και στα ζώα του.
Μάλιστα, οι προοδευτικοί αμερικάνοι τους αγρότες του Νότου της αποκαλούν
υποτιμητικώς κοκκινόσβερκους, επειδή
αρπάζει σβέρκος της από τον ήλιο που
κάνουν αγροτικές εργασίες, και πιστεύουν στην υπεροχή της λευκής φυλής, και πάνε
και ψηφίζουν τον Τραμπ, και μετά κάνουν ντου να καταλάβουν την Βουλή. Η Τζοάν,
κόρη μεξικάνου μετανάστη και ακέραιη ακτιβίστρια ως σήμερα, δεν ήθελε να βάλει
τον Βέρτζιλ στο ίδιο τσουβάλι μ’ αυτόν τον εσμό. Και τον έκανε προλετάριο. Και
μπορεί να είναι συμπαθών της Συνομοσπονδίας, αλλά δεν σήκωσε και το όπλο σαν
τον αδερφό του, που σκοτώθηκε. Και προλετάριος, και ειρηνιστής, ο Βέρτζιλ.
Πολιτικώς, βρίσκω πως η Τζοάν είχε
απόλυτο δίκιο, και εκτιμώ της προθέσεις της. Αλλά δυστυχώς με της προθέσεις
ούτε τραγούδια γράφονται, ούτε βάφονται αυγά.
***
Ο Γκαρθ -κημπορντίστας, ακκορντεονίστας και
σαξοφωνίστας της μπάντας- είχε πει πως ο Ληβόν σταμάτησε να τραγουδάει το
τραγούδι αυτό με τον Βέρτζιλ επειδή τσατίστηκε με την ερμηνεία της Τζοάν Μπαέζ.
Πάντως η τσαντίλα του Ληβόν πρέπει να ήταν πολύ βραδύκαυστη, διότι τελευταία
φορά που το τραγούδησε ήταν Πέμπτη, 25η Νοεμβρίου 1976, Ημέρα των
Ευχαριστιών, στο Σαν Φρανσίσκο. Την μέρα εκείνη ο Ληβόν τα πήρε άσκημα με τον
Ρόμπι, έχω να προσθέσω.
Ήταν
η αποχαιρετιστήρια συναυλία του συγκροτήματος, θέλανε -δηλαδή ο Ρόμπι ήθελε και
τους έψησε- να κάνουν μόνο στούντιο στο εξής, όπως οι Μπητλς.
Νοικιάσανε
ένα πρώην παγοδρόμιο που φιλοξενούσε παλιά και αγώνες μποξ, και ήταν τώρα αίθουσα
συναυλιών. Ηχητικά, φωτιστικά, τραπέζια, καθίσματα, τραπεζομάντηλα,
μαχαιροπήρουνα, όλα κομπλέ, μέχρι και κρυστάλλινους πολυελαίους κρεμάσανε, και
βάλανε τα σκηνικά της Τραβιάτας από την Όπερα του Σαν Φραντζίσκο για να τα
στήσουνε στην σκηνή. Ο σκηνογράφος του Γουέστ Σάιντ Στόρι, την έστησε την
σκηνή, δηλαδή, όχι κανάς τυχάρπαστος. Και μαζεύτηκαν πέντε χιλιάδες κόσμος, της
βγάλανε γαλοπούλα ψητή και κολοκυθόπιτα που τόχουν έθιμο οι αμερικάνοι τη Ημέρα
των Ευχαριστιών, όπως εμείς τον μπακαλιάρο σκορδαλιά του Ευαγγελισμού. Ήταν και
πολλοί προσκεκλημένοι ν’ ανέβουνε επί σκηνής να παίξουνε τιμητικώς με της
εορτάζοντες, ήτανε ο Μπομπ Ντύλαν, το
παλιό αφεντικό τους, ήτανε ο Έρικ Κλάπτον, ο Ρίνγκο Σταρ, ο Νηλ Γιάνγκ, η Τζόνι
Μίτσελ, ο Μάντι Γουώτερς, η μύτη του Νηλ Ντάιμοντ πουδραρισμένη μέσα στην κόκα,
ο Δόκτωρ Τζων, ο Βαν Μόρισον, και ποιος δεν ήτανε! Ήτανε και ο Μάρτιν
Σκορτζέζε, που θα φιλμάριζε όλη την συναυλία με πέντε κάμερες 35άρες, ο οποίος
Μάρτιν ήταν κι’ αυτός χεσμένος στην κόκα, και είχε προσλάβει πέντε οπερατέρ
αστέρια, κι’ άλλοι πολλοί. Υπερπαραγωγή!
