Once upon a time in the Alps

Passo di Stelvio, τέλη 19ου αι. ή λίγο μετά


Η Ιστορία είναι έτσι φτιαγμένη ώστε το τελικό αποτέλεσμα προκύπτει πάντοτε μέσα από συγκρούσεις πολλών ατομικών βουλήσεων, που με την σειρά τους είναι φταγμένες από ένα πλήθος ξεχωριστών συνθηκών ζωής. Έτσι, έχουμε αναρίθμητες τεμνόμενες δυνάμεις, μία άπειρη σειρά συνιστωσών δυνάμεων που δημιουργούν μία συνισταμένη -το ιστορικό γεγονός. Το οποίο μπορούμε να θεωρήσουμε ως το προϊόν μιας δύναμης που λειτουργεί ως σύνολο ασυνειδήτως και χωρίς πρόθεση. Γιατί κάθε ατομική βούληση αλλοιώνεται απ’ όλες τις άλλες, κι’ αυτό που γεννιέται είναι κάτι που δεν θέλησε κανείς. 

                                                           Επιστολή του Φρειδερίκου Ένγκελς στον Ιωσήφ Μπλοχ, Σεπτέμβριος του 1890

Μια φορά κι’ έναν καιρό ήταν ένα Πριγκηπάτον. Σάντουιτς, από δω ο Ρήνος και η Έλβετία, από κει οι Άλπεις και η Αυστρία. Μέγεθος ίσαμε ένα νησάκι, η μισή Λευκάδα, ξερωγώ. Έξι χιλιάδες ψυχές κι’ ο κόσμος όλος, άλλα τόσα γελάδια, βάζαν και κανά δημητριακό, κανά λαχανικό, εκ παραλλήλου άλλος έκανε τον τσαγκάρη, άλλος τον κουρέα, άλλος τον ξυλουργό, πορευόντουσαν. Είχανε και μία τράπεζα, μια υφαντουργία, και μια εφημερίδα. Είχανε και βουλή, δεκαπέντε μέλη. Είχανε κι’ έναν πρίγκηπα, ο Γιόχαν ο Δεύτερος. Άμα φούσκωνε το ποτάμι έπνιγε τα χωράφια, γινόταν λιμός. Μερικοί φεύγανε στην Αμερική, να βρούνε την τύχη τους. Άμα είχατε οφσόρ θα το ξέρατε, αυτό το Πριγκηπάτον. Αλλά τον καιρό εκείνο δεν είχε οφσόρ και τα τοιαύτα στο Ληχτενστάην, έτσι ελέγετο.

Άμα λέμε τον καιρό εκείνο, λέμε τα χρόνια που ενώθηκε η Επτάνησός μας με την Μητέρα Ελλάδα. Διότι η ιστορία μας γίνεται στα 1866. Και τα χρόνια εκείνα, η Γερμανία δεν ήταν αυτό που ξέρετε σήμερα. Ήτανε μία Συνομοσπονδία χαλαρή, να πούμε. Και είχε μέσα λογιώ-λογιώ γερμανικά κράτη και κρατίδια. Ήτανε τα μεγάλα ονόματα, τα εξής δύο, η Αυστρία και η Πρωσσία. Ύστερα ήταν κάτι μικρομεσαία, η Βαυαρία, και δύο τρεις άλλοι μεγαλειότατοι και δούκες. Παρακάτω, ήταν κάτι λιμάνια και πόλεις που είχανε ειδικά προνόμια, λόγω εμπορίου. Και πιο κάτω, κάτι πρίγκηπες, κάτι μικροφεουδάρχες, κάτι παρακατιανοί, κάτι ελάχιστοι γαλαζοαίματοι. Ανάμεσά τους και το Ληχτενστάην με τον Γιόχαν τον Δεύτερο. Εικοσιέξι ετών, στα βάσανα.

Τώρα, οι δύο μεγάλοι είχανε έναν ανταγωνισμό εκατό ετών μεταξύ τους. Η μεν Αυστρία ήταν απόγονος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με το κύρος της, και τον Μότσαρτ, και τα ρέστα. Αλλά η ανερχόμενη δύναμις ήταν η Πρωσσία. Διότι η Πρωσσία είχε φτιάξει μία τελωνειακή ένωση με τα άλλα κράτη και κρατίδια, που την λέγαν τζολβεράην, που αυτό σημαίνει πως στο εμπόριο μεταξύ γερμανικών κρατών δεν βάζουμε φόρους, αλλά ό,τι έρχεται απόξω του αλλάζουμε τον αδόξαστο. Οπότε ήρθε η ανάπτυξις, η Πρωσσία είχε φτιάξει πολλή βαριά βιομηχανία, είχε σιδηροδρόμους, τηλεγράφους, τεχνολογία, οργάνωση, στρατηγικό κράτος, όλα κομπλέ. Και υποχρεωτική θητεία είχε τρία χρόνια όλοι, τα στρατά γυμνάσια συνεχώς, και εκσυγχρονισμένο οπλισμό έφτιαχνε, κι’ έκανε σχέδια για το μέλλον.

 Ενώ στην Αυστρία, αγρόν ηγόραζαν. Ήταν εκτός τζολβεράην αυτοί, δεν αντέχαν τον ανταγωνισμό της Πρωσσίας. Η οικονομία της πήγαινε κατά διαόλου, χρέος πολύ. Πέραν τούτου, είχε και πολιτικά θέματα. Ο Αυτοκράτωρ της Αυστρίας, ο Φραγκίσκος Ιωσήφ των Απσβούργων ήτο συγχρόνως και βασιλεύς της Ουγγαρίας. Που η Ουγγαρία δεν ήταν μέλος της Γερμανικής Συνομοσπονδίας. Δηλαδή, η Αυτοκρατορία των Απσβούργων ήταν η μισή μέσα στην Γερμανική Συνομοσπονδία και η μισή απόξω. Συγκεκριμένα, η πιο πολλή Αυτοκρατορία δεν ήταν γερμαναραίοι αυστριακοί, διότι είχε τεράστια εδάφη η Αυτοκρατορία, και στα εδάφη της μέσα είχε και αυστριακούς, και μαγυάρους, και κροάτες, και σλοβένους, σέρβους, βόσνιους, τσέχους, σλοβάκους,  ρουμάνους, ιταλούς, ουκρανούς, όλοι αυτοί αχταρμά, όλο εξεγέρσεις κάνανε, μπάτε σκύλοι αλέστε. Πώς να τους δώσεις όπλα για τρία χρόνια ολωνών αυτών; Κι’ άμα ξεσηκωθούν;

Εκεί λοιπόν τώρα στο Βερολίνο ήταν ο Βασιλεύς της Πρωσσίας ο Γουλιέλμος ο Πρώτος ο Χοχετζόλερν. Αυτός είχε έναν πρωθυπουργό, τον Μπίσμαρκ. Ο οποίος τρωγότανε να ενοποιήσει τα γερμανικά κράτη της Ομοσπονδίας υπό την ηγεσίαν της Πρωσσίας εννοείται, ήγουν να τα καταβροχθίσει. Και να την κάνει πέρα την Αυστρία, που είχε κολαούζους τους ούγγρους και τους λοιπούς υποανάπτυκτους, και δεν προόδευε. Αυτός λοιπόν ο Μπίσμαρκ πίστευε πως το ζήτημα της ενοποιήσεως των απανταχού γερμανικών εδαφών και των πεπρωμένων του Γερμανικού Έθνους λυνόταν μόνο με αίμα και ατσάλι. Κι’ έβγαινε και τάλεγε αυτά στη βουλή, και φανατιζόταν ο κόζμος.

Είχε εκείνη την εποχή ο εθνικισμός πολλή έξαρση. Οι δημοκρατικές επαναστάσεις του 1848 που βάλανε φώκο σ’ όλη την Ευρώπη είχαν καταπνιγεί, τους σακατέψανε, έπλεξε το βουβάλι στο αίμα που λένε, κι’ αυτό που έμεινε ήταν οι πολυεθνικές απολυταρχίες και ο εθνικισμός.

Καλά, με εξαιρέσεις.

Όττο βον Μπίσμαρκ


Είχε λοιπόν το ζουνάρι του λυμένο ο Μπίζμαρκ, κι’ έψαχνε αφορμή δια καυγά. Διότι τάχε υπολογίσει και είχε καταλήξει πως η Αυστρία ήταν μόνη της. Οι ρώσοι δεν θα βάζαν πλάτη, είχανε γίνει τούρκοι με τους αυστριακούς, διότι οι αυστριακοί είχανε φερθεί σκάρτα, στον Κριμαϊκό στηρίξανε πολιτικώς τους αγγλογάλλους. Οι εγγλέζοι εχέστηκαν, με το συμπάθειο δηλαδή, διότι ούτε άμεσο συμφέρον είχαν με το τι γίνεται στας Ευρώπας, αλλά και να είχαν, δεν είχαν στρατό να στείλουν, μόνο τον στόλο είχανε. Ο δε Λουδοβίκος Βοναπάρτης -ο Ναπολέων ο Τρίτος ο λεγόμενος μικρός, Αυτοκράτωρ της Γαλλίας και ανηψιός του αλλουνού, του Μεγάλου- είχε συναντηθεί πριν λίγο καιρό με τον Μπίσμαρκ στο Μπιαρρίτζ στα μπάνια, και ο Μπίσμαρκ του είπε απόξω-απόξω πως είχε λαμβάνειν ο Ναπολέων κάτι εδαφικά ανταλλάγματα, δηλαδή να προσαρτήσει το Λουξεμβούργο, ή λίγο Βέλγιο, ξερωγώ. Αυτά με την προϋπόθεση που θα τον άφηνε ήσυχο -ο Ναπολέων τον Μπίσμαρκ- και δεν θα ανακατευόταν αν γίνει πόλεμος με την Αυστρία. Και ο Ναπολέων ο μικρός που ήτανε μεγάλος κόπανος του δήλωσε του Μπίσμαρκ πως δεν θα ανακατευόταν. Λαγός την φτέρη κούναε. Διότι δεν κατανοούσε ο Ναπολέων ο μικρός πως δεν τον συνέφερνε να αφήσει την Πρωσσία να ενοποιήσει την Γερμανία.

