Προμηθέας επ' Ανάφη


 

Δεν ξέρω πως γινόταν το μαγικό, και κάθε Ιούνιο, Ιούλιο, βρισκόμουν με λεφτά. Έπαιρνα το βαπόρι κι' έφευγα, άντε με το καλό, ραντεβού τον Σεπτέμβρη, σαν τους σινεμάδες.

Διότι τα λεφτά δεν κάνουν την ευτυχία. Ευτυχία είναι να μην φυσάει και να κάνει αμμοβολή την νύχτα, και να πάρει η άμμος το σχήμα του κορμιού σου κάτω από το σλιπινμπάγκ, κι' από πάνω ναοί στο σχήμα τ' ουρανού μ' αστέρια.

Παίζαμε αθλοπαιδιές στην παραλία όλη μέρα. Εμείς είχαμε ανακαλύψει το σωρβάιβωρ πριν τριάντα χρόνια.

Αγαπημένο άθλημα όλων ήταν η αμμογουβόσφαιρα. Δηλαδή είχαμε μια μπάλα, και μία γούβα στην άμμο, κι' εμείς βάζαμε πόδια και χωρίζόμασταν σε δύο ομάδες, και μπαίναμε στη θάλασσα, ρηχά, βαθιά, άπατα, δεν είχε σημασία. Κι' όποια ομάδα έβαζε τη μπάλα στη γούβα, έπαιρνε πόντο. Ο μόνος κανόνας ήταν να μην πατήσεις έξω από το νερό, τότε είχε φάουλ.

Αλλά εμείς δεν μετράγαμε πόντους. Άλλος ήταν ο σκοπός του παιχνιδιού.

Διότι εμείς παίζαμε γυμνοί, δηλαδή. Τώρα, τα κορίτσια ήταν επίσης τσιτσίδι, και κάθονταν πίσω από τη γούβα, και μας βλέπανε να τσακωνόμαστε. Και βαθμολογούσαν τσουτσούνια. Και προσθέτανε τους βαθμούς κάθε ομάδας, και όποια ομάδα έπαιρνε την μεγαλύτερη βαθμολογία, κέρδαγε. Αλλά δεν μας λέγανε τις βαθμολογίες, ούτε καν αθροιστικώς, οπότε μόνο αυτές ξέρανε ποιά ομάδα κέρδισε, και ποιός ήταν εμβηπή ξερωγώ, ούτε μας λέγανε ποιά τα κριτήρια της βαθμολογίας.

Οπότε εμείς παίζαμε μόνο για την χαρά του αθλητισμού και την ευγενή άμιλλα, αυτό θα πει αγνός αθλητισμός, η νίκη δεν είναι το παν.

Τα απογεύματα παίζαμε ένα άλλο παιχνίδι, την αναφιώτικη ρουλέτα. Παίζανε δηλαδή, γιατί εγώ βαριόμουνα τον τζόγο. Αποπάνω από την παραλία ήταν ένας γκρεμός, ήταν για να κρατάει ίσκιο τις πρωινές ώρες και να κοιμόμαστε λίγο περισσότερο. Είχανε λοιπόν ένα μπαλλάκι του τένις, και το ρίχνανε ψηλά στο γκρεμό, και κατρακύλαγε μετά το μπαλάκι από τις χαραγματιές του γκρεμού, και πήγαινε πότε από δώ, πότε από κει, αναλόγως. Αλλά τελικώς ξαναρχόταν κάτω στην παραλία. Οπότε οι παίκται φτιάνανε πορτούλες στην άμμο με κλαδάκια, και ποντάρανε πότε τάλληρο, πότε δεκάρικο, κατόπιν συμφωνίας. Και σ' οποιανού την πορτούλα πέρναγε το μπαλλάκι, τα μάζευε όλα. Και μέχρι που να νυχτώσει να μην βλέπουνε άλλο, οπότε να πάνε στης Μαργαρίτας να φάνε, παίζανε αυτή τη μαλακία.