Οπότε
έγινε ένας χαμούλης, διότι την τελευταία στιγμή τους λέει ο Μπομπ Ντύλαν, ξέρετε
το ξανασκέφτηκα, και τελικώς δεν θέλω να παίξω στην ταινία. Οπού γίνεται ο
Σκορτζέζε πύραυλος, και ο Ρόμπι που ήταν συμπαραγωγός του εβέντ έγινε άσπρος
σαν τα τραπεζομάντηλα, διότι την ταινία την πλήρωνε η Γουώρνερ Μπρος, αλλά υπό μίαν
προϋπόθεση, πως θα έπαιζε και ο Μπομπ Ντύλαν. Κι’ αν δεν έπαιζε ο Μπομπ Ντύλαν,
η παραγωγή ήταν μέσα πάνω από ένα εκατομμύριο δολλάρια. Ο λόγος που έκανε πίσω
ο Μπομπ ήταν που τον ίδιο καιρό έφτιαχνε την δική του ταινία, ένα τρίτον
συναυλία, ένα τρίτον φίξιον, ένα τρίτο ντοκυμανταίρ, και θάπαιζε και η Τζοάν
Μπαέζ, και η Τζόνι Μίτσελ, κι’ άλλοι, και φοβόταν μην του κλέψουνε την πρωτιά
και τα εισιτήρια.
Οπότε
επενέβη ο έτερος παραγωγός, Μπηλ Γκράχαμ ελέγετο, και είπε μην ανησυχείτε, εγώ
θα τα κανονίσω, και μπήκε στο καμαρίνι του Μπόμπ, και οι άλλοι περίμεναν απόξω
και τρώγαν τα νύχια τους. Και βγήκε μετά από λίγα λεπτά, κι’ όλα εντάξει, ο
Μπομπ δεχόταν να τον φιλμάρουν δύο τραγούδια.
Ο
Ληβόν εντωμεταξύ τα πήρε άσκημα με τον Ρόμπι, διότι ο Σκορτζέζε και ο Ρόμπι
τάχαν βρει, και οι κάμερες τράβαγαν όλο τον Ρόμπι, και τους υπόλοιπους της
μπάντας τους έδειχναν ως μαϊντανούς. Έτσι έγραψε ο Ληβόν στο βιβλίο του που
έβγαλε μετά. Και πως στις δεύτερες φωνές ο Ρόμπι τραγούδαγε με κλειστό
μικρόφωνο, και πρόσθεσαν της φωνές μετά, στο στούντιο.
Όταν
βγήκε ο Ντύλαν να τραγουδήσει, το μικρόφωνό του ήταν τόσο ανεβασμένο που
ξεκουφαθήκανε οι πάντες, ο Σκορτζέζε δεν μπορούσε να δώσει οδηγίες, αλλά οι
καμεραμαν τον είχαν χεσμένο ούτως ή άλλως, ευτυχώς δηλαδή. Διότι τι να
σκηνοθετήσεις σε κάτι που συμβαίνει ερήμην σου; Το ζήτημα είναι τι θα γράψει η
κάμερα. Ευτυχώς τον ήχο τον διορθώσανε μετά, κι’ όταν είπε το Forever Young ο
Μπομπ ήταν όλα τέλεια. Και μπήκε το Forever Young στην ταινία, κι’ άμα έχετε
γενέθλια σας το στέλνω με της ευχές μου, μεγάλη τραγουδάρα του Ντίλαν αυτή! Γενικώς
συναυλία και γύρισμα ήταν ένα μπουρδέλο άνευ προηγουμένου, τρεις λαλούν και δυο
χορεύουν, φτιαγμένοι όλοι, μ’ αυτά και μ’ εκείνα τέλειωσε κάποια στιγμή, είχανε
το υλικό, ανασάνανε ο Ρόμπι κι’ ο Μάρτιν Σκορτζέζε κι’ ο Γκράχαμ, που είχε πάει
ως τότε η ψυχή τους βόρτα στον κώλο τους σαράντα φορές. Και μετά από διάφορα
μαγειρέματα βγήκε, Απρίλιος του 1978, της αίθουσες The Last Waltz, που όσοι δεν το είδατε να το δείτε στο γιουτούμπ.
