Όνειρο τα χαράματα της 30ης Ιανουαρίου 2018



Είμαι σ' ένα νησί, μπορεί στη Σέριφο.

Είναι ένας δρόμος παραλλήλως της παραλίας, άσφαλτος. Κι' ένας χωματόδρομος καθέτως, ανεβαίνει στη Χώρα αυτός.

Κάθομαι στην συμβολή των δρόμων. Βανάκια τρέχουν με εξωφρενική ταχύτητα, σβιν, σβιν, υποτίθεται ανεβάζουν τον κόσμο απάνω, που έχει πανηγύρι. Αλλά δεν σταματάνε, σβιν, σβιν...

Είναι και ο Μπουλαλάκης μαζί, προσπαθεί να μου βρει ένα μέσο ν' ανέβω στη χώρα, αλλά εις μάτην, δεν σταματάνε. Είμαστε πολύ νέοι, εντωμεταξύ.

Με τα πολλά, πλησιάζει ένα παλιό φορκσβάγκεν πουλμανάκι. Πάει με το πάσο του.

-Α, να, θα πας με την Πόπη, λέει ο Μπουλαλάκης.

Κατεβαίνει η Πόπη χαμογελαστή χαμογελαστή.

-Βρε, χρόνια και ζαμάνια! λέει.

Εντός ολίγου πετάμε στον ουρανό, χάριν ενός παρεό ή σεντονιού πολύχρωμου, όλο τέτοια φόραγε η Πόπη από πάντα.

Τώρα εγώ κρατάω μια γωνία του παρεό και μια γωνία η Πόπη, και τραβάω λίγο τη γωνία, και πέρνουμε ύψος.

-Σιγά, λέει η Πόπη, όχι πολύ ψηλά, φοβάμαι.

Οπότε κατεβαίνω λίγο, και κόβουμε βόλτες πάνω από το νησί, στρίβω το σεντόνι, υπακούει.

Από κάτω, όλα υπέροχα και ανθηρά, ίσως να είναι Πάσχα, ή λίγο αργότερα, του Αγίου Πνεύματος.




Η ζωγραφιά: Η Πτήσις, παστέλ και ακρυλικά σε Α4 πολυτελείας.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ου παντός πλειν ες Κόρινθον

Τον Νίκο τον γνώρισα ακουσίως.

Επί Δικαίου και αδίκων