 Ήτανε τότε ένα Δουκάτο, το Σλέσβιγκ-Χολστάην, που τόχε η Δανία, αλλά είχε πλειοψηφία κατοίκων γερμανόφωνοι. Οπότε λέει του αυστριακού ο Μπίζμαρκ δεν πάμε να τους το πάρουμε; Γιατί σου λέει δεν μπορεί, μετά όλο και κάποιο θέμα θα εφεύρω στην μοιρασιά, θα τσακωθούμε με τους αυστριακούς, θα τους βγάλουμε από τη μέση, να κάνουμε κουμάντο μόνοι μας στο Γερμανικό Έθνος. Όπερ και εγένετο, Πρωσσία και Αυστρία κάναν πόλεμο στην Δανία, το καταλάβανε το Δουκάτο συνεταιρικά, και το μοιράσανε,  η Πρωσσία πήρε το Σλέσβινγκ και η Αυστρία το Χολστάιν. Αλλά μετά, ο Μπίσμαρκ βρήκε μια αφορμή και έστειλε τα στρατά του μέσα στο Χολστάιν. Τέλος πάντων, να μην μακρηγορώ, το χοντρύνανε το ζήτημα, το Γερμανικόν Έθνος χωρίστηκε στα δύο, οι μισοί πήγαν με την Πρωσσία, κάνανε απόσχιση. Οι άλλοι μισοί, που δεν βλέπανε με καλό μάτι τις ορέξεις του Μπίσμαρκ να τους ενοποιήσει με το ζόρι, πήγαν με την Αυστρία και μείνανε στην Συνομοσπονδία.

Εντωμεταξύ, ο Μπίσμαρκ, ο οποίος έπαιζε με υπουλία, τάχε βρει με τους Ιταλούς να κάνουν αντιπερισπασμό, να επιτεθούν συγχρόνως κι’ αυτοί στην Αυστρία να πάρουν την Βενετία, που ήταν ιταλική εξ ανέκαθεν, αλλά την είχαν πάρει παλιά οι αυστριακοί. Γιατί ούτε η Ιταλία δεν ήταν αυτή που ξέρουμε σήμερα. Εκτός της Βενετίας, της έλειπε και η Ρώμη, που την είχαν οι γάλλοι.   

Και γίναν όλοι αυτοί που λέμε μαλλιά κουβάρια.

Ο Φραγκίσκος Ιωσήφ στα 1860 


 Μόλις μάθανε στο Ληχτενστάην πως κηρύχθηκε πόλεμος, αρχίσανε να ανησυχούν. Διότι ως μέλος της Γερμανικής Συνομοσπονδίας το Ληχτεντστάην είχε υποχρέωση να στείλει τον στρατό του να βοηθήσει την Αυστρία και την Συνομοσπονδία εναντίον των πρώσσων. Διότι είχαν στρατό, τον τραβάγαν με κλήρωση για τέσσερα χρόνια. Και οι λιχτενσταηνοί δεν γουστάρανε καθόλου να πάνε στον πόλεμο.  Όμως ο Γιόχαν ο Δεύτερος ήταν αυστριακός πρίγκηψ αναντάν μπαμπαντάν, και είχε και τον πύργο της οικογενείας έξω από την Βιέννη, και χτήματα σπαρμένα μέσα σ’ όλη την Αυτοκρατορία έκταση ίσαμε σαράντα Ληχτενστάην. Οπότε χωρίς να ρωτήσει κανέναν έθεσε τας ένοπλες δυνάμεις της χώρας στην υπηρεσία της Αυστρίας. Αλλά εκεί πάνω ξεσηκώθηκε ο κόζμος και η βουλή, και είπανε εμείς δεν θέλουμε να χύσωμε γερμανικό αίμα αδελφικό, και δεν στέλνουμε στρατό να πολεμήσει τους πρώσσους. Όχι επειδή τους λυπόντουσαν δηλαδή τους πρώσσους, αλλά βασικά δεν θέλαν να μπλέξουν.

Ο Γιόχαν ο ΙΙ του Ληχτενστάην


Εκεί πάνω στέλνει τηλεγράφημα ο Γιόχαν, εντάξει, διευθετήθηκε το ζήτημα, δεν θα πάμε στον πόλεμο. Και ηρεμήσαν αυτοί προς το παρόν.

Πλην όμως κάτι συνέβη και χάλασε η διευθέτηση, ήρθε άλλο μπουγιουρντί από τους αυστριακούς να τα μαζέψουν και να πάνε στο μέτωπο. Οπότε δώστου ξανά διαμαρτυρίες η βουλή, πολύ εκρηκτικό το κλίμα, και ο κόζμος να φωνάζει μας προδώσανε, και μας πουλήσανε, βαριές κουβέντες. Οπότε τι να κάνει πάλι ο Γιόχαν, πήγε αυτοπροσώπως στο πριγκηπάτο, που δεν πάταγε ποτέ. Και τους λέει να βρούμε μια μέση λύση, βρε παιδιά. Να μην πολεμήσετε με γερμανούς, εντάξει, όμως να σας στείλουμε να πολεμήσετε με τους ιταλούς, νάναι και ο Αυτοκράτορας ευχαριστημένος, και να μην λάβουμε μέρος στον αδελφοκτόνο τον πόλεμο.

Κι’ ετοιμάστηκε το εκστρατευτικόν σώμα, δηλαδή τι εκστρατευτικόν σώμα, ογδόντα άνθρωποι ήταν, ούτε λόχος. Ζαλωθήκανε οι φαντάροι τα γυλιά, τα ντουφέκια, ξιφολόγχες,  μπαλάσκες, καραβάνες, όλα κομπλέ, μπήκανε στην γραμμή για το Τυρόλο, κλάματα οι συγγενείς, οι γυναίκες κυρίως, τσιρίζανε, οι συχωριανοί όλοι μαζεμένοι. Τους είχανε στείλει να φυλάνε ένα πέρασμα, μια κλεισούρα στα σύνορα Αυστρίας-Ιταλίας, πάνω στας Άλπεις. Που οι γερμαναραίοι το λέγαν Στίλφσερ Γιοχ και οι ιταλοί  Πάσσο ντι Στέλβιο, δύο οχτακόσια μέτρα υψόμετρο και κάπου εκατόν εξήντα χιλιόμετρα ποδαρόδρομο μέσα στα κακοτράχαλα τα βουνά, Άλπεις λέμε. Τέλη Ιουνίου εντωμεταξύ, τα χιόνια δεν είχαν λιώσει ακόμα, κρύο ψόφος, υγρασία, κακουχία.

Ο Μόλτκε


Απάνω στα σύνορα με την Πρωσσία γινόταν το έλα να δεις. Ήτανε ένας αρχηγός του πρωσσικού επιτελείου, ο φον Μόλτκε. Στη μάπα φτυστός ο Σώιμπλε. Αυτός λοιπόν είχε ετοιμάσει τα πολεμικά σχέδια λεπτομερώς χρόνια πριν. Τα στρατά συγκεντρωθήκανε αστραπιαίως πριν από τους αυστριακούς λόγω των σιδηροδρομικών γραμμών που είχανε στην Πρωσσία και των συρμών. Είχανε και τηλέγραφους με σύρμα επίσης, να φεύγουν οι διαταγές παντού πιτς φυτίλι. Περάσαν στην επίθεση μπλητζκρήκ, μπήκανε στην Σαξωνία πατκιούτ, πήρανε την Δρέσδη, και συνεχίσανε μέσα στην Βοημία ανεμπόδιστα. Εκεί συναντηθήκανε με τον κύριο όγκο του αυστριακού στρατού,  που ήτανε τα ζώα μου αργά, σ’ ένα μέρος που το λέγαν οι τσέχοι Σαντοβά και οι γερμανοί Κένινγκρατζ. Και τους δώσανε μία σπαλιόρα των αυστριακών, που τους αλληθωρίσανε.

Πρέπει να αναφέρω εδώ πως οι αυστριακοί είχαν πυροβολικό πολύ καλύτερο από τους πρώσσους, έριχνε πιο μακριά. Όμως οι πρώσσοι που ήταν πολύ εκπαιδευμένοι και πειθαρχημένοι όπως είπα, και ξέραν τη δουλειά τους, είχαν μία άλλη μέθοδο στο πεζικό. Δεν προχωράγανε περπατητοί σε παράταξη όπως γινόταν τον καιρό εκείνο, αλλά ήτανε διμοιρίες-διμοιρίες, και τρέχανε σκόρπια, και αναπτύσσανε ταχύτητα, και δεν προλαβαίνανε τα κανόνια των άλλων να τους σημαδέψουνε. Και την τελευταία στιγμή, διακόσα μέτρα ξερωγώ μακριά από το πεζικό του εχθρού, είχανε ραντεβού, μαζεύονταν αστραπιαίως, φτιάχνανε πάλι παράταξη. Αλλά τότε τα κανόνια των αυστριακών δεν κοτάγανε να τους ρίξουν μη βαρέσουνε τους δικούς τους.