Η ταινία του Ντύλαν, που ελέγετο Ρενάλντο και Κλάρα, είχε βγει τρεις μήνες πριν, και είχε πάει άπατη.
Ο Ληβόν τραγούδησε το τραγούδι του Βέρτζιλ διπλωμένος στο σκαμνάκι του ντράμερ, κάπου της την αρχή της βραδιάς. Πρώτα κάναν εισαγωγή μόνο τα πνευστά. Ήτανε πέντε-έξι μέτρα από την Ντίξιλαντ, τον ύμνο των Νοτίων. Μόνο που ήταν τέσσερις φορές πιο αργά. Τόσο λάργκο, ξερωγώ, τόσο τεμπέλικα και νωχελικά, τόσο βελούδινα, σαν να λέγαν εντάξει, Βέρτζιλ, τέλειωσε, δεν έχει άλλο πόνο.
Ο Μπομπ Ντύλαν και ο Ρόμπι Ρόμπερτσον στο Τελευταίο Βαλς |
Διότι τι ήταν ο ρέμπελος φαντάρος; Ένας σκατίβλαχος με ολίγη
γραφή και ανάγνωση, ή μπορεί και καθόλου, με ολίγα στρέμματα δικά του, με
προσωπική εργασία και της οικογενείας. Πήγε στον πόλεμο γιατί έτσι φανταζόταν
την Ελευθερία, την Ιδιοκτησία, και το Habeas Corpus. Αν δεν ήταν οι μαύροι, θα
ήταν ο πάτος της κοινωνίας, έπαιρνε κάποια αξία πατώντας στους μαύρους. Κι’
ήταν υπέρ της δουλείας. Ο ίδιος δούλους δεν είχε, αλλά κάποιος συγγενής του
μπορεί και να είχε. Όταν βγάλαν ένα νόμο όσοι έχουν είκοσι δούλους και πάνω να
μην υπηρετάνε στο στρατό, άρχισε την γκρίνια. Καθώς μάκραινε ο πόλεμος, οι
μισοί λιποτάκτησαν και πήγαν στα σπίτια της να μην τα κάψουν οι Γιάγκηδες, ο
πατριωτισμός είναι όσο φτάνει το μάτι. Τα υπόλοιπα ήταν ιδεοληψίες, ηρωισμός,
χτηνωδία, πείνα, κουρελαρία, ξυπολησιά, αρρώστιες και θάνατος. Μια τσιρίδα πάνω
στην έφοδο, The Rebel Yell.
Άμα τέλειωσε το πανηγύρι, είχανε χάσει τον πόλεμο, την
υπερηφάνεια τους, και ήταν ίσα κι’ όμοια με τον αράπη που είχε πλέον δικαίωμα
εκλέγειν και εκλέγεσθαι και το διπλανό χωράφι να σκάβει. Ο ρέμπελος βρέθηκε
μαζί του στον πάτο της κοινωνίας. Και καθώς δεν είχε το ψυχικό σθένος να πενθήσει όπως ο Βέρτζιλ, γράφτηκε στην Κου Κλουξ Κλάν δίκην εκδικήσεως. Η Αόρατη
Αυτοκρατορία του Νότου, με τον Μεγάλο Μάγο, Δράκοντες, πύρινους σταυρούς,
μασκαραλίκια και βία.
