Πάρκαρα την Σιτροέν δεξιά. Ήταν μια τραξιόν αβάν μαύρη, μοντέλο του 50. Στην Εθνικής Αντιστάσεως περνάγαν πατημένοι όλοι, μονάχα τις ανταύγειες από τα φώτα απάνω στην βρεμένη άσφαλτο έβλεπες, και σβββουννν! περναγαν σα διαόλοι από μπροστά μας. Ψιλόβρεχε, κάτι παγωμένες στάλες να σου τρυπήσουνε το κεφάλι, όπου πέφτανε. Και νύχτα, έρεβος, Άδης, εντωμεταξύ. Να περάσει δηλαδή απέναντι ο κύριος Σπαρταλιάν, ήταν ένα θέμα ζωής και θανάτου, ενενήντα χρονώ αυτός, έπινε, κάπνιζε, έτρωγε, γλεντζές, αλλά πήγαινε σα τη χελώνα, κοίτα να δεις είπα, που δε θα προλάβουμε να χωνέψουμε τον παστουρμά και τα ούζα, θα μας πατήσουνε σαν τις γάτες τα κωλοαυτοκίνητα στην Εθνικής Αντιστάσεως. Ήμασταν δηλαδή ο κύριος Σπαρταλιάν, εγώ και ο Νικολάκης ο λεγόμενος κοντός, ο παλιός μπάρμαν του Χόμπο, αν έχετε ακουστά, στο Χαλάντρι ήταν αυτό το Χόμπο. Από Αθήνα δεν έρχόταν τίποτα, άντε φτάσαμε κάποια στιγμή στη μέση του δρόμου. Αλλά από την άλλη, ερχόταν το κακό συναπάντημα, σβββουννν! σβββουννν! κολλήσα...