Ήταν κι’ ένα άλλο, οι πρώσσοι είχαν κι’ ένα ντουφέκι, το ντρώιζε, που γέμιζε από πίσω με κλείστρο, ενώ οι αυστριακοί γεμίζανε το ντουφέκι από μπροστά. Ως εκ τούτου, έπεφτε ο πρώσσος μπρούμυτα, γονατιστός ξερωγώ, κρακ-κρακ, γέμιζε, κρακ-κρακ, έριχνε. Ενώ ο αυστριακός καθόταν αναγκαστικώς όρθιος, διότι έσκιζε το φουσέκι με τα δόντια, έριχνε το μπαρούτι μέσα στην κάνη να πάει κάτω, έβαζε μετά το βόλι, έβγαζε μία βέργα κάτω από το ντουφέκι, έσπρωχνε με τη βέργα το βόλι να πάει στον πάτο κι’ αυτό, ξανάβαζε την βέργα κάτω από το ντουφέκι, σήκωνε το ντουφέκι, σήκωνε μετά τον κόκκορα, έβαζε ένα καψούλι στον κόκκορα, κι’ έψαχνε τον πρώσσο που ήταν πεσμένος μπρούμυτα να τον σημαδέψει να του ρίξει. Αποτέλεσμα, ο πρώσσος τούχε ρίξει εντωμεταξύ πέντε σφαίρες, κρυμμένος. Κι’ ο αυστριακός όρθιος φόρα παρτίδα να προσπαθεί να γεμίσει.

Καταλαβαίνετε λοιπόν με αυτά που εξήγησα γιατί τους σκίσαν οι πρώσσοι.

Εντωμεταξύ, οι ιταλοί είχαν αρχίσει κι’ αυτοί τις επιχειρήσεις να πάρουν την Βενετία και την Τεργέστη. Όμως τα βρήκαν μπαστούνια. Μόνο στον τομέα των Άλπεων κατάφεραν κάτι, εκεί βρισκόταν ο τρομερός Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι, δηλαδή ο Γαριβάλδης, με σαράντα χιλιάδες εθελοντές, Κυνηγοί των Άλπεων ελέγοντο το σώμα αυτό, και τους είχε στριμώξει τους αυστριακούς άσκημα. Αυτοί οι Κυνηγοί των Άλπεων που τους λέμε και γαριβαλδινούς φοράγανε κόκκινα πουκάμισα, έτσι διαδίδεται. Αλλά αυτό είναι ανακριβές, κάποιοι μόνο φοράγανε, διότι που λεφτά για πουκάμισα, οι άλλοι ό,τι είχανε φοράγανε. Και κάτι παλιοντούφεκα είχανε της συφοράς, εδώ βάραγες εκεί πήγαινε, και τραγουδάγανε:


Οι τάφοι ανοίξαν, βγήκαν οι νεκροί

οι μάρτυρές μας είναι όλοι αναστημένοι

Την σπάθα στο χέρι, δάφνες στην κώμη,

την φλόγα και τ΄όνομα της Ιταλίας στην καρδιά


Γιατί στα 1866 η Ιταλία ήταν βασίλειο μωρό πέντε ετών. Τον βασιλέα τον λέγαν Βίκτωρ Εμμανουήλ και είχε πρωθυπουργό τον Καβούρ. Και καλέσανε τον Γαριβάλδη να καθαρίσει. Όπως είχε καθαρίσει τότε που ελευθέρωσε την Σικελία, την Νάπολη, και γίνανε ιταλικές αυτές οι περιοχές.

Η μάχη της Μπεζέκα (21 Ιουλίου 1866.) Διακρίνεται ο Γαριβάλδης πάνω στην άμαξα


Κέντρο των επιχειρήσεων του Γαριβάλδη ήταν η περιοχή βορείως της Μπρέσιας, στην λίμνη Γκάρντα. Έγιναν αρκετές μάχες, είχανε απώλειες κρουνούς αιμάτων οι ιταλοί, ώσπου σ’ ένα χωριό ονόματι Μπεζέκα τους κετετρόπωσαν τους αυστριακούς. Είχε τραυματιστεί και ο Γαριβάλδης σε μιαν άλλη μάχη πριν, τον βρήκε ένας ατζαμής δικός του στο μηρό, και πήγαινε με την άμαξα, δεν μπορούσε να καβαλήσει, ούτε να περπατήσει.

Τζιουζέπε Γκαριμπάλντι


Αυτός ο Γαριβάλδης είχε φάει το μολύβι με το κουτάλι. Την πρώτη την έφαγε στο χέρι το 1832, που ήταν ναυτάκι του εμπορικού στην Μαύρη Θάλασσα, και τους μουντάρανε κάτι πειρατές. Την δεύτερη την έφαγε από έναν γάλλο το 1849 στα παΐδια, στην πολιορκία της Ρώμης. Είχε στείλει εκεί στρατό ο Ναπολέων ο μικρός να την πάρει πίσω από τους επαναστάτες, οι οποίοι κατήργησαν τον Πάπα και εγκαθίδρυσαν την λεγόμενη Δημοκρατία της Ρώμης. Η τρίτη του σφηνώθηκε στον αστράγαλο το 1862 στο Ασπρομόντε, από έναν βερσαλιέρο με τα φτερά, εκεί που μπήκε μπροστά να τους χωρίσει μην σκοτωθούν μεταξύ τους οι δικοί του με τα βασιλικά στρατά της Ιταλίας. Το γιατί, ήτανε μια πολύ μπερδεμένη κατάσταση, ο Γαριβάλδης πήγαινε να απελευθερώσει την Ρώμη από τον Ναπολέων τον μικρό, αλλά παρενέβη ο Βίκτωρ Εμμανουήλ, ο οποίος είχε ανάγκη τον Ναπολέων τον μικρό για προστασία, έγινε ό,τι έγινε. Τέλος πάντων, συνελήφθη ο Γαριβάλδης, αλλά με σεβασμό. Τον πήρανε σ’ ένα καράβι να το γιατροπορέψουν, να σε κάψω αγά μου να σ’ αλείψω μέλι, μην επεκταθώ.

Έναν χρόνο βασανίστηκε με τον αστράγαλο, μολύνθηκε, που αντισηψίες και τέτοια εκείνο τον καιρό, ούτε το χλωροφόρμιο δεν ξέρανε καλά-καλά. Ήρθαν και τον εξέτασαν οι κορυφαίοι παθολόγοι και χειρούργοι όλης της Ευρώπης, άγγλοι, γάλλοι, ρώσσοι, είδαν κι’ έπαθαν να του την βγάλουν, ένας ιταλός δηλαδή του την έβγαλε στο τέλος. Και την τέταρτη σφαίρα την είχε φάει τώρα κατά λάθος, από δικό του. Την πέμπτη θα του την έριχνε κανάς ερυθρόδερμος ξερωγώ, κανένας βεδουίνος, τσακώνονταν ποιος έχει σειρά.

Η Ανίτα. Πορτραίτο εκ του φυσικού


Είχε και μία πέμπτη πληγή, ο Γαριβάλδης. Αυτή λεγόταν Ανίτα.

Η Ανίτα όλο της το όνομα ήταν Άνα Μαρία Ζιεζούς Χιμπέιρου ντα Σίουβα, και ήταν βραζιλιάνα, από μια μικρή πόλη του νότου κειπέρα, την Λαγκούνα. Ο πατέρας της ήταν κάτι σαν καμπόης, συνόδευε τα κοπάδια από το ένα μέρος στο άλλο, και η μάνα της από τας Νήσους των Αζορών, η απωτέρα καταγωγή. Αλλά πέθανε ο πατέρας από τύφο, και αυτή παντρεύτηκε έναν τσαγκάρη λόγω ανέχειας, που χωρίσανε μετά, διότι αυτός ήταν μαλθακός, μελάτος που λένε. Και ήταν και υπέρ του Αυτοκράτορος της Βραζιλίας, τότε είχε Αυτοκράτορα η Βραζιλία, όχι τον Πελέ, άλλον.

Στα 1834 ο Γαριβάλδης έκανε την θητεία του στο πολεμικό ναυτικό της Σαρδηνίας, τότε δεν υπήρχε Ιταλία ακόμα. Κι’ έμπλεξε σε μιαν επανάσταση  με τους καρμπονάρους και τον Ματζίνι, στην Γένοβα αυτό, και τόσκασε από το καράβι. Αλλά επανάσταση δεν έγινε τελικώς, και τον βγάλαν λιποτάκτη, οπότε το σκάει αυτός να γλυτώσει, και δικάστηκε εις θάνατον ερήμην. Φτάνει στην Βραζιλία, που είχε μία άλλη επανάσταση κάτω στον νότο, την Επανάσταση των Λέτσων*. Του δίνουν ένα καράβι οι Λέτσοι, μπαίνουν όλοι μέσα, πάνε και παίρνουν την Λαγκούνα, που έμενε η Ανίτα. Κοίταγε με το κιάλι την προκυμαία ο Γαριβάλδης από το καράβι, βλέπει μια κοπέλλα σαν τα κρύα τα νερά, ήταν με τις φίλες της παρέα. Βγαίνει στη στεριά μπας και την συναντήσει, καπνός αυτή. Τον καλάνε  σ’ ένα σπίτι για καφέ, και ω! του θαύματος εμφανίζεται η Ανίτα! Κάτσανε στήλη άλατος να κοιτάζονται ενεοί και οι δύο σα να γνωρίζονται από πάντα. Πρέπει να γίνεις δική μου, της λέει ο Γαριβάλδης. τρελός αυτός, τρελή κι’ αυτή. Τριανταδύο αυτός, δεκαοχτώ εκείνη, στα 1839.