Ο
Βορράς κέρδισε γιατί είχε περισσότερη βιομηχανία, περισσότερους πόρους και
μεγαλύτερο πληθυσμό. Και, καταργώντας την δουλεία, ο καπιταλιστικός Βορράς
διέλυσε δια παντός την δουλοκτητική οικονομία του Νότου. Ο Νότος εναρμονίστηκε
άστε ντούε με την νέα τάξη, έγινε κι’ αυτός καπιταλιστικός, ανέπτυξε νέους τομείς
και βρήκε καινούργιους ρόλους, προπαντός που ο εικοστός αιώνας μπαίνοντας έφερε
θριαμβευτικώς ως δώρα την μηχανή εσωτερικής καύσεως, το αυτοκίνητο και το
πετρέλαιο. Γιατί από πετρέλαιο είχε ωκεανούς, στο Τέξας και στον Νότο γενικώς.
Δύο
δεκαετίες αφότου τέλειωσε ο εμφύλιος, οι λευκές ελίτ του Βορρά και του
εκμοντερνισμένου Νότου τάχαν βρει στα βασικά. Και ουδείς λόγος υπήρχε να τα
χαλάσουν στα υπόλοιπα. Έτσι ψηφιστήκανε οι νόμοι των φυλετικών διακρίσεων, κι’
έτσι επιβλήθηκε μια δημόσια αφήγηση, η λεγόμενη Χαμένος Σκοπός της Συνομοσπονδίας. Ή σκέτα Ο Χαμένος Σκοπός.
Οι μαύροι, έλεγε η αφήγηση, δεν περνάγαν και τόσο άσχημα επί δουλείας. Και ο
πόλεμος δεν έγινε για την Κατάργηση, αλλά για να καταστρέψουν τον τρόπο ζωής
του Νότου και την οικονομία του, ήγουν το ίδιο. Και οι Γιάνκηδες κέρδισαν μεν
διότι βιομηχανικώς ήσαν πιο ανεπτυγμένοι, αλλά εμείς ήμασταν πιο γενναίοι,
είχαμε αίσθημα τιμής πιο ανεπτυγμένο, και αυτοθυσία πιο ανεπτυγμένη, και
φιλότιμο άνευ προηγουμένου, και ξέραμε την πολεμική μας τέχνη καλύτερα από τους
Γιάγκηδες, και γι’ αυτό αντέξαμε πέντε χρόνια, που ιδρώσανε να μας κάνουν
ζάφτι.
Ο Χαμένος Σκοπός είχε γεμίσει τον Νότο αγάλματα του
στρατηγού Ρόμπερτ Ε. Λη, του προέδρου Τζέφερσον Ντέιβις, και διαφόρων
καραβανάδων της Συνομοσπονδίας, μη εξαιρουμένου του στρατηγού Νάιθαν Φόρεστ,
του πρώτου Μεγάλου Μάγου της Κου Κλουξ Κλαν, ο οποίος στον πόλεμο είχε
σφαγιάσει πεντακόσιους αιχμαλώτους, μαύρους μαζί με λευκούς του Τενεσή,
πατριωτάκια του Βέρτζιλ που είχαν καταταχτεί στον στρατό του Βορρά.
Στον Χαμένο
Σκοπό δεν χώραγε ο πόνος. Των μαύρων, των εξεγερμένων γυναικών του
Ρίτσμοντ, και του Βέρτζιλ.
Ωστόσο
τα πράματα άρχισαν να αλλάζουν στην δεκαετία του εξήντα. Με την πορεία στην
Σέλμα, το όνειρο του Κινγκ και το δέος του Μάλκολμ Χ, την φοβέρα των Πανθήρων
και της ένοπλης εξέγερσης. Με της καυχησίες του Μωχάμεντ Άλι και της σηκωμένες
γροθιές στο βάθρο των διακοσίων μέτρων της Μελβούρνης, το Γούντστοκ και το Ήζι
Ράιντερ, την Μπαέζ, τον Ντύλαν, και κάτι άλλους που τους ξέκανaν τα ναρκωτικά, το πιοτό και οι
διαβόλοι τους. Και παραδόξως με τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Που έκανε μαύρους και
λευκούς ένα με τις λάσπες, την επιβίωση και την ενοχή.
