Από το πλοίο είναι σαν βιτρίνα ζαχαροπλαστείου, μικρά μικρά κυβάκια, α ναι, εδώ είναι που φτιάνουν τα λουκούμια, κίτρινα, πράσινα, ροζ, πασπαλισμένα άχνη. Σε δύο λόφους στοιβαγμένα, τι περίμενες, σαν ξαπλωμένα βυζιά στην παραλία και δυο εκκλησιές, καμπάνες, μπιχλιμπίδια πυροτεχνήματα στην Ανάσταση. Βγαίνεις λοιπόν απ' το βαπόρι, όχι λες, με μαντολάτο μοιάζουν αυτοί οι τοίχοι, γύρω οι δρόμοι, πλατεία, δημαρχείο, κάτι πέτρες που ξεχωρίζουν πιο σκούρες είναι αμύγδαλα, σούρχεται να δαγκώσεις, θα λιώσουν οι τοίχοι στο στόμα σου, κι' αυτή τη γλύκα, τραγανιστή, δεν περιγράφεται να την ρουφάς μέχρι τέλος. Ήμουν στην Αφρική κάποτε. Ύπνος σπασμένος απ' τις ριπές των καλάζνικοφ μέσα στη νύχτα, Μεγάλο Σαββάτο αξημέρωτα, είδα ένα όνειρο, θες να στο πω; Πετούσα στο Πισκοπιό, κει παραπάνω, που καβατζάρει ο δρόμος την κορφή προς Κίνι, κι' αποκάτω πιάτο η πόλη. Καβάλα σ' έναν αετό γαλάζιο, πράσινο και μωβ, ουρά, ζύγια, πορτοκαλλί, παίζαν στον δροσερό αέρα, έκανα μανούβρες ...