Και την πήρε στο καράβι, συναγωνισταί και ερασταί. Ο Γαριβάλδης ήταν κουρσάρος, είχε άδεια καταδρομής από τους επαναστάτες. Η Ανίτα ήταν μια παλαβιάρα και μισή μέσα στην μάχη, πολύ παράτολμη, σουλατσάριζε στην κουβέρτα και τους κουβάλαγε τα πυρομαχικά. Εντωμεταξύ, ήξερε και καβάλαγε και άλογα, ήταν εξαίρετη ιππεύς, λόγω του πατρός της. Αυτή τον έμαθε τον Γαριβάλδη να καβαλάει, αυτός κατραμόκωλος ήτανε, από ιππασία είχε μεσάνυχτα. Τέλος πάντων, γίνεται μια μάχη στην στεριά, την πιάνουν αιχμάλωτη. Ζητάει αυτή να δει τα πτώματα, μήπως σκοτώθηκε ο Γαριβάλδης. Ο αξωματικός, ο οποίος είχε εντυπωσιαστεί πολύ από την ανδρεία της, της λέει εντάξει, να τα δεις. Την πάνε, βλέπει, δεν ήτανε. Οπότε δεν κοιτάγανε αυτοί, καβαλάει ένα άλογο, το σκάει. Σκυλιάζουνε που τους κορόιδεψε, την κυνηγάνε, ρίχνουν να την σκοτώσουν, αλλ’ εις μάτην. Πέφτει στο ποτάμι καβάλα στο άλογο, γλυτώνει. Συνάντησε με τα πολλά τον Γαριβάλδη, οχτώ μέρες μετά, γύρναγε με τ’ άλογο.

Ύστερα, γεννήθηκε το πρώτο τους παιδί. Νεογέννητο ήταν, και παρολίγο να τους πιάσουν μέσα στο σπίτι τους. Το κυκλώνουνε το σπίτι οι αυτοκρατορικοί, σκοτώσαν τους φρουρούς, ο Γαριβάλδης έλειπε. Αρπάζει το παιδί, πηδάει από το πίσω παράθυρο, καβαλάει ξανά το άλογο, την χάσανε μπροστά από τα μάτια τους. Γυρνάγανε με το μωρό αγκαλιά πάνω στ’ άλογο θεονήστικοι και οι τρεις, αυτή, το μωρό και τ’ άλογο, τέσσερις μέρες. Μέχρι που την βρήκε ο Γαριβάλδης που την έψαχνε με αγωνία.

Τελικώς η επανάσταση των Λέτσων συνθηκολόγησε, κι’ έφυγε το ζεύγος στην Ουρουγουάη. Εκεί παντρευτήκανε, κάνανε κι’ άλλα τρία παιδιά. Έδινε μαθήματα ο Γαριβάλδης, γαλλικά και μαθηματικά, και ζούσανε. Άλλα ντράβαλα εκεί, ήταν δύο κόμματα, οι κολοράδος και οι μπλάνκος, εμφύλιος. Ο Γαριβάλδης ήταν με τους κολοράδος, τους φιλελεύθερους. Είχανε μπλέξει σ’ εκείνο τον πόλεμο άγγλοι, γάλλοι, βραζιλιάνοι, αργεντίνοι, τα συμφέροντα στο Ρίο ντε λα Πλάτα τεράστια, και τα λεφτά πολλά.

Τελικώς γυρίσανε στην Ευρώπη, με τις επαναστάσεις του 1848. Η Αννίτα με τα παιδιά φύγανε μπροστά, πήγανε στην πεθερά της στην Νίκαια. Ο Γαριβάλδης έφτασε μετά, με άλλο καράβι.

Αλλά ξανάφυγε αμέσως για την Ρώμη, στα 1949, να πολεμήσει τον Ναπολέοντα τον μικρό, όπως προανέφερα. Μετά πήγε και η Ανίτα, γκαστρωμένη στο πέμπτο παιδί. Τότε ήταν που έφαγε ο Γαριβάλδης την δεύτερη σφαίρα από τους γάλλους στα παΐδια. Και σα να μην έφτανε αυτό, η Ανίτα κόλλησε ελονοσία, οι δημοκρατικοί υπέστησαν πανωλεθρία γιατί φέραν οι γάλλοι ενισχύσεις. Φύγαν κακήν κακώς να σωθούν. Καιγόταν από τον πυρετό, εξαντλήθηκε ο οργανισμός της, κι’ ο Γαριβάλδης χτυπημένος επίσης. Περιπλανώμενοι, κυνηγημένοι, φτάσανε στην Ραβέννα.

Εκεί πέθανε, μαζί και το παιδί που είχε στην κοιλιά. Αυτή ήταν η πληγή του η αγιάτρευτη.

Ο Βίκτωρ Εμμανουήλ


Τον φώναξε μετά ο Βίκτωρ Εμμανουήλ το 1866 να αναλάβει το μέτωπο των Άλπεων, παρ’ ότι χαλάσαν τις καρδιές τους εκεί που έφαγε την τρίτη σφαίρα από τον βερσαλιέρο, όπως προανέφερα, αλλά τέλος καλό όλα καλά, νο χαρντ φήλιγκς. Ο Γαριβάλδης οφείλω να πω ήταν αναφανδόν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, αντικληρικός, ήταν και σοσιαλιστής, Η Διεθνής είναι ο Ήλιος του μέλλοντος, έτσι είπε, και καρμπονάρος ήταν επίσης, πίστευε πολύ στον λαό. Ήταν πιο πολύ διεθνιστής παρά εθνικιστής, για να καταλάβετε, διότι όπου του λάχαινε και γινόταν αγώνας, βουρ όρμαγε στην φωτιά, Ήρωας των Δύο Κόσμων τον λέγανε. Αλλά ήταν και ρεαλιστής, έβλεπε πως μόνο ενωμένη η Ιταλία θα έκανε χαΐρι να διώξει τους αμπσβούργους, και βοήθησε να την ενώσει, στην ανάγκη με αρχηγό τον Βίκτωρα Εμμανουήλ. Και από κει που πριν ήτανε αυτός τοπικός βασιλιάς στο Τορίνο και πέριξ, όχι σπουδαία πράματα δηλαδή, τον έφτιαξε ο Γαριβάλδης βασιλέα της κοτζάμ Ιταλίας, τούδωσε την Νάπολη, τούδωσε τη Σικελία, το ξαναλέω και επιμένω. Ιστορικός συμβιβασμός, παρά το τίποτα καλή κι’ η Παναγιώταινα, ισχύει αυτό το ρητό.

Αυτά όλα ήταν ο Γαριβάλδης. Όλα αυτά, αλλά τίποτα από μόνο του.

Και ετοιμαζόταν τέλος πάντων να τους κυνηγήσει τους αυστριακούς κουτσός, θα έμπαινε στο Τρέντο να το απελευθερώσει, αλλά πήρε ένα τηλεγράφημα από το στρατηγείο να σταματήσει τις επιχειρήσεις διότι έγινε ανακωχή. Κι’ ο Γαριβάλδης πικράθηκε που σκοτώθηκε τζάμπα τόσος κόζμος, αλλά τι να κάνει; Έστειλε με βαριά καρδιά πίσω τηλεγράφημα, μία λέξις μόνο. Υπακούω. Διότι ήταν και κάπως ανυπάκουος με τον βασιλιά της Ιταλίας και την κυβέρνηση, όπως ήδη ανέλυσα, και τις συνέπειές του αυτές.

Γίνανε οι συνδιασκέψεις, πέσανε οι υπογραφές, διευθετήθηκαν οι διαφορές, γίναν οι μεταβιβάσεις κι’ έγινε ειρήνη.

 

                          
Το τηλεγράφημα του Γαριβάλδη που λέει Υπακούω



Ποιος κέρδισε, ποιος έχασε;

Η Πρωσσία έγινε κυρίαρχη και αναμφισβήτητος ηγεμονική δύναμις στο Γερμανικόν Έθνος. Πρώτα πρώτα, μεγάλωσε. Προσάρτησε το Σλέσβινγκ, το Χολστάιν, το Αννόβερο και κάτι άλλα ψιλά, αυτά γίναν Πρωσσία, πάει. Ύστερα φτιάξανε μία καινούργια Γερμανική Συνομοσπονδία του Βορρά, και μέσα βάλανε την Πρωσσία και μαζί τα υπόλοιπα βασίλεια και τα κρατίδια που δεν ήταν Πρωσσία. Κι’ οποιανού τ’ αρέσει.

Τι συνέβη στο Ληχτενστάην-σάντουιτς μεταξύ Αυστρίας και Ελβετίας; Τίποτα απολύτως. Ούτε καν την συνθηκολόγηση δεν του ζήτησαν να υπογράψει, διότι ο Μπίσμαρκ δεν το θεώρησε εμπόλεμο μέρος. Και έμεινε εντελώς ανεξάρτητο, αφού η παλιά Γερμανική Συνομοσπονδία είχε διαλυθεί, και στην καινούργια δεν είχε προσχωρήσει.

