Y Dyn Na Fu Erioed*
Γκλυντώρ Μάικωλ Α ρε έρμε Γκλυντώρ Μάικωλ! Χαμένο κορμί! Που έλιωσε ο πατέρας σου τα νιάτα του μέσα στα ανθρακωρυχεία της Ουαλίας. Στο τέλος που τέλειωσε το κάρβουνο έμεινε κι' άνεργος αποπάνω, ήσουνα δεκαπέντε εσύ, σε φωνάξανε και πήγες και υπόγραψες που έκοψε το λαιμό του, αυτοχτόνησε. Κι' ήσουνα κι' αγράμματο και χρώσταγες και της Μιχαλούς, μάλλον. Πέθανε κι' η μάνα. Στον πόλεμο μέσα, αυτό. Γύρναγες μετά, άστεγος, άεργος, μόνος και θεονήστικος στο Λονδίνο, και βρήκες μια φέτα ψωμί, αλειμμένη με μια κρέμα παχιά παχιά, ποιός να την ξέχασε -θα είπες- σε μια γωνιά μεσούντος του πολέμου, μια φέτα ψωμί με συμπυκνωμένο γάλα ζακχαρούχο, πώ ρε ευδαιμονία! Α ρε Γκλυντώρ Μάικωλ! Που να τόξερες μέσα στη ψωμολύσσα σου την αβυσσαλέα που ήταν δηλητήριο, το ζακχαρούχο γάλα, παγίδα για τους αρουραίους. Και γράψανε πως αυτοχτόνησες κι' εσύ, σα τον πατέρα σου... *** Βάστα Ρόμμελ, φωνάζαν εδώ οι μαυραγορίτες, αλλά δε βάστηξε, ο Ρόμμελ. Και απεβιβάσθησαν τελικώς στην Βόρ...