Μέσα
στην μεγάλη φωνή της Αμερικής ακούστηκε κι’ η μικρή φωνή του Βέρτζιλ Κέην από
το 1865.
***
Στα
2015, στην Σάρλοτβιλ της Νοτίου Καρολίνας, ένας σαλεμένος εικοσάρης -οπαδός της
λευκής υπεροχής- μπήκε μ’ ένα όπλο σε μια εκκλησία μαύρων μεθοδιστών που
μελετούσαν την Βίβλο και σκότωσε εννέα ανθρώπους. Υπό τις αντιδράσεις, το
δημοτικό συμβούλιο της πόλεως αποφάσισε να ξηλώσει το έφιππον άγαλμα του
στρατηγού Λη που ήταν στο ομώνυμο πάρκο, και μαζί ενός άλλου στρατηγού της
Συνομοσπονδίας με το παρατσούκλι ο
Ξερολιθιάς, κάποιου υποχόνδριου που τον σκότωσαν κατά λάθος οι δικοί του
στον Εμφύλιο, εκεί κοντά στην Σαρλοτβίλ. Κάποιος προσέβαλε την απόφαση στην
δικαιοσύνη, και η υπόθεσις κόλλησε, και δώστου ανέβαινε το θερμόμετρο.
Στα
2017, μαζεύτηκαν στην Σαρλοτβίλ νεοναζί, ρατσιστές, η κουκλουξκλάν, κάθε
καρυδιάς ακροδεξιοί, αρκετοί με τα ντουφέκια τους, να διαδηλώσουν υπέρ των
αγαλμάτων. Μαζεύτηκαν και οι κανονικοί άνθρωποι, και έγινε χαμός. Ένα άλλο
υποκείμενο -κλασσική μούρη βουτυρόκωλου σπασίκλα χαμηλής ευφυίας- όρμησε με το
αυτοκίνητο πάνω στο πλήθος των αντιδιαδηλωτών, και σκότωσε μια άσπρη κοπέλλα.
Οι αντιδράσεις γενικεύτηκαν, φασαρίες είχε και στο Ρίτσμοντ που είναι κοντά σχετικώς, και πέσανε και οι γκραφιτάδες στο τοπικό άγαλμα του Ρόμπερτ Ε. Λη και τον κάναν τον στρατηγό πολύχρωμο. Για να μην γίνουν τα ίδια με την Σαρλοτβίλ, η δημοτική αρχή απεφάσισε να τον ξηλώσει κι’ αυτόν, και τ’ άλλα τ’ αγάλματα, τον Τζέφερσον Ντέιβις, τον Ξερολιθιά, και κάτι άλλους. Το ζήτημα ήχθη στην δικαιοσύνη, όπου κόλλησε ξανά, κατά τα αναμενόμενα.
Το άγαλμα του Λη στο Ρίτσμοντ, και καλοί ανθρώποι |
Τον
Μάιο του 2020 ήταν η δολοφονία του Τζωρτζ Φλόιντ, που από ειρωνεία της τύχης
δεν συνέβη στον Νότο, αλλά ψηλά στα καναδέζικα σύνορα. Αυτή ήταν η κουράδα που
ξεχείλισε τον βουλωμένο απόπατο της Αμερικής. Η οποία Αμερική άρπαξε φωτιά απ’
άκρου εις άκρον. Όχι μόνο για να τιμωρηθεί ο δολοφόνος. Όλη η ιστορία με τα
αγάλματα ξανάρθε στο προσκήνιο, μαζί με τις λεπτομέρειες της κτηνωδίας, και τα
ντεσού του βίου του Ντέρεκ Τσώβιν.