Απόξω από την Συνομοσπονδία μείνανε τρία μεγαλούτσικα γερμανικά κράτη, τα οποία είχαν πολεμήσει με το μέρος της Αυστρίας: η Βαυαρία, η Βάδη, και η Βυρτεμβέργη, οι μωρές παρθένες ξερωγώ, αυτές μείνανε εκτός νυμφώνος. Γεροντοκόρες, αντελήφθησαν μετά πως είχαν μείνει μόνες κι’ έρμες μέσα στον άτιμο τον κόζμο, και επιπλέον δίπλα τους ήταν το ανήμερο θηρίο η Γαλλία να τους χάψει. Οπότε εναγκαλίστηκαν την αναπόφευκτη και ασφυκτική σφαίρα επιρροής της αδελφής Πρωσσίας, διότι καλύτερα αυτή παρά να έχουνε να κάνουνε με τους γάλλους μόνες τους. Και υπογράψανε αμυντικές συμφωνίες, όπερ έστι σε περίπτωση επίθεσης καθ’ οιασδήποτε των συμβαλλομένων χωρών από τρίτη δύναμη βάζανε τον στρατό τους υπό πρωσσική διοίκηση. Δηλαδή η εθνική κυριαρχία, αντίος μουτσάτσος.

Το βασίλειο της Αυστρίας και το βασίλειο της Ουγγαρίας, από κει που ήταν δύο κράτη με έναν ηγεμόνα γίναν ένα κράτος με δύο βασίλεια, η γνωστή σε όλους μας Αυστρουγγαρία, το οποίο θα καταστεί σιγά σιγά ο ξεπεσμένος συγγενής της Πρωσσίας. Έχασε την Βενετία, την οποία παραχώρησε στην Γαλλία και τον Ναπολέοντα τον μικρό. Και αυτό για να μην της πέσουνε τα μούτρα να την παραδώσει στους παρακατιανούς τους ιταλούς. Όμως ο Ναπολέοντας ο μικρός είχε κάνει μία μυστική συμφωνία με τον Βίκτωρα Εμμανουήλ και τον Μπίσμαρκ, να τους δώσει των ιταλών την Βενετία και να κρατήσει αυτός για πάρτη του την Νίκαια, που την είχε από το 1860 μ’ ένα δημοψήφισμα μαϊμού, έγινε νοθεία τερατώδη. Που η Νίκαια ήταν ιταλική, ήταν μάλιστα η πατρίδα του Γαριβάλδη. Έχουν εκεί το μουσείο του, με την σπάθα του με τα αίματα και την κόκκινη στολή του. Αυτό δεν το συχώρεσε ποτέ ο Γαριβάλδης του Βίκτωρα Εμμανουήλ και του Καβούρ. Δηλαδή που ξεπούλησαν την πατρίδα του την Νίκαια στον Ναπολέοντα τον μικρό για να πάρουν την Βενετία. Που χρώσταγαν του Γαριβάλδη την Νάπολη, την Σικελία, και τόσα άλλα.

Αλλά κι’ ο Ναπολέοντας ο μικρός δεν χάρηκε την Νίκαια για πολύ. Την έχασε, και μαζί έχασε όλη την Αυτοκρατορία του, κι’ έμεινε ταπί, και απόθανε λίγο μετά στο Λονδίνο. Ορίστε τι συνέβη.

Όταν τέλειωσε ο πρωσσοαυστριακός πόλεμος του 1866, λέει του Μπίσμαρκ ο Ναπολέων ο μικρός τι θα γίνει με το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο που μου υποσχέθηκες; Αυτός του τα μάσαγε, είπα-ξείπα, χέζω την παρόλα μου. Διότι σου λέει ο Μπίσμαρκ, αυτός εδώ μας πουλάει ουδετερότητα έναντι εδαφικών ανταλλαγμάτων, οποία ποταπότης, τυχοδιωκτισμός και ιδιοτέλεια, πολιτική των μπουρμπουάρ, έτσι το απεκάλεσε αυτό ο Μπίσμαρκ, ο οποίος ήτο δίκαιος Αριστείδης και υπεράνω όλων, ούμπερ άλες, ξερωγώ. Και ξίνισε ο γάλλος.

Ύστερα μπήκε και το θέμα της διαδοχής στον ισπανικό θρόνο. Που παραιτήθηκε η βασίλισσα Ισαβέλλα λόγω της λαϊκής εξεγέρσεως που υπέβοσκε χρόνια, και ψάχνανε καινούργιο βασιλιά. Και έβαλε την ουρά του πάλι ο Μπίσμαρκ, και μπήκε υποψηφιότητα ένας δικός τους, ο Λεοπόλδος, του παρακλάδου Χοχετζόλερν-Ζιγκμαρίνεν, συγγενής του Γουλιέλμου του Βασιλέως, μακρινός ξάδερφος. Αλλά οι γάλλοι έγιναν έξω φρενών, και ο Ναπολέων αντελήφθη τελικώς πως ο Μπίσμαρκ τον δούλευε ψιλό γαζί, και τι σφάλμα έκανε που δεν στήριξε την Αυστρία το 1866, και τώρα θα βρισκόταν η Γαλλία σάντουιτς, πρώσσοι από βορρά, πρώσσοι κι’ από νότο. Οπότε πίεσε τους ισπανούς και τον Λεοπόλδο, και απεσύρθη η υποψηφιότης.

Λύσσιαξε ο Μπίσμαρκ, ο οποίος ήθελε κι’ άλλο αίμα και ατσάλι. Διότι ήξερε πως σε περίπτωση πολέμου θα τους κερδάγανε  οπωσδήποτε τους γάλλους. Έτσι τάχε λογαριάσει ο Μόλτκε, που πάλι είχε έτοιμα τα σχέδια από πριν. Υπερείχαν τακτικώς και στρατηγικώς, και δεν πα νάχανε οι γάλλοι καλύτερα ντουφέκια, θα τους κερδάγανε. Το ζήτημα ήταν όμως πολιτικόν, να μην φαίνεται η Πρωσσία η επιτιθέμενη, αλλά να δείχνει ως λευκή περιστερά. Και αντιθέτως, να φαίνεται πως η απειλή για την πανευρωπαϊκή ειρήνη προέρχεται από την Γαλλία, και να μην τήνε βοηθήσει κανένας κερατάς.

Έβγαλε λοιπόν ο Μπίσμαρκ μια δήλωση πως το ζήτημα της υποψηφιότητας Λεοπόλδου ήταν ανοιχτό, δεν πα να παραιτήθηκε. Οι γάλλοι θορυβηθήκανε, και στείλανε τον πρέσβη τους από το Βερολίνο στο Εμς, στου διαόλου τη μάνα, εκεί όπου είχε πάει ο Βασιλεύς της Πρωσσίας για ποδόλουτρα, και τον βρήκε ο πρέσβης στον περίπατο, και τούγινε στενός κορσές, να δεσμευτεί πως δεν θα ξαναβάλουνε υποψήφιο τον Λεοπόλδο ες αεί. Και ο Γουλιέλμος, που δεν ήταν σίγουρος πως ήθελε πόλεμο, του είπε πώς δεν γίνεται να δεσμευτεί ες αεί, διότι μεθαύριο ποιος ξέρει τι μας ξημερώνει. Αλλά πρόσθεσε πως δεν είχε ιδέαν πως ο Λεοπόλδος είχε παραιτηθεί, τώρα τόμαθε που του τόπε ο πρέσβης, και του είπε του πρέσβη να ξανάρθει όταν θα ενημερωνόταν περισσότερο τι ακριβώς συνέβη να τα πούνε. Όταν λοιπόν ενημερώθηκε, έστειλε έναν υπασπιστή του να πει στον πρέσβη που περίμενε στο ξενοδοχείο, πως δεδομένου του ότι ο Λεοπόλδος είχε παραιτηθεί ήδη, να μην κάνει τον κόπο να ξαναζητήσει ακρόαση, το θέμα ήταν λήξαν. Και τηλεγράφησε του Μπίσμαρκ τα καθέκαστα, τι είχε διαμειφθεί μετά του πρέσβεως λεπτομερώς, και να βγάλει ένα ανακοινωθέν, αν νομίζει πως χρειάζεται.

Ο Μπίσμαρκ εκείνη την ώρα ήταν με τον Μόλτκε και τον υπουργό αμύνης, τρώγαν, πίναν, και συζητάγανε τον πόλεμο που θα κάνουνε με την Γαλλία. Και του πάνε το τηλεγράφημα. Όπου το μαγείρεψε ο Μπίσμαρκ όπως ήθελε αυτός, κι’ έβγαλε ένα ανακοινωθέν συμπυκνωμένο, να μην μακρηγορεί, και τόστειλε στα πρακτορεία ειδήσεων και σ’ όλες τις πρεσβείες. Το διαβάζει του Μόλτκε, καλό είναι του λέει αυτός. Όπου ήταν επίτηδες τόσο συμπυκνωμένο ουτωσώστε να βγαίνει το συμπέρασμα άμα το διάβαζες πως πήγε ο πρέσβης να τον δει, αλλά ο Γουλιέλμος ουδέποτε συναντήθηκε με τον πρέσβη να μιλήσουνε, παρά τούστειλε έναν τυχαίο καραβανά -έναν επιλοχία, όχι τον κοτζάμ υπασπιστή του- να του πει πώς να λείπει η συζήτησις, δεν έχει κάτι να συζητήσει επί του θέματος. Που αυτό ήταν μεγάλος κόλαφος για την Γαλλία. Ήγουν πως τον έγραψε τον πρέσβη της γαλίας, και του έστειλε έναν τζουτζέ-και όχι τον υπασπιστή του- να του πει να πα να κουρεύεται.