Εγώ, όπως προανέφερα, δεν μου άρεσε ο τζόγος και δεν έπαιζα. Αλλά καθόμουν και τους έβλεπα, κι' έσπαγα πλάκα με την βλακεία τους, που τσακώνονταν, όχι η πορτούλα σου ήταν μεγαλύτερη, όχι που κούνησες τα ξυλάκια, όχι που το μπαλλάκι πέταξε κάτω το ξυλάκι και δεν μετράει.

Ήταν κι' ένας πολύ καλαμπόρτζης. Ήρθε λοιπόν η σειρά του να ρίξει, και ρίχνει μια στραβή, και πάει το μπαλλάκι και κάθεται σ' ένα θάμνο πάνω στον γκρεμό. Ρίχνανε αυτοί μετά πέτρες να το ξεσκαλώσουνε, εις μάτην.

Εγώ, όπως σας είπα και πιο πριν, καθόμουν από μια μεριά κι' έκανα χάζι. Και δεν ξέρω πως μπαίνει ο διάλος μεσαθέ μου, και τους λέω θα πάω να το κατεβάσω το μπαλλάκι, αλλά θέλω γκανιότα, το δέκα τοις εκατόν των σημερινών κερδών. Και λένε αυτοί εντάξει. Αλλά εγώ τους έκανα πλάκα, δεν ήθελα λεφτά. Διότι είναι γρουσουζιά να παίζεις την κεφάλα σου για τα φράγκα.

Μια και δυο λοιπόν, φοράω το τζην μου και κάτι τίμπερλαντ της ιστιοπλοΐας πολύ ειδικά για γκρεμούς που είχα αγοράσει κοψοχρονιά σ' ένα στοκάδικο, και να μην μακρηγορώ, φτάνω στον θάμνο, πιάνω το μπαλλάκι, και το πετάω στην παραλία εν μέσω ουρονομήκων επευφημιών, όχι μόνο των παικτών που επανέκτησαν το μπαλλάκι τους, αλλά και πλήθους άλλων λουομένων της παραλίας, που έσπευσαν να παρακολουθήσουν τον τολμητία που έφερε πίσω το απολωλός μπαλλάκι.

Καθόμουν εγώ λοιπόν μεταξύ ουρανού και γης και απολάμβανα τον θρίαμβό μου και την δόξα μου, αλλά κάποια στιγμή είπα εντάξει, να κατέβω τώρα. Αλλά να κατέβω, μια κουβέντα ήταν. Διότι ο θάμνος που είχε σκαλώσει το μπαλλάκι βρισκόταν σ' ένα σημείο πολύ επικλινές σαν τσουλήθρα, και δεν είχε καμιά πέτρα ή ρίζα να πιαστείς, ήταν λάσπη ξεραμένη σα σκόνη, σαν ταλκ, πολύ ψιλή. Κι' εγώ ξαπλωμένος στην τσουλήθρα ανάσκελα. Και μετά από την τσουλήθρα ο γκρεμός ήταν πολύ κάθετος, είκοσι μέτρα ύψος. Κι' εγώ δεν ήξερα πως έφτασα εκεί, σερνόμουνα με την πλάτη, κι' ευτυχώς που είχα φορέσει το τζήν και τα τίμπερλαντ, είχα καλύτερη πρόσφυση πάνω στο ταλκ.

Πάω λοιπόν να μετακινηθώ πέντε πόντους δεξιά, χρρρ γλυστράω δύο μέτρα πάνω στο ταλκ προς το γκρεμό που έχασκε να με καταπιεί. Ευτυχώς σταμάτησε εκεί η κατρακύλα μου.