Η Νάσβιλ,
Τενεσή έχει ένα κάρο προσωνύμια. Μουσικούπολη, Αθήνα του Νότου, Προτεστάντικο
Βατικανό, Μικρό Κουρδιστάν, Νασβέγκας, και μερικά ακόμα. Λοιπόν, εκεί στην Νάσβιλ
ήταν ένα παχουλό παιδί με ξανθά μαλλιά μακριά, ο Μάρκους Κινγκ, από την Νότιο
Καρολίνα αυτός. Είχε ένα γκρουπάκι και παίζαν μουσική. Είπανε λοιπόν να κάνουνε
ένα αφιέρωμα στο Τελευταίο Βαλς, Αύγουστος του 2020. Διαδικτυακό, λόγω κόβιντ.
Νοικιάσανε ένα θέατρο, αλλά δεν είπανε που, να μην πλακώσει κόσμος. Και φώναξε
διάφορους γκεστ, μεταξύ των οποίων τον Έρλι Τζέιμς, να πει το τραγούδι του
Βέρτζιλ.
Αυτός ο
Έρλι ήταν από την Αλαμπάμα, και έχει κάτι φαβορίτες κόκκινες. Και ήθελε να κάνει κάτι εναντίον της
αστυνομικής βίας, και του ρατσισμού, διότι η κατάσταση είχε φτάσει στο
απροχώρητο. Οπότε έκατσε και παραποίησε τους στίχους του τραγουδιού. Κι’ έλεγαν
οι στίχοι πως αντίθετα με τον πατέρα του, που ήταν ρατσιστής και ο Έρλι δεν τον
κατάλαβε ποτέ, κι’ αντίθετα με τους παραχωμένους στο χώμα, που πολέμησαν με της
Ρέμπελους, που ήταν διεφθαρμένοι και βάλθηκαν να σκλαβώνουν κόσμο, αυτός -ο
Έρλι- πιστεύει πως πρέπει να θάψουμε το μίσος στον τάφο του, και ορκίζεται στη
λάσπη κάτω από τα πόδια του, πως αυτό το άγαλμα -του Ρόμπερτ Ε. Λη δηλαδή- θα
ξηλωθεί, όσο τσιμέντο και να του βάλουν!
Ωραία,
σκέβομαι, κι’ όποιος δεν θέλει να ξηλωθεί ο Ρόμπερτ Ε. Λη να του ξηλωθούνε τ’ άντερα. Αλλά το τραγούδι τι έφταιγε; μιλάει
πουθενά για ρατσισμό; Εκθειάζει την δουλεία, τον Νότο και την Συνομοσπονδία;
Γιατί το σακατεύεις; Έδωσε κάποιες εξηγήσεις επ’ αυτού ο Έρλι σε μια
συνέντευξη, διότι εκεί στην πατρίδα του το βάζανε ρινγκτόουν στα κινητά τους
όλοι οι νοσταλγοί του Χαμένου Σκοπού, και οι ρατσιστές, φανεροί και κρυφοί.
Αυτό και το Σουήτ Χομ Αλαμπάμα των Λίνιαρντ Σκίνιαρντ, που ήταν κάτι ελεεινοί
ρατσιστές αυτοί, κι’ έπεσε το αεροπλάνο που τους μετέφερε και σκοτωθήκαν οι
μισοί από το συγκρότημα. Ωραία, ξανασκέβομαι, και τι μ’ αυτό; Κι’ εδώ οι
μακεδονομάχοι μας τραγουδάγανε μια την Μακεδονία
ξακουστή του Αλεξάνδρου η χώρα, και μια Αχ
Ελλάδα σ’ αγαπώ, του Μανώλη του Ρασούλη. Τι να κάνουμε δηλαδή; Να
τραγουδάμε εμείς Αχ Ελλάδα σε μισώ και βαθιά σ’ αντιπαθώ; Γιατί είναι αμόρφωτοι
και βλάκες αυτοί, και δεν καταλαβαίνουν τι λέει το τραγούδι; Δεν το λέω εγώ
αυτό, πως είναι βλάκες. Ο Έρλι τα είπε στην συνέντευξη, στο Ρόλινγκ Στόουν το
περιοδικό. Λέει πως άμα ξέρανε πως ο Ρόμπι ήταν καναδός -μισός ινδιάνος, μισός
εβραίος, συμπληρώνω- και δεν ήταν δικός τους της αρείας φυλής, θα το μισούσανε
το τραγούδι, όχι θα το βάζανε ρινγκτόουν. Αλλά τόσο άσχετοι και ντουγάνια
είναι!