Βουρλιστήκανε οι γάλλοι, προσεβλήθησαν. Τους έπιασε η αλλαζονία τους, γίνανε αλλοζανφάν αλλόφρονες, να λέμε και κανά αστείο αλά Μαρούλα Ευθυμίου. Εντωμεταξύ, ο πολύς κόσμος, μαζί και πολιτικοί, δημοσιογράφοι, ακόμα και οι στρατηγοί, πίστευαν πως ο στρατός της Γαλλίας ήταν φοβερός και ανίκητος. Κι’ όχι μόνο στην Γαλλία, αλλά και στο εξωτερικόν υπήρχε αυτή η άποψις, ήταν πολύ διαδεδομένη. Που αυτό ήταν μύθευμα, το επιτελείο δεν είχαν ούτε σχέδιο δράσης, ούτε πως θα κάνουν επιστράτευση, ούτε ξέραν πως θα κινηθούν ο  άλλοι, ούτε τίποτα, όλα χύμα. Γι’ αυτό τα φορτώσαν μετά στον Ντρέιφους. Διότι έβαλε ο Ναπολέοντας τα χέρια του κι’ έβγαλε τα μάτια του, οι άχρηστοι κήρυξαν πόλεμο στην Πρωσσία χωρίς πρόγραμμα καθόλου. Και ρώσοι, άγγλοι, ιταλοί, αυστριακοί, ποσώς ανεμίχθησαν. Σου λέει κακός μπελάς αυτοί οι Βοναπάρτηδες, όλο πάνε γυρεύοντας, είχανε και κακές ενθυμίσεις με αυτουνούς από παλιότερα.

 Όμως ήταν και κάτι άλλο που δεν σκεφτήκανε κηρύσσοντας τον πόλεμο στην Πρωσσία, κηρύξανε μαζί πόλεμο σ’ όλο το γερμανικόν έθνος. Διότι βάλανε στον πόλεμο την Βαυαρία, την Βάδη και την Βυρτεμβέργη, τις εκτός Γερμανικής Συνομοσπονδίας δυνάμεις, οι οποίες εφαρμόσανε τις αμυντικές συμφωνίες με την Πρωσσία αυτομάτως και προθύμως.




Ο Ναπολέων παραδίδεται στον Γουλιέλμο, στο Σεντάν (2.9.1870)

Κι’ ενωμένοι πλέον οι γερμαναραίοι πέσανε και τον συντρίψανε τον Ναπολέοντα τον μικρό. Κυκλώσανε τον γαλλικό στρατό στο Σεντάν, τον Σεπτέμβρη του 1870, τους κάνανε κομμάτια. Ο οποίος Ναπολέων πήγε μετά στον Γουλιέλμο στο στρατηγείο του και του παρέδωσε το σπαθί του, και παραδόθηκε κι’ ο ίδιος, παραιτήθηκε κι’ από Αυτοκράτωρ των γάλλων κι’ απ’ όλα. Μόλις το έμαθε ο Μόλτκε χαμογέλασε για δεύτερη φορά στην ζωή του. Διότι η πρώτη ήταν όταν πέθανε η πεθερά του.

Στην Γαλλία έγινε προσωρινή κυβέρνησις, και συνέχισε για λίγο καιρό τον πόλεμο. Εκεί πάνω νάσου κι’ ο Γαριβάλδης ξεμπαρκάρει στην Μασσαλία μαζί με τους γιούς του και κάτι εθελοντές! Έθεσε εαυτόν εις την υπηρεσίαν της Γαλλικής Δημοκρατίας. Στην αρχή δηλαδή υποστήριζε τους πρώσσους, διότι σιχαινόταν τον Ναπολέοντα. Αλλά μόλις παραιτήθηκε ο Ναπολέοντας, πήγε με την Δημοκρατία, ειδικά που οι πρώσσοι θέλανε να προσαρτήσουν και λίγη Γαλλία. Έστησε λοιπόν έναν ανταρτοπόλεμο στα βουνά, στα Βόσγεια, μαζεύτηκαν μαζί του τουρλού-τουρλού ιταλοί, ιρλανδοί, πολωνοί, γάλλοι άτακτοι, κι’ άλλοι, μέχρι και κάτι έλληνες.

Σε μία περίπτωση αιφνιδίασαν ένα σύνταγμα πομερανούς, τετρακόσιοι οι γαριβαλδινοί, χίλιοι οι άλλοι, τους πήραν τα σώβρακα, άλογα, όπλα, και μία σημαία, έγινε ήρωας ο Γαριβάλδης και στην Γαλλία. Τον βγάλαν και βουλευτή Νικαίας στις εκλογές, αλλά τα ξεφτέρια που κάναν κουμάντο τώρα τον ακύρωσαν, είπαν πως δεν είχε πολεμήσει κανονικά, παράκουσε διαταγές να πάει να ενωθεί με το σώμα του στρατηγού Βούρβαχη, κεφαλληνιακής καταγωγής αυτός, και ο Βούρβαχης αναγκαστικώς πέρασε στην Ελβετία και παρεδόθη στους ελβετούς.  Σα να μου λες ο Γαριβάλδης έφταιγε που χάσαν τον πόλεμο οι γάλλοι. Τέλος πάντων, της στραβής ψωλής της φταιν οι τρίχες. Η ουσία είναι πως τον Γαριβάλδη τον τρέμανε για την φιλελευθερία του. Τους μούτζωσε κι’ αυτός και γύρισε στην Ιταλία.

Μετά από λίγο οι γάλλοι συνθηκολόγησαν. Η Γαλλία παραχώρησε στην Πρωσσία την Αλσατία και την Λωρραίνη. Οι πρώσσοι μπήκανε στο Παρίσι, κάνανε και μία επίσημη τελετή μέσα στις Βερσαλλίες, ο Βασιλεύς Γουλιέλμος ανακηρύχθηκε Κάιζερ, αυτοκράτορας δηλαδή πασών των Γερμαναραίων! Η Γερμανική Συνομοσπονδία του Βορρά, και μαζί η Βαυαρία, η Βάδη, η Βυρτεμβέργη ενώθηκαν, έγιναν Γερμανική Αυτοκρατορία, και μπήκαν όλα τα πρόβατα στη στάνη. Κι’ έτσι ολοκλήρωσε ο Μπίσμαρκ το Δεύτερο Ράιχ, το λεγόμενο. Στήνοντας έναν πόλεμο που ήξερε εκ των προτέρων πως θα κερδίσει.   

Το Ληχτενστάην ουδαμώς επηρρεάστηκε απ’ όλα αυτά τα κοσμογονικά, αφού ούτε πάρε δώσε είχε, αλλά ούτε και σύνορα με την Γερμανική Αυτοκρατορία, κι’ ακόμα περισσότερο με την Γαλλία. Συνέχισε να είναι σάντουιτς μεταξύ Ελβετίας και Αυστρίας.

Τότε έγινε κάτι το απρόβλεπτο, το οποίο κανένα επιτελείο δεν είχε προβλέψει. Μέσα στο χάος της κατάρρευσης, στρατιωτικό και πολιτικό, ο κόζμος στην Γαλλία, αγαναχτισμένος τόσα χρόνια μέσα στην ανέχεια, την αδικία, την δυστυχία του Ναπολέοντα του μικρού, επαναστάτησε. Σήκωσε τα όπλα, τα κανόνια που τους είχαν δώσει για τους πρώσσους, η Εθνοφυλακή ελέγετο αυτό το σώμα, κι’ έτσι έγινε η Κομμούνα του Παρισιού, τον Μάρτιο του 1871. Άντεξε λίγο, όσο η εποχή των κερασιών. Μετά, την πνίξανε στο αίμα ο στρατός που έστειλε η γαλλική κυβέρνησις, οι εκτελέσεις, οι φυλακές, οι εξορίες, η απόλυτη χτηνωδία, βγάλαν οι στρατηγοί τα απωθημένα τους που τους ξεφτίλησαν οι γερμανοί.

Ο Γαριβάλδης τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της Κομμούνας. Αλλά η Κομμούνα ήταν καταδικασμένη εκ των προτέρων. Οι άνθρωποι ήταν απελπισμένοι από την πείνα και τους γερμανούς, δεν υπήρχε προετοιμασία. Του είπαν να αναλάβει στρατιωτικός διοικητής, αλλά δεν δέχθηκε.

Η Γαλλία άλλαξε καθεστώς, κι’ έγινε η Τρίτη Δημοκρατία, που λένε. Που κράτησε μέχρι που ξαναμπήκαν μέσα οι γερμανοί, τότε επί Χίτλερ.

Α, κάτι άλλο απρόοπτο που συνέβη με την κατάρρευση της Αυτοκρατορικής Γαλλίας, φύγαν ο γαλλικός στρατός που προστάτευε την Ρώμη, και ήρθε ο ιταλικός στρατός του Βίκτωρα Εμανουήλ, κατελύθη το κράτος του Πάπα, και του έμεινε το Βατικανό και η πνευματική εξουσία. Κι’ έτσι ολοκλήρωσε ο Μπίσμαρκ και την ενοποίηση της Ιταλίας, πολύ παραδόξως. Χωρίς να το θέλει, της χάρισε μιαν τεράστια πολιτική νίκη, και μια υπέροχη πρωτεύουσα, τίγκα σε Ιστορία και συμβολισμό.

Άρχισα πάλι να μακρηγορώ και να απομακρύνομαι από το κυρίως θέμα μου.

Το οποίον δεν είναι άλλο από το τι συνέβη με το εκστρατευτικό σώμα του Ληχτενστάην, το οποίο είχε ξεκινήσει για το Πάσο ντι Στέλβιο -που οι αυστριακοί το λένε Στίλφσερ Γιοχ- να πολεμήσει τους ιταλούς.

Pietro Pedranzini


Πάμε πίσω, στον Ιούλιο του 1866.  