Ήμουν ένας Προμηθέας. Είχα χαρίσει στους ανθρώπους το μπαλλάκι του τένις. Το μπαλλάκι, ο ταχυδρόμος της Τύχης είχε επιστρέψει ως δικός μου μαντατοφόρος! Για να φέρει στους ανθρώπους το μήνυμα πως Τύχη δεν υπάρχει. Τύχη είναι η άγνοια. Τύχη είναι μία ανθρώπινη κατασκευή. Τύχη είναι η υπεκφυγή του ανθρώπου να αναλάβει την ευθύνη της Ειμαρμένης του. Αυτό ήταν το προμηθεϊκό μου μήνυμα! Και τώρα για τιμωρία ήμουν δεσμώτης πάνω στον βράχο, χωρίς αλυσίδες, παρά μόνον από την βαρύτητα!



Εντωμεταξύ έβλεπα αποκάτω που μαζευόταν κι' άλλος κόσμος, και μ' έπιανε μία υψοφοβία και με γαργαλάγανε οι πατούσες μου. Ήτανε και κάτι εκδρομείς φλώροι από την Σαντορίνη, και φωνάζανε "πέσε-πέσε" και σκεφτόμουνα άμα κατέβω κάτω θα σας γαμήσω καριόληδες, αλλά τους είπανε οι άλλοι και το βουλώσανε, γιατί θα τρώγανε πολλές σφαλιάρες ενθύμιο από την Ανάφη. Και επεκράτησε άκρα του τάφου σιωπή μέσα στο γλυκό καλοκαιριάτικο απόγευμα.

Αλλά το βασικό πρόβλημα παρέμενε ανεπίλυτο, και αυτό ήταν να κατέβω απεκειπάνω σε ένα κομμάτι και να μη με μαζεύουν με το κουταλάκι του γλυκού. Διότι αν αστοχούσα και στην επόμενη προσπάθεια πλαγίας μετακινήσεώς μου προς το πλησιέστερο σταθερό σημείο στηρίξεως, αντιός πάμπα μία, που λέει και το γνωστότατο τανγκό. Και κατά πάσα πιθανότητα αυτό θα συνέβαινε, διότι η κατάστασις που είχα περιέλθει ήταν απελπιστική, οποιαδήποτε πλάγια μετακίνησίς μου είχε ως αποτέλεσμα την κάθετον ολίσθησίν μου προς τον γκρεμό στο δεκαπλάσιο, ή εικοσαπλάσιο, ή και παραπάνω, δέκα πόντοι δεξιά ίσον ένα, δύο, τρία μέτρα γλύστρα, και μετά άντε γειά!

Έλα όμως που το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως πάντοτε υπερισχύει ως πεπρωμένο και Ειμαρμένη της Ανθρωπότητος, και νικά διηνεκώς την βαρύτητα και τους άλλους εναντίους νόμους της Φύσεως, και ο Προμηθεύς ελεύθερος πάντοτε χωρεί εις τους αιώνας των αιώνων, δοξασμένος και κραταιός του Σύμπαντος άρχων! Διότι εκείνη την στιγμή όλη μου η ύπαρξις συσπειρώθηκε εις μίαν και μόνην θέληση, ωσάν στρατός και Έθνος εν κινδύνω! Διότι εκείνη την στιγμή κάθε απόληξις του νευρικού μου συστήματος ιχνηλατούσε σε επαφή με την γλυστερή επιφάνεια που είχε γίνει θανάσιμος αντίπαλος, κι' έστελνε σήματα και πληροφορίες, εδώ κρατάει, εδώ γλυστράει, εδώ έτσι κι' έτσι, εκατομμύρια σήματα έφταναν στο ένα κέντρο του νωτιαίου μου κι' από εκεί στο κέντρο της συνειδήσεως, που αποφάσιζε αστραπιαίως κι' έστελνε λεπτομερείς διαταγάς σε ομάδας μυών, σε κάθε ραχιαίο, σε κάθε τετρακέφαλο, σε κάθε παλαμιαίο και ελμινθοειδή, εσύ σπρώξε, εσύ κράτει, εσύ πιο κει, και σε πλήρη σύνταξη εκινούντο οι μύες συντονισμένα προς την πολυπόθητη σωτηρία, πέντε εκατοστά δεξιά, άλλα δέκα μετά, είχα γίνει σώμα και πνεύμα μία ενότης που με ξεπερνούσε, κι' ήταν όμως εντός μου η ενότης, χωρίς διάσπαση ή αμφισβήτηση! Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση· δικέφαλος αϊτός, κι απάνω μου τινάζει τις φτερούγες του και βογγάει ο σάλαγός του στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στην ψυχή μου, και το μακρά και το σιμά για με πια είν' ένα!...

