Ο Πίθηκος
Ο Πίθηκος, δεξιά. Ο Κλέαρχος αγόρασε έναν Πίθηκο, όχι πολύ μεγάλο, κανα γορίλλα ξερωγώ. Απόνα ναυτικό, κινέζο. Δεν τον έβγαλε όνομα. Μάλλον τον έβγαλε, Τσίκο, αλλά ο Τσίκος δεν άκουγε, αγρόν ηγόραζε. Οπότε όλοι τον λέγαν Πίθηκο. Ο Πίθηκος. Αυτός ο Πίθηκος ήταν και μοβόρος και μουρντάρης. Άμα πλησίαζε γυναίκα, την έπιανε με τόνα χέρι από το δάχτυλο, και με το άλλο ψωλοκοπανιόταν. Αλλά άμα πλησίαζε άντρας, του την έχωνε. Είχε κάτι κυνόδοντες η Παναγία να σε φυλάει, κι' ήταν και αστραπιαίος, πολύ καλά ρεφλέξ. Γι' αυτό ο Κλέαρχος τον είχε με μια αλυσίδα τρία μέτρα τέσσερα, ή στο κλουβί, να μην πλησιάζουνε. Για να πάει βόλτα, ο Κλέαρχος είχε βρει ένα κόλπο. Έδενε την αλυσίδα στη Φλούφλα, τη σκύλα. Και τους αμόλαγε κια τους δύο στο βουνό. Φώναζε μετά τη Φλούφλα, ή γύρναγε αυτή να φάει, πείναγε, ερχόταν και ο Πίθηκος παρέα. Να μην μακρηγορώ, τόσκασε μια φορά ο Πίθηκος, πήγε στη Μονή της αγίας Βαρβάρας και την έκανε Μουνή. Κυνήγαγε τις καλόγριες να τις φάι, τάσπασε όλα ...