Από κει που έδωσε ο Γαριβάλδης την τελευταία μάχη του, το Πάσσο ντι Στέλβιο είναι κάπου εκατό χιλιόμετρα βόρεια, όπως πετάει το αεροπλάνο πάνω από την οροσειρά τις Άλπεις, κορφές με υψόμετρο σχεδόν τρεις χιλιάδες μέτρα, απροσπέλαστες. Κοντά στα σύνορα με την Αυστρία και την Ελβετία, το Τριεθνές.

Από την κλεισούρα του Στέλβιο μπαίνεις από το Τυρόλο στην Λομβαρδία, και τούμπαλιν. Και είτε χτυπάς τον Γαριβάλδη πισώπλατα, είτε πας για Μιλάνο.

Στις δύο του Ιουλίου, μία φάλαγγα αυστριακοί εμφανίστηκαν στην κλεισούρα. Δεν καθήσανε, πήρανε τον φιδωτό δρόμο μέσα στα βουνά, δεν βρήκαν αντίσταση, και πιάσανε ένα χωριό οχτώ χιλιόμετρα πιο κάτω, Μπόρμιο λεγόταν. Στείλαν κι’ ένα απόσπασμα παραπέρα, άλλα είκοσι χιλιόμετρα μακριά, να κάνουν αναγνώριση.

Οι ιταλοί δεν χάσαν καιρό. Έστειλε ο Γαριβάλδης ένα τάγμα, χίλιους διακόσιους άνδρες, να τους κόψουν τον δρόμο. Γίνανε κάποιες αψιμαχίες μόνο, τίποτα σοβαρό. Οι αυστριακοί υποχώρησαν πίσω στο Μπόρμιο, και περίμεναν.

Εντωμεταξύ, στις τρεις Ιουλίου έφτασαν τα νέα της νίλας στο Κένινγκρατζ. Όλοι κατάλαβαν πως η Ειρήνη δεν θα αργούσε, και το πιο καλύτερο ήταν να κάτσουν να την περιμένουν νάρθει όπου νάναι.

Οπότε κάθησαν και οι δύο αντιμαχόμενοι στ’ αυγά τους και περίμεναν την Ειρήνη. Καλού κακού βγάζανε περιπολίες, πέφτανε συνέχεια οι μεν πάνω στους δε, ήταν ανακατεμένος ο ερχόμενος, αλλά δεν ντουφεκάγανε. Γιατί οι περισσότεροι γαριβαλδινοί ήταν από εκείνα τα μέρη, λομβαρδοί, και οι αυστριακοί ήταν τυρολέζοι, από την άλλη μεριά του βουνού, γείτονες, υπήρχε μία κατανόηση.

Προσέξτε όμως τώρα διότι συνέβη κάτι το δυσάρεστο. Ήτανε κάποιοι αυστριακοί, όχι όλοι, κάποιοι, που δεν φερνόντουσαν σωστά, δηλαδή κάναν επιδρομές, μπαίναν στο Μπόρμιο, κλέβανε, τυρανάγανε τους χωριανούς, τους προσβάλανε, τους χτυπάγανε, τους τρομοκρατούσανε, δεν τους αφήνανε σε χλωρό κλαρί.

Ήταν κι’ ένας ιταλός ονόματι Πιέτρο Πεντραντζίνι, αγρότης, γεννηθείς στο Μπόρμιο το 1826. Αυτός, όταν έγινε η επανάσταση του 1848, είχε πολεμήσει τους αυστριακούς, ήταν στην Εθνοφρουρά του Μπόρμιο, το οποίο αυτοανακηρύχθηκε μετέπειτα σε Ιταλική Δημοκρατία του Μπόρμιο, για λίγο δηλαδή. Κατέλαβαν μάλιστα και το Πάσσο ντι Στέλβιο, μέχρι που το ξαναπήραν σε λίγες μέρες οι άλλοι. Ήταν μαζί με τον Γαριβάλδη και στον πόλεμο του 1859, που ιδρύθηκε μετά το Βασίλειο της Ιταλίας. Και ανέβαινε συνεχώς βαθμούς. Και είχε φτάσει υπολοχαγός της Εθνοφρουράς.

Τον Ιούλιο του 1866 λοιπόν, μαύρα μεσάνυχτα, έντεκα του μηνός ήταν προς δώδεκα, ο Πεντραντζίνι είχε ένα απόσπασμα, έντεκα άνδρες και δύο βερσαλιέροι, και επιτηρούσε τον δρόμο που ανέβαινε από το Μπόρμιο πάνω στο Πάσσο ντι Στέλβιο. Αυτός ο Πεντραντζίνι τους είχε άχτι τους  αυστριακούς, λόγω που δεν ήταν σωστοί. Παίρνει λοιπόν το απόσπασμα, κι’ ας είχανε σταματήσει οι εχθροπραξίες, και ανεβαίνει από ένα μονοπάτι που ήξερε στο βουνό, αποπίσω από τον δρόμο, στο φαράγγι αποπάνω, μόνο κοτρώνες έχει τεράστιες, δεν φυτρώνει τίποτα, είναι πολύ απότομα, αν έχετε ανέβει σε βουνό θα ξέρετε. Κι’ άρχισαν να πυροβολάνε, κι’ είχανε και κάτι κέρατα σαν καραμούζες πούχουν στας Άλπεις, και τα φυσάγανε και έβγαζαν ήχους, χαλάγανε τον κόσμο, και κατρακυλάγανε τις κοτρώνες μέσα στο σκοτάδι, πίσσα όπως προανέφερα. Οπότε οι αυστριακοί που ήταν αποκάτω στον δρόμο χεστήκανε, νομίζανε πως γίνεται κατολίσθηση κι΄έπεσε κανάς βράχος και θα τους πλακώσει. Και πήγανε και κρυφτήκανε μέσα σ’ ένα σπίτι, αυτά τα σπίτια τα είχανε χτίσει πιο παλιά για τους εργάτες που άνοιγαν τον δρόμο, τις καντονιέρες τις λέγανε. Και τις είχανε σαν καταφύγια για τους ταξιδιώτες, να ποτίζουν τα άλογα οι αμαξάδες, άμα τους έπιανε νύχτα να μαγειρέψουν, να κοιμηθούν ξερωγώ. Πάει, τους φωνάζει ο Πεντραντζίνι, τους φοβερίζει πως έρχεται ο Γαριβάλδης, τρεις και μία τους πήγε οι αυστριακοί. Και τους είπε να βγούνε ένας-ένας έξω, να δώσουνε τα όπλα να παραδοθούνε. Και οι αυστριακοί βγήκανε, και παραδοθήκανε. Εξηνταεφτά άτομα, παρακαλώ, κι΄ ένας αξιωματικός.

Έκτοτε σταματήσαν να προκαλούν οι αυστριακοί, και δεν είχαμε άλλα ντράβαλα.

Μία από τις καντονιέρες του Στέλβιο, καλά διατηρημένη ως σήμερα. Η ιστορική είναι ερείπια.


Ωραία, τώρα εσείς ξέρω τι σκεβήκατε, πως μέσα στο σπίτι ήταν οι ληχτενσταηνοί που τους πιάσανε κορόιδα οι γαριβαλδινοί και τους αφοπλίσανε.

Μ’ αρέσει ο τρόπος που σκεύεστε, κι’ εγώ το σκέβηκα αυτό, και γι’ αυτό έκατσα και το μελέτησα. Και ανακάλυψα πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον. Ουδείς ληχτενσταηνός πιάστηκε αιχμάλωτος. Άλλους πιάσανε, αυστριακούς.

Διότι το γεγονός αυτό συνέβη έντεκα προς δώδεκα Ιουλίου, ενώ ο στρατός του Ληχτενστάην ξεκίνησε από το Ληχτενστάην στις εικοσιέξι Ιουλίου, και επίσης αν θυμόσαστε καλά -εγώ πάντως το έγραψα αυτό ευθύς εξ αρχής και ήμουν ξεκάθαρος- είχαμε διαμαρτυρίες και διαβουλεύσεις, και ήξεις- αφήξεις και σούξου-μούξου μανταλάκια, και δεν θέλουμε αδελφοκτόνο πόλεμο, και μπλαμπλά, δεν φεύγανε. Με τις καθυστερήσεις και τις διαβουλεύσεις και τις αντιδράσεις, αργήσανε. Και φτάσανε κατόπιν εορτής. Φινίτο λα μούζικα, πασάτο λα φιέστα. Ας προσέχανε. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια.

Μ’ αυτά και με κείνα φτάσανε στο Πάσο ντι Στέλβιο που αυτοί το λέγανε Στίλφσερ Γιοχ. Κάνανε και περιπολίες, μπανίζανε τους γαριβαλδινούς, τους μπανίζαν κι’ αυτοί, και τραβάγανε ο καθένας τον δρόμο του. Η μόνη συμπλοκή που παρευρέθησαν ήταν ένα άλογο, ποιος ξέρει τι του κάνανε, κι’ αυτό αγρίεψε και τους ρήμαξε στις κλωτσές με τα πισινά του. Απώλειες δύο ημέτεροι τραυματίες ελαφρώς. Και ουδέν νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον.

Και τα περνάγανε πολύ χαλαρά και φίνα, πίνανε τις μπύρες τους, τα σφηνάκια τους, τα κρασά τους που έχει εξαιρετικά η περιοχή, καπνίζαν τα τσιμπούκια τους, και τέλη Αυγούστου γυρίσαν στα σπιτάκια τους.

Γιατί σπιτάκια είχανε, δεν είχανε μπουρδέλα!