Να μην μακρηγορώ, διήνυσα εκείνα τα τρία μέτρα ή χιλιόμετρα σούρνοντας χέρια-πόδια-πλάτη-κώλο ανάσκελα, κι' έφτασα εκεί που είχε πιασίματα και πατήματα, και μετά με σίγουρες κινήσεις κατέβηκα μέχρι κάτω στην αμμουδιά και στο ξέσπασμα των ενθουσιωδών και ειλικρινών χειροκροτημάτων. Ήταν μάλιστα εκεί μεταξύ των περιέργων και μια παρέα ελβετοί ορειβάται, που είχαν παρακολουθήσει με θαυμασμό τον άθλο μου, και μου είπαν πως έχω πολύ ταλέντο. Εγώ όμως δεν το καλλιέργησα έκτοτε.

Με την δύση του ήλιου και με το που πήγαμε για μάσες στης Μαργαρίτας, η δόξα μου είχε δύσει κι' αυτή.

Μερικά πρωινά μας ξυπνάγανε η φασαρία από κάτι F-16 που πετάγανε ξυστά από την επιφάνεια της θάλασσας και τα βράχια. Ήτανε μία ατραξιόν τυπικώς αναφιώτικη, οι πτήσεις. Θυμάμαι επίσης που ο Γιάννης ο Νικολετόπουλος είχε έρθει στο νησί με μία μπουκάλα βότκα που είχε καφτερή πιπεριά μέσα. Δεν είχα ξαναπιεί τέτοια βότκα, παράξενη μου φάνηκε.

Ήταν κι' ένα κορίτσι που με το που θα γύρναγε στην Αθήνα, θα παντρευόταν. Ένα βράδυ που ήμασταν στης Μαργαρίτας ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο μου κι' άρχισε να κλαίει σιγανά. Εγώ τάχασα, γιατί ήταν πάρα πολύ όμορφη, μελαχροινή, κι' ήταν κι' άλλοι παρόντες που ξέρανε το ζευγάρι, και αισθανόμουν πολλή αμηχανία. Έτσι είμαι εγώ, άμα μ' αρέσει μία πολύ με πιάνει αμηχανία. Αλλά κι' άλλοι τους πιάνει αυτό, και άντρες και γυναίκες.

Απεφάσισα -λόγω αυτής της αμηχανίας μου- να κάνω άλλη μια ταρζανιά, ν' ανέβω στην Καλαμιώτισσα και να γυρίσω αυθημερόν, οχτώ ώρες πορεία στο λιοπύρι, άσε το μονοπάτι για την κορυφή, δεν είναι για υψοφοβικούς.



Η μουζική: Καλαμιώτισσα, του 1992. Στο κοντραμπάσσο, ο Χάρης Μέρμηγκας. Και στο άλτο σαξόφωνο ο Ντίνος Αποστόλου. Εκτός από την κιθάρα έπαιξα και το πιατίνι, αν θυμάμαι καλά.

https://www.youtube.com/watch?v=NnB0P8IurRc

 

Οι ζωγραφιές: Προμηθέας Ι, ΙΙ, ΙΙΙ. Πενάκι, παστέλ και ακρυλικά σε χαρτί.


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ου παντός πλειν ες Κόρινθον

Τον Νίκο τον γνώρισα ακουσίως.

Επί Δικαίου και αδίκων