Η θεία Βαρβάρα και η θεία Λούλα, εκ Ληξουρίου Παλικής
Η Βαρβάρα, η Μάρμω, κι’ εγώ (δυσφορών στην αγκαλιά της Βαρβάρας,) φθινόπωρο του 1954. -Πηλά ο αετός, πηλά! Η θεία Βαρβάρα με παρίσταινε όταν ήμουν μωρό, κι’ έβλεπα τους αετούς ψηλά στον ουρανό την Καθαρά Δευτέρα, και εκστασιαζόμουν. Σιγά-σιγά αντελήφθην πως δεν μπορώ ν’ απλώσω τα χέρια μου να τους καβαλήσω, τους πολύχρωμους, κι’ άρχισα να αδιαφορώ. Το να πάψεις να εκστασιάζεσαι, είναι ευνουχισμός. Η θεία Βαρβάρα όμως δεν την ξέχασε την έκστασή μου αυτήν, και μου την θύμιζε, πηλά ο αετός, πηλά! μέχρι που πέθανε, πάνε δεκαπέντε χρόνια, μόλις μ’ έβλεπε άρχιζε, πηλά ο αετός, πηλά! Μέρος της απωθημένης στο ασυνείδητο μνήμης μου ανεσύρθη χάριτι θείας Βαρβάρας. Λοιπόν, όταν γεννήθηκα η μάνα μου έτρεχε με το Εθνικό Θέατρο ανά τον κόσμο και την επικράτεια, και με παράταγε στης Βαρβάρας, αυτή με τάιζε, αυτή με κοίμιζε, αυτή με ξεσκάτιζε, αυτή μ’ έπλενε, αυτή όλα, η άχρηστη η μάνα σου, μούλεγε, ούτε ένα γάλα να βράσει δεν ήταν ικανή, μπα γε! Η θεία η Βαρβάρα είχε μιαν αδερφή, την θεία...