Τέλος
πάντων, για καλό σκοπό πήγαινε το παιδί. Με τα πολλά, τα αγάλματα τα βγάλανε πέρυσι.
Και στο Ρίτσμοντ, και στην Σαρλοτβίλ, και του Λη, και του Ντέιβις, και του
αλλουνού, του Ξερολιθιά. Και μαζί σε καμιά πενηνταριά σημεία σ’ όλη την
Αμερική, και μαζί την πολεμική σημαία την χιαστή, που την ξεπατώσανε απ’ όλα τα
δημόσια κτίρια και περιστάσεις, κι’ από τον στρατό, το ναυτικό και τους
πεζοναύτες.
Ο Ληβόν Χελμ στο Τελευταίο Βαλς |
Πρώτα
κάναν εισαγωγή μόνο τα πνευστά, γέμισε η οθόνη χρυσάφι, η τούμπα, τα τρομπόνια,
η τρουμπέτα. Ήτανε πέντε-έξι μέτρα από την Ντίξιλαντ, τον ύμνο των Νοτίων. Μόνο
που ήταν τέσσερις φορές πιο αργά το τέμπο. Και τόσο βελούδινα, σαν να λέγαν εντάξει,
Βέρτζιλ, τέλειωσε, δεν έχει άλλο πόνο.
Είναι
αργό κομμάτι, ο Ληβόν το λέει μορφάζοντας σαν άλογο της Γκουέρνικας, κάθιδρως,
κραυγάζοντας σαν κακός μαθητής που συλλαβίζει σπαράγματα πολεμικών ημερολογίων,
όλο ημερομηνίες, κι’ αναφορές, κι’ ονόματα και πόλεις, και συμβάντα ξεχασμένα,
που μόνο όσοι τάζησαν τα ξέρουν, και μόνο γι’ αυτούς να έχουν νόημα. Για τους
άλλους, μένει η γοητεία ενός τοπίου μυστικού και επικίνδυνου, τα μισόλογα μιας αλήθειας
ψιθυριστής. Αυτά που κατάργησε η Τζοάν μέσα στον ακτιβισμό της, και τον
τσάντισε, το Ληβόν.
Μετά έρχεται
το ρεφραίν, οι καμπάνες, τα γκόσπελ, η κηδεία του τζαζίστα στην Νέα Ορλεάνη όλο
χρωματιστά φουστάνια, η λύτρωση του σκλάβου από τον αυθέντη, και του χαζού η
λύτρωση και η προσευχή, ελθέτω η Βασιλεία Σου, αλλά ρύσαι ημάς, το μίσος και ο μέσα
έγκλειστος, κι’ ο προτεστάντης φανατισμός του, ήμαρτον Κύριε, κι’ αλαζονεία της
φυλής του ο δικός του ανήφορος, ο μη εισενέγκης, ο ψυχικώς αόμματος, κι’
αλκατράζ της αρρώστιας του λευκές κουκούλες στο σκότος της Υπεροχής, γεννηθήτω
το θέλημά Σου, κι’ αλυσίδες του τ’ αγάλματα, ασήκωτα, μπρούτζινα, άφες ημίν,
ώσπου τα πήρε άθυρμα ο άνεμος Πανδαμάτωρ,
αλλά ρύσαι ημάς, αλλά ρύσαι ημάς, νανανα, νανανανανανανα...
Είπανε πως ο Ληβόν θεωρούσε πως μαζί το
γράψανε το τραγούδι με τον Ρόμπι, και ήθελε τα κρέντιτς του ως συνδημιουργός.