Αποψις της πρωτεύοτσας του Ληχτενστάην Βαντούζ με τον πριγκηπικό πύργο, αρχές 20ου αιώνα


Με το που μαθεύτηκε πως γυρίσανε, βγήκανε όλοι, οι αρχές, οι συγγενείς, ο πληθυσμός να τους προϋπαντήσει. Μεγάλη ιλαρότης κατέκλυσε το Ληχτενστάην, τους ρωτάγανε τι έγινε, τους λέγαν αυτοί όλο περηφάνεια τις περιπέτειες που περάσανε. Τους μετράνε να σιγουρευτούνε πως είναι όλοι σώοι κι’ αβλαβείς, τους ξαναμετράνε, ρε σεις ογδόντα δεν φύγατε; Ναι, ογδόντα. Τώρα πως γίνατε ογδονταένας;

Που βρέθηκε ο παραπανήσιος, ουδέποτε διελευκάνθη το μυστήριον. Άλλωστε το Ληχτενστάην φημίζεται πως κρατάει μυστικά, ό,τι μπαίνει στο Ληχτενστάην, μένει στο Ληχτενστάην, δεν βγαίνει παραέξω.

Φήμες πάντως υπήρξαν. Και κυκλοφοράνε ακόμα μέχρι σήμερα. Άλλοι λένε πως ήταν ένας ιταλός, που τους έγινε τσιμπούρι να τον βάλουνε λαθρό στα σύνορα για κανά μεροκάματο. Άλλοι λένε, όχι, αυστριακός ήταν, αρνητής συνειδήσεως που τόχε σκάσει από την μονάδα του. Κι’ άλλοι λένε εντάξει, τα πράγματα είναι απλά, αυστριακός αξιωματικός ήταν, ο οποίος συνόδευσε τιμητικώς τους ήρωας στην πάτρια γη. Διότι είναι παρατηρημένο, άμα ο άλλος ετοιμάζεται να πει μεγάλη παπαρία, πάντα αρχίζει με ένα τα πράγματα είναι απλά.

Ήτανε και η τοπική εφημερίδα, η οποία βγήκε με εκτενές ρεπορτάζ από την επιστροφή των γενναίων. «Τα παιδιά μας δείχνουν ανακουφισμένα που έλαβε τέλος η σκληρή δοκιμασία της Λομβαρδίας.» Και παρακάτω γράφει «φαίνεται δεν τους άρεσαν οι τυρολέζες, οι οποίες δεν τα έχουν και τόσο πλούσια τα ελέη.»

Νόστιμο αυτό, που λέει κι’ ο Κωσταντάρας.

Περάσανε δύο χρόνια, το 1868 καταργήσανε και τον στρατό εντελώς, να αλαφρύνει και ο προϋπολογισμός, να πλερώσουνε να φτιάξουνε κανά ανάχωμα κει στον Ρήνο να μην ξεχυλίζει στα χωράφια.

Έγινε ο Πρώτος Παγκόσμιος, έγινε και ο Δεύτερος, ανενόχλητο το Ληχτενστάην. Μόνο μεταπολεμικώς ενοχλείται, τώρα προσφάτως. Την μια ρίξαν οι ελβετοί στις ασκήσεις κάτι όλμους, πέσανε στο χιονοδρομικό. Την άλλη τους φύγανε κατά λάθος κάτι ρουκέτες αντιαεροπορικές, βάλαν φωτιά σ’ ένα δασάκι. Την παράλη, χάσαν τον δρόμο τους στον παλιόκαιρο οι φαντάροι που είχανε γυμνάσια, κάναν εισβολή δύο χιλιόμετρα. Αλλά το καταλάβαν και γυρίσανε πίσω. Ευτυχώς που δεν είχαμε θύματα. Αλλά οι ληχτενσταϊνοί δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει, με την ανευθυνότητα των ελβετών. Δηλαδή βρίσκουνε και τα κάνουνε. Να που χρειάζεται, ο στρατός.


Ο Αντρέας Κίμπερ γύρω στα 1935


Ανάμεσα σ’ αυτούς που πήγαν στο μέτωπο και γυρίσανε, ήταν κι’ ένας Αντρέας Κίμπερ, αγρότης, ετών εικοσιέξι, τότε. Αυτός ζούσε έκτοτε με τις αναμνήσεις του, είχε νοσταλγία, είχε φτιάξει και σύλλογο βετεράνων στρατού του Ληχτενστάην. Και φόραγε την  στολή κι’ έβγαζε φωτογραφίες σαν καρνάβαλος.

Εντωμεταξύ, φτιάχτηκε σιδηροδρομική γραμμή, κι’ άρχισαν να έρχονται τουρίστες. Οπότε ο Αντρέας έγινε αξιοθέατο, βγάλανε και καρτ ποστάλ και τις πουλάγανε. Ήτανε νιός και γέρασε, πέθανε το 1939 πλήρης ημερών, και συνέχισαν να κυκλοφοράνε οι καρτ ποστάλ, που είναι ο Αντρέας με την στολή την επίσημη, και τη ντουφέκα και τα σέα του, και το παράσημο που τούδωσε ο πρίγκηπας για τας υπερεσίας του στην πατρίδα, σένιος.

Ο Πιέτρο Πεντραντζίνι ξαναγύρισε στα χωράφια του, στην γυναίκα του, στα παιδιά του, στο Μπόρμιο, καλά πήγε κι’ αυτός. Παρασημοφορήθηκε με το χρυσούν μετάλλιον στρατιωτικής αξίας που έπιασε τους αυστριακούς στην καντονιέρα, κατέβηκε στις δημοτικές εκλογές και βγήκε πρώτος σε ψήφους, κι’ έγινε και γραμματέας της κοινότητας στο Μπόρμιο, μέχρι που πέθανε στα 1903, εβδομηνταεφτά χρονών. Τούχουνε πλακέτα στο χωριό, βαφτίσανε το μονοπάτι που ανέβηκε το βουνό με τ’ όνομά του, και είναι πολύ περήφανοι, και μπράβο τους, ρησπέκτ.


Ο Γαριβάλδης, μετά από τον πόλεμο στα Βόσγια με τους Πρώσσους, αποσύρθηκε σ’ ένα νησί κοντά στην Σαρδηνία, την Καπρέρα, απέναντι από την Κορσική, που τόχε κληρονομιά. Ήταν μαζί με όλη την φαμίλια του, είχε φτιάξει και σπίτι. Είχε περάσει κι’ ο Μπακούνιν κάποια στιγμή από κει.

Ξαναπαντρεύτηκε, έκανε κι’ άλλα τρία παιδιά. Καλά, από τον θάνατο της Ανίτας και μετά είχε άπειρες περιπέτειες, βαρόνισσες, κόμισσες, υπηρέτριες, μπανκιέρισσες, ιταλίδες και ξένες, να μην μακρηγορώ, γιατί αν μπλέξουμε με τα ερωτικά του Γαριβάλδη δεν θα ξεμπερδέψουμε ποτέ.

Πέθανε και θάφτηκε εκεί, έχει και το άγαλμά του, να κοιτάει προς την Νίκαια. Και το άγαλμά του στην Νίκαια κοιτάει την Ιταλία. Και κάθε πόλη στην Ιταλία έχει κι’ από έναν Γαριβάλδη, κι’ όλοι είναι γυρισμένοι να κοιτάνε την Ρώμη. Και στην Ρώμη έχει έναν Γαριβάλδη πάνω στ’ άλογο νάναι σταματημένο εκεί, και γύρω γύρω Ρώμη.

Αυτό του ξίνισε του Πάπα, και όταν ήταν ο Μουσσολίνη στην Ιταλία του είπε να το ξηλώσει. Αλλά ο Μουσσολίνη δεν είχε τα νεφρά να τα βάλει με τον Γαριβάλδη. Και του λέει του Πάπα όχι μόνο δεν θα το ξηλώσω, αλλά θα φέρω και την Ανίτα εδώ.

Και την φέρανε από την Ραβέννα που ήταν θαμμένη, νάναι δίπλα στον Γαριβάλδη. Και εγκαινίασε και το άγαλμα της Ανίτας ο Μουσολίνη, να καλπάζει με το παιδί στην αγκαλιά. Και ήταν μαζεμένοι οι φασισταρέοι και χαιρετάγανε με το κουλό  απλωμένο, και έβγαλε και λόγο ο ντούτσε, καλά και ντε η μητρότητα και η Ιταλία, και τα μαύρα πουκάμισα που είναι η συνέχεια των κόκκινων, και τρίχες κατσαρές, τον κρεμάσαν ανάποδα μαζί με την αγαπητικιά, που δεν έφταιγε σε τίποτα.

Πάει, τέλειωσε ο Μουσσολίνη, μείναν τα αγάλματα. Το ένα ακούνητο, να φυλάει τον τόπο από τα ζόμπια. Και τ’ άλλο να καλπάζει σαν τον αέρα, με το βρέφος στην αγκαλιά.

Διότι είναι νόμος στους καλούς αγαλματάδες, άμα το άλογο καλπάζει, παναπεί ο καβαλλάρης πέθανε στην μάχη.   

 

 


 ΟΎμνος των Κυνηγών των Άλπεων (του Γαριβάλδη.) 

https://www.youtube.com/watch?v=yuxSZioToMc


Υποσημειώσεις


*Από το farrapos, ζητιάνοι, κουρελήδες στα πορτογαλικά, που ίδρυσαν την βραχύβια Δημοκρατία του Ρίο Γκράντε.  https://en.wikipedia.org/wiki/Ragamuffin_War

 





Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ου παντός πλειν ες Κόρινθον

Τον Νίκο τον γνώρισα ακουσίως.

Επί Δικαίου και αδίκων