Και γι’ αυτό δεν το ξανάπαιξε, μετά από εκείνη την Πέμπτη των Ευχαριστιών του
1976. Κι’ όχι επειδή το παραποίησε η Τζοάν Μπαέζ. Η οποία απολογήθηκε όταν
ρωτήθηκε σχετικώς, και είπε πως δεν τόκανε επίτηδες, αλλά τον καιρό της ηχογράφησης
δεν είχε το γραπτό κείμενο, και τόβγαλε από τον δίσκο των Band, που δεν
ακούγονται καθαρά τα λόγια. Μετά, στα ζωντανά, έλεγε την εκδοχή του Ρόμπι.
Τέλος
πάντων, παρά την φαγούρα δεν τσακώθηκαν ποτέ. Έμειναν φίλοι αγαπημένοι, μέχρι
που πέθανε ο Ληβόν, το 2012.
Ο
Ρόμπι είναι μια χαρά. Το 2019 έκανε την μουσική για τον Ιρλανδό του Μάρτιν Σκορτζέζε.
ΤΕΛΟΣ
Κι' άλλοι αιχμάλωτοι Νότιοι, κοντά στο Νορφολκ της Βιρτζίνια, στα 1864 |
Το The night they Drove Old Dixie
down το είπαν άπειροι ερμηνευτές. Εδώ, οι τρεις εκτελέσεις που αναφέρονται στην ιστορία, μαζί με το αγγλικό
κείμενο -για σύγκριση από τους εμβριθείς.
Ο Ληβόν
Χελμ, στο αυθεντικό κείμενο του Ρόμπι Ρόμπερτσον, από το Τελευταίο Βαλς.
https://www.youtube.com/watch?v=jREUrbGGrgM
Virgil Caine is the name and I served on the
Danville train
'Til Stoneman's cavalry came and tore up the
tracks again
In the winter of '65, we were hungry, just
barely alive
By May the tenth, Richmond had fell
It's a time I remember, oh so well
The night they drove old Dixie down
And all the bells were ringin'
The night they drove old Dixie down
And all the people were singin'
They went, "Na, na-na-na, na-na"
"Na, na, na-na, na-na, na-na-na"
Back with my wife in Tennessee
When one day she called to me
"Virgil, quick, come see, there goes the Robert
E.Lee"
Now I don't mind choppin' wood
And I don't care if the money's no good
Ya take what ya need and ya leave the rest
But they should never have taken the very best
Like my father before me, I will work the land
And like my brother above me, who took a rebel
stand
He was just eighteen, proud and brave
But a Yankee laid him in his grave
I swear by the mud below my feet
You can't raise a Caine back up when he's in
defeat
Της Τζοάν Μπαέζ, του 1971.
https://www.youtube.com/watch?v=fW1Cv42xzYk
Virgil Caine is my name and I drove on the
Danville train
'Til so much cavalry came and tore up the tracks again
In the winter of '65, we were hungry, just barely alive
I took the train to Richmond that fell
It was a time I remember, oh so well
The night they drove old Dixie down
And all the bells were ringin'
The night they drove old Dixie down
And all the people were singin'
They went, "Na, na-na-na, na-na"
"Na, na, na-na, na-na, na-na-na"
Back with my wife in Tennessee and one day she
said to me
"Virgil, quick, come see, there goes the Robert E. Lee"
Now, I don't mind, I'm chopping wood
And I don't care if the money's no good
Just take what you need and leave the rest
But they should never have taken the very best
Like my father before me, I'm a workin' man
And like my brother before me, I took a rebel stand
Well, he was just eighteen, proud and brave
But a yankee laid him in his grave
I swear by the blood below my feet
You can't raise the Cain back up when it's in defeat
Και η
βερσιόν του Έρλι Τζέημς,
https://www.youtube.com/watch?v=BpGJR9TyYww
Unlike my father before me, who I will never
understand
Unlike the others below me, who took a rebel
stand
Depraved and powered to enslave
I think it’s time we laid hate in its grave
I swear by the mud below my feet
That monument won’t stand, no matter how much
concrete
Μπράβο Βασίλη. Εξαιρετικό, τέλειο. Κανονικά θα 'πρεπε να εκδοθεί σε βιβλίο. (Γιάννης Αβραμίδης, thyrathen@gmail.com).
ΑπάντησηΔιαγραφή